ΠΟΙΗΤΙΚΗ Τεύχος δωδέκατο (επιλογές)

ΠΟΙΗΣΗ 

Κατερίνα Ἀγγελάκη-Ρούκ

Ἡ σιγανή φωνή τῆς μνήμης

 

ΤΟ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟ ΣΩΜΑ
Πρίν ἀκόμη βυζάξω τό γάλα τῆς ζωῆς
ἔπεσε πάνω μου ἡ σκιά τοῦ θανάτου.
Τό ἀνύποπτο σῶμα μου
πάλεψε, νίκησε κι ἀκολούθησε
τήν τροχιά του γύρω ἀπ’ τό ἀνάπηρο
ἀστέρι τῆς γέννησής μου.
Ἀεράκι φυσοῦσε καί χάιδευε
οὐλές, καμπύλες
τό σῶμα μεγάλωνε
καί μέ κουβαλοῦσε σ’ αὐτή τή γῆ
μαζί μέ τούς δύο πάντα
ἀντίθετους κόσμους:
τή ζωή καί τό θάνατο.
Τά πορφυρά χρώματα τῆς δύσης
μέ μάγευαν• ἄνοιγαν τοῦ Παραδείσου τίς πύλες
κι ἄς σήμαιναν τό τέλος τῆς ἡμέρας.
Ὅταν ἀνάτελλε τό ἀρσενικό σῶμα
τό δικό μου ξαναγεννιόταν•
ξάπλωνα τότε πάνω στή γῆ
τή ζέστα της ἔκλεβα
καί θαρροῦσα πώς μάντευα
πῶς αἰσθάνονται τά φυτά της.
Σῶμα μου, δικό μου σῶμα
ἀπό σένα ὅλα ἀπορρέουν•
νερά θολά καί νερά λαμπερά
μέ πλάσματα τοῦ ἔρωτα
καί τῆς ποίησης νά κολυμποῦν στό βάθος.
Ὥς κι ἐκεῖνες οἱ στιγμές
οἱ ἄυλες, οἱ μεταφυσικές
ὅταν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς
κι ἀγγίζει τόν οὐρανό
ὅλα ἀπό σένα ρέουν.
Ὅμως τοῦ σώματος ἡ διπροσωπία
δέν εἶναι ἀπάτη
εἶναι εὐλογία.
Αἴγινα 20.8.2011
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΦΩΣ
(πεζοποίημα)
Κι εἶναι σάν ἐκείνους τούς μαρτυρικούς ἔρωτες, ὅταν μέσα ἀπ’ τά καυτά φιλιά ἀναδύεται ἡ ὀδύνη. Εἶναι τότε σάν χίλια μαχαίρια νά σέ σφάζουν, σάν χίλιες φωτιές νά σ’ ἔχουν ζώσει. Στό μυαλό σου ἀνοίγονται τάφοι, τό σῶμα σου τυλίγεται, ἀντί γιά σάβανο, μέ τά τελευταῖα ἐρωτικά χειρόγραφά σου. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή σου οὐρλιάζει: Φτάνει! Τέλος! Ἡ ἱστορία αὐτή τελείωσε. Οὔτε στ’ ὄνειρο δέν θά ἐπιτρέψω στόν ἑαυτό μου ν’ ἀγκαλιάσει «ἐκεῖνον» καί τό βλάσφημο βλέμμα του νά δρασκελίσει τό κατώφλι τῆς καρδιᾶς μου. Τέλος τό μαρτύριο-ἔρωτας.
Καί ξαφνικά μές στή νύχτα τῆς ἐρωτικῆς μου φαντασίας, ἀστράφτει τό χαμόγελό του. Νέος ὁρίζοντας ἀνοίγεται, τό σύμπαν φωτίζεται, ἡ γῆ μεταμορφώνεται σ’ ἀστέρι καί καρφώνεται στόν οὐρανό. Καί τότε λέω: «Συγχωρεμένος. Ὅλες σου τίς ἁμαρτίες τίς ξεχνάω γιά μιά ἀκόμη φορά. Τήν τελευταία».
Ἔτσι κι ὁ τόπος μου. Ἐδῶ γεννήθηκα, ἀνατράφηκα, μεγάλωσα. Ἐδῶ ὅλα δύσκολα, ὅλα ἀβέβαια, ὅλα ἀσχεδίαστα ἤ κακοσχεδιασμένα. «Φεύγω», λέει ὁ κοσμοπολίτης ἑαυτός μου. «Δέν ἀντέχω ἄλλο».
Καί ξαφνικά, ἡ μέρα ἀνατέλλει, μιά ἄλλη πόρτα ἀνοίγει. Φῶς, φῶς παντοῦ, ἀπό παντοῦ, στό νοῦ καί στήν ψυχή. Πλατύφυλλο φῶς. Ἑλλάδα.
«Θά μείνω» λέω, «μένω. Γιά λίγο ἀκόμα».
Αἴγινα 27.8.11
ΛΕΥΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Ἄνοιξα τό τετράδιο•
θυμίζει χωράφι ἀκαλλιέργητο.
Παίρνω τό μολύβι
–τσάπα σέ χέρσα γῆ–
ἀδέξια αἰσθάνομαι
σάν ἡ ποίηση ποτέ
νά μή μέ εἶχε δεχτεῖ.
Ψηλαφίζω τούς στίχους•
νά βάλω ἐδῶ τή νοσταλγία
νά ζωντανέψω μετά τήν ἀνάμνηση
ἤ λίγο πιό πρίν;
Καί ἡ γεύση πού θά μείνει
θά εἶναι γεύση τέλους; Ἀπρόσμενης δημιουργίας;
Κάποτε ἡ σελίδα ἦταν τό μαντίλι
πού στέγνωνε τοῦ ἔρωτα τό δάκρυ
ἡ κουβέρτα πού ζέσταινε
μιάν ἄδεια ἀγκαλιά.
Βοριάς φυσοῦσε ἀλλά δέν κρύωνες
γιατί μαζί κατέβαιναν
ἡ ψύχρα καί ἡ ζέστα τοῦ κόσμου
ἀγκαλιά σέ μιά σελίδα.
Αἴγινα 12.10.11
ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
Ἀντίστροφα κινοῦνται
οἱ ἀπολαύσεις καί οἱ ἀπέχθειες
τῆς ζωῆς μου.
Τή θάλασσα πού λάτρευα φοβᾶμαι•
δέν πλέω μήν πνιγῶ.
Τή δίκυκλη χαρά μου ἔχασα•
τρέμω μήν γκρεμιστῶ.
Τήν ἐπανάληψη ἐμπιστεύομαι
γιατί μοῦ θυμίζει ὅτι ὑπάρχω
τήν πλήξη προτιμῶ ἀπό τή μοναξιά.
Ἡ πιό ἀπίστευτη ὅμως διαστροφή μου
εἶναι ὅταν δέχομαι τήν ὑποκρισία
γιά νά μή μ’ ἀγκαλιάσει ἡ θλίψη.
Ὑποκρίνομαι ὄχι γιά νά κερδίσω
ἀλλά γιά ν’ ἀντέξω τούς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι, παντοκράτορες
στή ζωή μου κάποτε
τούς ἄκουγα,πλούταινα
τούς ἔκλεβα τή γνώση.
Σκληροί μοῦ φαίνονται τώρα, ἀνούσιοι
Λένε καί ξαναλένε τά ἴδια ψέματα
μέ ἄλλα λόγια.
Κλεισμένοι στό φρούριο τοῦ ἐγώ τους
ἀνησυχοῦν γιά τούς ἄλλους
μόνο πάνω στή σκηνή
ὅταν ὁ ἠθοποιός ἑαυτός τους
παίζει τό μονόπρακτο τῆς ἀνθρωπιᾶς.
«Καλῶς ἦρθες φίλε.
Ἡ ζωή μου εἶναι τόσο ἄδεια χωρίς ἐσένα!»
Καί εἶναι.
Αἴγινα 22.9.11
Η ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Σάν σκοροφαγωμένα ὑφάσματα
ἁπλώνουν τήν ἀσχήμια τους τά γεράματα
ἀκόμη κι ἄν εἶχαν ἕνα ὡραῖο παρελθόν.
Ἀλύγιστα πάντα τά νιάτα
κάπου μυστικά λάμπουν σάν ἀστέρια
ὅσο ἄκομψα κι ἄν εἶναι
ὅσο κι ἄν κολυμποῦν ἀνέραστα
στά θολά νερά τῆς ζωῆς.
Τήν ὀμορφιά
τό σῶμα τῆς δικῆς μου νιότης
δέν τή γνώρισε ποτέ
ἀλλά ξέρω τώρα
πώς, ναί, τήν κρατοῦσε ἀγκαλιά.
Μακριά ἀπ’ τόν καθρέφτη
μέ τή φύση μοιραζόμουνα
ἄνθιση καί καρποφορία•
σέ θάλασσες ἐπιθυμίας ταξίδευα
κι ἔβλεπα στά πρόσωπα τῶν ἀγοριῶν
μιά φανταστική εἰκονογράφηση
τοῦ μέλλοντός μου.
Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου
ἐρχόταν μόνο σάν ἔμπνευση
κι ὅταν τό ποίημα γεννιόταν
διέλυε τή φοβερή ὑποψία
ὅτι καί ὁ πόθος τελικά ὑποχωρεῖ
μπρός στήν ἀλήθεια τοῦ χρόνου.
Τό ξέρω πώς θά ‘ρθει ἡ στιγμή
πού σφιχτά ἀγκαλιασμένα
τό ὄμορφο καί τό ἄσχημο μαζί
θά μέ συνοδεύουν στοῦ τέλους τήν ἀρχή.
Αἴγινα 16.8.11
ΖΩΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
Οἱ μέρες πού ἔρχονται
κρέμονται σάν ἄδειες σκονισμένες σακοῦλες.
Ἀλλά νά τίς γεμίσω μέ τί; Μέ ποιόν;
Ὑγεία ἔχω, ἄχρωμη
καί κάποια εὐελιξία
τοῦ σώματος, τοῦ νοῦ.
Ὅμως καμιά ἐπιθυμία
δέν μέ περιμένει στήν εἴσοδο τῆς νύχτας
κανένα ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς μου
γιά τόν ἐρχομό μιᾶς ἀκόμη μέρας.
Ἡ ἰδέα τῆς μακροημέρευσης
ἀδιάφορη μ’ ἀφήνει
μέ ἑλκύει ἀκόμη τό μυστήριο τῆς ζωῆς
πού μέ ἀνεξήγητο πεῖσμα
μέ τραβάει ἀπό τό χέρι.
«Ἔλα, ἔλα νά δεῖς»
–μιά παράξενη φωνή
μέσα μου ἀκούγεται–
«Ἔλα, νά δεῖς κάτι ἀκόμα».
Ἡ ἐπανάληψη –ἀνυπόφορη κάποτε–
σάν περιουσιακή ἐγγύηση
τώρα μέ στηρίζει.
Σέ λίγο τό ἀεράκι θά φυσήξει
ἡ ἀνάσα τό σῶμα μου
καί σήμερα θ’ ἀναστήσει
κι ὁ ἥλιος ἀπρόσμενα θά χαμογελάσει
ἀφοῦ τό χαμόγελό του
δέν εἶναι ποτέ ἐπανάληψη.
Αἴγινα 16.8.11

 

 

Δήμητρα Χριστοδούλου

Μετά τή νύχτα

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ
Ἦρθε καί κάθισε δίπλα μου
μέ μιά ζακέτα ἀπό λέπια
κι ἕνα ζευγάρι ἀσημένια γόνατα.
Ἡ θάλασσα μετροῦσε στά πόδια του
χαρτονομίσματα.
Ἐπέμενε νά τόν ἐξαγοράσει
αὐτόν τόν ἀνυπόφορο Ὕπνο.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ἄν αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ὥρα τῆς ἡμέρας,
ἄς μείνει ἐκεῖ μέ τή δειλία της.
Ἄς σφιχτεῖ στό παλτό της ἀνήσυχη.
Κανείς δέν εἶναι τόσο ξεκούραστος
πού νά μπορεῖ νά τήν περιμαζέψει.
Ἄν πάλι εἶναι μήνας ὁλόκληρος
κι ἔχουνε τόσο ἀραιώσει τά μαλλιά του,
ἀφοῦ μ’ ἔφερε ὥς ἐδῶ ὁλομόναχος,
ἄς μείνει στήν ἀρρενωπή του θλίψη.
Ὅ,τι κι ἄν εἶναι αὐτή ἡ μουρμούρα τῆς ὁμίχλης,
ὁ οὐρανός τραντάζεται κόκκινος
σάν φοῦρνος πού θά ψήσει τόν χρόνο μου
μέσα στ’ ἀδιάκοπα σφυρίγματα τῆς μπόρας.
Η ΠΡΟΤΟΜΗ
Φούσκωσε κι ἔπεσε τό πρῶτο ἄστρο
σάν κεφαλή τοῦ Βαπτιστῆ στό χῶμα.
Μέ κρύα δάχτυλα ἡ δασκάλα
βάζει στό πιάτο τό ροδάκινο.
Λάβετε, φάγετε, δέν ἔχει ἄλλο.
Μασᾶτε, ἀποφοιτᾶτε, φτύνετε.
Μέσα στήν τρίχινη νυχτικιά της
ἔχει γεράσει σερβίροντας.
Ἀλλά μέ τά γυαλιά ταρταρούγας,
Τά δυό κρινάκια στό ἀνθοδοχεῖο,
τό ἀσήμι πού παγώνει στά πόδια της,
μένει σοφή σάν ἕνα μαχαίρι.
Ἕνας σεπτός ἀποκεφαλισμός.
ΣΥΝΕΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Ἄς ἔρθει ἡ ὥρα ἡ συναχωμένη, ἡ ἀπόβλητη,
μέ τό φίδι τοῦ θυμοῦ σας στό στόμα.
Κάντε ἕνα ψυχικό στόν ἑαυτό σας.
Εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖτε νά ἐλεήσετε.
Σέρνεται σάν παλιόσκυλο ἐκεῖ ἔξω.
Φέρτε τον μέσα.
Πλύντε τά μοῦτρα καί τ’ αὐτιά του.
Κι ἄς ἔρθουν οἱ χαροκόποι κι οἱ βέβηλοι.
Καπνίστε ἀπ’ τό κλεμμένο τους πακέτο.
Ἀφῆστε τό φεγγάρι νά λιώσει
σάν παραλήρημα μικροῦ θεοῦ.
Κάποιος τόν ράβδισε στόν πισινό μά δέν ἦταν
παρά ἕνα σύμπαν ἀναίτιο.
Ἕνα ἀνομολόγητο σφάλμα.
Νά ζήσουμε σάν νά ὑπῆρχε λόγος.
Νά πεθάνουμε σάν ν’ ἀξίζει τόν κόπο.
Νά πειθαναγκαστεῖ ἡ αἰωνιότητα
νά ριχτεῖ γιά τά καλά στή βιοπάλη.
ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ ΜΕ ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ
Φῶς χωροφυλακῆς πλένει τούς δρόμους
σάν νά χρωστάει ὅλη ἡ πόλη πρόστιμο.
Τό βαρύ πρόσωπο τοῦ Κυρίου
κρατῶ μακριά μέ τήν παλάμη ἀνάστροφα,
ἕνας ἀνεκδιήγητος Ἄτλας.
Διασχίζει τή χώρα ὁ ἴσκιος μου,
αὐλάκι ἀπό τήν παγωμένη μου φλέβα
πού στάζει λίγο λίγο ἐκ γενετῆς.
Μά ἔχει συνωστισμό ἀπόψε ἡ βάρδια.
Πάνω ἀπό τό κεφάλι μου ἡ βροχή
ἀδειάζει γυαλικά μέ τό φαράσι.
Ἕνα παγκάκι, ἕνας ξενύχτης, τό πιστόλι του,
τό σημείωμά του στήν τσέπη,
θόρυβοι ἀπό ἐπίμονο φτυάρι…
Κάπου ξεθάβουν τόν πλανήτη Γῆ
καί ξεφορτώνει μέ τίς δαχτυλῆθρες τό χῶμα
ὁ ἀπέραντος στρατός μυρμηγκιῶν…
NOTRE DAME
Εἶναι ἐδῶ οἱ μυθικοί γαλάζιοι πίθηκοι.
Γιορτάζουν μέσα στούς καθεδρικούς τους.
Στά βιτρό τῆς βόρειας πτέρυγας
κόκκινοι, μπλέ καί μέ βραχύνσεις.
Στόν καθρέφτη τοῦ μπάνιου τους
ξυρισμένοι, νευρικοί, δυό χοῦφτες χάπια.
Γαλάζιοι πίθηκοι στή βιβλιοθήκη.
Διοπτροφόροι, γεωμετρικοί, φτιαγμένοι
στά σκαλιά ἱερῶν συζητήσεων.
Βογκώντας σάν κουκούτσι τυφώνα
μές στό ὑπόγειο τοῦ σκληροῦ τους δίσκου.
Μετά τόν πρῶτο πόλεμο γαλάζιοι.
Μετά τόν δεύτερο πίθηκοι.
Γαλάζιοι πίθηκοι στόν πάτο τοῦ προγεύματος
μέ χυμό καί ἐκτεταμένες ἀπόψεις.
Χλωμοί τό ἴδιο, φιλοχρήματοι
διώχνουν μέ πένθιμες κινήσεις σκιάχτρου
τά βομβαρδιστικά ἀπό τά χωράφια.
Ἀλλά δέν βρίσκουνε δουλειά. Ἡ Μητρόπολη
ἀναλαμβάνεται πρός τό ἐξαίσιο ἄπειρο
σάν νά μήν ἤχησε ὁ Μπάχ ἐκεῖ ἀλλά μόνον
ἡ τριχωτή παλάμη τους στήν πόρτα.
Στή στάχτη αὐτοῦ τοῦ ἀμφιλεγόμενου στίχου
ἄλλο δέν βρίσκεται ἀπό ψαροκόκαλα.
Ὅλη νύχτα σιγόσβηνε ἡ θάλασσα.
Τέλος παράτησε τά σωθικά της κι ἔφυγε.
Μόλις πού φαίνονται τά πρυμναῖα φανάρια.

 

Γιῶργος Βέης

Ἄλογα στή βροχή

ΣΤΟΡΓΗ

Γιά δυό στιγμές ἀκόμα
ἄς κρατηθοῦμε γερά ἀπ’ τά κλαδιά αὐτοῦ τοῦ πεύκου
κάτω ἄς λιάζονται οἱ ἐχθροί τῆς καρδιᾶς μας
μετά τό ἀεράκι θά φυσήξει, σίγουρο τραγούδι,
θά μᾶς πάρει πούπουλα τοῦ ὕπνου
νά μᾶς φέρει στῶν παραμυθιῶν τά σοφά λημέρια
στούς θαλασσινούς ἀετούς, κοντά στούς πύργους τῆς τύχης
εἰκόνες ἕτοιμες νά μᾶς κρατήσουν ἐπιτέλους μέσα τους
χωρίς ἄλλο νόημα ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων
ὁ πόλεμος, αὐτά τά εἴδωλα τοῦ κόσμου
μόνο ἄς κρατηθοῦμε τώρα
λίγο ἀκόμα ἀπ’ τά γερά κλαδιά τοῦ πεύκου.
ΠΡΟΝΟΙΑ
Ἡ ἀμφιλύκη
πάντα θά τά προσέχει ἰδιαιτέρως τά λουλούδια τῆς ἴριδας
τά λόγια τῆς μιμόζας
καί τά κλαδάκια τῶν κυανῶν λωτῶν
μαζί μέ ὅλα τά δάκρυά τους
δέν τ’ ἀφήνει νά γίνουν θρύψαλα μέσα στό σκοτάδι
γι’ αὐτό καί ἡ ἀμφιλύκη κρύβει κάθε φορά
λίγο φῶς στούς μίσχους τους
νά ἔχουν νά περάσουν τή νύχτα
νά λαμπυρίζουν ἔστω ἀμυδρά, ἀλλά παρήγορα
ὅπως τά φῶτα τῶν λιμανιῶν
ὅταν ὑποδέχονται τά ξέπνοα βλέμματα τῶν παρ’ ὀλίγον ναυαγῶν.
ΑΛΟΓΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Δές τα,
δέν ξέρουν τά ἔρημα ποῦ νά κρυφτοῦν
μόνα τους καί τό λασπωμένο χωράφι
ὥς πέρα ὁ θάνατος ἀπό νερό
ὅπως κι ἐμεῖς
πού εἴχαμε συμφωνήσει –
πῶς τό ἔγραψε ὁ Γιάννης Ρίτσος –
ὅτι «τό πιό ἔρημο πράγμα τοῦ κόσμου
εἶναι τό σῶμα»
ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμεῖς
στούς πέντε δρόμους τοῦ σύννεφου
ὀλιγαρκεῖς, σχεδόν ἀνόθευτοι ἀπό κέρδος,
μνησίκακοι γιά ὁρισμένους,
πάντως ξεκάθαροι ἀπό παρελθόν τοῦ δόλου,
ἕνα συνονθύλευμα τελικά παράνοιας καί δόξας•
δές τα τώρα
τρέχουν τά ἄλογα στό μαράζι τους
αὔριο ὅμως θά στεγνώσουν πάλι ἐδῶ,
στόν τελευταῖο στίχο.
ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΕΣ, ΠΡΟΠΕΤΕΙΣ ΠΑΝΤΑ
Προλέγουν κάτι,
δείχνουν πρός τήν μεριά τῶν ἀρρήτων
πού τό παίρνουμε ἀμέσως στά σοβαρά
καί τό ἑρμηνεύουμε πολλαπλῶς,
ἐννοῶ ἐμεῖς οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι τοῦ χειμώνα
καί τοῦ θέρους οἱ κληρωτοί
οἱ διψασμένοι γιά σωτηρία μέσα στό φῶς
ἐκτός κι ἄν αὐτά τά σημάδια ἀπό τίς λεπτοκαρυές
στά ἀνατολικά τοῦ Ὀλύμπου
καί στά δυτικά τοῦ Πάρνωνα
εἶναι τόσο μπερδεμένα καί δίσημα
ὅσο ἐκεῖνο τό κουβάρι τῆς ἀγάπης
πού ὁδηγεῖ σχεδόν πάντα
στήν αὐτοκτονία τῶν ἐραστῶν
τότε ἀντί γιά δῶρα ἀπό τό μέλλον
κουβαλᾶμε χωρίς νά τό ξέρουμε
ἕνα ματωμένο κεφάλι
ἀπό τόν αὐριανό πόλεμο.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
Ὄχι, καμία διαλεκτική, τί πάει νά πεῖ
ἀγωνία γιά τό παρελθόν πού εἶναι ἄθροισμα
ὄνειρο, πάλη τοῦ νοῦ νά ξεχωρίσει τό χάος
ἀπό τό βασίλειο κρυστάλλων τῆς ἀλήθειας –
ἐδῶ νά μείνεις, καρότσι πού σέ πάει στό χεῖλος
τοῦ βουνοῦ, ὄχι γιά νά σέ πετάξει στά ἄχρηστα
τῆς ζωῆς, ἀλλά γιά νά σέ μάθει νά κινδυνεύεις
μέσα σέ τόσους πυραύλους πού πέφτουν ἔξω ἀπό
τήν πόρτα μας, ἡ θύελλα βιάζεται, τρέχει νά μᾶς
ξεγράψει ἥρωες τῆς μιᾶς ὥρας, ὅσο ξέρει νά
ἀντέχει ἡ ἀκοή μας τίς μουσικές τῶν ἄλλων,
δεῖξε κι ἐσύ πόσο βάρβαροι εἴμαστε τώρα πού
τρῶμε τίποτα καί ξερνᾶμε ἱστορία μέσα
στό μάτι τοῦ καιροῦ, βάσκανο, ὄργιο ἐλπίδας.
ΑΦΥΛΑΚΤΟΣ, Η, ΟΝ
Ἐκείνη ἡ δύναμη, ὁ περονόσπορος,
σοῦ διαλύει τά πάντα
σοῦ παίρνει ἀκόμη καί τό σπίτι
σ’ ἀφήνει ἄφραγκο
ὅπως ἡ λειχήνα σέ μαραζώνει
σοῦ τρώει σιγά σιγά τό πρόσωπο
δέν μπορεῖς νά τόν σκοτώσεις
εἶναι βαθιά μέσα στά σωθικά σου
ἕνα ἔχει γίνει ἕνα τώρα μέ τήν ψυχή σου
πιστεύει πλέον μέ τή δύναμη τοῦ κατακτητῆ
ὅτι εἶσαι πλέον ἀκριβῶς ἐσύ.
ΔΙΠΛΟ ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΥ ΜΑΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ
Ἄς γυρίσουμε τήν πλάτη σέ εἰκόνες περιττές
μπαίνοντας ἱδρωμένοι πάλι σέ τροχιές ἐρώτων
γιά τή βρώση καί τήν πόση τῶν σωμάτων πρόχειροι
σιδερένια ἀπόφαση γιά τό παρόν, τή γνώση•
διπλό τό δῶρο τοῦ πορφυροῦ μας ἀπογεύματος:
νά δοῦμε τό βάθος τοῦ κόσμου πιό καθαρά ἀπό
ποτέ, νά γίνουμε ἀπό χίμαιρα, ἱστορία
ἀντοχῆς στά ὄνειρα, στό κρίμα, ὑπερήφανοι
ἀπό πείνα ἀλήθειας, ἄστεγοι ἀλλά ἄτρωτοι
ναί, κρύψαμε πληγές, διαβάσαμε τόν Καρτέσιο
ὄχι σάν ὄαση ἀνάσας, ἀλλά σάν ἐχθρό•
οἱ θεοί δίπλα μας κι ἄλλες ἰδέες, τά αἵματα
ὅλων τῶν θυσιῶν, οἱ καπνοί τοῦ δέους, ἡμέρες
νύχτες τυφλότητας, σπέρματα σπατάλης ἄκυρα.
ΕΠΕΤΕΙΟΙ
Ὁ σκορπιός ἀνάστροφος, ἡ ὀργή τῶν ματαιωμένων
ἀνθρώπων στήν ἄλλη ἄκρη τῆς ζωῆς, φόβων ρυθμός
ἕνας ἀέρας, φυγάς κι αὐτός ἀπό τόν οὐρανό
νά παρασύρει τό ὄνειδος, τήν πείρα φόνων
ἡ Ἱστορία σκάνδαλο, τό ἀποτρελαμένο
βλέμμα, τοῦ ἀρχαίου κυνηγοῦ τό σπασμένο δόρυ
τό φλύαρο θέαμα, ναυάγιο προβλέψιμο
χωρίς τροφή, μιά μουτζούρα, ἕνας χείμαρρος ψευδῶν
χειρονομίες ἀπό ἕνα θέατρο λαθῶν, παφλασμός
ὥς τά χαράματα ὁ πυρετός, ὁ κόσμος βέλος
καί ποῦ νά εἶναι ὁ στόχος, στό σύδεντρο χαμένος
μετανιωμένοι μέτοικοι, οἱ ἀπόβλητοι ὕμνοι
δραπέτες μπέρδεψαν τά σημάδια, τά συνθήματα
ἐφιάλτης: ἀρχίζει ἡ βία τῆς ἐπιστροφῆς.
ΚΙΟΤΟ
Χαρταετοί ἤ οἱ νέες πίκρες μας στόν οὐρανό;
Ὑποκλίσεις σέ φίλους ἤ μήπως πάντα σέ θάνατο;
Δέν ξεχνῶ: τό γιασεμί σημαίνει κατευόδιο
γλώσσα ξαφνικά οἰκεία, ἐκεῖνο τό παγόνι
ἡ νοσταλγία τῶν βουδιστῶν γιά τή θάλασσα ζέν
χωρίς βόμβες, ἀπέραντη προσευχή τῶν μοναχῶν
νά ξέρεις: βόμβος μηδενός, τῆς λιμπελούλας ὅρκος
νά ζήσει τόν ἐπερχόμενο χειμώνα σάν θέρος
μικροί φτερωτοί δράκοι, πυγολαμπίδες μήνυμα
κανείς δέν ἔφυγε ἀπό ἐδῶ ὅπως ἀκριβῶς
ἦρθε, ναί, ἀλλάζει ὁ καιρός σέ πλήρη τῶν ὄντων
ἀντίληψη, ἡ ἐλάχιστη λίμνη, θά μποροῦσε
νά εἶναι ὁ ταχύτερος δρόμος γιά τή φώτιση
πού συντηρεῖ τά μεσοαστρικά διαστήματα.
Ο ΚΑΛΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
«Αὐτά τουλάχιστον τά φαντάσματα εἶναι ἐγώ
τά τίκ τοῦ προσώπου μου, ἕνας κόλαφος λεξικῶν
μ’ ὅλες τίς παλιές μου δόξες ἄλεσα πολιτισμούς»
λέει ὁ ἴκτερος τῶν ἡμερῶν, αὐτί στόν καιρό
«ἔχω μάθει καί μεταφυσική στήν πράξη, κερνώντας
πρόοδο καί τάξη, σέρνοντας τά ἄλογα στή μάχη
ἕνας βάρβαρος αἰώνας, ὅπως κι ὅλοι οἱ ἄλλοι
τό πυρπολημένο χορτάρι, οἱ ἄναρθρες πόλεις».
Τηλεγράφημα ἀπό αἷμα καί στάχτη κρυμμένο
νευρώσεις χωρίς ἴαση, δρόμοι τοῦ λαβυρίνθου
χωρίς φτερά ὁ ἄγγελος ἔγινε –λίγοι τό ξέρουν–
τό κρύσταλλο τῶν δακρύων μας, τῶν ὀνείρων τέχνη
κληροῦχοι δύστηνων καιρῶν, οἱ ναυαγοί τῶν δρόμων
ἕνα παιδί τό σπασμένο του πόδι σέρνει, Νάξος.
ΝΕΑ ΣΕΛΗΝΗ
… διότι, στήν καλύτερη περίπτωση, ἤξερα
ὅτι θά ἀργοῦσες ἀπό χιόνι ἤ ἀπό ὄξινη βροχή
θά ἔχανες τήν ἄνοιξη μέσα ἀπό τά χέρια σου
τά καλοκαίρια στήν Πάρο
τήν ἔξαρση στήν Ἀρχαία Μεσσήνη
καί θά ἔμπαινες κατευθείαν στό συρταράκι
τῆς φθινοπώρου ταφῆς
ἕνα ἐνθύμιο πλέον
τρυφερότητας, διαψεύσεων κι ἀναστολῶν
ξεπερνώντας ἔτσι ὁριακά τῶν ἀδυναμιῶν
τήν ὑλικότητα, τήν οἰκτρή ἀσχετοσύνη τῶν τρίτων…
ἄ, ναί, ἔμεινε μόνο αὐτό τό βότσαλο στό τραπέζι μας
νά θυμίζει ἐκείνη τήν τόσο ἠχηρή ὑπόσχεση
«μά θά ξανάρθω»
λές καί μπορεῖ νά ἐπαληθευθεῖ τό θαῦμα τοῦ Ὀρφέα
λίγο προτοῦ σκοντάψει σ’ ἐκείνη τή μαύρη πέτρα
ἐκτός, λέω τώρα πού τά συλλογίζομαι
ἄλλη μιά φορά ὅλα αὐτά τά καθέκαστα τῆς θύελλας,
ἐκτός κι ἄν ὅλο αὐτό τό σκηνικό τῆς ἀναχώρησης
ἦταν μιά παγίδα, μιά σκέτη φενάκη,
κάτι σάν φιλοσοφικό ἀνέκδοτο,
ἀπό αὐτά πού μαθαίνουν πρόθυμα
ἀπέξω οἱ πρωτοετεῖς ὅλου τοῦ κόσμου –
κοιτάζω τώρα τό στῆθος σου στή φωτογραφία
καθώς ἀνοίγει στήν κατάφαση τῶν προσφορῶν
τή διάρκεια τῶν σπασμῶν στόν ἥρωα μυαλό
τό ἀναφαίρετο δικαίωμα προσδοκίας τῆς αἴσθησης
ὄχι σάν ὄνειρο πιά,
ἀλλά σάν ἀνταύγεια σταθερή καί ἄλλο τόσο εἰλικρινή
ἀπό σάρκα καί αἷμα
πῶς ἄραγε νά σ’ τό πῶ
πῶς ἄραγε νά σ’ τό γράψω
καλύτερα λοιπόν ἔτσι μέ δύο καρφιά:
ἔρεβος
λογισμοῦ.
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Οἱ σκιές,
μνῆμες χνάρια ἀπό μιά ἐλεύθερη πτώση στό σκοτάδι,
ὄψεις κι αὐτές τῆς ἀλήθειας,
ἄλλοτε συνιστοῦν τόν πανικό τῶν ἀβεβαιοτήτων
τό μπέρδεμα τῶν βηματισμῶν μας κάθε ἀπόβραδο
τόν παραλογισμό εἰδικότερα τῆς ἀστάθειας
κι ἄλλοτε ὑποστηρίζουν τήν ἔγκυρη συμφιλίωσή μας
μέ τό σάρμα τῶν ἀσύνετων πράξεων καί τῶν παραλείψεων
πού μᾶς σημάδεψαν στό μέτωπο
οἱ σκιές ὀστεοφύλακες
ἡ παμπάλαιη διάλεκτος τῶν ὑπαινιγμῶν καί τῶν νύξεων
καθώς φύονται στόν κόλπο τῆς Ἀργολίδας
καί μετά φτάνουν μία μία στόν μυχό τῆς Ἐλευσίνας
μᾶς ἀκοῦν καί μᾶς προσέχουν ὅλους μας
δείχνουν ὑπομονή καί πείρα ἀγάπης
κάποια στιγμή προσπερνοῦν τούς πάντες
τότε ἀνήκουν πλέον στή Δήμητρα.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΕΛΟΥΣ
Διότι δέν ἤξερα ὅτι θά κλείδωνες τό δωμάτιο
καί θά πέταγες τό κλειδί στό δρόμο
νά τό βροῦν οἱ ἄστεγοι τῆς γειτονιᾶς
νά ψάχνουν μετά ποιά πόρτα ἀνοίγει
σαδισμός, ὑστεροβουλία πάθους
νά μέ κρατήσεις γιά πάντα ἐδῶ
στόν τύμβο τῆς πάλης μας
τῆς αὐταπάτης ἔλεγχος
ἤ μήπως ὁρμή θανάτου ἀπό ἀσφυξία;
Διαβάζω μέσα στήν κόρη τῶν ὀφθαλμῶν
ἕνα τίποτα σχέδιο
μιά κραυγή πληγωμένου βαριά ὁπλίτη
ἀπό φίλια πυρά.
(Ἀρκετές ὧρες μετά)
Ὁ πνιγόμενος ἀπό ἐδῶ ἄραγε θά σωθεῖ;
Γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ λόγος,
ὁ πιό μυτερός κι ἀπό μαχαίρι,
σώζει;
ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΔΕΙΠΝΟΥ
Κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος καί στροφή ζωῆς
σ’ αὐτή τή σελίδα ἀπογεύματος ἀγράμπελης
μοῦ πάει γάντι
μέ δείχνει βέβαια ξεμέθυστο
ἐνῶ δέν εἶμαι ἀκόμα.
Χειροπιαστή ἄλλωστε ἡ ἀτέλεια τῆς ἀντοχῆς
ἡ ἀπώλεια μόλις τήν τελευταία στιγμή
καί ἡ ἀπόγνωση ἀπό τήν ἀπώλεια
ἐπειδή ὅλα μά ὅλα πιστοποιοῦσαν
ἕνωση καί διάρκεια
τό ταλαιπωρημένο ἡλιοτρόπιο τώρα
ἡ κρυψίνοια, πού χωράει κι αὐτή στήν ἀγάπη
τό ὄνειρο, πού δέν φέρνει συνήθως κανένα κορμί,
μόνο ἐκείνη τή μοναδική αἴσθηση τῆς σάρωσης,
πού κάνει, ὡς γνωστόν, τίς θαλάσσιες χελῶνες
νά μᾶς ξεπερνοῦν κατά πολύ σέ τόλμη
καί ταπεινοφροσύνη μαζί.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ἔχει πέσει ἀπό ὥρα φαίνεται
δέν μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του
τινάζεται ποῦ καί ποῦ
ρεύεται ὑπάρξεις
σάν σπουργιτάκι στήν ξόβεργα ὁ ζητιάνος
εἶναι αὐτός πού κλαίει ἀριθμούς
ἔλα νά τόν σηκώσουμε λοιπόν
ἀπό τή βρόμικη λακκούβα του
κάποιοι, ἔμαθα, τόν φωνάζουν,
Ἀχέροντα.
ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
«Συχνά τά στήθια ἐκούρασα, ποτέ τήν καλοσύνη».
Διονύσιος Σολωμός
Τά σανσκριτικά τῆς μνήμης τά διδάχθηκα πάντα
ἐξ ἐπαφῆς, ἡ ἄσκηση τότε καθημερινή
οἱ ἁρμοδιότεροι τῶν δασκάλων, τό στῆθος σου
ἡ κοιλιακή χώρα, ὁλόκληρη, βεβαίως τό
κατώφλι τῆς Θεᾶς, τῆς γλώσσας ἄνωση, προσοχή:
κράτημα τῆς ὠμοπλάτης νά μή σπάσει τό γυαλί
τῶν ὑποσχέσεων, τῶν ξέπνοων φιλιῶν, ξανά τό
πρόσταγμα τῆς νύχτας νά βαστήξει ὥς τήν ἄλλη τή
νύχτα ἡ ἀγωγή τῶν κραδασμῶν, ὁ διάλογος
τῶν γονάτων, ἡ γεύση τῆς παραμυθίας, ἄθλοι
τῶν ἀδιάπτωτων συνειρμῶν οἱ μηροί μας, ἕνα
διαμάντι, ὄχι γιά πούλημα κι αὐτό, ἀλλά γιά νά
νά ‘χει ἡ στιγμή κάτι νά ξεχαστεῖ, νά μᾶς ἀφήσει
ἔξω ἀπό τό μέτρημα τῶν ὡρῶν, ἀγάλματα.
Ο ΘΑΛΑΣΣΟΒΑΤΗΣ
Ἔχει μιά μανία, νά τά βάζει μέ τά κύματα,
ὅσο μεγάλα κι ἄν εἶναι,
νά τρέχει στήν ἐπιφάνεια τῶν νερῶν
μέ τήν ταχύτητα τοῦ ἀέρα
μοιάζει μέ τό κοινό γλαροπούλι τοῦ Σαρωνικοῦ,
ἀλλά τελειώνει γρήγορα ἡ δική του ἡ γενιά
σπάνιο εἶδος τοῦ Εἰρηνικοῦ
τόν ἔχω δεῖ μιά φορά στά μάτια σου
νά χαίρεται τόν θαλασσοβάτη
νά ὑπόσχεται διδασκαλίες καί τέχνη
νά μάθω δηλαδή νά πετάω κι ἐγώ
χαμηλά πάνω ἀπό τό ἱερό ὀστοῦν,
τή μέση, τή λεκάνη
μέ πνεῦμα σποδῶν καί Χριστουγέννων
κάτι σάν Περσέας ἀπό ἀλκοόλ καί μαστίχα.

 

 

Fernando Pessoa

 

Τά «Ποιήματα» τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ

 

Ἦταν σ’ ἕνα ἀπ’ τά ταξίδια μου…
Μεσοπέλαγα καί φεγγάρι…
Σταμάτησε ὁ θόρυβος τῆς νύχτας στό πλοῖο.
Ἕνας ἕνας, παρέα παρέα, οἱ ταξιδιῶτες ἀποσύρθηκαν,
ἀπ’ τήν ὀρχήστρα ἀπέμεινε μόνο τό ἀναλόγιο σέ μιά γωνιά ἕνας Θεός ξέρει. ..
Μόνος στό καπνιστήριο μές στή σιωπή ἔπαιζα σκάκι…
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα ἡ ζωή ἀντηχοῦσε στό μηχανοστάσιο…
Μόνος… Κι ὁ καθένας ἦταν μιά ψυχή γυμνή μπροστά στό Σύμπαν…
(Ὦ γενέθλια πόλη μου στή μακρινή Πορτογαλία!
Γιατί δέν πέθανα παιδί ὅταν μονάχα ἐσένα γνώριζα;)
Ἄ, ὅταν βγαίνουμε τή θάλασσα
ὅταν ἀφήνουμε τή στεριά, ὅταν τή χάνουμε ἀπ’ τά μάτια μας,
ὅταν ὅλα γεμίζουν ἀπό ἀέρα ἀπολύτως θαλασσινό,
ὅταν ἡ ἀκτή γίνεται μιά σκοτεινή γραμμή,
στήν ὅλο καί πιό ἀκαθόριστη γραμμή τοῦ σούρουπου (αἰωροῦνται φῶτα) –
Ἄ τότε τί χαρά ἐλευθερίας γιά ὅποιον αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του.
Παύει νά ἔχει λόγο γιά νά ὑπάρχει κοινωνικῶς.
Δέν ὑπάρχουν πιά λόγοι γιά ν’ ἀγαπᾶς, νά μισεῖς, νά πρέπει,
δέν ὑπάρχουν πιά νόμοι, δέν ὑπάρχουν λύπες μέ ἀνθρώπινη γεύση…
Ὑπάρχει μόνο ἡ Ἀφηρημένη Ἀναχώρηση, ἡ κίνηση τῶν νερῶν
ἡ κίνηση τῆς ἀπομάκρυνσης, ὁ ἦχος
τῶν κυμάτων πού χτυποῦν στήν πλώρη,
καί μιά μεγάλη ἀνήσυχη εἰρήνη πού διεισδύει γλυκά στό πνεῦμα.
Ἄ νά ‘χω ὅλη μου τή ζωή
ἀσταθῶς παγιωμένη σέ μιά στιγμή σάν κι αὐτές,
νά ‘χω ὅλη τήν αἴσθηση τῆς διάρκειάς μου πάνω στή γῆ
σάν μιά ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτή τήν ἀκτή ὅπου ἄφησα τά πάντα –
Ἀγάπες, ἐκνευρισμούς, λύπες, συνενοχές, καθήκοντα,
τήν ἀνήρεμη ἀγωνία τῶν τύψεων,
τήν κούραση τοῦ ἀνώφελου τῶν πάντων,
τόν κόρο ὥς καί τῶν φανταστικῶν πραγμάτων,
τή ναυτία, τά φῶτα,
τά βλέφαρα πού πέφτουν βαριά πάνω στή χαμένη ζωή μου…
Θά πάω μακριά, μακριά! Μακριά, ὦ πλοῖο χωρίς αἰτία,
στήν προϊστορική ἀνευθυνότητα τῶν αἰώνιων ὑδάτων,
μακριά, πάντα μακριά, ὦ θάνατε.
Πότε [θά μάθω] ποῦ μακριά καί γιατί μακριά, ὦ ζωή…
š
Ἄι, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω
τί θά τήν κάνεις, πές;
Θά φορέσω δαχτυλίδια
καί τοῦ γάμου τά στολίδια,
παντρεύομαι μαθές.
Ὅμως, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω,
ἡ μαμά σου τί θά πεῖ;
– (Μέ γνωρίζει ἀπ’ τήν καλή.)
Πώς στόν κόσμο ἔχει τρελούς
κι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Ἔ, Μαργαρίδα,
τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω,
δηλαδή ἄν τά κακαρώσω;
– Θενά πάω στήν κηδεία,
ἀλλά εἶν’ ἀνοησία
ν’ ἀγαπᾶς μιά ὀπτασία.
Ὅμως, Μαργαρίδα,
πού τή ζωή μου ἄν σοῦ δώσω
ποίημα εἶναι πού τό γράφω.
– Τότε γράφω καί ξεγράφω,
δέν πουλᾶμε βερεσέ
στό δικό μου τόν μπαχτσέ.
Κοινοποιήθηκε ἀπό τόν Ναυπηγό Μηχανικό
κ. Ἄλβαρο ντέ Κάμπος σέ κατάσταση
ἀλκοολικῆς ἀσυνειδησίας.
[1.10.1927]
š
Ὑπάρχουν τόσοι θεοί!
Εἶναι σάν τά βιβλία – δέν μπορεῖς νά τά διαβάσεις ὅλα, ποτέ δέν ξέρεις τίποτα.
Εὐτυχισμένος ὅποιος γνωρίζει μόνο ἕνα θεό, καί τόν φυλάει μυστικό.
Κάθε μέρα πιστεύω σέ διαφορετικά πράγματα –
ἐνίοτε τήν ἴδια μέρα πιστεύω σέ διαφορετικά πράγματα –
θά ἤθελα νά εἶμαι τό παιδί πού διασχίζει τώρα
τό ὀπτικό μου πεδίο κάτω ἀπ’ τό παράθυρο –
τρώγοντας ἕνα φτηνό γλυκό (εἶναι φτωχό) χωρίς λόγο ἐμφανή μήτε σκοπό,
ζῶο ἀνώφελα ἀνεβασμένο πάνω στ’ ἄλλα σπονδυλωτά
πού τραγουδάει, μέσα ἀπ’ τά δόντια, ἕναν πρόστυχο σκοπό ἐπιθεώρησης…
Ναί, ὑπάρχουν πολλοί θεοί…
Ἀλλά θά ‘δινα τά πάντα στό θεό πού θά ‘παιρνε ἀπό δῶ αὐτό τό παιδί…
9.3.1930
š
CARRY NATION
Ὄχι μιά ἁγία αἰσθητική, σάν τήν ἁγία Τερέζα,
Ὄχι μιά ἁγία τῶν δογμάτων,
Ὄχι μιά ἁγία.
Ἀλλά μιά ἁγία ἀνθρώπινη, τρελή καί θεία,
Μητρική, ἀγρίως μητρική,
Μισητή ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες,
Ἐπίμονη, μέ ὅλη τήν τρέλα τῆς ἁγιοσύνης.
Τή μισῶ καί εἶμαι ἀσκεπής
καί τήν ἐπευφημῶ χωρίς νά ξέρω τό λόγο!
Ἀμερικανική ἔκσταση στεφανωμένη μ’ ἀστέρια!
Μάγισσα μέ καλές προθέσεις…
Μή μαδᾶτε τριαντάφυλλα στόν τάφο της
ἀλλά δαφνόφυλλα, δαφνόφυλλα τῆς δόξας
νά τῆς πλέξουμε τή δόξα μέ τήν ὕβρι!
Πίνουμε στήν ὑγειά τῆς ἀθανασίας της
τό δυνατό κρασί τῶν μεθυσμένων.
Ἐγώ, πού ποτέ τίποτα δέν ἔκανα στόν κόσμο,
Ἐγώ, πού ποτέ δέν ἔμαθα νά θέλω ἤ νά ξέρω,
Ἐγώ, πού ἤμουν πάντα ἡ ἀπουσία τῆς βούλησής μου,
Σέ χαιρετῶ, τρελή μητερούλα, σύστημα συναισθηματικό!
Ὑπόδειγμα ἀνθρώπινης φιλοδοξίας!
Θαῦμα καλῆς χειρονομίας, μιᾶς βούλησης μεγάλης!
Ζάν ντ’ Ἀρκ δική μου δίχως πατρίδα!
Δική μου ἀνθρώπινη ἁγία Τερέζα!
Βλαμμένη ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες
καί στρατευμένη σάν τήν ψυχή πού πολεμάει τόν κόσμο!
Μέ τό κρασί πού μίσησες σέ ἐπευφημοῦμε!
Οὐρλιάζοντας προπόσεις, κλαίγοντας σέ ἀνακηρύσσουμε ἁγία!
Σέ χαιρετῶ ὅπως ὁ ἐχθρός χαιρετάει τόν ἐχθρό!
Ἐγώ, τόσες φορές μεθυσμένος μόνο καί μόνο γιά νά μήν αἰσθάνομαι,
Ἐγώ, τόσες φορές τύφλα στό μεθύσι, γιατί δέν ἔχω ἀρκετή ψυχή,
Ἐγώ, τό ἀντίθετό σου,
Ἁρπάζω ἀπ’ τούς ἀγγέλους τό σπαθί, ἀπ’ τούς ἀγγέλους πού φυλᾶνε τήν Ἐδέμ,
τό ὑψώνω ἐκστατικός, οὐρλιάζοντας τό ὄνομά σου.
š
Ὄχι! Θέλω μόνο τήν ἐλευθερία!
Ἀγάπη, δόξα, χρῆμα εἶναι φυλακές.
Ὡραῖα σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Ἄ, ἀφῆστε μέ νά βγῶ νά πάω νά μέ βρῶ.
Θέλω ν’ ἀναπνεύσω τόν ἀέρα μόνος,
δέν ἔχω σφυγμό ὅταν εἶμαι μέ κόσμο,
δέν συναναστρέφομαι μέ κανονισμούς
δέν εἶμαι παρά μονάχα ἐγώ, δέν γεννήθηκα παρά αὐτός πού εἶμαι, εἶμαι γεμάτος ἀπό μένα.
Ποῦ θέλω νά κοιμηθῶ; Στόν κῆπο…
Πουθενά τοῖχος –ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια–
ἐγώ καί τό σύμπαν,
καί τί ἡσυχία, τί γαλήνη νά μή βλέπεις πρίν κοιμηθεῖς τό φάντασμα τῆς ντουλάπας
ἀλλά τό μέγα φέγγος, μαῦρο καί δροσερό, ὅλων τῶν ἄστρων μαζί,
τή μεγάλη ἀπέραντη ἄβυσσο ἐπάνω
νά στέλνει αὖρες καί εὐσπλαχνίες ἀπό ψηλά στό πρόσωπό μου, κρανίο πού τό σκεπάζει ἡ σάρκα,
ὅπου μόνο τά μάτια –ἄλλος οὐρανός– ἀποκαλύπτουν τό μεγάλο μυστηριῶδες ὄν.
Δέν θέλω! Δῶστε μου τήν ἐλευθερία!
Θέλω νά εἶμαι ὁ ἑαυτός μου.
Μή μέ εὐνουχίζετε μέ ἰδανικά!
Μή μου φορᾶτε τό ζουρλομανδύα τῶν τρόπων!
Μή μέ κάνετε ὑποδειγματικό καί κατανοητό!
Μή μέ σκοτώνετε ἐν ζωῆ!
Θέλω νά ξέρω νά πετάω αὐτή τήν μπάλα ψηλά στό φεγγάρι
καί νά τήν ἀκούσω νά πέφτει στό διπλανό κῆπο!
Θέλω νά ξαπλώσω στό γρασίδι, καί νά σκέφτομαι «αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω»…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό…
νά τήν πιάσω στό διπλανό
στό διπλανό
κῆπο…
Ὁ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος, ἕνας ἀπό τούς τρεῖς βασικούς ἑτερώνυμους τοῦ Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), κινεῖται μέ ἄνεση ἀπό τή μία ἄκρη ὥς τήν ἄλλη τοῦ ποιητικοῦ φάσματος: μοντερνιστής, φουτουριστής, ὑμνητής τῆς τεχνολογίας, μεγαλόσχημος καί ἐκκεντρικός, δηλωμένος ἀδελφός τοῦ Γουίτμαν, εἶναι ταυτόχρονα μεταφυσικός στή διαλείπουσα συνομιλία του μέ τό θεό καί τό σύμπαν, δίνοντας σέ κάθε ἀντικείμενο μιά φαινομενολογική βαρύτητα. Στίς πιό λυρικές της στιγμές, ἡ ποίησή του ἀποτυπώνει μέ σαρκασμό καί νοσταλγία «τά ἀκαθόριστα περίχωρα» τῆς ἀνθρώπινης συγκίνησης. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τά ποιήματα αὐτά μεταφράζονται στήν ἑλληνική γλώσσα. Τά Ποιήματα τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος θά κυκλοφορήσουν σέ νέα ἀναθεωρημένη καί ἐπαυξημένη ἔκδοση ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο Gutenberg τό 2014.

 

Χάρης Βλαβιανός

Germanicum

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΥ
Καί εἴκοσι χρόνια ἀργότερα,
στό διαβόητο Λάντσμπεργκ,
τή φυλακή ὅπου ὁ Χίτλερ τό ’24
ἔγραψε τό μανιφέστο τοῦ μίσους,
βρίσκοντας βολικό πάτημα
στό ἀντισημιτικό παραλήρημα
τῶν «μεγάλων φιλοσόφων τοῦ ἔθνους» –
Κάντ, Φίχτε, Χέγκελ,
ἕνας ἄλλος φιλόσοφος,
ὄχι ὅμως τόσο πατριώτης,
ὁ Κούρτ Χοῦμπερ,
περίμενε στωικά στό κελί του
νά ἔρθει καί ἡ δική του σειρά.
Στόν λίγο χρόνο πού τοῦ ἀπέμενε
μελετοῦσε ξανά τόν ἀγαπημένο του Λάιμπνιτς,
προσπαθώντας νά κατανοήσει τή φύση τοῦ κακοῦ,
– «αὐτή τή λάθος νότα
στό ἀγγελικό κοντσέρτο τῆς ζωῆς».
Εἶχε καταδικαστεῖ γιά ἐσχάτη προδοσία,
ἐπειδή ὡς μέλος τῆς μυστικῆς ὀργάνωσης «Weisse Rose»
εἶχε βοηθήσει τή Ζοφί Σόλ
κι ἄλλους φοιτητές του
νά συντάξουν ἀντιναζιστικές
προκηρύξεις
πού καλοῦσαν τή γερμανική νεολαία
νά ἐξεγερθεῖ κατά τοῦ «ἐγκληματικοῦ καθεστῶτος».
Δολοφονήθηκε στίς 13 Ἰουλίου τοῦ ’43.
Δυό μῆνες ἀργότερα ἡ Κλάρα Χοῦμπερ
δέχτηκε μιά ἐπίσκεψη ἀπό τήν Γκεστάπο.
Τῆς ἀνακοίνωσαν ὅτι ὡς σύζυγος προδότη
δέν δικαιοῦτο νά λαμβάνει τή σύνταξή του,
καί ἐπιπλέον ὅτι ὄφειλε στό γερμανικό κράτος
μισθούς δύο μηνῶν –
γιά τά «ἔξοδα συντήρησης τῆς λαιμητόμου».
ΥΓ. Στίς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1944, ὁ Χάνς Λάιπελτ, Ἑβραῖος κατά τό ἥμισυ καί φοιτητής στό Χημικό Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου, συνελήφθη ἀπό τίς ναζιστικές ἀρχές καί καταδικάστηκε σέ θάνατο, ἐπειδή προσπαθοῦσε νά στηρίξει οἰκονομικά τή χήρα τοῦ Χοῦμπερ, συλλέγοντας χρήματα ἀπό τούς φοιτητές του. Ἐκτελέστηκε στίς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 1945.
ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τόν Αὔγουστο τοῦ ’34,
ταξιδεύοντας μέ τρένο
ἀπό τή Βαϊμάρη στό Βερολίνο,
ἀποφάσισε νά κάνει μιά στάση στή Villa Silberblick,
νά ἐπισκεφτεῖ τό μέρος
ὅπου ἔκλεισε τά μάτια
ὁ ἀγαπημένος του φιλόσοφος,
καί νά ὑποβάλει τά σέβη του
στήν ὀγδονταεξάχρονη ἀδερφή του Ἐλίζαμπετ.
Μπαίνοντας στό σπίτι
κρατοῦσε ἕνα μαστίγιο
πού χτυποῦσε νευρικά στό πόδι.
Ὅταν βγῆκε λίγο ἀργότερα
ἔπαιζε στό δεξί του χέρι ἕνα μπαστούνι.
Στούς ἀξιωματικούς πού τόν συνόδευαν εἶπε:
«Τί ὑπέροχη κυρία!
Ἀληθινή Γερμανίδα!
Τέτοιες γυναῖκες
εἶναι ἡ ραχοκοκαλιά τοῦ ἔθνους μας.
Μοῦ χάρισε τό μπαστούνι τοῦ Νίτσε!
Τό μπαστούνι τοῦ Übermensch!
Ὅπως μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε,
μόνο ἐγώ ἀξίζει νά τό κρατῶ,
γιατί μόνο ἐγώ ἔχω καταλάβει σέ βάθος
τή Weltanschauung του,
μόνο ἐγώ μπορῶ νά ἐκπληρώσω τό τρομακτικό του ὄνειρο.
Μόνο ἐγώ,
ὁ Ἄντολφ Χίτλερ,
ὁ φίρερ!»
Ο ΚΑΝΤ ΣΥΝΑΝΤΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟΝ ΦΡΟΫΝΤ
«… γιατρέ μισῶ τή βροχή.
Ἄν χρειαστεῖ νά βγῶ ἀπό τό σπίτι τήν ὥρα πού βρέχει
φορῶ πάντοτε δύο περοῦκες, γιά νά μή χαλάσει ἡ ἀγαπημένη μου.
Ἐπίσης, μιά καί θίξαμε τό ζήτημα τῶν ἐμμονῶν,
νά ὁμολογήσω πώς ἀπεχθάνομαι τή στοματική κοιλότητα
καί θεωρῶ πρέπον ν’ ἀναπνέω μόνο ἀπό τή μύτη.
Ὅταν εἶμαι συναχωμένος, ὑποφέρω βέβαια,
ἀλλά δέν θά ἤμουν φιλόσοφος ἄν δέν πίστευα στήν ἀπόλυτη πειθαρχία.
Νά προσθέσω καί κάτι πού ἐνδεχομένως σᾶς φανεῖ ἐπουσιῶδες,
ἀλλά ἐγώ τό θεωρῶ σημαντικό: ὅταν καλῶ φίλους στό σπίτι γιά δεῖπνο,
φροντίζω νά εἶναι πάντα λιγότεροι ἀπό ἐννιά
–ὁ ἀριθμός τῶν Μουσῶν– καί περισσότεροι ἀπό τρεῖς
– σωστά μαντέψατε, ὁ ἀριθμός τῶν Χαρίτων.
Συνήθως εἶναι ἕξι.
Τί σημαίνει ἄραγε αὐτό;
Λέτε νά ἔχει κάποια σχέση μέ τίς ἰδέες μου περί τοῦ ‛‛ὑψηλοῦ’’;
Καί κάτι τελευταῖο:
τό σχετικό ἀνέκδοτο γιά τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ μου,
πώς τάχα κούρδιζαν τά ρολόγια τους
τήν ὥρα πού περνοῦσα μπροστά ἀπό τά σπίτια τους,
εἶναι ψευδές!
Δέν ἔβγαινα κάθε μέρα περίπατο στίς 17.00 μ.μ.
ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ φθονεροί βιογράφοι μου.
Προχθές, γιά παράδειγμα, λόγω μιᾶς ξαφνικῆς κρίσης πανικοῦ,
βγῆκα στίς 17.02 μ.μ.
Τούς τήν ἔφερα καί πολύ τό χάρηκα!
Μέ παρακολουθεῖτε, γιατρέ;»
Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑΧΤΗ (ΕΒΡΑΪΚΗ)
Ἐγώ ὁ Μάρτιν Χάιντεγκερ,
μέγας Γερμανός φιλόσοφος,
αὐθεντικός ἑρμηνευτής τοῦ Dasein,
Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Φράιμπουργκ,
μέλος τοῦ ναζιστικοῦ κόμματος,
ἐραστής τῆς Χάννα Ἄρεντ
(καί δεκάδων ἄλλων φοιτητριῶν μου),
ἐμπνευσμένος ἀναγνώστης τοῦ Χαίλντερλιν,
ἐκλεκτός μαθητής (κάποτε) τοῦ Χοῦσσερλ,
συνοδοιπόρος (κάποτε) τοῦ Γιάσπερς,
ἀπομονώθηκα στήν καλύβα μου στό Τονττνάουμπεργκ
γιά νά στοχαστῶ τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας,
ν’ ἀφήσω τόν χρόνο
νά καταβροχθίσει ἀργά ἀργά
τό ἀνεπανάληπτο, ἀποτρόπαιο εἶναι μου.
ΓΚΑΙΤΕ ΠΡΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟ
Στά ἴχνη τοῦ Μέρφυ
Καί οἱ ἐννέα
μέ ἐπισκέπτονταν κάθε βράδυ,
λίγο μετά τό δεῖπνο,
ὅμως ἐγώ τίς περιφρονοῦσα,
οὔτε λέξη δέν ἀντάλλασσα μαζί τους.
Ποθοῦσα ἐκείνη μόνο –
τό ἀκόρεστο κορμί της,
τά φιλήδονα φιλιά της.
Ἀλλά ξαφνικά, χωρίς λόγο, μέ ἐγκατέλειψε.
Ὕστερα κι αὐτές.
Ἔψαξα νά βρῶ ἕνα μαχαίρι,
ἕνα κομμάτι σκοινί,
νά δώσω τέλος στό μαρτύριο,
ἀλλά μέ ἔσωσε ἡ πλήξη.
Ἡ πλήξη, ἀγαπητέ μου, ἡ μητέρα τῶν Μουσῶν.
ΑΪΧΜΑΝ
Στόν Γ. «Meister» Γκουζούλη
Ἀπό τό εἰδικά διαμορφωμένο
γυάλινο κουβούκλιο τοῦ κατηγορουμένου
βλέπει τόν γραμματέα τῆς ἕδρας
νά τακτοποιεῖ τά ἀποδεικτικά ἔγγραφα τῆς δικογραφίας.
Θυμᾶται τόν ἑαυτό του καθισμένο
στό δικό του στενό γραφεῖο
νά τακτοποιεῖ ἄλλα ἔγγραφα, κάθε μέρα, ἐπί μῆνες.
Θυμᾶται τό Ἄουσβιτς.
Χαμογελάει μέ ἱκανοποίηση.

 

Προπέρτιος

Δύο ἐλεγεῖες

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΡΟΤΗΣ
Τίβουλλος, Προπέρτιος καί Ὀβίδιος συνθέτουν τήν τριανδρία τῆς ρωμαϊκῆς ἐλεγείας. Μέ πολλές ἐπιρροές ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική λυρική ποίηση (θεωρούμενη ἤδη κλασική στήν ἐποχή τους, τόν πρῶτο προχριστιανικό αἰώνα) καί τόν ὁμόγλωσσό τους Κάτουλλο νά ἀνοίγει τόν δρόμο, οἱ τρεῖς τους ὑπηρετοῦν τήν ἐρωτική ἐλεγεία μέ προσήλωση στό μέτρο της (σέ ἀντίθεση μέ τή μετρική ποικιλία πού συναντᾶται στό κατουλλικό corpus). Τά ποιήματά τους εἶναι γραμμένα σέ ἐλεγειακό δίστιχο (ἕνα δακτυλικό ἑξάμετρο ἀκολουθούμενο ἀπό ἕνα δακτυλικό πεντάμετρο). Λόγω τῆς θεματολογίας τοῦ ἔργου τους, ἡ ἐλεγεία ἔχει συνδεθεῖ ἔκτοτε μέ τόν ἔρωτα, ἐνῶ ἡ ἀρχαιοελληνική ἐλεγεία εἶχε ποικίλο περιεχόμενο.
Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο τῶν ἐλεγειῶν τοῦ Προπέρτιου ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἡ δέκατη καί ἡ δέκατη τρίτη. Καί στίς δύο ὁ ποιητής ἀπευθύνεται στόν φίλο του Γάλλο μέ ἀφορμή τόν νέο του ἐρωτικό δεσμό. Στή δέκατη ἐλεγεία ἀπό τό ὄγδοο δίστιχο καί ἑξῆς παρατίθεται ἡ ars amandi τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου καί παραινέσεις του πρός τόν φίλο του περί τά ἐρωτικά. Στή δέκατη τρίτη κυριαρχεῖ ἡ σύγκριση τοῦ παράφορα ἐρωτευμένου ζευγαριοῦ (τοῦ Γάλλου καί τῆς νέας του ἐρωμένης) μέ διάφορα μυθολογικά exempla.
Ἡ μετάφραση τῶν δύο ἐλεγειῶν ἀκολουθώντας τό πρωτότυπο χωρίζεται σέ δίστιχα. Στούς περισσότερους στίχους σημειώνεται τομή στή μέση τους καί ἡ προτελευταία τους συλλαβή εἶναι τονισμένη.
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΛΕΓΕΙΑ ΔΕΚΑΤΗ
Ὁ ποιητής ἀπευθύνεται στόν φίλο του Γάλλο
Νύχτα γλυκιά, σάν ἤμουν μάρτυρας στό πρωτοσμίξιμό σας
καί γνώση ἀπέκτησα τῶν ἀναφιλητῶν σας!
Γλυκιά πού τή νύχτα μοῦ θυμίζεις ἡδονή,
πόσες νά σ’ ἐπικαλεστῶ φορές στίς προσευχές μου πρέπει,
σάν σ’ εἶδα σφιχταγκαλιασμένο, Γάλλε, μέ τήν κοπελιά
ν’ ἀργοσβήνεις καί λόγο μετά βίας νά ξεστομίζεις!
Ἄν καί τά βλέφαρα βαριά μοῦ πίεζε ὁ ὕπνος
καί στά μισά τοῦ δρόμου της εἶχε ἡ σελήνη φτάσει,
δέν μοῦ ‘ταν ὡστόσο δυνατό ν’ ἀφήσω τό παιχνίδι σας:
τέτοια ἡ θέρμη στῶν φωνῶν σας τήν ἐναλλαγή.
Ἀλλ’ ἐπειδή δέν δίστασες γνώστη τους νά μέ κάνεις,
δέξου τήν ἀνταπόδοση γιά τή χαρά πού μοῦ ἐμπιστεύθηκες:
δέν ἔμαθα μονάχα ν’ ἀποσιωπῶ τά πάθη,
διαθέτω κάτι πιό σημαντικό ἀπό τήν ἐχεμύθεια, φίλε.
Μπορῶ τούς χωρισμένους ἐραστές ἐγώ νά τούς ἑνώσω,
τίς βραδυκίνητες τῆς κοπελιᾶς πόρτες νά τίς ἀνοίξω•
καί πρόσφατες ἔγνοιες ἀλλουνοῦ ἐγώ τίς θεραπεύω,
δέν εἶν’ ἁπλῶς παυσίπονα τά λόγια τά δικά μου.
Ὅλα ὅσα πρέπει νά ζητῶ μ’ ἔχει ἡ Κυνθία διδάξει
κι ἀπ’ ὅσα εἶναι νά φυλαχτῶ: τά πάντα ὅρισ’ ὁ ἔρωτας.
Ἐσύ κοίτα μήν μπλεχτεῖς μέ δύστροπη κοπέλα,
οὔτε ν’ ἀλαζονεύεσαι οὔτε καί νά πολυσωπαίνεις•
οὔτε, ἄν κάτι σοῦ ζητήσει, γνέψεις ἀπρόθυμα «ὄχι»
καί μάτην τά γλυκόλογα μήν πέφτουν στό κενό.
Ἐμφανίζεται ἐκνευρισμένη, ὅποτε τήν περιφρονοῦν,
καί χολωμένη δέν λογαριάζει τόν δίκαιο θυμό σου,
γι’ αὐτό πιό πολύ νά ‘σαι ταπεινός, στόν ἔρωτα ὑποταγμένος,
πιό ἀποτελεσματικά νά καρπώνεσαι τό ἀγαθό συχνά.
Αὐτός θά μπορέσει μέ μία κοπέλα νά εἶναι εὐτυχής,
ὅποιος ἀπό ἔρωτα ποτέ τό στέρνο δέν ἐλευθερώσει.
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΛΕΓΕΙΑ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
Ὁ ποιητής ἀπευθύνεται στόν φίλο του Γάλλο
Ἐσύ μέ τή συνήθη τακτική θά μέ περιγελάσεις,
πού πάλι μόνος τριγυρνῶ, Γάλλε, μέ σχέση διαλυμένη.
Μά δέν θά μιμηθῶ ἐγώ, ἀχάριστε, τήν κακολογιά σου•
κοπέλα, Γάλλε, μή βρεθεῖ πού νά σ’ ἐξαπατήσει.
Ὅσο σοῦ φτιάχνουν ὄνομα καλό οἱ ἐξαπατημένες,
γεμάτος σιγουριά ἐσύ σ’ ἔρωτες δέν ζητᾶς χρονοτριβή καμία,
μέ κάποια ἔχεις μπλεχτεῖ• νά μαραίνεσαι ἀπ’ ὄψιμες φροντίδες
ἀρχίζεις• στό πρῶτο βῆμα γλίστρησες, σέ πῆρε ἡ κατηφόρα.
Αὐτή θά ‘ναι ἡ ποινή τοῦ περιφρονημένου πόνου ἐκείνων•
τό τίμημα αὐτή γιά τῶν ἄθλιων συναλλαγῶν σου τήν πληθώρα.
Τούς ἀγοραίους τούς ἔρωτες αὐτή θά σοῦ τούς κόψει,
κάθε καινούριου πράγματος παντοτινός φίλος θά πάψεις νά ‘σαι.
Δέν ἔχει βγεῖ φήμη κακή, δέν τά ‘μαθα ἀπό μάντη•
τά εἶδα• μάρτυς ἐγώ, γιά σέ παρακαλῶ, τολμᾶς καί τά ἀρνεῖσαι;
Σέ εἶδα: μές στόν κόρφο της ἐκεῖ ἀγκιστρωμένος,
νά λιώνεις, νά κλαῖς ὥρα πολλή, ριγμένα πάνω της τά χέρια
καί τήν ψυχή σέ χείλη ποθητά νά ἐπιθυμεῖς ν’ ἀφήσεις
κι ἔπειτα κι ἄλλα, φίλε μου, πού ἡ ντροπή καλύπτει.
Τούς κόμπους τῆς ἀγκάλης σας δέν μπόρεσα νά λύσω:
τέτοια στούς δυό σας ξέφρενη ἤτανε ἡ μανία.
Ἔτσι δέν ἔσφιγγε ὁ Ποσειδῶν τοῦ Σαλμονέα τήν κόρη,
πού σέ ποτάμι μεταμορφωθείς εὔκολο εἶχε ἔργο,
ἔτσι δέν πρωτογνώρισε τοῦ γάμου τίς χαρές στῆς Οἴτης τίς ραχοῦλες
πάνω στήν κάψα του ὁ Ἡρακλῆς γιά τήν οὐράνια Ἤβη.
Μία μέρα ἦταν μπορετό ὅλους τούς ἐραστές νά ξεπεράσει:
εἶναι πού ἔριξε καυτά δαυλιά νά σέ ἀνάψει
κι οὔτε ἔδειξ’ ἀνοχή στ’ ἀλλοτινά καμώματά σου
οὔτε θ’ ἀφήσει νά τῆς φύγεις: σέ ποδηγετεῖ ἡ ζέση.
Ἀφοῦ ‘ναι τοῦ Δία ἀντάξια, μήν ἀπορεῖς, ἴδια σχεδόν ἡ Λήδα
κι ἀπό τῆς Λήδας τά παιδιά ὀμορφότερη καί τῶν τριῶν τους•
κείνη πλανεύτρα πιότερο κι ἀπ’ τίς Ἀργίτισσες κυράδες,
κείνη νά ἐρωτοχτυπηθεῖ τόν Δία ἐξαναγκάζει.
Ἐσύ ὅμως, καθώς εἶναι γραφτό μία φορά νά τήν πάθεις,
καρπώσου το• ἄλλων χεριῶν ἀντάξιος δέν ἤσουν.
Ἄς εἶναι αὐτή μέ σένα εὐτυχής, πού ἀπ’ τό φρέσκο τυραννιέσαι σφάλμα,
κι ἄς εἶναι μία αὐτή ὅ,τι στό μέλλον ποθήσεις.

 

Γλυκερία Μπασδέκη

Τό μαῦρο ποίημα τῆς Μαργαρίτας Περδικάρη

Μιά κατακόμβη εἶναι αὐτό ἐδῶ τό σπίτι –
τρύπα βαθιά πού μέσα της μέ παραχώνει,
εἶναι λεπίδι, μαῦρο γάλα καί ἀγχόνη,
μιᾶς κρύας, ξένης θάλασσας ἡ στέρφα κοίτη.
Τρίζει τό πάτωμα, ἴσκιοι χτυπιοῦνται στό ταβάνι,
ὅλοι κρυφά μιλοῦν πίσω ἀπό σάπιες πόρτες –
θεῖες καί θεῖοι, μάνα, σάν τούς συνωμότες
μοῦ ἑτοιμάζουν στοργικά βαθιά χοάνη.
Μέσα στό ψέμα κύλησε ἡ ζωή μου
καμιά ἀλήθεια δέ φανέρωσε τό φῶς της,
σάν ὀρφανή πού ξεπουλήσανε τό βιός της
μοίρα μοῦ χάραξαν ἐπί κι ἐντός τοῦ θρήνου.
Πένθη καί θάνατοι, ἀρρώστιες, ὑστερίες:
νά τῆς ζωῆς μου ἡ πικρή γεωγραφία…
τῶν Περδικάρηδων, ἐγώ, ἡ ὕστατη ἀξία
βουλιάζω ἀργά, χωρίς διαμαρτυρίες.
Γιατρός, φιλόσοφος καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀγύρτης
ὁ θεῖος Περικλῆς, τῆς οἰκογένειας ὁ στύλος
γιά λίγα τάλαρα βογκᾶ σά λυσσασμένος σκύλος
– στῆς ἀτιμίας τά νερά, ἐκπαιδευμένος δύτης.
Ἐπίτροπος στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου,
παράγων ἔμπιστος στήν κλίκα τοῦ Μητροπολίτη,
λάδια καί πρόσφορα, κλεμμένα –γιά τό σπίτι–
εἶναι ἡ σύνοψις ἑνός ἀχρείου βίου.
Ὁ θεῖος Στέφανος μέ τό κουλό του χέρι
περιφερόμενη ἀπάτη, σκέτη λέρα
– τάχα μέ φρόντιζε, τάχα μοῦ φώτιζε τή μέρα
ἐνῶ μ’ ἑτοίμαζε γιά ἄλλου κόσμου ταίρι.
Γιά δυό σεντόνια κι ἕνα βάζο πορσελάνης
(πού ἔχωσε κρυφά κάτω ἀπ’ τό στρῶμα)
ἐγώ θά μπῶ σέ λίγο μές στό χῶμα
κι αὐτός θά χύνει δάκρυα μαύρης μελάνης.
Μιλῶ γι’ αὐτούς καί νιώθω ἀηδία:
οἱ Περδικάρηδες, τό ἔνδοξό μου γένος
μέ πούλησαν μέ περισσό τό σθένος
– τρελοί, δωσίλογοι, ψοφίμια, συμμορία.
Ἐγώ τό χαϊδεμένο στερνοπαίδι, ἡ Μαργαρίτα,
συντάσσω ὕστατη, βουβή δικογραφία
γι’ αὐτά τά τέρατα πού ἡ μέλλουσα ἱστορία
θά τά ξεράσει, θά τά θάψει μές στή νύχτα.
Δέν νιώθω πόνο, οὔτε θλίψη, οὔτε ὀδύνη
– ξέφυγα ἀπ’ τή μοίρα τῶν γελοίων!
φεύγω σέ λίγο γιά τή χώρα τῶν ἀνδρείων
– ἄκου καλά τί λέω, θεία Αἰκατερίνη!
Θεία, ὑποκλίσου στό κενό, ἡ αὐλαία κλείνει!
ψέματα, ἀπάτες, χῆνες τοῦ Καπιτωλίου
πεθαίνουν σήμερα ὑπό τόν ἦχο μυδραλίου,
πάρ’ τό χαμπάρι, θεία, αὐτή ἡ πόλη σβήνει!
Γυάλινα Γιάννενα, πού σπάσατε ἐντός μου
τραγούδια τρυφερά, δέν ξέρω νά σᾶς ψάλω
– τά μαῦρα ροῦχα μου εὐθύς ἐγώ θά βγάλω
καί θά συχνάζω στίς πλατεῖες ἄλλου κόσμου.
Θεῖε Βασίλη, μόνο ἐσύ μέ ἀγαποῦσες
μά τί τό θέλεις, ἤσουν πάντα τελευταῖος,
τῶν Περδικάρηδων ἡ λέπρα, ὁ μοιραῖος
– πάντα τούς πλήρωνες, μά πάντα τούς χρωστοῦσες.
Βρίσε ὅσο θέλεις – σόι, παπάδες, χίτες, Γερμανούς
σβαρνίσου ἀδέσποτος στά καπηλειά καί στά νεκροταφεῖα,
δέ θά μέ σώσεις ἀπ’ αὐτή τήν ἁμαρτία
– ξεκίνησα, ἤδη, βόλτα σ’ ἄλλους οὐρανούς
Ξαδέλφη Φωτεινή, κι ἄν τώρα λείπεις
ἐσύ θά κυβερνᾶς τό σάπιο πλοῖο
– γύριζα πάντοτε ἀργά ἀπ’ τό σχολεῖο
γιατί δέν ἄντεχα τίς νευρικές σου κρίσεις.
Μαμά Ἀντιγόνη, κάνε μου μιά χάρη:
πνίξου στό βοῦρκο τῶν δακρύων σου τόν μαῦρο,
εἶσαι ἕνα φάντασμα, πού προσκυνᾶ τόν Χάρο
– σκύλα, ὀχιά, τῆς Κόλασης καμάρι.
Δέν μέ ἀγκάλιασες ποτέ, ἤσουν ἀπούσα,
χωρίς νά ξέρεις ἄν φοβᾶμαι, ἄν κρυώνω
– μ’ ἄφησες μόνη τό κενό μου νά μπαλώνω
μήτρα λεπρή, αὐγό φιδιοῦ, μανούλα πάντα σέ μισοῦσα!
Ἕνας πολύγραφος, χαρτί, λίγο μελάνι
μές στό ὑπόγειο σκεπασμένος μέ κουρέλια
τύπωνε, τύπωνε, ἀντίπαλος στήν τρέλα
– πώς σᾶς τήν ἔφερα, ἐγώ τ’ ἀπολειφάδι!
Ἐσεῖς μέ στείλατε στό στόμα τῆς Γκεστάπο,
οἱ συγγενεῖς, τό ἴδιο μου τό αἷμα…
Ὦ, μήν ταράζεστε! δέ λέω κάνα ψέμα
– μέ τά χεράκια σας μοῦ σκάψατε τό λάκκο.
Ἄ, τί ἀκούω! μπαμπάκα, βγῆκες ἀπ’ τό μνῆμα;
σέ ἐνοχλήσανε τά λόγια μου, ἀλήτη;
παιδεραστή καί σιχαμένε καί καθοίκι –
σαπίλα εἶναι τό καταδικό σου λῆμμα.
Δέ θέλω νά μέ λένε Περδικάρη,
μοῦ φτάνει τό μικρό μου – Μαργαρίτα!
μαζί σας δέ μοιράζομαι τήν ἥττα –
πετάω ψηλά, ἀγγίζω τό φεγγάρι.
Στόν φαῦλο κύκλο σας ἐγώ δέ συμμετέχω
ξέφυγα, τό ‘σκασα, μέ ἔφερε τ’ ἀγέρι
σ’ ἄλλη μητέρα, σ’ ἄλλη πόλη, σ’ ἄλλα μέρη
– οὔτε τά μοῦτρα σας νά δῶ δέν τό ἀντέχω.
Δέν σᾶς λησμόνησα, σεπτέ Μητροπολίτη,
τέκνον ἡρωικόν τῆς λίμνης Παμβωτίδος,
τά νιάτα μου τά πούλησες ὑπέρ Πατρίδος
– καμιά μετάνοια δέν ἀρκεῖ, μαυραγορίτη.
Ὄχι, παπά, δέ θά πεθάνω σ’ ἕνα στρῶμα
ἀπό ἀρρώστια, γηρατειά, πάνω στή γέννα
– κακιά παντρειά, μαράζι, ξενιτιά, μακριά ἀπό μένα,
ἐγώ θά φύγω πάνδροση, σάν ἀνεμώνα.
Κρίσεις τῆς μήτρας, συγκοπές, ψυχιατρεῖα,
δέ θά μ’ ἀγγίξουν, θά τεθοῦν σέ καραντίνα,
χωρίς γιακάδες, γοῦνες, τούλια, ὀργαντίνα,
βόλι γλυκό θά μέ τρυπήσει ἐμένα – εὐτυχία!
Νικόλα, ἔλα, ἔχουν φύγει ὅλοι
τούς ἔδιωξα, τούς ἔκλεισα τήν πόρτα
κοίτα με, λάμπω, εἶμαι ἕτοιμη γιά βόλτα
πετάω, κιόλας, πάνω ἀπ’ τήν πόλη!
Δέ μέ πειράζει πού πεθαίνω, ἀκριβέ μου,
πού δέ θά δῶ τόν νέο κόσμο νά προβάλλει,
τή θέση μου θά πάρουν κάποιοι ἄλλοι,
πάψε νά κλαῖς, μονάχα λόγια ἀγάπης πές μου.
Μαρτύρια, δίκες, ἀνακρίσεις, φυλακές,
δέ μέ τρομάξαν – τυπική διαδικασία…
ἦταν ὁ δρόμος μου γιά τήν ἀθανασία,
γιά τῶν Μακάρων τήν αὐλή οἱ ὀφειλές.
Ἀπ’ τοῦ ὑγροῦ κελιοῦ τίς χαραμάδες
βλέπω βουνά, τήν Πίνδο νά ξυπνάει,
ἀέρας, ἥλιος, μουσική, δές, μέ τραβάει,
μαζί σου τρέχω στίς ὁλόδροσες κοιλάδες…
Μαζί σου, κι ἄς μή σμίξαμε στ’ ἀλήθεια,
δυό σώματα γεμάτα ἐπιθυμίες
πού πλήρωσαν γιά ἄλλων ἁμαρτίες
– γιά μᾶς δέν ἔφτασε ποτέ βοήθεια…
Μοῦ ‘ρχεται στό μυαλό ἕνα τραγούδι,
μιά μελαγχολική, πικρή καντάτα,
ἡ Κάκια Μένδρη τό ‘λεγε: Γλυκιά Μαράτα!
– γιά σένα γράφτηκε, θαρρῶ, αὐγῆς λουλούδι…
Σέ τροπικά ταξίδια μέ πᾶς μ’ αὐτό σου τό βλέμμα –
Νικόλα, γῆ, ψυχή μου, σωτηρία,
τώρα κατάλαβα τή λέξη ἐλευθερία,
εἶναι τό φῶς πού καίει – δέν εἶναι ψέμα.
Φίλα μου τή γλυκιά Ἀγγελικούλα,
φρέσκο γρασίδι στήν καταπακτή μου,
ἡ μόνη φίλη πού ‘χα στή ζωή μου
– δέν τή χαιρέτησα, μές στήν ἀναμπουμπούλα…
Εἶπα πολλά, ξημέρωσε, ἦρθε ἡ ὥρα –
ἀκούω βήματα, Νικόλα, πλησιάζουν!
γελᾶνε πρόσχαρα, τό ἀπόσπασμα ἑτοιμάζουν
– παρόν καί μέλλον, παρελθόν, ὅλα εἶναι τώρα…
Ἀντίο, ἀγάπη μου, δέν πρέπει νά λυπᾶσαι,
αὐτή ἡ σφαίρα εἶναι ἡ μόνη μου εὐκαιρία
νά ξεμπερδεύω μέ τήν κληρονομική ὑστερία
– ἕτοιμη εἶμαι… σημαδέψτε… μή φοβάστε…
… πεθαίνω, πέθανα, αὐτό ἦταν… ἀνελήφθην…
δέ θά μέ ξαναβροῦν ἄγριοι χειμῶνες,
τό δέρμα μου μοσχοβολάει λειμῶνες
– ἡ Μαργαρίτα ἐπιτέλους ἐκοιμήθη!

 

ΔΟΚΙΜΙΟ

Δ. Ν. Μαρωνίτης

 

Ταυτοπροσωπία καί ἑτεροπροσωπία
στήν ποίηση τοῦ Καβάφη
(πρόγνωση-ἐπίγνωση-γνώση)

 

Εἰσήγηση μέ σχολαστικό μᾶλλον τίτλο, παρμένον ἀπό τό εἰκονοστάσι τῆς ταλαίπωρης σχολικῆς ἀρχαιογλωσσίας, σέ μιά προσπάθεια νά ἀποφορτιστεῖ, ὅσο γίνεται, ἀπό τό ἀπωθητικό της ἐκτόπισμα, προσφεύγοντας στήν ποίηση τοῦ Καβάφη. Γιατί καί πῶς, θά φανεῖ ἐλπίζω στή συνέχεια. Στό μεταξύ προκαταβάλλεται ἡ ὁμολογία κάποιας ἀμήχανης ἐνοχῆς, πού ἐνδέχεται νά τή συμμερίζονται καί ἄλλοι συνάδελφοι τοῦ ἐπετειακοῦ αὐτοῦ συνεδρίου: φοβᾶμαι πώς ἀπό τήν αὔξουσα καβαφολογία τῶν τελευταίων χρόνων, ἑλλαδική καί ξένη, κινδυνεύει ἡ ποίηση τοῦ Καβάφη νά ὑποστεῖ ἀνήκεστη συμφόρηση.
Δυό λόγια γιά τόν δυσμετάφραστο τίτλο. Ἡ ταυτοπροσωπία καί ἡ ἑτεροπροσωπία στό συντακτικό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας παραπέμπουν στήν ἀμφίβολη τύχη τοῦ ὑποκειμένου στό ἐσωτερικό μιᾶς πρότασης, ὅταν τό κύριο ρῆμα συμπληρώνεται μέ ἐξαρτημένο ἀπαρέμφατο. Ὁπότε δύο τινά συμβαίνουν: στήν περίπτωση τῆς ταυτοπροσωπίας τό ὑποκείμενο τοῦ ἀπαρεμφάτου συμπίπτει μέ τό ὑποκείμενο τῆς κύριας πρότασης καί δέν ἐπαναλαμβάνεται. Παράδειγμα, ἡ φρόνιμη σύσταση τοῦ Πλάτωνα: καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε. Ὅπου τό νοούμενο ὑποκείμενο σύ περνάει ἀνεμπόδιστο ἀπό τό θέλε στό ἀκούειν καί στό πλουτεῖν.
Ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς ἑτεροπροσωπίας, τό ὑποκείμενο τοῦ ἐξαρτημένου ἀπαρεμφάτου διαφέρει, ὁπότε μπαίνει σέ πτώση αἰτιατική. Παράδειγμα ἀπό τόν ἐνάρετο Ξενοφώντα τή φορά αὐτή: Σωκράτης τούς συνόντας ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι προέτρεπε. Ὅπου τό ἀντικείμενο τοῦ κυρίου ρήματος (τούς συνόντας) γίνεται ὑποκείμενο τοῦ ἐξαρτημένου ἀπαρεμφάτου (ἐπιμελεῖσθαι).
Τό κρίσιμο λοιπόν ἐρώτημα, στήν περίπτωση τοῦ Καβάφη, εἶναι ἄν ἡ ποίησή του σέβεται τή συντακτική αὐτή διαφορά ἤ μήπως, κατά περίπτωση, τήν ὑπονομεύει. Πού πάει νά πεῖ: ἄν στή δική του ποιητική περιοχή ταυτοπροσωπία καί ἑτεροπροσωπία (ἄς ποῦμε: τό ὑποκείμενο καί τό ἀντικείμενο, τό ἐγώ καί τό αὐτός, τό ἐγώ καί ὁ ἄλλος, τό πρόσωπο καί τό προσωπεῖο) ἐνίοτε συμβάλλονται ἤ καί ἀνταλλάσσονται. Περί αὐτοῦ πρόκειται.
Παράτολμη ἰδέα, πού ἔχει ὅμως στήν περίπτωσή μου παρελθόν: ἀνιχνεύεται ἤδη στό δοκίμιό μου «Ὑπεροψία καί μέθη» τοῦ 1970, προσηλωμένο στόν καβαφικό «Δαρεῖο». Ἔγραφα τότε: «Ὁ Σεφέρης νομίζω παρομοίωσε τόν Καβάφη μέ τόν Πρωτέα τῆς Ὀδύσσσειας, πού ἀλλάζει τή μιά μορφή μετά τήν ἄλλη (γίνεται λιοντάρι, φίδι, λεοπάρδαλη, κάπρος, φωτιά, νερό τρεχάμενο, δέντρο μέ φύλλωμα ἀψηλό), γιά νά ἀποφύγει τόν ἐκβιασμό τῆς πολύτροπης γνώσης καί πρόγνωσής του. Κάπως ἔτσι καί στόν Καβάφη: ἐκεῖ πού νομίζουμε πώς ἀκοῦμε καθαρά τή φωνή του, ξαφνικά ἀντιλαμβανόμαστε πώς φτάνει στά αὐτιά μας ὁ ἀντίλαλός της μέσα ἀπό διαφορετικό κάθε φορά ἠχεῖο». Σάν νά λέμε: μέ βάση τόν σχολαστικό τίτλο τῆς εἰσήγησης, ταυτοπροσωπία καί ἑτεροπροσωπία στήν περίπτωση τοῦ Καβάφη, ξεπερνώντας κάποτε τίς διαφορές τους, ἐμφανίζονται ὡς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Πρέπει ὅμως νά μιλήσω πιό συγκεκριμένα.
ΙΙ.
Ἕνας τρόπος νά συνεννοηθοῦμε στό κρίσιμο αὐτό κεφάλαιο εἶναι νά μοιράσουμε σέ πρώτη δόση τά ποιήματα τοῦ καβαφικοῦ Κανόνα σέ πρωτοπρόσωπα, δευτεροπρόσωπα καί τριτοπρόσωπα, ἀνάλογα μέ τό συντακτικό τους ὑποκείμενο. Ὑπονοώντας ὅτι στά πρωτοπρόσωπα ἀκούγεται ἀπευθείας ἡ φωνή τοῦ ποιητῆ (ἔχουμε δηλαδή ἐφαρμογή ποιητικῆς ταυτοπροσωπίας). Ἐνῶ στά δευτεροπρόσωπα καί στά τριτοπρόσωπα ὁ ποιητής φαίνεται νά ὑποχωρεῖ γιά χάρη κάποιου ἄλλου ὑποκειμένου, συγκλίνοντας στή μέθοδο τῆς ποιητικῆς ἑτεροπροσωπίας. Τρία πρόχειρα παραδείγματα, γιά κάθε περίπτωση: Στά πρωτοπρόσωπα ποιήματα ἀνήκουν σίγουρα τά πρώιμα «Παράθυρα» (1897-1903) ἀλλά καί ἡ ἀκμαία «Θάλασσα τοῦ πρωϊοῦ» (1916). Στά τριτοπρόσωπα ἡ πρώιμη «Δέησις» (1896-98) καί ἡ σπαραχτική «Ἀρρώστια τοῦ Κλείτου» (1926). Στά δευτεροπρόσωπα ἡ πασίγνωστη «Πόλις» (1894) καί ἡ διαβόητη «Ἰθάκη» (1910-11).
Ἐπιμένω στά πρωτοπρόσωπα ποιήματα, γιατί συχνά παρεξηγοῦνται τόσο ὡς πρός τή συχνότητά τους ὅσο καί ὡς πρός τήν ποιότητά τους: λογαριάζονται συνήθως λιγότερα ἀπό ὅσα πράγματι εἶναι, σάμπως νά ἀποτελοῦν ἐξαίρεση. Ἀπό φόβο μᾶλλον μήπως ἐξαιτίας τους ἐμφανιστεῖ ἀπροκάλυπτα λυρικός ὁ Καβάφης, πλησιάζοντας στόν λυρικό Παλαμᾶ, γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἀλεξανδρινός εἶχε δηλώσει ἐπιφυλάξεις. Καιρός λοιπόν νά μετρηθοῦν ἐπακριβῶς τά πρωτοπρόσωπα ποιήματα τοῦ Καβάφη (στό πλαίσιο καταρχήν τοῦ Κανόνα) καί νά ἐκτιμηθοῦν μετά ἀναλόγως. Ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως διακριθοῦν σέ ἀμιγῶς καί συμμιγῶς πρωτοπρόσωπα.
Στά ἀμιγῶς ἀνήκουν ὅσα ἀπαρχῆς μέχρι τέλους ἐπιμένουν στό πρῶτο ἑνικό πρόσωπο: παράδειγμα τά πρώιμα «Τείχη» (1893-99) ἀλλά καί τό ὥριμο «Ἐκόμισα εἰς τήν τέχνη» (1921). Στά συμμιγή συκλίνουν ὅσα ὑπερασπίζονται τό πρῶτο πρόσωπο, σέ πληθυντικό ὅμως ἀριθμό. Παράδειγμα οἱ «Τρῶες» (1900-05), καί ἡ σύγχρονη πάνω κάτω «Διακοπή» (1900-01). Στήν ἴδια κατηγορία τῶν συμμιγῶν ἀνήκουν καί κάποια δευτεροπρόσωπα ποιήματα, στά ὁποῖα ὅμως ἐνέχεται καί τό πρῶτο πρόσωπο, ὁπότε ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι πρόκειται γιά ποιήματα εἰς ἑαυτόν. Παραδείγματα: ἐν μέρει «Ἡ πόλις», καί ἀκέραιο τό «Ὅσο μπορεῖς» (1905-13). Στά συμμιγή ἐξάλλου προσγράφονται καί κάποια τριτοπρόσωπα ρήματα, μέ ἀδήλωτο τό σαφῶς πρωτοπρόσωπο ὑποκείμενό τους, ὅπως εἶναι τό «Ὀμνύει» (1905-15). Στό περιθώριο τέλος αὐτῆς τῆς κατηγορίας ἔχουν θέση καί ὁρισμένα ποιήματα πού σκηνοθετοῦνται ὡς πρωτοπρόσωπος μονόλογος ἤ διάλογος, ὅπως συμβαίνει ἀντιστοίχως στά «Ἐπικίνδυνα» (1911) καί στό «Πρῶτο σκαλί» (1895-99).
Μέ τούς ὅρους αὐτούς, ἄν μετρῶ καλά, τά ἀμιγῶς πρωτοπρόσωπα ποιήματα, μέ δηλωμένο τό ὑποκείμενό τους, εἶναι τουλάχιστον 30, γιά τήν ἀκρίβεια: 33. Τά συμμιγή φτάνουν στά 20. Πού πάει νά πεῖ: τό ἕνα τρίτο περίπου τοῦ καβαφικοῦ Κανόνα μετέχει, μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο, στή μέθοδο τῆς ἄμεσης ἤ τῆς ἔμμεσης ταυτοπροσωπίας. Δεδομένο μέ καθοριστική σημασία, στόν βαθμό πού ἡ ποιητική αὐτή μέθοδος ἀνιχνεύεται σέ ὅλο τό εὖρος τῆς καβαφικῆς ποίησης, διαπερνώντας καί τίς τρεῖς κατηγορίες της, ὅπως τίς ὅρισε ὁ ποιητής, μιλώντας γιά φιλοσοφικά, ἡδονικά καί ἱστορικά ποιήματα. Αὐτά ὡς πρός τήν ποσότητα τῆς προκείμενης μεθόδου. Ἡ ποιοτική της ἐκτίμηση ἀποτελεῖ ἄλλο κεφάλαιο.
Βέβαιο ὡστόσο παραμένει τό γεγονός ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Καβάφη ὄχι μόνον δέν ἀπωθεῖται ὁ πρωτοπρόσωπος ποιητικός λόγος, ἀλλά μᾶλλον πλεονάζει. Μέ τούς δικούς του ὅρους βέβαια, πού εὐνοοῦν τίς πολλαπλές τροπές καί λειτουργίες του, στό μεταίχμιο συνήθως τῆς ταυτοπροσωπίας καί τῆς ἑτεροπροσωπίας, χωρίς νά ἐνδίδει στόν πειρασμό πληθωρικῆς λυρικῆς διάχυσης, πού ὁ Καβάφης προγραμματικά ἤθελε νά ἀποφύγει. Πότε καί πῶς πρόκοψε ἡ κρίσιμη αὐτή ἐπιλογή, εἶναι ζητούμενο εἰδικῆς μελέτης, πού ἐπαφίεται σέ ἄλλους διαθέσιμους καβαφιστές καί καβαφολόγους. Ἡ παρούσα πάντως εἰσήγηση δοκιμάζει μόνον νά τήν ὑποδείξει, ἐπιμένοντας σέ τρία ποιητολογικά ποιήματα, πού διασταυρώνονται μεταξύ τους ὡς πρός τόν τύπο, τήν οὐσία καί τήν ἐξέλιξη τῆς καβαφικῆς ποίησης καί ποιητικῆς: τό ἕνα σηματοδοτεῖ τήν πρόγνωση, τό δεύτερο τήν ἐπίγνωση, τό τρίτο τή γνώση τῆς ποίησης.
ΙΙΙ.
Τό πρῶτο, καί πρωιμότερο, ἐπιγράφεται «Τό πρῶτο σκαλί». καί ἐμφανίζεται ὡς ἔνθετος περί ποιήσεως διάλογος δύο ἐπώνυμων ποιητῶν. Τό παραθέτω:
Εἰς τόν Θεόκριτο παραπονιοῦνταν
μιά μέρα ὁ νέος ποιητής Εὐμένης•
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν πού γράφω
κ’ ἕνα εἰδύλλιο ἔκαμα μονάχα.
Τό μόνον ἄρτιόν μου ἔργον εἶναι.
Ἀλλοίμονον, εἶν’ ὑψηλή τό βλέπω,
πολύ ὑψηλή τῆς Ποιήσεως ἡ σκάλα•
κι ἀπ’ τό σκαλί τό πρῶτο ἐδῶ πού εἶμαι
ποτέ δέν θ’ ἀνεβῶ ὁ δυστυχισμένος.»
Εἶπ’ ὁ Θεόκριτος• «Αὐτά τά λόγια
ἀνάρμοστα καί βλασφημίες εἶναι.
Κι ἄν εἶσαι στό σκαλί τό πρῶτο, πρέπει
νἆσαι ὑπερήφανος κ’ εὐτυχισμένος.
Ἐδῶ πού ἔφθασες, λίγο δέν εἶναι•
τόσο πού ἔκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αὐτό ἀκόμη τό σκαλί τό πρῶτο
πολύ ἀπό τόν κοινό τόν κόσμο ἀπέχει.
Εἰς τό σκαλί γιά νά πατήσεις τοῦτο
πρέπει μέ τό δικαίωμά σου νἆσαι
πολίτης εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλι.
Καί δύσκολο στήν πόλι ἐκείνην εἶναι
καί σπάνιο νά σέ πολιτογραφήσουν.
Στήν ἀγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
πού δέν γελᾶ κανένας τυχοδιώκτης.
Ἐδῶ πού ἔφθασες, λίγο δέν εἶναι•
τόσο πού ἔκαμες, μεγάλη δόξα.»
Προηγεῖται ὁ Θεόκριτος: ποιητής τοῦ 3ου προχριστιανικοῦ αἰώνα, σύγχρονος τοῦ Καλλιμάχου, διάσημος γιά τά Βουκολικά, τούς Μίμους καί τά Εἰδύλλιά του. Γεννημένος στίς Συρακοῦσες, ἔζησε κάποια χρόνια στήν Ἀλεξάνδρεια, κερδίζοντας τήν εὔνοια τοῦ Πτολεμαίου Φιλάδελφου, ἐνῶ σχημάτισε φιλικό κύκλο καί στήν Κῶ. Ἕπεται ὁ Εὐμένης, πού συστήνεται ὡς «νέος ποιητής». Γιός τοῦ Ἱερώνυμου ἀπό τήν Καρδία, δραστήριος μεταξύ 360 καί 316 π.Χ., ὑπηρέτησε διαδοχικά ὡς γραμματικός τόν Φίλιππο καί τόν Ἀλέξανδρο. Ὁ Καβάφης μᾶλλον τόν ξέθαψε ἀπό τούς βίους τοῦ Πλουτάρχου, μέ ἀφορμή ἴσως καί τό εὔηχο ὄνομά του.
Ὁ προκείμενος διάλογος, προφανῶς ἐπινοημένος, ἀπογράφεται ἀπό τόν ἀφηγητή τοῦ ποιήματος πού παραμένει ἐδῶ ἀνώνυμος καί ἀσύστατος, δίνοντας τήν ἐντύπωση ὑποβολέα, πού παραμένει στή σκιά. Τό ἐπίμαχο ζήτημα τοῦ ποιήματος τό ἀνακινεῖ ὁ νέος ποιητής Εὐμένης, παραπονούμενος πού δέν κατόρθωσε μέσα σέ δύο χρόνια νά συντάξει παρά ἕνα μόνο ἄρτιο εἰδύλλιο. Συμπεραίνοντας πώς ἡ σκάλα τῆς Ποιήσεως (μέ κεφαλαῖο τό πρῶτο της γράμμα) εἶναι ὑψηλή, κατηγορούμενο πού ἀκούγεται δύο φορές, τή δεύτερη μάλιστα φορά ἐπιτονισμένο μέ τό ἐπίρρημα πολύ. Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔχει καθηλωθεῖ μόλις στό πρῶτο σκαλί της, γεγονός πού τόν ἀποθαρρύνει.
Ὁ ἀντίλογος τοῦ ἔμπειρου καί διάσημου ποιητῆ ἀρχίζει σκληρά καί ἀπότομα: βλάσφημα καί ἀνάρμοστα χαρακτηρίζει ὁ Θεόκριτος τά λόγια τοῦ Εὐμένη, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά νιώθει περήφανος καί εὐτυχής, πού πάτησε ἤδη στό πρῶτο σκαλί τῆς ποιητικῆς σκάλας, κερδίζοντας μεγάλη δόξα. Ὁ προσωπικός ἔλεγχος καί ὁ παρεπόμενος ἔπαινος τοῦ Θεόκριτου γιά τόν Εὐμένη ἀκούγονται κάπως ὑπερβολικοί, καί ἴσως γι’ αὐτό ὁ φτασμένος ποιητής ἐπιβάλλει ἕνα εἶδος ποιητολογικοῦ κανόνα, σέ μορφή ἀποφθέγματος. Δηλώνοντας πώς ἡ ἀνάβαση στό πρῶτο σκαλί στήν προκειμένη περίπτωση ἀποτελεῖ ἤδη ἀξιοθαύμαστο κατόρθωμα, ἐξασφαλίζοντας νόμιμο εἰσιτήριο εἰσόδου καί πολιτογράφησης εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλιν, ὅπου αὐστηροί Νομοθέτες (κι αὐτοί μέ κεφαλαῖο τό πρῶτο γράμμα τους) ἀπαγορεύουν τήν εἴσοδο στούς πάσης φύσεως τυχοδιῶχτες. Καί ἡ περί ποιήσεως συνοπτική αὐτή διάλεξη τοῦ Θεόκριτου ἐπικυρώνεται μέ τήν ἐπανάληψη τοῦ γνωμικοῦ δίστιχου: «Ἐδῶ πού ἔφθασες, λίγο δέν εἶναι• / τόσο πού ἔκαμες, μεγάλη δόξα».
Αὐτά στήν πρόσοψη τοῦ ποιήματος. Ὑπάρχουν ὅμως κάποια λανθάνοντα σήματα, πού ἐπιτρέπουν ἄλλου εἴδους ἀνάγνωση. Ὅπως ἡ δήλωση τοῦ Εὐμένη ὅτι τό μόνο ἄρτιο ἔργο πού κατόρθωσε μέχρι στιγμῆς εἶναι εἰδύλλιο, εἶδος στό ὁποῖο διαπρέπει καί τό διεκδικεῖ ὁ Θεόκριτος. Ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ ἀρχική του ἔκρηξη, πού χαρακτηρίζει τά λόγια τοῦ Εὐμένη ἀνάρμοστα καί βλασφημίες. Ὁπότε ἡ διπλή διαβεβαίωση στόν νεαρό ποιητή (ἐδῶ πού ἔφθασες, λίγο δέν εἶναι• / τόσο πού ἔκαμες, μεγάλη δόξα) μπορεῖ νά ἀκουστεῖ καί ἀλλιῶς: ἀρκεῖ πού πάτησες μέ ἕνα μόνο εἰδύλλιο στό πρῶτο σκαλί στήν ὑψηλή σκάλας τῆς Ποιήσεως, μή γυρεύεις πρός τό παρόν περισσότερα.
Ὑπερβάλλω, γιά νά ὑποδείξω πώς ὁ προκείμενος περί ποιήσεως διάλογος (λόγος καί ἀντίλογος στήν πραγματικότητα) δέν εἶναι, ὅσο φαίνεται, ἀθῶος. Ἰχνογραφεῖ ἴσως τά προγνωστικά ἑνός ποιητικοῦ ἀγώνα ἀνάμεσα σ’ ἕναν φτασμένο καί ἀναγνωρισμένο ποιητή καί σ’ ἕναν νεαρό ἀρχάριο, πού δοκιμάζει ὡστόσο τήν ποιητική τύχη του στό ἴδιο γήπεδο. Ἐκδοχή πού φαίνεται νά τή συμμερίζεται καί ὁ ὑποβολέας τοῦ ποιήματος, ὁ ὁποῖος ἔτσι κι ἀλλιῶς φαντάστηκε, ἔστησε, ἐπιγράφει καί ὑπογράφει τό συγκεκριμένο ποίημα ὡς σῆμα ἄνισου ποιητικοῦ ἀγώνα, στό μεταίχμιο πάντως ταυτοπροσωπίας καί ἑτεροπροσωπίας. Ἐπιχειρώντας ἴσως τήν πρόγνωση τῆς δικῆς του ποιητικῆς καριέρας, σέ μιά κρίσιμη φάση τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου του, μεταξύ 1895 καί 1899. Ἔχοντας κλείσει ἤδη τά τριάντα του χρόνια, ἀφοῦ στό μεταξύ παράλλαξε ἐλαφρῶς καί τό ὄνομά του: ἀπό Κ. Φ. Καβάφης ἔγινε Κ. Π. Καβάφης. Σέ τέσσερα ἐξάλλου χρόνια θά τόν ἀναγνωρίσει καί θά τόν ξεχωρίσει στά Παναθήναια ὁ Ξενόπουλος, παίζοντας τόν ρόλο αὐστηροῦ Νομοθέτη.
ΙV.
Μέ τό δεύτερο περί ποιήσεως καβαφικό ποίημα, πού ἔρχεται εἴκοσι δύο χρόνια ἀργότερα (συντάσσεται τό 1918 καί κυκλοφορεῖ τό 1921) περνᾶμε, ὅπως ὑπαινίχθηκα, ἀπό τή φάση τῆς ποιητικῆς πρόγνωσης, στήν ἐποχή τῆς ποιητικῆς ἐπίγνωσης. Πρόκειται γιά πρωτοπρόσωπη ὁμολογία, ἡ ταυτοπροσωπία τῆς ὁποίας σκιάζεται ἀπό τήν ἑτεροπροσωπία τοῦ τίτλου. Παρατίθεται:
Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι.
Δέν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα•
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.
Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι.–
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε –γιά λίγο– νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
Τό ποίημα χρεώνεται στόν ποιητή Ἰάσονα Κλεάνδρου, ἀνεύρετον στά λεξικά ἐπιγονικῶν συγγραφέων. Ἡ Κομμαγηνή ὅμως, πού ὁρίζεται ὡς τόπος καταγωγῆς καί παραμονῆς τοῦ ἐπινοημένου ποιητῆ, ταυτίζεται μέ τό ὁμώνυμο, ἀνεξάρτητο ἕως τό 638 π.Χ., κρατίδιο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στά βορεοανατολικά τῆς Συρίας, ὁπότε περιέρχεται στήν κατοχή τῶν Ἀράβων. Ἡ χρονολογία ἐξάλλου 595 μ.Χ. τοῦ τίτλου προϋποθέτει προηγούμενη ληστρική ἐπίθεση καί προσβλέπει στήν ἐπερχόμενη καθυπόταξή του.
Πρώτη, δίχως ἄρθρο, λέξη τοῦ τίτλου ἡ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, σημαδεύει ἐξαρχῆς τή βαριά διάθεση τοῦ ἐφευρημένου ποιητῆ, καί συνάμα ἐπέχει θέση ἐπιγραφῆς στό παρεπόμενο πρωτοπρόσωπο ποίημα. Ὑπονοώντας, καί στά δύο ἐπίπεδα (τῆς ἔντιτλης ἑτεροπροσωπίας καί τῆς κειμενικῆς ταυτοπροσωπίας), ὅτι τό ὑποκείμενό τους κατέχεται ἀπό ἀβάστακτη θλίψη, πού τήν προκαλεῖ τό ἐπερχόμενο γῆρας.
Ἡ ἐπίτιτλη αὐτή ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ἀποκτᾶ πρόσθετο βάρος, γιατί ἐλέγχεται ἅπαξ λεγόμενο σῆμα στό σύνολο τῶν καβαφικῶν ποιημάτων τοῦ γνωστοῦ μας Κανόνα. Μαζί μέ τρία ἀκόμη ἅπαξ λεγόμενα, ἐξίσου σημαντικά: τό γήρασμα, μέ τό ὁποῖο ἀρχίζει τό ποίημα, τά φάρμακα πού προβάλλονται καί στίς δύο στροφές τοῦ ποιήματος, καί τίς δοκιμές, πού σφηνώνονται στή μέση τοῦ τελευταίου στίχου τῆς πρώτης στροφῆς, ἀνάμεσα στή γενική νάρκης τοῦ ἄλγους καί τό ἐμπρόθετο ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ – μέ κεφαλαῖο τό πρῶτο τους γράμμα.
Ὅπως κεφαλαιογράμματη προβάλλεται καί ἡ Τέχνη τῆς Ποιήσεως, πού ἐπανέρχεται ὡς ἐπίκληση καί στή δεύτερη στροφή τοῦ ποιήματος, δίνοντας τήν ἐντύπωση πώς ἀκοῦμε τόν ἀντίλαλο τῆς πρώτης στροφῆς. Αἴσθηση πού ἐνισχύεται ἀπό τήν ἐπαναφορά στή δεύτερη στροφή τῆς φράσης εἶναι πληγή ἀπό φριχτό μαχαίρι καί τῆς λέξης φάρμακα.
Τά δύο ζεύγη πού προβάλλονται στόν πρῶτο καί τόν ἕκτο στίχο τῆς πρώτης στροφῆς (σώματος καί μορφῆς τή μία φορά, Φαντασίας καί Λόγου τήν ἄλλη) φαίνεται νά συστήνουν ἀμοιβαία ἀνταπόκριση: στό σῶμα ἀνταποκρίνεται κατά κάποιον τρόπο ἡ Φαντασία, στή μορφή ὁ Λόγος.Τό πρῶτο ζεῦγος ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἅπαξ λεγόμενο, γήρασμα. Δυσεύρετη λέξη πού δέν ταυτίζεται μέ τό συντελεσμένο γῆρας ἀλλά ὁμολογεῖ τήν εἰσβολή του στό σῶμα καί στή μορφή, ἀνοίγοντας πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι.
Ἡ σύζευξη σώματος καί μορφῆς στόν πρῶτο στίχο τοῦ ποιήματος ἐλέγχεται ἐδῶ μοναδική, μέ τό εἰδικό βάρος νά πέφτει στό σῶμα, ἡ συχνότητα τοῦ ὁποίου στά ποιήματα τοῦ Κανόνα εἶναι ἐντυπωσιακή: στό λῆμμα σῶμα ἀντιστοιχοῦν κάπου σαράντα παραπομπές, πού ἐπικυρώνουν γενικότερα τή σωματική βάση τῆς καβαφικῆς ποίησης. Στό λῆμμα μορφή ἀνήκουν δεκαπέντε παραπομπές, χωρίς αὐτό νά σημαίνει οὐσιαστική ὑποτίμηση. Δέν εἶναι ὥρα γιά πρόχειρα συμπεράσματα. Ὑποθέτω πάντως ὅτι ἡ μορφή ἀποτελεῖ δίαυλο, γιά νά περάσει τό αἰσθησιακό σῶμα στήν αἴσθηση τῆς καβαφικῆς νόησης, προτοῦ καταλήξει στήν αἰσθητική τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Μέ τήν εὐκαιρία ὑποσημειώνω ὅτι τό λῆμμα αἴσθημα διαθέτει ἐννέα παραπομπές στό σύνολο τοῦ Κανόνα, ἡ αἴσθησις τρεῖς, ὁ αἰσθητῆς δύο καί ὁ αἰσθητικός πέντε.
Τό ἐμπρόθετο ἐξάλλου ζεῦγος ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ ὁρίζει καταρχήν τή γενικότερη μέθοδο πού διαθέτει ἡ Τέχνη τῆς Ποιήσεως, ἐπιτελώντας τό ἔργο της. Τό ὁποῖο στή συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ἡ νάρκη τοῦ ἄλγους, πού τήν ἐξασφαλίζουν τά δόκιμα φάρμακά της – ἔστω κάπως, ἔστω γιά λίγο, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ. Ὑποσημειώνεται ὅτι ἡ λέξη «φαντασία» (ἀπαντᾶ στόν Κανόνα δύο φορές σέ ἑνικό ἀριθμό καί μία σέ πληθυντικό), πλαισιώνεται ἀπό τά ρήματα «φαντάζομαι» (ἕξι παραπομπές) καί «φαντάζω» (δύο παραπομπές»), πού μᾶς βοηθοῦν νά εἰκάσουμε τό ρευστό της νόημα. Συνάπτεται συνήθως μέ αἰσθήματα, αἰσθήσεις, ἀλλά καί παραισθήσεις (λέξη ἐπίσης καβαφική) πού ἐκπέμπουν τά ἰνδάλματα σωμάτων (ἐνίοτε καί πραγμάτων), μέ τή συμβολή τῆς «μνήμης», ἄλλως πως τῆς «ἀνάμνησης» ἤ τῆς «θύμησης» – θυμίζω ὅτι ρῆμα «θυμοῦμαι» ἀπαντᾶ στόν Κανόνα εἴκοσι τρεῖς φορές, τό «θυμίζω» δύο φορές. Ἐμβληματικό ἐξάλλου σῆμα ἐνθύμησης, καθαρῆς ταυτοπροσωπίας εἶναι τό ποίημα «Θυμήσου σῶμα» τοῦ 1918. Τό παραθέτω:
Σῶμα, θυμήσου ὄχι μόνο τό πόσο ἀγαπήθηκες,
ὄχι μονάχα τά κρεββάτια ὅπου πλάγιασες,
ἀλλά κ’ ἐκεῖνες τές ἐπιθυμίες πού γιά σένα
γυάλιζαν μές στά μάτια φανερά,
κ’ ἐτρέμανε μές στήν φωνή – καί κάποιο
τυχαῖον ἐμπόδιο τές ματαίωσε.
Τώρα πού εἶναι ὅλα πιά μέσα στό παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν καί στές ἐπιθυμίες
ἐκεῖνες σάν νά δόθηκες – πῶς γυάλιζαν,
θυμήσου, μές στά μάτια πού σέ κύτταζαν•
πῶς ἔτρεμαν μές στήν φωνή, γιά σέ, θυμήσου, σῶμα
Τά πράγματα δυσκολεύουν κάπως μέ τόν «Λόγο» (δεύτερον ὅρο τοῦ ζεύγους), πού οἱ δέκα ἀναφορές του στόν Κανόνα ἀποδείχνονται μᾶλλον φυγόκεντρες ὡς πρός τό ἀναζητούμενο νόημα. Θά ταίριαζε ἴσως στήν προκειμένη περίπτωση περισσότερο ἡ λέξη «λογισμός», πού ἀπαντᾶ μία μόνο φορά στή «Συνοδεία τοῦ Διονύσου», συνημμένη στό ρῆμα «μελετᾶ», ἄν δέν περιοριζόταν στό ὑπολογιστικό μυαλό τοῦ τεχνίτη Δάμωνα.
Μέ τούς ὅρους αὐτούς, ἡ λέξη «Λόγος», σέ σύζευξη μέ τή «Φαντασία» στήν προκειμένη περίπτωση, θά πρέπει μᾶλλον νά ἀνταποκρίνεται στήν ποιητική μεταμόρφωση κάθε φαντασίωσης, μέ τέτοιον τρόπο καί σέ τέτοιον βαθμό, ὥστε νά συνεισφέρει καί διανοητική συγκίνηση – ἡ ἰδιοφυής ἔκφραση πού ἀνήκει στόν Καβάφη.
V.
Προσπάθησα νά ὑποδείξω, ἐπιμένοντας μέχρι στιγμῆς σέ δύο περί ποιήσεως ποιήματα (πρώιμο τό ἕνα, ὥριμο τό ἄλλο) ὅτι ταυτοπροσωπία καί ἑτεροπροσωπία ὄχι μόνον δέν συγκρούονται στήν ποίηση τοῦ Καβάφη ἀλλά, μέ ἄμεσο ἤ ἔμμεσο τρόπο, συμβάλλονται. Παραπέμποντας συνάμα: τό πρῶτο στήν ἀνταγωνιστική πρόγνωση τῆς ποιητικῆς δοκιμῆς καί δοκιμασίας• τό δεύτερο, ὁδεύοντας πρός τό γῆρας, στή δραματική της ἐπίγνωση.
Ὅταν ἐμβαθύνεται ἡ σχέση βίου καί ποίησης, σώματος καί μορφῆς, φαντασίας καί λόγου, μεταφέρεται πλέον ἡ ποίηση ἀπό τό παρελθόντα χρόνο στόν παρόντα χῶρο – ἀπό τόν καιρό της στόν τόπο της. Καταπῶς ὁμολογεῖται σέ ἕνα ὁμότιτλο, ἀπολογιστικό ποίημα τοῦ 1929, ἀπέριττης λιτότητας (δοσμένο, γιά νά θυμηθοῦμε τόν Σεφέρη), ἀπόσταγμα ποιητικῆς γνώσης. Ἐπιγράφεται «Στόν ἴδιο χῶρο». Τό παραθέτω, σφραγίζοντας μ’ αὐτό τήν προκείμενη δοκιμή:
Οἰκίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
πού βλέπω κι ὅπου περπατῶ• χρόνια καί χρόνια.
Σέ δημιούργησα μές σέ χαρά καί μές σέ λύπες:
μέ τόσα περιστατικά, μέ τόσα πράγματα.
Κ’ αἰσθηματοποιήθηκες ὁλόκληρο, γιά μένα.