ΠΟΙΗΣΗ
W.G. Sebald
Ἀφήνει πίσω τό πορτρέτο του κανείς χωρίς νά θέλει
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ἡ «μνήμη» εἶναι ταυτόχρονα ἀντικείμενο, μέθοδος καί στόχος τῶν κειμένων τοῦ Ζέμπαλντ. […] Ὁ Ζέμπαλντ συντάσσει τά κείμενά του πρός τό συμφέρον μιᾶς συλλογικῆς καί πολιτισμικῆς μνήμης ἡ ὁποία γεννιέται, διαμορφώνεται καί ὑποστηρίζεται ἀπό τή λογοτεχνία.
Sven Meyer, Text und Kritik IV (2003)
ΤΟ ΟΝΟΜΑ τοῦ Β.Γκ. Ζέμπαλντ συνδέεται σίγουρα περισσότερο μέ τήν πρόζα παρά μέ τήν ποίηση. Τά βιβλία πού τόν ἔκαναν εὐρέως γνωστό τή δεκαετία τοῦ ’90 ἦταν τό Αἴσθημα ἰλίγγου (Schwindel. Gefühle., 1990), Οἱ ξεριζωμένοι (Die Ausgewanderten, 1992) καί Οἱ δακτύλιοι τοῦ Κρόνου (Die Ringe des Saturn, 1995). Ὡστόσο ὁ Ζέμπαλντ εἶχε γράψει καί δημοσιεύσει στίχους πολύ πρίν στραφεῖ στήν πρόζα καί δέν ἔπαψε νά ἀσχολεῖται μέ τήν ποίηση ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὁ Βίνφρηντ Γκέοργκ ἤ Μάξ Ζέμπαλντ (Winfried Georg ἤ Max Sebald), ὅπως ὁ ἴδιος προτιμοῦσε νά τόν φωνάζουν, γεννήθηκε τό 1944 στό Ἀλλγκώυ τῆς Βαυαρίας. Σπούδασε γερμανική φιλολογία στό Φράιμπουργκ καί στό Φριμπούρ τῆς Ἑλβετίας καί στό Μάντσεστερ. Ὑπῆρξε ἐπιμελητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μάντσεστερ καί ἀπό τό 1970 ἔζησε καί δίδαξε στό Νόριτς τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Τό 1986 ἀναγορεύτηκε καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἀμβούργου καί τό 1988 ἀνέλαβε τήν ἕδρα Εὐρωπαϊκῆς Λογοτεχνίας στό Πανεπιστήμιο Ἤστ Ἄνγκλια. Τό 1989 ἵδρυσε τό Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης. Τιμήθηκε μέ πολλά βραβεῖα καί μεταφράστηκε σέ πολλές εὐρωπαϊκές γλῶσσες. Πέθανε σέ αὐτοκινητικό δυστύχημα τό 2001. Ἐκτός ἀπό τά προαναφερθέντα, ἄλλα σημαντικά του ἔργα εἶναι Ἐκ τοῦ φυσικοῦ (Nach der Natur, 1988), Campo Santo (2003), ἐνῶ τό opus magnum του θεωρεῖται τό μυθιστόρημα Ἄουστερλιτς (Austerlitz, 2001).
Ἡ ἐπιλογή τῶν ποιημάτων ἔγινε ἀπό τό βιβλίο Über das Land und das Wasser, ausgewählte Gedichte 1964-2001 (Πάνω ἀπ’ τίς χῶρες καί τά νερά, ἐπιλεγμένα ποιήματα 1964-2001, 2008) πού ἔχει ἐκδώσει ὁ Σβέν Μέγερ (Sven Meyer) γιά τόν οἶκο Fischer Taschenbuch Verlag. Τό βιβλίο συγκεντρώνει ὅλα τά ποιήματα πού ὁ Ζέμπαλντ ἐξέδωσε κατά καιρούς ἐν ζωῆ καθώς καί μιά ἀντιπροσωπευτική ἐπιλογή ἀπό τά ἀνέκδοτα ποιήματά του. (Στό βιβλίο δέν περιλαμβάνονται τά δύο αὐτοτελή ποιητικά ἔργα Ἐκ τοῦ φυσικοῦ καί Μή ἱστορημένο (Unerzählt, 2003).
Γιά νά πάρει ὁ ἀναγνώστης μιά γεύση τῆς ἐξέλιξης τοῦ ὕφους τοῦ ποιητῆ, κράτησα τή χρονολογική σειρά πού ἀκολουθεῖ καί ἡ ἔκδοση τοῦ Μέγερ.
Τό πρῶτο κεφάλαιο, «Σχολικά Λατινικά», εἶναι μιά ἐπιλογή ἀπό τά πρῶτα ποιήματα τοῦ Ζέμπαλντ. Μεταξύ αὐτῶν ὑπάρχουν καί στίχοι δημοσιευμένοι στή φοιτητική ἐφημερίδα κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του στό Φράιμπουργκ, καθώς καί ἄλλοι ἀπό τή δεκαετία τοῦ ’70. Τά τελευταῖα ποιήματα αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου γράφτηκαν καί δημοσιεύτηκαν ἀφοῦ ὁ Ζέμπαλντ τελείωσε τίς ἐπιστημονικές του ἐργασίες πάνω στόν Κάρλ Στέρνχαϊμ (Carl Sternheim) καί τόν Ἄλφρεντ Νταίμπλιν (Alfred Döblin) καί σηματοδοτοῦν, ὅπως σημειώνει ὁ Μέγερ, τή στροφή τοῦ συγγραφέα ἀπό τήν ἐπιστήμη στή λογοτεχνία.
Τό δεύτερο κεφάλαιο, «Πάνω ἀπ’ τίς χῶρες καί τά νερά», περιλαμβάνει ποιήματα δημοσιευμένα τή δεκαετία τοῦ ’80 καί ἀνέκδοτους στίχους τῆς ἴδιας δεκαετίας. Οἱ γνῶστες τοῦ Ζέμπαλντ θά ἀναγνωρίσουν ἐδῶ μοτίβα πού ἐμφανίζονται καί σέ ἄλλα του ἔργα. Θέματα γιά παράδειγμα ἀπό τό ποίημα «Ποίηση γιά τό λεύκωμα» ἀπαντῶνται ξανά στό Ἐκ τοῦ φυσικοῦ. Ἀλλά καί τόν Δόκτορα Κ. ἤ τόν κυνηγό Γράκχο τούς ξαναβρίσκουμε στό Αἴσθημα ἰλίγγου.
Τά ποιήματα τοῦ τελευταίου κεφαλαίου, «Ὁ προπέρσινος χρόνος», εἶχαν ὅλα σχεδόν δημοσιευθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Ζέμπαλντ τή δεκαετία τοῦ ’90. Ὅπως καί στό Αἴσθημα ἰλίγγου, ταξίδια ἱστορικῶν προσώπων στέκουν ἐδῶ πλάι σέ προσωπικές ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις. Ὁ ἀφηγητής τῶν στίχων περνᾶ μέσα ἀπό τή Γερμανία ὡς γηγενής καί ὡς ξένος, ὡς σχολιαστής καί νοσταλγός. Ἡ πατρίδα ὡς βίωμα καί ὡς γνώση ἐπανέρχεται μέσα του σάν ἔμμονη μελωδία, ἀναδύεται ἀπό τόν κάθε τόπο σάν ἱστορικός συνειρμός, σάν αἴσθηση τῆς φύσης, σάν συγγενική ἕλξη. Τίς περισσότερες ὅμως φορές ὁ Ζέμπαλντ φαίνεται μᾶλλον νά ἀπολαμβάνει τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τή χώρα του. Ἡ ζωή του στήν Ἀγγλία τοῦ ἔχει χαρίσει τήν ἱκανότητα νά βλέπει τήν Εὐρώπη ἀπό μακριά. Ὁ ἴδιος φέρει τό ὑπαρξιακό καί ψυχολογικό βάρος τῆς μεταπολεμικῆς Γερμανίας ἀλλά μπορεῖ καί νά χαμογελᾶ μελαγχολικά μ’ αὐτό. Εἶναι κατεξοχήν μεταμοντέρνος, ἀλλά μοιράζεται καί τήν ἀγάπη τῶν Ἄγγλων γιά τίς σκηνές ἐποχῆς. Ἔτσι οἱ εἰκόνες ἀπό τή Γερμανία ἐκφράζουν ἀδιόρατα τήν ἀνακούφιση κάποιου πού ξέφυγε ἀπό κάτι περίπλοκο καί ἔμμονο. Ἐνῶ οἱ εἰκόνες ἀπό τόν ἀγγλοσαξονικό κόσμο περιβάλλονται ἀπό τή στοργή τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπέλεξε τόν τόπο αὐτό γιά νέα του πατρίδα.
Ἡ ἐφημερίδα The Guardian γράφει τό 2011 στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου: «Τά θέματα τῶν περισσότερων ποιημάτων δέν θά ἀποτελέσουν ἔκπληξη γιά τούς ἀναγνῶστες τοῦ Ζέμπαλντ: Σύνορα, ταξίδια, ἀρχεῖα, τοπία, ἀναγνώσεις, χρόνος, μνήμη, μύθος, θρύλος καί ἡ ‛‛μέση κατάσταση’’ […] τοῦ ἐξορίστου πού δέν εἶναι οὔτε τέλεια ἐνσωματωμένος στό νέο σύστημα οὔτε καί ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπό τό παλαιό».
Πάνω ἀπ’ τίς χῶρες καί τά νερά
Σχολικά λατινικά
Δέν θέλει ἄλλο πιά
νά κινηθεῖ ὁ καπνός,
οὔτε τά δέντρα,
ἀπ’ τήν ὥρα πού τό βράδυ κυκλώνει
τό χρῶμα τοῦ χωριοῦ.
Φθάνει στό τέλος
τό συμβάν τῆς σκιᾶς.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ τοπίου
δέν προσμένει ἀνταπόκριση.
Σφραγισμένη ἡ πρόθεση
φυλαγμένων σημείων.
Ὅμως βροχή ταξίδεψε
Καί σβήνει τήν διεύθυνση.
Φαντάσου τό «ἐπιστροφή»
στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς!
Κάποτε ἐμφανίζεται
Κόντρα στό φῶς: «τῆς ψυχῆς»
ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ
Πάνω ἀπό πύργο καί αὐλή
μεγάλωσαν βάτοι.
Ξεχασμένα αἰῶνες
σιντριβάνια πολυέλαιοι
πίσω ἀπό προσόψεις,
σερενάτες χορδές,
τό χρῶμα τῆς μολόχας.
Ὁδηγοί μουρμουρίζουν
Σέ αἴθουσες ἀπό σάνταλο
γιά τό σουσάμι-ἄνοιξε
σέ βιβλιοθῆκες
νεκρῶν πριγκίπων.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Ὑπηρετώντας
σέ διαδρομή στούς πρόποδες τῶν Ἄλπεων
ὁ γραμματέας σιδηροδρόμων μελετᾶ
τή φύση τοῦ ἡμερολογίου τοίχου.
Ἔξω προσμένει
μέ σκυμμένη τή ράχη
ἡ ὥρα τοῦ ροζάριου
νά τήν μπάσουν στό σπίτι
Ὁ γραμματέας ξέρει:
πρέπει νά φέρει πίσω
τό μεσοδιάστημα
χωρίς χρονοτριβή
ΟΡΘΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ Γ.
Ἐκεῖ στεκόταν
νωρίς τό πρωί
κι ἤθελε νά μπεῖ
Γιατί εἶναι ζεστά
κοντά στή φωτιά.
Στήνει ὁ ἄνδρας αὐτί
καί παραμονεύει.
Τήν ἀπάντηση
τό χτύπημά του.
Οὐρλιαχτό ἀπό μέσα:
Χριστέ καί Παναγία
στούς ὤμους μου κάθεται
νωρίς τό πρωί.
Ὅπου δέν εἶναι κουζίνα
δέν εἶναι οὔτε μάγειρας.
Δέν χρειαζόμαστε κανένα
βασιλέα.
Αὐτό ὁ ἄνδρας
τό ἔχει ἀκούσει συχνά.
Τώρα πιά φτάνει.
Ἐμπρός: γιά τό Ὁλόκληρο
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ἡ κοιλάδα ἀντιλαλεῖ
ἀπ’ τόν ἦχο τῶν ἄστρων
ἀπ’ τό μέτρο τῆς σιωπῆς
πάνω ἀπ’ τό χιόνι καί τά δάση.
Τά ζωντανά εἶναι στό στάβλο.
Ὁ Θεός στόν οὐρανό.
Ὁ μικρός Χριστός στή Φλάνδρα.
Ὅποιος πιστεύει ἁγιάζει.
Οἱ Τρεῖς Μάγοι
περπατοῦνε στή γῆ.
ΝΤΙΝΤΣΜΠΕΡΥ
Ἡ Κυριακή εἶχε
τό στόμα γεμάτο
κωδωνοκρουσίες
ἐξοχικές καλύβες
κηπουρική
Τά πουλιά διαπληκτίζονταν
Ὁ Θεός ξέρει γιατί
Μές στούς ξερούς
Ἀνθούς καστανιᾶς
Ὁ πρεσβύτερος πῆγε
Στή μαγιάτικη ἀκολουθία
Καί χρειάστηκε
Πολύ ὥσπου
Νά σκοτεινιάσει
Πρωτύτερα ὅμως ἔκαναν
Τά πουλιά ἀκόμα
Ἕνα ξεφωνητό
Στά δέντρα
ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΕΤΑΣ
Τά γαλλικά παράθυρα
Ἀκόμη ἀνοιχτά
Ὅπως στό θέατρο
Περιμένουν ἀνθρώπους
Πάνω στά χρώματα τοῦ χαλιοῦ
Στό ἠχόχρωμα τοῦ δειλινοῦ
Ἡ εἰρωνεία λένε εἶναι
Μία μορφή σεμνότητας
Μέ ποτήρια στά χέρια
Προχωροῦν πέρα-δῶθε
Στέκουνε προσδοκοῦν
Τή μεταμόρφωση τῶν θάμνων
Ἔξω στόν κῆπο
Μέ τόν ἑαυτό του μόνο
Μετριέται ὁ χρόνος
Στήν αὐλή μιᾶς μονῆς στήν Ὁλλανδία
Τό ὄνομά μου μοῦ διέφυγε
Νωρίς ἤδη ὅπως λέει ὁ Σκότ
Εἶχε ὁ Σουίφτ τή συνήθεια πάρει
Νά ἑορτάζει τά γενέθλια
Μέ θλίψη
Ἀφήνει πίσω τό πορτρέτο του κανείς
Χωρίς νά θέλει
ΔΥΣΤ-ΗΧΗΜΑ
Πρός τιμήν τοῦ πονηροῦ μου φίλου
καί θεοῦ τῆς μαγικῆς τέχνης
εἶχα ὑποσχεθεῖ νά γράψω
ἕναν κινέζικο μύθο
Μέ σημάδια σάν πόδια κοράκου
εὔκολα πέρασε
τό μαῦρο πουλί
στό χαρτί
Ἡ ἀλεπουδίτσα ὅμως
ξέφυγε καί ρίχτηκε
στό χορτάρι κρατώντας
τήν κοιλιά της ἀπ’ τά γέλια
Ἔτσι μοῦ ἀπέμεινε
μόνο τό τρισύλλαβο
ζῶο στόν ὦμο
L’INSTRUCTION DU ROY
Ἡ πραγματική δυστυχία
εἶναι λένε οἱ παρηγορίες
ἡ ἐθνοφρουρά μές στή δημοκρατία
τῶν ὀνείρων μας
Ἡ ἐπανάληψη ἦταν κάποτε παιχνίδι
ἄσκηση ἐπιδεξιότητας καί τώρα
ἕνα ἀναγκαῖο ρεπερτόριο
γιά ἀνεπίδεκτους μαθήσεως
Ποικίλλει γιά ἀναψυχή
μέσα στό ἵδρυμα ἠθικῆς
ἐνίοτε ἡ σειρά τῶν σκηνικῶν
Ἡ ὀροσειρά βυθίζεται
στά κύματα κι ἀλλάζει δέρμα
ὁ χρόνος ἀνά ἔτος
Κακοδιάθετος στή θέση του
κοιτάζει ὁ τροβαδοῦρος
τό θεατρικό πανόραμα
ἐνῶ στήν εἴσοδο ἤδη ὁ Μαλατέστα
ρίχνει τά κέρματα γιά τό εἰσιτήριό του
ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Λιπόψυχα
κάθε πρωί ἐξετάζω
τό κατακάθι τοῦ καφέ μου
Τό μεσημέρι κόβω
ἕνα κομμάτι ἀπό τήν κούφια
κολοκύθα τοῦ θέρους
Καί μόνο τή νύχτα καί πάλι τολμῶ
νά πλησιάσω τήν κρητική τέχνη
καί νά πηδήξω ἀνάμεσα στά κέρατα
Πάνω ἀπ’ τίς χῶρες καί τά νερά
ΚΡΥΟΣ ΣΥΡΜΟΣ
Περιστοιχισμένος ἀπό Γερμανίδες
μητέρες καί συνεσταλμένους
γιούς μέ τό σιδηρόδρομο
γιά τό σπίτι. Ὁ στραβός
Πυργίσκος τοῦ Λάντσμπεργκ
ὁ φόνος στό ξενοδοχεῖο Χάν
τό τυροκομεῖο Μποῦχλε
οἱ τρελοί τοῦ Κάουφμπόυρεν
Τά παράθυρα τοῦ μοναστηριακοῦ σχολείου
ὁ γκρεμός τῆς παιδικῆς ἡλικίας
Καί στό σκοτάδι
σηκώνοντας τίς φοῦστες
Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ
πού περπατᾶ μέ προσοχή
πάνω ἀπό φλεγόμενα σίδερα
ΚΑΤΙ ΣΤΟ ΑΥΤΙ
Στόν καναπέ
καθώς μέ παίρνει ὁ ὕπνος
ἀκούω ἀπό μακριά
τίς χῆνες στό ραδιόφωνο
τά ράμφη νά ἀκονίζουν
γιά τήν ἀνάγνωση τῆς ἐτυμηγορίας
Φυτρώνει ἐρυσίβη
στόν κῆπο ἡ παράλυση
ἐξαπλώνεται
μιά μακριά σειρά
μικροσκοπικῶν τρόμων
νιώθω στό αἷμα
κάτω ἀπό τίς ρίζες
τῶν δοντιῶν
Ξυπνώντας
μοῦ γνέφει
ὁ θάνατος ἀπό τήν ἄλλη πλευρά
τοῦ γκρεμοῦ
ΠΑΝΑΚΕΙΑ
Μιά ψαλιδιά
μιά δαχτυλήθρα
ἕνα μάτι τῆς βελόνας
Ἕνα προσκύνημα
μιά πέτρα στή μνήμη
ἕνα βουνό πού ἄλλαξε θέση
ἕνα πεντάλφα
καί ἕνα κυβάκι πάγος
χρωματισμένο μ’ ἕνα τίκ
Berliner Blau
ΜΙΘΡΑΪΚΟ
Ἐννιά χιλιάδες ἐννιακόσια
καί ἐνενήντα ἐννέα χρόνια
μουρμούριζε ὁ Ζουρβάν
γιά νά ἀποκτήσει ἕνα γιό
Καί τώρα μαστιγώνουν
οἱ ἀπόγονοι τούς οἴκους τοῦ οὐρανοῦ
καί τίς πέντε ἀκτές τῆς γῆς
Με τόν Αἰγόκερω
ἕτοιμο γιά ἀναχώρηση
παρατηρεῖ καί πάλι ὁ μυθολόγος
τό αὐγό τοῦ κόσμου πού ἔσκασε.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Νά βάλω φωτιά καί νά προείπω
μέ τόν καπνό τό μέλλον
νά βγάλω ἔξω τή στάχτη καί
νά τή ρίξω στό κεφάλι μου
Μόνο νά μήν
κοιτάζω γύρω μου
Νά δοκιμάσω
τήν τέχνη τῆς μεταμόρφωσης
Νά βάψω μέ
κιννάβαρι τό πρόσωπο
Σέ ἔνδειξη
πένθους
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΟΥ Κ.
Ὅ,τι πρέπει νά δηλωθεῖ στό τελωνεῖο
εἶναι ἤδη ἕτοιμο
Καλλιγραφικά
σημειωμένη ἀπό ἕνα μακρύ χέρι
ἡ ἔνδειξη στό διαβατήριο
ἕνα σημεῖο ἀναλφαβητικό
καλό γιά ἕνα μοναδικό ταξίδι
Ἀκόμα ἀπόψεις
χαιρετισμοί ἀπ’ τό δρόμο
ἀπ’ τή βοημική Ἑλβετία
καί μιά ὁμαδική φωτογραφία
μπροστά στά ψηλά Τάτρα
Κι ἐσεῖς
ἐπίσης
δέν φωτογραφηθήκατε
στό Φράντσενσμπαντ
ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Στά θερμοκήπια
τά ἀγγούρια καιροφυλακτοῦν
Ὁ τελωνειακός δανείζεται
τή βραδινή μου ἐφημερίδα
Τό ὑγρό χέρι
δέν ρίχνει ἴσκιο
Ὁ κάιζερ Γουλιέλμος καπνίζει
ἀκόμη τά ποῦρα του
Ἀπό τήν κερδισμένη χώρα
οὔτε ἴχνος
MÖLKERBASTEI
Τό δωμάτιο τοῦ Μπετόβεν
εἶναι τώρα συγυρισμένο
Οἱ πίνακες ἴσιοι
οἱ κουρτίνες πλυμένες
καί κάθε βδομάδα τά δάπεδα
γυαλίζονται ἐκ νέου
Τήν πολυθρόνα ὅμως
πίσω ἀπ’ τό πιάνο
τήν ἔχουν ἀποσύρει
Κι ὅμως ἔρχεται κάποτε
τή νύχτα καί κάτι συνθέτει
στά ὄρθια
Ὁδηγία: ἀκουστό
μόνο
μέ τό ἀκουστικό κέρας
ΧΟΛΚΑΜ ΓΚΑΠ
Περιοχή μέ πράσινο
γιά κιάλια
καί καμουφλαρισμένους
ὀρνιθολόγους
Πιό πίσω ὁ κόλπος
ἕνα τόξο πλατύτερο
ἀπό τόν ἔσχατο
ὁρίζοντα
Ἐδῶ ἡ πολιτοφυλακή
περίμενε
τήν ἐμφάνιση
τοῦ θαλασσίου λέοντος
Ὅταν τό τέρας ἐξέλιπε
μπόρεσε ὁ ἀμμόφιλος
νά κατακτήσει πάλι
τίς ὀχυρωμένες ζῶνες
Ὅμως ὁ θεῖος Τόμπυ
τήν εἰρήνη
δέν μπορεῖ νά ἐμπιστευτεῖ
Τό μαξιλάρι του γεμίζει
μέ ἄμμο κι εὔχεται
νά ἔρθει ἡ πλημμυρίδα
ΝΟΡΦΟΛΚ
Πρός τά πίσω ἀρμενίζοντας
σάν ἐπιβάτης μέ
τόν διωγμένο χρόνο
Ἕνα λουιζιανό
τοπίο κατοικημένο
ἀπό ἀνεμόμυλους ἀόρατους
Ὅπου σέ βάρκα ζωγραφιστή
ὁ Αἰγύπτιος περιδιαβαίνει
στούς ἀγρούς του
ΕΛΙΣΑΒΕΤΙΑΝΟ
Ξέρετε βέβαια
ἡ κουκουβάγια ἦταν
κόρη ἀρτοποιοῦ
Καί ὁ σεΐχης Σούμπιρ
ἕνας ἀπ’ τήν Περσία
διωγμένος καθηγητής
ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ
Τά αἰσθήματα φίλε μου
ἔγραφε ὁ Σούμαν
εἶναι ἄστρα πού μόνο
ὑπό τό φῶς τῆς μέρας
σέ ὁδηγοῦν ἐνῶ ἡ λογική
εἶναι μιά μαγνητική βελόνα
πού κινεῖ τό καράβι
μέχρι νά συντριβεῖ
Ὅταν μέ τό παράλυτό μου δάχτυλο
δέν μποροῦσα νά παίξω πιάνο πιά
ἄρχισε ἤδη μέσα μου
ἡ δυστυχία
Ἄν ξέρατε κάθε πτυχή
μές στήν καρδιά μου
δέν θά γνωρίζατε τόν πόνο
πού φέρνει ἡ ἀνάμνηση
χαρούμενων ὡρῶν
Ἀπόκριες γιά τά παιδιά
οἱ φίλοι μεταμφιεσμένοι
ὡς Ἀχούρα Μάζντα καί ὡς Ἀριμάν
χρυσά σύννεφα-ἀρνιά
στόν καθαρό αἰθέρα διαλυμένα
Τώρα ἐδῶ καί χρόνια
ἔχω μόνο ἕναν
ψηλό τόνο στό αὐτί
πού μέ ἐνοχλεῖ πολύ
Στήν ὄχθη τοῦ Ρήνου
περπατώντας γνωρίζω
ὅτι θά βάλω πλώρη γιά τόν ποθητό
Βορρά κι ἄς εἶναι αὐτός
πιό ψυχρός ἀπ’ τόν πάγο
στά περιγράμματα
τῆς γεωμετρίας
ΦΡΙΚΤΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΧΑΙΛΛΕΝΤΑΙΛΕΡ ΣΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ
Μές στήν πλατεία τοῦ καθεδρικοῦ
μιᾶς πόλης πού ἐγκατέλειψε
πρίν ἀπό πολλά χρόνια
κάθεται ὁ ἀπόδημος
διαβάζοντας τή μυστική ἱστορία
τοῦ προέδρου τῆς συγκλήτου δόκτορος Ντάνιελ Πάουλ Σρέμπερ
Πόλεμοι στό ἐσωτερικό
ρήγματα τῆς ζωῆς
διαγώνια πάνω στήν παγκόσμια τάξη
ἀπό τήν Κασσιόπη ξεκινώντας
ἕνας πόνος διάχυτος ὥς μέσα
στά ἀνεστραμμένα φύλλα τῶν δέντρων
Οἱ μαῦρες τρύπες
τῶν περιιπτάμενων πνευμάτων
ψηλά στόν ἀέρα
κρύβουν τό ξέρω
li più reconditi principii
della naturale filosofia
Ἄν ἔρθει ἕνας ἄχρωμος χρόνος, ἐσύ
μέσα στήν ὡραιότητα
τήν ἄσεμνη οἱ νύχτες μου
θά σέ θυμίζουν
ἕνα κομμάτι πάγου πελιδνοῦ
πού λιώνει ἀργά
Ὁ πρόεδρος μιλάει
εἶμαι ὁ πέτρινος συνδαιτυμόνας
ἦρθα ἀπό μακριά
κι εἶμαι νεκρός νομίζω
Open these pages he says
and step smartly
into hell
ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΣΦΑΙΡΩΝ
Στά χρόνια τοῦ πένθους
ἔβαλε ὁ παππούς
τό πιάνο στό πατάρι
καί δέν τό ξαναέβγαλε
ποτέ ἀπό κεῖ πάνω
Μέ ἕνα μπρούντζινο τηλεσκόπιο
ἐξετάζει ἔκτοτε ἀντ’ αὐτοῦ
τίς τροχιές τοῦ οὐρανοῦ
Τό βιβλίο του σημειώνει
ἕναν κομήτη μέ οὐρά
καί τήν κατηγορηματική φράση ὅτι ἡ Σελήνη
εἶναι ἔργο τέχνης τῆς γῆς
Γι’ αὐτόν ξέρω ἀκόμα
ὅτι ἐκεῖ πού ἡ νύχτα στρέφεται
κάθεται ἕνας ἅγιος
καί οὐρλιάζει σάν λιοντάρι
Καί μήν ξεχνᾶς μοῦ εἶπε κάποτε
ἀπό τό ζώδιο τοῦ Κριοῦ
φέρνει ὁ βοριάς τό φῶς
μές στίς μηλιές
DAY RETURN
Ι
Προσεκτικά τακτοποιώντας τίς σιδηροτροχιές
τό πρωινό τρένο κινεῖται
στά περίχωρα τοῦ σταθμοῦ
μία φιδόγατα στό δρόμο γιά τήν πόλη
Γέφυρες ἀπό σίδερο τό καρφωμένο γκρίζο
λοξά μές στήν ὁμίχλη
ἕνα κανάλι σιωπηλό
πάνω του μία βάρκα
ὁ κυνηγός Γράκχος
ἔφτασε ἤδη στή στεριά
Ἀνάποδες προοπτικές
κατώτερων σπιτιῶν
χωρίσματα ἀπό τσίγκο καί σανίδες
σκυλόσπιτα ξεκοιλιασμένα
ἁμάξια καί αὐτοσχέδια
γυάλινα μικροσκοπικά παλάτια
μέ κρεμαστές ντοματιές
ἐλπίδες ἀπό πέρσι
Στήν ἄκρη τό ἐργοστάσιο
ἕνας ἐλέφαντας πού ἀρρώστησε
ξαπλωμένος ἀνάσκελα
ἀναπνέει ἀκόμη
ἀπό τήν προβοσκίδα σιγανά
Ἕνας κοντός κληρικός μέ χρυσάφι στό στόμα
ἀπέναντί μου κρύβεται
πίσω ἀπ’ τά νέα τῆς ἡμέρας
μέ τή μουντζούρα τῆς ἀσέβειας
στά ρόδινά του δαχτυλάκια
ἕνα ζῶο δασύτριχο
τυφλό στό φῶς τῆς μέρας
Ποιός ἔγραψε τήν προειδοποίηση
Hands off Caroline
στούς τοίχους πυρασφάλειας
στό Ἴπσουιτς ποιός ξέρει τά ὀνόματα
πού ‘χουν τά ἀδέρφια μας οἱ πάπιες
στά πάρκα τοῦ Τσέλμσφορντ
κάτω ἀπό τήν ἰτιά στό νησάκι τῆς λίμνης
Who knows the noises
made by the animals
in Romford at night
and who will teach
the King’s starling
to whistle a new song
Εἴσοδος στά νοτιοανατολικά
προάστια τῆς μεγαλούπολης
Gilderson’s Funeral Service
Merton’s Rubbish Disposal
Ἡ A1 Wastepaper Company
Stratford τά δάση τοῦ Ἄρντεν
καί οἱ πρῶτοι ἄποικοι
στήν ἀποβάθρα τοῦ Μαίρυλαντ
Ἄνω Ἱερουσαλήμ
Skyline τοῦ City
κεραμιδένιες κατακόμβες
Liverpool Street Station
ΙΙ
Μέ τή δύουσα πόλη πίσω μου
διαβάζω τό βράδυ γυρίζοντας
τήν ἀναφορά τοῦ Σάμιουελ Πέπυ
γιά τή μεγάλη πυρκαγιά τοῦ Λονδίνου
People taking to boats
many pigeons killed
panic on the river
looting near Lincoln’s Inn
Bishop Baybrooke’s corpse exposed
fragments blown to Windsor Park
Ἡ φιδόγατα περιδιαβαίνει στό τοπίο
Σκιές τῆς νύχτας θάμνοι καί ἀγροί
καί φέγγει ἁπαλά μές στό σκοτάδι
ὁ ἐν τῶ μεταξύ τελείως
νεκρός ἐλέφαντας
NEW JERSEY JOURNEY
Δυό ὧρες τέλος Δεκεμβρίου
στό Garden State Highway
στό πορτμπαγκάζ τοῦ παλιοῦ Φόρντ
μόνο ἡ καρδιά μου πιό βαριά
χρόνο μέ τό χρόνο
Μία καταστροφή ξεχειλωμένη
τό ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας
προτεραιότητες πού διαρκοῦν
αἰῶνες φονικές ματιές
πρός τούς ξένους ἀνθρώπους
στό ἀντίθετο ρεῦμα
Σπρωγμένο ἀπό τόν πόθο
γιά τά ἀδέρφια τῆς γκρίζας προϊστορίας
ὑψώνεται ἀπ’ τό ἀεροδρόμιο τοῦ Νιούαρκ
ἕνα Τζάμπο πάνω ἀπό λίμνες καί βάλτους
πάνω ἀπό θεόρατα
βουνά σκουπιδιῶν πού καπνίζουν
καί τά ἀμέτρητα
φῶτα τῶν διυλιστηρίων
Ξύλα σακατεμένα ὅπου κι ἄν δεῖς
τηλεγραφόξυλα χωράφια μέ βατομουριές
μιά περιοχή σιβηρική
ἀποικιοκρατούμενη κι ἐρημωμένη
σοῦπερ μάρκετ πού τά πιστεύουνε νεκρά
ἐγκαταλειμμένα ὀρνιθοτροφεῖα
πού στοίχειωσαν ἀπό τά ἑκατομμύρια
τῶν αὐγῶν
καί κρύβουνε τούς στεναγμούς
ἑνός ὁλόκληρου ἔθνους
Κοντά στήν πόλη Λέηκχερστ
ἕνα πάρκο γιά σαφάρι ἀθόρυβο
στρωμένο μέ πάχνη
νεκροταφεῖα δαιδαλώδη
σάν τούς νεκρότοπους τοῦ Παγκοσμίου Πολέμου
γραφεῖα τελετῶν ἀμφίβολες
ἀντικερί κι ἕνας σταθμός λεωφορείων
γιά τελευταῖες ἐκδρομές
στήν Ἀτλάντικ Σίτυ
Ὁ ἴδιος ὁ τόπος μές στό λυκόφως
δέκα τετραγωνικά μίλια ἀπό ἐλαφρῶς
φωσφορίζοντα μπανγκαλόου
γκαζόν καί κωνοφόρα-νάνους
χριστουγεννιάτικη διακόσμηση
Santa Rudolph the Reindeer
καί σ’ ἕνα ἀπό τά σπίτια ὁ θεῖος μου
μέ τήν τροφή γιά τά ὠδικά πτηνά στά χέρια
Πίνοντας σνάπς
μοῦ διηγεῖται ἀργότερα
γιά τήν κατάκτηση τῆς Νέας Ὑόρκης
πίνοντας σναπς ἀναλογίζομαι ἐγώ
τίς διακλαδώσεις τῆς δυστυχίας μας
καί τό τί νά σημαίνει ἡ φωτογραφία
πού δείχνει τό θεῖο μου
ὡς βοηθό ὑδραυλικοῦ 23χρονο
ἐπάνω στήν καινούρια χάλκινη σκεπή
τῆς συναγωγῆς τοῦ Ἄουγκσμπουργκ
τί ἐποχές κι αὐτές
Μιά ἄλλη μέρα πηγαίνουμε στή θάλασσα
Seaside Park Avenue στίς δώδεκα τό μεσημέρι
ψυχή στά ξύλινα side-walks
φραγμένα πρόχειρα ἑστιατόρια
σέ ἐξοχικό ἀλπικό στίλ σπίτια γιά παραθερισμό
πού ὁ ἄνεμος τά διαπερνᾶ
ἱστιοφόρα πού τρέμουν ἀπ’ τό κρύο
δίνες κατηφορίζουνε τήν πόλη
Μπροστά ἀπ’ τά θεόρατα καφετιά κύματα
τοῦ ὠκεανοῦ μέ βγάζει ὁ θεῖος μου
σκυμμένος κόντρα στόν ἀέρα
ἀκόμα μιά φωτογραφία
μέ τήν πολαρόιντ
Πεθαίνουμε ὄντως
μόνο μιά φορά
Ὁ προπέρσινος χρόνος
Ο ΠΡΟΠΕΡΣΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Κάμποση ὥρα προχωρούσαμε
πάνω σ’ ἕνα χαμηλό ὕψωμα.
Τό βλέμμα περιπλανιόταν πολύ
μακριά στόν ὁρίζοντα,
ἀριστοκρατικά ἁμάξια
μᾶς προσπερνοῦσαν πετώντας
καί στόν πίσω καθρέφτη
ἐμφανιζόταν κάθε τόσο
ἐκεῖνος ὁ μοτοσικλετιστής
μέ τό τουφέκι
περασμένο στόν ὦμο.
Ὕστερα ὁ δρόμος ἔσπευδε σέ κύκλους
Καί κάτω στό λεκανοπέδιο
φάνηκε ξάφνου τό Μαρίενμπαντ,
μιά πετρωμένη πόλη μαγική.
Πεῦκα ἔστεκαν μαῦρα μέχρι
τά τελευταῖα σπίτια, στούς κήπους
φύτρωνε σιβηρικό μυρώνι,
γιγαντιαῖα ζιζάνια
ὀκτώ πόδια ψηλά.
Πίσω ἀπό ἀσάλευτες
προσόψεις κίτρινες παλαιά ἔπιπλα γερμανικά,
καπελιέρες, ἦχοι πιανόλας,
λίγο φαρμάκι καί χολή.
Ἦταν σάν τό ταξίδι νά περνοῦσε
μέσα ἀπό ἕνα θέατρο παλιό.
Στό ξενοδοχεῖο ἀνάψαμε φωτιά
ἄν κι ἤτανε μεσοκαλόκαιρο.
Μέσα ἀπό ἕνα πρῶτο πλάνο σκότους
κοιτάζαμε ἀργότερα, τυλιγμένοι
στίς βαριές σκοτσέζικες ρόμπες,
ἀπ’ τά ἀνοιχτά παράθυρα
πρός ἕνα μισοσκότεινο ἐπέκεινα.
Δέ μένει ὁ κόσμος σῶος,
ἔτσι ρωτοῦσες, κάμποι πλέον
θάμνους καί χλόη γύρω στό ρυάκι
δέν ἁπλώνουν; Δέν ὡριμάζει
πιά ἡ σοδειά; Ἀκόμη
πάνω ἀπ’ τά τείχη τῶν γκρεμῶν
ἡ ἅγια σκιά
δέν αἰωρεῖται; Εἶναι αὐτό
πού ἀνεβαίνει ἐκεῖ
τό γκρίζο χρῶμα τῆς νύχτας;
Τήν ἑπομένη καθίσαμε στό καφενεῖο
κάτω ἀπό ἕναν πίνακα μέ νούφαρα. Ἴσως
ὅμως νά ἦταν καί φλαμίνγκο.
Θυμᾶσαι τό γκαρσόνι;
Τά κουρεμένα του λευκά μαλλιά
τή ρεντικότα του ἀπ’ τίς ἀρχές
τοῦ αἰώνα, τήν ταφταδένια του γραβάτα;
Τόν τρόπο πού ἄγγιζε μέ τ’ ἀκροδάχτυλα
πολλές φορές τόν κρόταφό του;
Τά κουβανέζικα τσιγάρα τά θυμᾶσαι
πού μοῦ ‘φερε; Ὁλόισιος ἀνέβηκε
ὁ μπλέ λεπτός καπνός στόν ἀέρα.
Χωρίς ἀμφιβολία ἦταν καλό σημάδι.
Καί πράγματι ἔξω ἄρχισε
νά φέγγει. Μειωμένοι εὐγενεῖς
θρόιζαν μές στά πανωφόρια τους
πηγαίνοντας πρός τήν τραπεζαρία.
Ὁ ραβίνος τοῦ Μπέλτς πῆγε μ’ ἕνα πλαστικό
ποτηράκι στό πηγάδι.
Κι ἐκεῖ πού κάναμε περίπατο
δύο νεόνυμφοι φωτογραφίζονταν.
Παντοῦ πάνω στό κουρεμένο
γρασίδι κείτονταν τουφεκισμένες
πάσχουσες καρδιές.
Στό γυρισμό μας στό ξενοδοχεῖο
εἴδαμε τόν δόκτορα Κ. μισοκρυμμένο
πίσω ἀπό μία κόκκινη σημαία
νά κάθεται σέ τραπεζάκι στό μπαλκόνι
μέ μιά μερίδα γουρουνόπουλο
πολύ μεγάλη
γιά τά μέτρα του.
Τό παιχνίδι μέ τά σπίρτα
θά ἀποφάσιζε τέλος γιά τά πάντα.
Τεντώθηκε γυαλίζοντας ἡ ἐπιφάνεια
τοῦ παρκέ. Γύρω
τά εἴδωλα στόν καθρέφτη, οἱ καλεσμένοι ἀκίνητοι
κι ἀνάμεσα ἐσύ
μέ ἕνα μποά. Δέν εἴχαμε
ξανασυναντηθεῖ κι ἄλλη φορά;
Σ’ ἕνα λαβύρινθο ἀπό ἔλατα;
Σέ μιά σκηνή; Προοπτικό
σκηνικό, κουρεμένοι θάμνοι,
στρογγυλά δενδρύλλια, κιγκλιδώματα,
στό βάθος τό παλάτι;
Θά ἔπρεπε νά πεῖς
εἶμαι ὅλη δική σου, οὔτε
μιά λέξη παραπάνω
κι ἔτσι τό εἶπες,
περιέργως ὅμως
δέ σάλεψες ἀπό τή θέση σου
οὔτε ρούπι.
Στό γυρισμό στό σπίτι φαντασίες
γιά ἕνα θανάσιμο ἀτύχημα.
Ἀσήμαντα ἀλσύλλια
καί ὄρη ἀκολουθοῦν τό ἕνα τό ἄλλο
μές στήν ὕπαιθρο.
Πίσω μας ἐμφανίζεται
καί πάλι ὁ μοτοσικλετιστής.
Στό Ἔγκερ οὔτε ἕνας ἄνθρωπος
στούς δρόμους. Μιά γυναίκα μόνο
βλέπω νά φτυαρίζει κάρβουνα
σ’ ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ἔρημο σπίτι,
ἡ παγωνιά ἐδῶ,
οἱ διάδρομοι κι οἱ αἴθουσες,
φυγή ἀπ’ τή γωνία τοῦ κρεβατιοῦ,
τό τυφλό τζάμι,
ἡ ἀστραπή μιᾶς λόγχης,
μόλις ἀκούγεται ἡ κραυγή τῆς φρίκης.
Καί στό τέλος τῆς πράξης
κουβαλοῦν τό τρυπημένο
σῶμα ἐντός κοκκίνου τάπητος
καί διασχίζουν τή σκηνή.
9η ΙΟΥΝΙΟΥ 1904
σύμφωνα μέ τό Ἰουλιανό
ἡμερολόγιο καί 22η Ἰουνίου
μέ τή δική μας μέτρηση
φθάνει ὁ Ἀντόν Πάβλοβιτς
μέ τήν Ὄλγα Λεονάρντοβνα
στό σανατόριο Μπάντενβαϊλερ.
Δεκάξι μάρκα πληρώνει
στή Βίλα Φρειδερίκη
γιά στέγη καί τροφή,
ἀλλά τό σιμιγδάλι
καί τό παχύ κακάο
δέν ὠφελοῦν.
Λόγω τοῦ ἐμφυσήματος
μένει ὅλη μέρα ξαπλωμένος
σέ μία πολυθρόνα
στόν κῆπο κι ἀπορεῖ
χωρίς σταματημό γιά τήν παράξενη
σιωπή μέσα στό σπίτι.
Ἀφόρητα ζεστός καιρός
πρός τό τέλος τοῦ μήνα, οὔτε
πνοή στόν ἀέρα, ἀσάλευτα
τά δασωμένα βουνά,
τό μακρινό ποτάμι στήν κοιλάδα
μέσα σ’ ἕνα χιονόλευκο ἀτμό.
Τήν 28η πηγαίνει μόνη της ἡ Ὄλγα
στό Φράιμπουργκ νά ἀγοράσει
ἕνα ἐλαφρύ φανελένιο
κοστούμι, τήν ἑπομένη τήν
ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ τό πρῶτο
ἔμφραγμα, τό δεύτερο μετά
τήν ἑπομένη νύχτα.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος χωμένος
ἤδη βαθιά στά μαξιλάρια,
μουρμουρίζει ὅτι οἱ γυναῖκες
στή Γερμανία ἔχουν
φρικτό γοῦστο στό ντύσιμο.
Μόλις χαράξει ἡ αὐγή,
τοῦ βάζει ὁ γιατρός
πάγο ἐπάνω στήν καρδιά,
τοῦ δίνει μορφίνη
κι ἕνα ποτήρι σαμπάνια.
Ἐκεῖνος σκέφτεται τό γυρισμό
πάλι μέ τό αὐστριακό
Lloyd ἀπό τή Μασσαλία
στήν Ὀδησσό. Ἀλλά ἀντ’ αὐτοῦ
τόν μεταφέρουν
σ’ ἕνα κατεψυγμένο πράσινο
ἐμπορικό βαγόνι, ὅπου μέ γράμματα
μεγάλα εἶναι γραμμένο ΓΙΑ
ΣΤΡΕΙΔΙΑ. Ἔτσι λοιπόν
κατέληξε ἀνάμεσα στά νεκρά
μαλάκια καί σιωπηλός κυλάει
ὅπως κι αὐτά σ’ ἕνα κουτί ἀμπαλαρισμένος
διασχίζοντας τήν ἤπειρο.
Μόλις φθάνει τό σῶμα
στό σταθμό Νικολάγεφσκι
στή Μόσχα παίζουν μιά
μουσική γιά γενιτσάρους
μπροστά στό φέρετρο τοῦ
στρατηγοῦ Κέλλερ
πού ἔφτασε κι αὐτό τήν ἴδια ὥρα
ἀπό τή Μαντζουρία.
Καί οἱ συγγενεῖς
καί φίλοι τοῦ ποιητῆ
μικρή κοινότητα πενθούντων
πού ἀπό μακριά
μοιάζει μέ μαύρη βελούδινη
κάμπια, κινεῖται,
ἔτσι τό περιέγραψαν
πολλοί, ὑπό τούς ἤχους
ἑνός ἀργοῦ ἐμβατηρίου,
πρός τή λάθος κατεύθυνση.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΒΑΛΣ
Στό συνοριακό σταθμό
ἔφθασε τώρα
ὁ ταξιδιώτης ἐπιτέλους
Ὁ τελωνειακός τοῦ ἔλυσε
τά κορδόνια τῶν παπουτσιῶν
καί τοῦ ‘βγαλε τά παπούτσια
Πάνω στίς λεῖες σανίδες
τοῦ δαπέδου ἀδέσποτες
στέκουν οἱ ἀποσκευές
Ἡ βαλιτσούλα ἀπό δέρμα χοιρινό
ἀνοίχτηκε, ἡ φτωχή
ψυχή της πέταξε
Τώρα τό σῶμα περιμένει
ὡς τελευταῖο ἀντικείμενο πρός δήλωσιν
μία ἐπαίσχυντη ἐξέταση
Ἀμέσως ἔρχεται ὁ Δρ. Τούλπ
μέ τό μαῦρο καπέλο καί
τό ἀνατομικό ἐργαλεῖο ἀνά χείρας
Ἤ μήπως εἶναι ἤδη τό σῶμα
ἄδειο καί ἀβαρές καί
αἰωρεῖται, ἀπό τά ἀκρο-
δάχτυλα ὁδηγούμενο
πέρα στή χώρα ὅπου
μόνο ξυπόλυτος πατᾶ κανείς;
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΫΠΝΗ
νύχτα πού πέρασα
τήν Κυριακή 16η
Ἰανουαρίου τοῦ περασμένου χρόνου
μοῦ ἐπιτέθηκαν μές στό
φρικτά ρουστίκ ξενοδοχεῖο
Columbus τοῦ Μπρέμερ
Χάφεν μέ μεγάλο
πάταγο οἱ τέσσερις
μουζικάντηδες
τῆς πόλης. Μέ
τά μέλη μου ἀκόμα
νά τρέμουν κάθισα
ἀκριβῶς στίς ὀκτώ μόνος
γιά τόν πρωινό καφέ
κίτρινο σάν ἀπό ἴκτερο
μέ ἔδειχνε τό φῶς
πού ἔμπαινε ἀπ’ τά τζάμια
στήν αἴθουσα τοῦ
φαγητοῦ. Ἔξω πάνω
στό ὁδόστρωμα
βρεγμένο ἀπ’ τή βροχή
περνοῦσαν οἱ σκιές τῶν
ἀποδήμων
μέ σάκους
& ἀποσκευές ἄνθρωποι ἀπό
τό Κάουνας & τό Μπρόμπεργκ
ἀπό τό Χούνσμπρυκ
& ἀπό τό Ἄνω Παλατινάτο
Μέσα ἀπό τό μεγάφωνο
ἀκόμα σιγανά
τό ἴδιο πιάνο
Schiffer ἡ ἴδια
ἀνδρική φωνή πού τρέμει
ἀπό συγκίνηση οἱ ξεχασμένες
λέξεις ἀπό τή λαϊκή μας
ποίηση ἄστρο τῆς πατρίδας &
καρδιά τοῦ ναυτικοῦ. Ἀργότερα
μέσ’ ἀπ’ τό τρένο ὁ πύργος
ἀπό τήν ἐποχή τῶν
Νίμπελουνγκ σιλό γιά καφέ κυβικά
θησαυροφυλάκια τοῦ
καστανοῦ χρυσοῦ στόν
ὁρίζοντα προάστια γιά
ἐργαζόμενους μπροστά τους μιά ἀποικία
κήπων ἰδιωτικῶν πού κάποτε
λέγονταν ἴσως Ρόζενεκ
Σαμόα ἤ καί
Μπούρελαντ. Καί νά
πάνω ἀπ’ τή βόρεια γερμανική
κοιλάδα ἀκίνητα
βδομάδες τώρα χαμηλά
τά μπλέ καί μαῦρα σύννεφα
ὁ Βέζερ πού πλημμύρισε τίς
ὄχθες & κάπου
στήν περιοχή τοῦ
Ὄσναμπρυκ ἤ τοῦ
Ὄλντενμπουργκ ἐπάνω στό
γρασίδι μπροστά ἀπό ἕνα
ἀγρόκτημα μία μοναχική
χήνα πού ἀργά
στρίβει τό λαιμό της καθώς βλέπει
τό Ἰντερσίτυ
νά προσπερνᾶ βουίζοντας.
ΜΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ’94
στόν ἔρημο
σταθμό τοῦ Βόλφενμπύττελ
περιμένω τό βαγόνι
πού πάει ἀπό τό Γκαίττινγκεν στό
Μπράουνσβάιγκ. Σύννεφα-
προβατάκια στέκουν στόν οὐρανό
ποῦ & ποῦ κατρακυλᾶ ἕνα φύλλο
ἀπό τά δέντρα ἕνας παππούς
μέ καφέ παντελόνι διασχίζει
μ’ ἕνα γυναικεῖο ποδήλατο λοξά
τίς γραμμές. Ἀκούω
καμπάνες νά σημαίνουν θυμᾶμαι
τόν καθεδρικό τοῦ Νάουμπουργκ
τούς ναούς τῆς Οὔλμ καί τοῦ
Φράιμπουργκ τή Φράουενκίρχε
τοῦ Μονάχου παλιές
παραμονές Πρωτοχρονιᾶς
& ἄλλες καταστροφές.
Ἡ Herzog-August-Videothek
ἕνα κτίριο στό χρῶμα
τοῦ λουκάνικου εἶναι
κλειστή ἀλλά το κιόσκι
ἀνάμεσα ἀπ’ τό ντονέρ-κεμπάπ
& τό κουρεῖο Wellaform
εἶναι ἀνοιχτό γιά ὅσους
θέλουν στά γρήγορα τήν Bild-Zeitung
ἤ κάποιο πορνοπεριοδικό.
Στό χῶρο δίπλα σ’ ἕνα
φράχτη σκεπασμένο
ἀπό ρόζ τριαντάφυλλα
μιά μικρή σύναξη
ἀπό ἀδιάβροχους πότες
μέ γένια καί κασκέτα τοῦ
Μπέιζμπολ μοιάζουν μέ
χρυσοθῆρες ἀπό τό
αὐστραλέζικο outback.
Τό μπουκάλι chautré κάνει
τό γύρο κι ἀπό μιά
προεκλογική ἀφίσα στό στύλο
τοιχοκόλλησης κοιτάζει
ἀνήσυχα ὁ πατέρας τοῦ
γερμανικοῦ ἔθνους
τήν ἐπαν
ενωμένη του χώρα.
ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΜΕ ΗΣΥΧΟ ΚΑΙΡΟ
στή Γερμανία διαρκής
ὁμίχλη & συννεφιά. Κατώτερη θερμοκρασία
μεταξύ μηδέν & τριῶν βαθμῶν
χαμηλή νέφωση
πάνω ἀπ’ τό Βρανδεμβοῦργο & τό Βερολίνο.
Ἀπ’ τό Βορρά φυσᾶ
κρύος θαλασσινός ἀέρας πάνω
ἀπ’ τήν πλατεία ὅπου ἄλλοτε
ἦταν ὁ κῆπος ἕνα
πρωσικά συμμετρικό
πάρκο σιντριβάνια
ἀριστερά & δεξιά, λευκά χαλίκια
στά διαγώνια μονοπάτια
ἔφιππο ἄγαλμα ἀκριβῶς
στή μέση γρασίδι
δέν πρέπει νά πατᾶ κανείς.
Αὐτός ἐκεῖ λέει ἡ
ξεναγός μου εἶναι ὁ καθεδρικός
δεκάξι νεκροί Χόεντσόλλερν
κείτονται ἐδῶ κάτω ἀπ’ την ἄμμο
καί γενικῶς πολύ ἱστο
ρικό ἔδαφος σκάβει
κανείς καί σκοντάφτει
συνέχεια πάνω σέ πτώματα.
Τά κοράκια στό
γρασίδι ξέρουνε καλά
τί ψάχνουν. Ἀπό τό
σπήλαιο ἀνάμεσα στά
Μουσεῖα Περγάμου & Μπόντε
κυλᾶ καί βγαίνει τό μετρό
μιά φωτεινή λωρίδα ψηλά πάνω
στή γέφυρα μιά δεύτερη
κάτω μέσα στά μαῦρα
νερά τοῦ Σπρέε.
Στό σταθμό
πού τόν ἔχουν σκεπάσει
μέ πλαστικό ἡ ὥρα τοῦ
ἀποχαιρετισμοῦ. Ἐκείνη ἐπιστρέφει
στήν Brüderstraße ἐγώ
πηγαίνω στή Βάννζεε
ὅπου στρατοπεδεύω
γιά τή νύχτα στή
λογοτεχνική βίλα
& γιά πρώτη φορά
βλέπω μιά Γροιλανδή
ποιήτρια
μέ σάρκα καί ὀστά.
Τή λένε Τζέσσι
Κλέεμαν στέκει στή
λάμψη τῶν προβολέων
φοράει κόκκινο βελούδινο
κοστούμι κι ἔχει
ἀπωανατολίτικο πελιδνό
πρόσωπο μπροστά στούς ἴσκιους
τίς σιλουέτες τοῦ κοινοῦ
φτιάχνει ψιθυρίζοντας
μέ τά χείλη κοντά
στό μικρόφωνο κάτι πού
μοιάζει νά ἀποτελεῖται
μονάχα ἀπό
διπλά φωνήεντα &
τά διπλά Φ
ἑνός πουλιοῦ
γλιστρώντας πάνω-κάτω
τούς φθόγγους & τίς κλίμακες
τῆς φτερωτῆς της
γλώσσας Taavvi
jjuaq ὀνομάζει τό
μεγάλο σκοτάδι &
Qaavmaaq καθώς
ὑψώνει τό χέρι της
τό φεγγοβόλο φῶς.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1836
γράφει ὁ τουριστικός ὁδηγός
ὁ Φρειδερίκος Σοπέν ἔμεινε σ’ αὐτά ἐδῶ τά μέρη στόν
Ἄσπρο Κύκνο. Ἐννιά
μέρες ταξίδευε ἀπό τό Παρίσι
μέ τήν ἅμαξα πρός τήν
ἀγαπημένη του Μαρί
Βοντζίνσκα. Τίς
βραδινές ὧρες
ἔπαιζε συχνά
πιάνο γιά μιά μικρή
συντροφιά. Ἔξω
ἀπό τό παράθυρο ὁλοένα καί πιό σκοτεινές οἱ
κορυφές τῶν γαλανῶν
βοημικῶν βουνῶν. Ὁ
κρύος βροχερός καιρός τοῦ
πλακώνει τό στῆθος ὁ
γιατρός μουρμουρίζει
κάτι γιά προϊούσα φυματίωση. Στίς
ἀρχές Νοεμβρίου ὁ
δεσμός διαλύεται ἐξαιτίας
τῶν πατρικῶν διαταγῶν ἀπό
τή Δρέσδη. Δεκατρία
χρόνια ἀργότερα βρίσκουν στό
διαμέρισμα τοῦ νεκροῦ
πιανίστα ἕνα μικρό πάκο ἀπό
ξεθωριασμένα γράμματα. Εἶναι
δεμένο μέ
σπάγγο & φέρει
τήν ἐπιγραφή: Moja
Bieda – Ἡ Ἀθλιότητά μου.
ΣΤΟ ΑΛΦΕΡΜΕΕ
τέλος Νοεμβρίου
ὅλη τή νύχτα
θρoΐζει ἡ βροχή
πάνω ἀπ’ τόν Ἰούρα
Περνοῦν μέσα ἀπ’ τόν ὕπνο
τά ἴχνη ἀπό τά γράμματα
μιᾶς γλώσσας πού
δέν κατανοεῖς
Τό κατάκοπο μάτι
τῆς δακτυλογράφου τά
δάχτυλα τοῦ χεριοῦ πάνω
στό πληκτρολόγιο τῆς γραφομηχανῆς
Ὅπως σηκώνεται τό πρωί
ἀπό τή γῆ τό σκοτάδι
δέν ὑπάρχει διαφορά
ἀνάμεσα σέ ἀέρα & νερό
Στήν ὄχθη ἡ σειρά
ἀπό λεῦκες καί πίσω της
στή σημαδούρα μία
μοναδική βάρκα
Πέρα ἀπ’ τό γκρίζο νερό ἀόρατο
μές στούς ἀτμούς τῆς
ὁμίχλης τό χωριό Σούτς
ἕνα-δυό φῶτα πού
σβήνουν & μιά
στήλη ἀπό χιονό
λευκο καπνό.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ
τό Ψυχοσάββατο τοῦ χίλια
ἐννιακόσια ἐνενήντα
ἑπτά στό ἀεροδρόμιο
τοῦ Σίπχολ ἀνάμεσα
σέ ταξιδιῶτες ἀπό τή Σεούλ
& τό Σάο Πάουλο, τή Σιγκαπούρη
& τό Σηάττλ. Διπλωμένοι
στά δύο μέ
πρόσωπα σέ χρῶμα
νέον-μπλέ κάθονται
στούς πάγκους
σκαλίζουνε μέ ἀπόγνωση
λιγάκι ποῦ καί ποῦ
τά πράγματά τους
κανείς δέν
λέει οὔτε μιά λέξη.
Μόλις περάσει ἡ ὥρα
τῶν φαντασμάτων κείτονται
ὅλοι τους τυλιγμένοι
σέ μπλέ κουβέρτες &
κοιμοῦνται ἐνῶ
ἔξω σιγά σιγά
σηκώνεται ἡ ὁμίχλη
& στό σκοτάδι
εἶναι καί πάλι ὁρατοί
οἱ κυλιόμενοι διάδρομοι τά φῶτα
& τά γιγάντια
σώματα & φτερά
τῶν ἀεροσκαφῶν πού
στέκουν δεμένα στήν
ἀποβάθρα. Γύρω μου
δέν ὑπάρχει τώρα
ἡ παραμικρή κίνηση
μόνο οἱ σπουργίτες πού
ἐδῶ καί χρόνια βγάζουν
τά πρός τό ζῆν σ’ αὐτό
τό μέρος τοῦ ἀερολιμένα
σφυρίζουν ποῦ & ποῦ
διασχίζοντας τό διάδρομο
μέ τίς κολόνες πάνω-
κάτω προσγειώνονται στούς
πράσινους φοίνικες &
στούς φίκους & κοιτοῦν
γυρνώντας ἀπότομα τά
μικρά τους κεφάλια μέ τά
λαμπερά μαῦρα μάτια
ἀνάμεσα στά
ψεύτικα φύλλα
κρώζουν ὁ ἕνας
στόν ἄλλο δυνατά
σάν νά ὑπάρχει κάτι
μέ τό ὁποῖο δέν συμφωνοῦν.
Δήμητρα Κωτούλα
Μητέρα καί κόρη ἤ Τοπίο σέ κίνηση
Ἀπολογοῦμαι γιά κάτι πού δέν ξέρω νά πῶ πῶς ἀλλά συμβαίνει.
Εἴμαστε ἐδῶ –
στό κομμάτι αὐτό τοῦ ποταμοῦ πού ἀνεβαίνει.
Τριγύρω λόφοι / ἕνας γαλάζιος οὐρανός /
αὐτό πού δέ θά σοῦ δοθεῖ ποτέ ξανά / σκόνη.
Τό χέρι σου πλέει μέσα στό χέρι μου
πρώιμο καί ζεστό.
Προσπαθεῖς ν’ ἀνασάνεις
ν’ ἀντιληφθεῖς τή νέα αὐτή πραγματικότητα πού σέ περιβάλλει
χωρίς ἀπαίτηση, φυγή ἤ ἐναντίωση.
Ὅ,τι σέ ἀπορροφᾶ αὐτή τή στιγμή
εἶναι οἱ ζαχαρωμένοι ἀπό τήν πάχνη μίσχοι
πού εὔκολα σπᾶς κάτω ἀπ’ τό πέλμα.
Μ’ ἔχεις σχεδόν ξεχάσει.
Ὁ κόσμος μπροστά
–βίαιος–
–μέ τούς κόσμους του–
κι ἐσύ παίζεις.
Ὑπομένοντας τίς ἀδιάκοπες μεταμορφώσεις τοῦ ἀέρα
ἀπολαμβάνοντας μέ τίς αἰσθήσεις ἀνοιχτές –
τά ἀνασηκωμένα λέπια τῆς συνείδησης
μόλις μαθαίνουν νά ἀντιστέκονται στήν ἐκκωφαντική αὐτή ρητορεία.
«Ἄνεμος» – λέω.
Εἶσαι ἀρκετά μεγάλη γιά νά καταλάβεις
πολύ μικρή γιά νά μπορεῖς ν’ ἀνταποδώσεις
τή φιλοφρόνηση μιᾶς ἀκόμη ἄγνωστης λέξης.
Ὁ ποταμός συστρέφεται.
Ἡ ἐπιφάνειά του ρυτιδιάζει.
Θά ‘θελα νά βαδίζαμε ἐδῶ, μαζί, γιά ὧρες
μέσα ἀπό τίς ἀβέβαιες ἐκκολάψεις τοῦ νεροῦ
συσπάσεις / βαθουλώματα / οἱ ὄγκοι
ἕνας μηχανισμός ἀπό ροές
παρασύρει τό τοπίο σέ κίνηση.
Χωρίς νά σέ πείθω
θά ‘θελα νά μποροῦσα νά σοῦ πῶ
αὐτό θά κρατήσει καί μετά ἀπό μένα – μετά ἀπό μᾶς.
Τό μπλέ φουσκώνει τόν ὁρίζοντα μπροστά μας.
Τό μελάνι πρήζεται ἀπό τήν τεταμένη ἀναμονή
–ἐπιμένω, λοιπόν, νά ἐξαντλήσω ἔτσι τό χρόνο πού μοῦ ἀπομένει–
Μοιάζει κάτι νά λές.
Τέλεια πλάσματα τῆς ὁμιλίας ἐνδώσαμε
μιλήσαμε
(αὐτή εἶναι ἡ μία ὄψη τῆς πραγματικότητας, ἡ μία ὄψη τοῦ κόσμου)
Θέλω νά πῶ –
Λέω: καθαρό
καί στρέφω ἀλλοῦ τό βλέμμα.
ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ
Μετανικώντας τό χάδι μου ἀπό λέξη σέ λέξη
ἦρθα σέ σένα
ἐξαπατημένος ἀπό αὐτό πού σοῦ προσφέρω
ντροπιασμένος ἀπό ὅ,τι εἶναι ἄγριο καί αἰσχρό μέσα μου
σέ τέλεια σύμπτυξη –
ἡ αὐγή κοχλάζει ἐπιχειρήματα δέν ἔχω
μεῖνε μαζί μου ἐδῶ
ὥσπου τίποτε νά μή μείνει πιά ἀπ’ τή νύχτα
~
σέ τέλεια σύμπτυξη
θέλω νά πλαγιάσω κοντά σου
σέ τέλεια σύμπτυξη
καί νά σηκωθῶ
χωρίς ἴχνος
χωρίς γλώσσα
μέ τή γλώσσα τοῦ καθενός
βέβαιος ὅτι ἡ ποίηση θά γίνεται πιά μετά ἀπό σένα
~
χωρίς γλώσσα
χωρίς ἴχνος
χωρίς γλώσσα
μέ μόνο τό κάτι ἐκεῖνο
πού πάντα λείπει
γιά νά μή λείπει ποτέ ἀπ’ τόν ἔρωτα κάτι
~
τό κάτι πού λείπει
τό φύλο σου – πελώριο στόμα βρέφους στό σκοτάδι
τό λάδι του – ἀνάβει γιά μένα ἄλλη μιά νύχτα
τόσος μέσα σου
τόσο μόνος
~
μόνος
καί εἶναι ἱεροσυλία αὐτά τά χέρια πού ἔτσι σέ νοστάλγησαν
νά πρέπει τώρα νά γράψουν αὐτό τό ποίημα.
Αλέξανδρος Μηλιάς
Στήν ἁψίδα τῶν νεκρῶν θριάμβων
Νεύει ὁ καρπός σου τήν ἀπόρριψη καί ξάφνου λείπει
καί τό δωδέκατο πλευρό τοῦ πάθους• στήν πλευρά μου
τό σῶμα σου γλιτώνει τήν φθορά, ἄς μέ ἀποκάμουν
ἡ ἀνάσα, βρέφος τοῦ καλοκαιριοῦ, ἡ χρυσή τολύπη
τοῦ ἥλιου πού γέρνει τήν σκιά στῆς ὀμορφιᾶς τό χῶμα.
Ἡ ἁψίδα τῶν νεκρῶν πού μ’ ἔχει ζωντανό στεφάνι
σύρει τήν σκέψη ὥς τήν ἀποδημία καί δέν μοῦ φτάνει
ἡ πνοή σου, θερινοί κηροί, τοῦ παραδείσου χρῶμα –
ἔτρεμε ἡ δίνη τοῦ βραδιοῦ νωρίς τήν προσφορά σου.
Ἤμουν ὁ πίδακας πού ἀγωνιᾶ πρίν νά πεθάνει
ἤ πεταλούδα τῶν ὡρῶν πού θλίβεται ὥσπου χάνει
ὁ ρυθμός τό νόημα κι ἡ λάμψη τά φτερά σου.
Ἀρχίζει ὁ λῆρος καί θά μοῦ γελᾶς – ἦρθες στά χείλη
μέ τήν φορά πού ἡ ταραχή σέ ἀφήνει στά σεντόνια
κι ἀνασυσταίνεται ἡ μορφή, οἱ ὦμοι, τά λαγόνια, τό βάφτισμα τῆς γλώσσας μου στήν ἀναπόδοτη ὕλη
τοῦ σώματός σου. Ἦρθες στά χείλη ὡς προσευχή πού βγαίνει
καί μένει ἡ σάρκα ν’ ἀξιώνει τόν δημιουργό της,
ἔργο χωρίς τήν σκέψη, μόνο ἡ φλόγα, ἡ λαμπρότης
τοῦ νά ‘σαι ὁ ἴδιος ἡ ἀχτίδα πού σέ παρασταίνει.
Βρίσκω τό νόημα, σέ κοιτῶ• μαλλιά λυμένα, ἡ στέψη
τῆς ὀμορφιᾶς. Κυλοῦν σάν φῶς τά μάτια στό σεντόνι
κι οἱ λέξεις χάνονται, καλπάζω στό χαρτί σάν πόνυ
διωγμένο, τρώω ἀπ’ τήν χλόη τῆς ψυχῆς, μ’ ἔχεις παιδέψει.
Λόγος χρυσός• φτωχή μου ἐλπίδα, ἄν σέ ἀνασυστήσω
καί γίνω πέταλο ἀκουμπισμένο στό πλευρό της,
κι εἶμαι ἕνα βῆμα πιό κοντά της, διψασμένος πότης
τοῦ παρελθόντος, ἄν σωθῶ στίς τύψεις, ἄν ἀρχίσω
στά ἐρείπια δίνοντας ροή κι ὕστερα ἐκτιναγμένος
σέ ὕψος τῆς νύχτας, γίνω ἄγγιγμα μωροῦ στά χείλη,
θά ‘μαι, δέν θά ‘μαι τότε μιά χλωμή τομή στήν ὕλη
τῆς ποίησης; Θά ‘μαι ἕνα γέλιο στόν λαιμό της; Φέρνω
μιά προσφορά ἀπό πλούτη κι ἔφτασε θλίψη μεγάλη
γιά ὅσα μοῦ ‘κανες, γιά ὅσα μοῦ ἔκανες, φιλτάτη
χαρά• τρέμω στόν πάγο, δέν μιλῶ, χυμῶ σάν ἄτι,
νά ζεσταθῶ, γράφω θά φύγεις, γράφω δέν ἔχει ἄλλη
χάρη ἡ ὄψη σου, κι ἡ μέθη μοῦ ‘κλεισε τά μάτια.
Νά κερδηθεῖ τό τέλος, τό σκοτάδι ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἀνθίζει ἡ τύψη σέ ὄνειρο, εἶσαι καί πάλι ἐμπρός μου,
τό φῶς μου• ἄχαρο νῆμα πού μέ πρόσφερε κομμάτια.
Ἡ ἁψίδα τῶν νεκρῶν πού μ’ ἔχει ζωντανό στεφάνι,
ἡ πνοή σου, θερινοί κηροί, τοῦ παραδείσου χρῶμα,
θλίψη τοῦ αἵματος, γλώσσα μαρμαρωμένη, στόμα
λίμνη τοῦ ὕπνου. Τό φιλί παγώνοντας πού φτάνει
κι ἡ ἀντοχή του ρέει σάν ἥλιος στήν χλωμή σελίδα.
Μέ πάθος ἔκλαψα καί πῆρα μέσα τό μελάνι•
ἡ φαντασία γυρνώντας σέ κρυμμένα ἐδάφη φτάνει
σάν ὕμνος καί τινάζεται ὁ νοῦς μου – ἀπόψε σέ εἶδα
νά ‘ρχεσαι σάν οὐράνιο σῶμα σφαιρικῆς γαλήνης
καί νά εὐτυχεῖς κοντά μου, ὦ βαθύρριζη πατρίδα,
ἔναστρη μέρα, φῶς, αὐγή ἀπό στόμα, ἀπόψε σέ εἶδα
νά τρέμεις, τό φιλί χαρίζοντάς μου πώς θά μείνεις.
ΔΟΚΙΜΙΟ
Virginia Woolf
Περί τῆς ἄγνοιας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ
Εἶναι μάταιο καί ἀνόητο νά λέμε ὅτι γνωρίζουμε ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅταν ἐξαιτίας τῆς ἀμάθειάς μας θά ἤμασταν τελευταῖοι σέ ὁποιαδήποτε σχολική τάξη, ὅταν δέν ξέρουμε πῶς προφέρονταν οἱ λέξεις, ποῦ ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά γελάσουμε ἤ πῶς ἔπαιζαν οἱ ἠθοποιοί, κι ὅταν ἀνάμεσα σέ αὐτόν τόν ξένο λαό καί σ’ ἐμᾶς δέν ὑπάρχει μόνο διαφορά φυλῆς καί γλώσσας, ἀλλά καί τεράστια διάσταση παραδόσεων. Ἀκόμη πιό παράδοξο εἶναι τό νά θέλουμε νά μάθουμε ἀρχαῖα ἑλληνικά, νά προσπαθοῦμε νά τά μάθουμε, νά ἀνατρέχουμε διαρκῶς σέ αὐτά καί νά σκαρφιζόμαστε πάντοτε κάποιο νόημα γι’ αὐτά, ποιός ξέρει ἀπό τί ἑτερόκλητα ἀποσπάσματα καί μέ πόσο μικρή ὁμοιότητα μέ τό ἀληθινό νόημα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν.
Καταρχήν, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἑλληνική λογοτεχνία εἶναι ἀπρόσωπη. Οἱ λίγες ἑκατοντάδες χρόνια πού χωρίζουν τόν Τζών Πάστον ἀπό τόν Πλάτωνα καί τό Νόριτς ἀπό τήν Ἀθήνα, δημιουργοῦν ὁλόκληρο χάσμα, τό ὁποῖο ἀποκλείεται νά γεφυρώσει ποτέ τό τεράστιο κύμα τῆς εὐρωπαϊκῆς πολυλογίας. Ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε τόν Τσῶσερ, μᾶς παίρνει ἀσυναίσθητα στίς πλάτες του τό ρεῦμα τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας καί μᾶς πηγαίνει σέ αὐτόν, ἐνῶ ἀργότερα, καθώς αὐξάνονται οἱ μαρτυρίες καί ἐπιμηκύνονται οἱ ἀναμνήσεις, σπανίως ὑπάρχει μορφή χωρίς φωτοστέφανο συναναστροφῶν, χωρίς δική της ζωή καί ἀλληλογραφία, σύζυγο καί οἰκογένεια, σπίτι, χαρακτήρα καί εὐτυχισμένες ἤ θλιβερές καταστροφές. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὅμως παραμένουν κλεισμένοι στό δικό τους ὀχυρό. Ἡ εἱμαρμένη ὑπῆρξε κι ἐδῶ καλή μαζί τους• τούς ἔσωσε ἀπό τήν εὐτέλεια. Τόν Εὐριπίδη τόν ἔφαγαν τά σκυλιά• ὁ Αἰσχύλος σκοτώθηκε ἀπό πέτρα• ἡ Σαπφώ ἔπεσε ἀπό ἕναν βράχο. Αὐτά εἶναι ὅλα ὅσα γνωρίζουμε γι’ αὐτούς. Τό μόνο πού μᾶς ἀπομένει εἶναι ἡ ποίησή τους.
Ὅλα τοῦτα ὅμως δέν εἶναι καί μᾶλλον δέν θά μπορέσει ποτέ νά εἶναι ἐντελῶς ἀλήθεια. Παίρνετε ὅποιο θεατρικό ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ θέλετε, διαβάζετε
Ὦ τοῦ στρατηγήσαντος ἐν Τροίᾳ ποτέ, Ἀγαμέμνονος παῖ,
κι ἀμέσως τό μυαλό ἀρχίζει νά κατασκευάζει ἕναν δικό του περίγυρο. Φτιάχνει ἕνα στοιχειῶδες σκηνικό γιά λογαριασμό τοῦ Σοφοκλῆ καί φαντάζεται ἕνα χωριό σέ κάποιο ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς χώρας, κοντά στή θάλασσα. Τέτοια χωριά ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν καί στίς μέρες μας στά πιό ἀπάτητα μέρη τῆς Ἀγγλίας, κι ὅταν φτάνει κανείς στά πρῶτα σπίτια εἶναι δύσκολο νά μή νιώσει πώς ἐδῶ, σέ αὐτό τό σύμπλεγμα ταπεινῶν κατοικιῶν, τῶν ἀπομονωμένων ἀπό τόν σιδηρόδρομο καί τήν πόλη, ὑπάρχουν ὅλα τά συστατικά τῆς ὁλοκληρωμένης ὕπαρξης. Ἀπό τή μιά τό Πρεσβυτέριο, παραδίπλα τό ἀρχοντικό, τό ἀγρόκτημα καί τά σπιτάκια, πιό ἐκεῖ ἡ ἐκκλησία γιά τή λατρεία, ἡ λέσχη γιά τίς συναθροίσεις, τό γήπεδο τοῦ κρίκετ γιά τό παιχνίδι. Ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπό τίς βασικές λειτουργίες της. Κάθε ἄντρας καί κάθε γυναίκα ἔχει τή δουλειά του• ὅλοι ἐργάζονται γιά τήν ὑγεία ἤ τήν εὐτυχία τῶν ὑπολοίπων. Κι ἐδῶ, σέ τούτη τή μικρή κοινότητα, οἱ χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν μέρος τῆς κοινῆς παρακαταθήκης• ὅλοι γνωρίζουν τίς ἰδιοτροπίες τοῦ παπᾶ, τά ἐλαττώματα τῶν μεγαλοκυράδων, τόν καβγά τοῦ σιδερᾶ μέ τόν γαλατά, τίς ἐρωτοτροπίες καί τά ζευγαρώματα ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν. Ἐδῶ ἡ ζωή κυλάει στά ἴδια αὐλάκια ἐπί αἰῶνες, ἔθιμα ἔχουν γεννηθεῖ, θρύλοι ἔχουν συνδεθεῖ μέ βουνοκορφές καί μοναχικά δέντρα, καί τό χωριό ἔχει τήν ἱστορία, τά πανηγύρια καί τίς ἀντιζηλίες του.
Ἐκεῖνο πού δέν ταιριάζει διόλου εἶναι τό κλίμα. Ἄν προσπαθήσουμε νά φανταστοῦμε ἐδῶ τόν Σοφοκλῆ, πρέπει νά σβήσουμε τήν κάπνα, τήν ὑγρασία καί τήν πυκνή ὁμίχλη. Πρέπει νά ὀξύνουμε τίς γραμμές τῶν λόφων. Ἀντί γιά δάση καί φυλλωσιές, πρέπει νά φέρουμε στόν νοῦ μας τήν ὀμορφιά τῆς πέτρας καί τῆς γυμνῆς γῆς. Καί φυσικά, ὅταν ὑπάρχει ζέστη, λιακάδα καί μῆνες ὁλόκληροι καλοκαιρίας, ἡ ζωή εἶναι ἐντελῶς διαφορετική• διεξάγεται ἔξω ἀπό τά σπίτια μέ ἀποτέλεσμα, ὅπως ξέρουν ὅσοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τήν Ἰταλία, τά μικρογεγονότα νά συζητοῦνται στό δρόμο καί ὄχι στό σαλόνι, καί νά παίρνουν πιό δραματικές διαστάσεις, κάνοντας τόν κόσμο ὁμιλητικό κι ἐμφυσώντας του αὐτή τή σαρκαστική, περιπαικτική σβελτάδα τοῦ μυαλοῦ καί τοῦ λόγου, πού ἀπαντᾶται στίς φυλές τοῦ νότου καί ἡ ὁποία δέν μοιάζει καθόλου μέ τήν ἄτονη ἐπιφυλακτικότητα, τή χαμηλότονη ὁμιλία καί τήν κατσούφικη ἐσωστρεφή μελαγχολία τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν συνηθίσει νά ζοῦν πάνω ἀπό τό μισό χρόνο μέσα στό σπίτι τους.
Ἡ πρώτη ἰδιότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ἡ ὁποία μᾶς κάνει ἐντύπωση, εἶναι αὐτός ὁ ἀστραπιαῖος σαρκαστικός ὑπαίθριος τρόπος της. Κάτι πού γίνεται ἐμφανές τόσο στά πιό ἐπιβλητικά ὅσο καί στά πιό κοινά μέρη. Σέ τούτη τήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ, οἱ βασίλισσες καί οἱ πριγκίπισσες στέκονται στό κατώφλι τους καί συζητοῦν σάν ἁπλές χωριάτισσες, ἔχοντας, ὅπως θά περίμενε κανείς, τήν τάση νά ἀπολαμβάνουν τήν κουβέντα, νά ἀναλύουν τίς φράσεις σέ κομμάτια, καί νά ἐπιδιώκουν τήν ἐπικράτηση μέ τά λόγια. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τό καλοκάγαθο χιοῦμορ τῶν δικῶν μας ταχυδρόμων ἤ ταξιτζήδων. Τά πειράγματα τῶν ἀντρῶν πού σουλατσάρουν στούς δρόμους δέν ἦταν μόνο εὔστροφα, ἀλλά καί ἀνάλγητα. Ἡ ἑλληνική τραγωδία ἔχει μιά σκληρότητα, ἡ ὁποία διαφέρει πολύ ἀπό τή δική μας ἀγγλική ὠμότητα. Μήπως ὁ Πενθέας, γιά παράδειγμα, αὐτός ὁ καθ’ ὅλα ἀξιοσέβαστος ἄνθρωπος, δέν γελοιοποιεῖται στίς Βάκχες, προτοῦ ἀφανιστεῖ; Αὐτές οἱ βασίλισσες καί οἱ πριγκίπισσες βρίσκονταν ὄντως σέ ὑπαίθριους χώρους, ὅπου γύρω τους βούιζαν οἱ μέλισσες, σκιές διάβαιναν πάνω ἀπό τό κεφάλι τους καί ὁ ἄνεμος ἀνασήκωνε τά ἱμάτιά τους. Ἀπευθύνονταν σέ ἕνα τεράστιο ἀκροατήριο, πού καθόταν ἀκτινωτά γύρω τους, μιά ἀπό ἐκεῖνες τίς λαμπρές μέρες τοῦ νότου, ὅταν ὁ ἥλιος καίει, ἀλλά ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι τόσο διεγερτική. Ἑπομένως, ὁ ποιητής δέν ἔπρεπε νά ἐπινοήσει ἕνα θέμα, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά τό διαβάσει κάποιος ἐπί ὧρες κατά μόνας, ἀλλά κάτι ἐμφατικό, οἰκεῖο καί σύντομο, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά συνεπάρει ἀκαριαῖα καί ἄμεσα ἕνα κοινό δεκαεφτά χιλιάδων ἀνθρώπων, πού παρακολουθοῦσε μέ μάτια διψασμένα, αὐτιά τεντωμένα καί σώματα πού οἱ μύες τους θά πιάνονταν, ἄν ἔμεναν καθισμένα πολλή ὥρα δίχως νά ψυχαγωγοῦνται. Θά τοῦ χρειάζονταν μουσική καί χορός καί θά διάλεγε φυσικά κάποιο μύθο, ὅπως ὁ δικός μας τοῦ Τριστάνου καί τῆς Ἰζόλδης, τόν ὁποῖο ἤξεραν σέ γενικές γραμμές ὅλοι, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρχει ἤδη εὐρύ συγκινησιακό ὑπόβαθρο, ἀλλά καί ἀπό τόν ὁποῖο κάθε ποιητής θά μποροῦσε νά τονίσει κάποιο διαφορετικό σημεῖο.
Ὁ Σοφοκλῆς θά καταπιανόταν, παραδείγματος χάρη, μέ τόν παλιό μύθο τῆς Ἠλέκτρας, ἀλλά θά τοῦ ἔβαζε ἀμέσως τήν προσωπική του σφραγίδα. Τί ἐξακολουθοῦμε νά ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς σήμερα ἀπό αὐτή τή σφραγίδα, παρ’ ὅλη τήν ἀδυναμία μας καί τή διαστρέβλωση; Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, τό ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν τεράστια ἰδιοφυΐα• μετά, τό ὅτι ἐπέλεξε ἕνα σχέδιο πού, ἄν ἀποτύγχανε, θά φανέρωνε τήν ἀποτυχία του μέσα ἀπό χαίνουσες πληγές καί ἐρείπια καί ὄχι μέσα ἀπό τό ἁπαλό θάμπωμα κάποιας ἀσήμαντης λεπτομέρειας• κι ἄν ἐπιτύγχανε, θά ἔφτανε τό μαχαίρι ὥς τό κόκαλο καί θά ἄφηνε τό ἀποτύπωμά του ἀνάγλυφο ἐπάνω στό μάρμαρο. Ἡ μορφή τῆς δικῆς του Ἠλέκτρας στέκεται ἐνώπιόν μας τόσο σφιχτοδεμένη, πού δέν μπορεῖ νά κινηθεῖ παρά δυό πόντους δεξιά ἤ ἀριστερά. Κάθε της κίνηση πρέπει, ὡστόσο, νά ἐκφράζει τά μέγιστα, ἀλλιῶς, ἔτσι ὅπως εἶναι περιορισμένη καί χωρίς νά μπορεῖ νά καταφύγει σέ ὑπαινιγμούς, ἐπαναλήψεις καί ὑποδείξεις, θά ἔμοιαζε μέ δεμένο ἀνδρείκελο. Τά λόγια της τίς κρίσιμες στιγμές εἶναι πράγματι γυμνά, κραυγές ἀπόγνωσης, χαρᾶς ἤ μίσους
οἲ ‘γὼ τάλαιν’, ὄλωλα τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ.
παῖσον, εἰ σθένεις, διπλῆν.
Αὐτές οἱ κραυγές ὅμως προικίζουν τό ἔργο μέ ὀπτική γωνία καί περίγραμμα. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἄν καί ὑπάρχουν χιλιάδες διαφορές κλίμακας, πλάθει στήν ἀγγλική λογοτεχνία καί ἡ Τζέην Ὦστιν τά μυθιστορήματά της. Ὑπάρχουν κάποιες στιγμές, ὅπως ὅταν ἡ Ἔμμα λέει: «Θά χορέψω μαζί σας», οἱ ὁποῖες αἴρονται ψηλότερα ἀπό τίς ὑπόλοιπες κι ἐνῶ στεροῦνται εὐφράδειας ἤ βιαιότητας καί δέν τίς διακρίνει ἡ ὀμορφιά τῆς γλώσσας, φέρουν ὅλο τό βάρος τοῦ βιβλίου. Παρόλο πού στήν Τζέην Ὦστιν τό δέσιμο εἶναι πιό χαλαρό, ἔχουμε κι ἐδῶ τήν ἐντύπωση ὅτι οἱ ἡρωίδες της εἶναι δέσμιες καί τούς ἐπιτρέπονται μόνο ὁρισμένες κινήσεις. Καί αὐτή ἐπέλεξε, μέ τήν ἀπέριττη καθημερινή πρόζα της, τόν ἐπικίνδυνο ἐκεῖνο δρόμο τῆς τέχνης, ὅπου ἕνα ὀλίσθημα σημαίνει θάνατο.
Δέν εἶναι πάντως τόσο εὔκολο νά καταλήξει κανείς στό τί εἶναι αὐτό τό ὁποῖο δίνει στίς κραυγές τῆς ἀγωνιώσας Ἠλέκτρας τή δύναμη νά διαπερνοῦν, νά πληγώνουν καί νά συνεγείρουν. Τοῦτο ὀφείλεται ἐν μέρει στό ὅτι τή γνωρίζουμε, ὅτι ἔχουμε καταλάβει ἀπό τίς περιστροφές τοῦ λόγου κάποια στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα καί τῆς ἐμφάνισής της, τήν ὁποία εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἔχει παραμελήσει, καί ὅτι ἐνῶ μέσα της ὑπάρχει κάτι πού ὑποφέρει, ἐξοργισμένο καί ξεσηκωμένο στό ἔπακρο, ὅπως ξέρει πολύ καλά καί ἡ ἴδια (ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα), ἀμβλύνεται ἐντούτοις καί νοθεύεται ἐξαιτίας τῆς φρικτῆς θέσης της, μιά ἀνύπαντρη κόρη νά ὑποχρεώνεται νά βλέπει τίς ἀχρειότητες τῆς μάνας της καί νά τίς καταγγέλλει ἀνοιχτά στόν κόσμο μέ κραυγαλέο, σχεδόν χυδαῖο τρόπο. Ἐν μέρει ἐπίσης, ὀφείλεται στό ὅτι ξέρουμε μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅτι ἡ Κλυταιμήστρα δέν εἶναι ὁλωσδιόλου ἀχρεῖος ἄνθρωπος. «Δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν», λέει, «ἔχει παράξενη δύναμη ἡ μητρότητα». Αὐτή ἡ γυναίκα, τήν ὁποία σκοτώνει ὁ Ὀρέστης μές στό σπίτι καί ἡ Ἠλέκτρα τόν παρακινεῖ νά τήν ἀποτελειώσει («χτύπα την πάλι»), δέν εἶναι μόνο μιά καταραμένη βίαιη φόνισσα. Ὄχι• οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες πού στέκονταν στή λοφοπλαγιά κάτω ἀπό τόν ἥλιο κι ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ, δέν ἦταν ἄψυχες φιγοῦρες ἤ γύψινα ἐκμαγεῖα ἀνθρώπινων ὄντων, ἀλλά ὁλοζώντανα πλάσματα ἐπιδέξια δοσμένα.
Ὡστόσο, τά πλάσματα αὐτά δέν μᾶς ἐντυπωσιάζουν ἐπειδή μποροῦμε νά τά ἀναλύσουμε ἀπό πλευρᾶς συναισθημάτων. Σέ ἕξι σελίδες τοῦ Προύστ βρίσκει κανείς μεγαλύτερη ποικιλία περισσότερο περιπεπλεγμένων συναισθημάτων ἀπ’ ὅ,τι σέ ὁλόκληρη τήν Ἠλέκτρα. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐντυπωσιάζει στήν Ἠλέκτρα ἤ στήν Ἀντιγόνη εἶναι κάτι διαφορετικό καί ἴσως πιό ἐντυπωσιακό: ὁ ἀτόφιος ἡρωισμός καί ἡ ἀτόφια ἀφοσίωση. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀνατρέχουμε ξανά καί ξανά στούς ἀρχαίους Ἕλληνες, παρά τόν μόχθο καί τή δυσκολία πού αὐτό συνεπάγεται, εἶναι τό ὅτι ἐκεῖ βρίσκει κανείς τήν ἀναλλοίωτη, αἰώνια κι αὐθεντική ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μιά ὕπαρξη πού τή διεγείρουν μέν τά βίαια πάθη, ἀλλά ὅταν παρακινηθεῖ νά δράσει ἐξαιτίας τοῦ θανάτου, τῆς προδοσίας ἤ κάποιας ἄλλης ἀρχέγονης συμφορᾶς, τότε ἡ Ἀντιγόνη, ὁ Αἴας καί ἡ Ἠλέκτρα συμπεριφέρονται ὅπως ἀσφαλῶς θά συμπεριφερόμασταν κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἄν εἴχαμε δεχθεῖ τέτοιο πλῆγμα• ὅπως συμπεριφέρονται πάντοτε οἱ ἄνθρωποι. Κι ἔτσι τούς κατανοοῦμε εὐκολότερα καί πιό ἄμεσα ἀπ’ ὅ,τι κατανοοῦμε τούς ἥρωες τοῦ Τσῶσερ στίς Ἱστορίες τοῦ Καντέρμπουρυ. Οἱ ἀρχαῖοι ἥρωες εἶναι πρωτότυπα, ἐνῶ οἱ ἥρωες τοῦ Τσῶσερ, παραλλαγές τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους.
Ἀληθεύει ἐντούτοις ὅτι τέτοιου εἴδους πρωτότυπα ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τέτοιοι ἡρωικοί βασιλιάδες καί πιστές θυγατέρες, τέτοιες τραγικές βασίλισσες, οἱ ὁποῖες παρελαύνουν ἀνά τούς αἰῶνες, στυλώνοντας τά πόδια τους στήν ἴδια πάντα θέση καί τραβολογώντας τά ἱμάτιά τους μέ πανομοιότυπες κινήσεις, πού ὀφείλονται στή συνήθεια κι ὄχι στήν παρόρμηση τῆς στιγμῆς, εἶναι ἀπό τίς πληκτικότερες καί πιό ἀποκαρδιωτικές συντροφιές τοῦ κόσμου ὅλου. Ἀπόδειξη τά θεατρικά ἔργα τοῦ Ἄντισον, τοῦ Βολταίρου καί πλῆθος ἄλλων. Γιά δεῖτε τους ὅμως στήν Ἑλλάδα. Ἀκόμη καί στόν Σοφοκλῆ, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη ὡς συγκρατημένου δεξιοτέχνη ἔφτασε μέχρι τίς μέρες μας ἀπό τούς λόγιους, οἱ ἥρωες αὐτοί εἶναι ἀποφασιστικοί, ἀνελέητοι καί εὐθεῖς. Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀρκεῖ ἕνα θραῦσμα τοῦ λόγου τους γιά νά χρωματίσει ὠκεανούς εὐυπόληπτων θεατρικῶν ἔργων. Ἐδῶ, ἡ γνωριμία μας μαζί τους γίνεται προτοῦ τά συναισθήματά τους φθαροῦν καί καταντήσουν ὁμοιόμορφα. Ἐδῶ, ἀκοῦμε τό ἀηδόνι, πού τό τραγούδι του διατρέχει ὁλόκληρη τήν ἀγγλική λογοτεχνία, νά κελαηδάει στά ἑλληνικά. Γιά πρώτη φορά, ὁ Ὀρφέας κάνει μέ τή λύρα του ἀνθρώπους καί ζωντανά νά τόν ἀκολουθοῦν. Οἱ φωνές τους ἀντηχοῦν κρυστάλλινες καί ἀμόλυντες• καί βλέπουμε τά καστανόξανθα δασύτριχα κορμιά τους νά παίζουν στό φῶς τοῦ ἥλιου ἀνάμεσα στά δέντρα τῆς ἐλιᾶς, καί ὄχι νά στηρίζονται μέ χάρη σέ γρανιτένιες στῆλες στούς μισοσκότεινους διαδρόμους τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου. Καί τότε, μέσα σέ ὅλη αὐτή τήν εὐκρίνεια καί τή συμπύκνωση τοῦ λόγου, ἡ Ἠλέκτρα μιλάει ξαφνικά γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό ἀηδόνι, σάν νά ρίχνει μέ μιά βιαστική κίνηση τό πέπλο μπροστά στό πρόσωπό της, ἀπαγορεύοντάς μας νά σκεφτόμαστε πιά τήν ἴδια: «ὄρνις ἀτυζομένα, Διὸς ἄγγελος. Ἰὼ παντλάμων Νιόβα, σὲ δ’ ἔγωγε νέμω θεόν, ἅτ’ ἐν τάφῳ πετραίῳ, αἰεί δακρύεις».
Ὕστερα, καθώς τό δικό της παράπονο σβήνει, ἐμᾶς μᾶς ἀπασχολεῖ ξανά τό ἄλυτο ἐρώτημα τῆς φύσης τῆς ποίησης καί τό γιατί, ἐνῶ ἡ Ἠλέκτρα μιλάει ἔτσι, τά λόγια της ἀντανακλοῦν τή σιγουριά τοῦ αἰώνιου. Ἐπειδή εἶναι ἀρχαῖα ἑλληνικά, δέν γνωρίζουμε πῶς ἠχοῦσαν• ἔτσι στεροῦνται τῆς προφανοῦς πηγῆς τῆς διέγερσης, ἐνῶ ἡ ἐπίδρασή τους δέν ὀφείλεται σέ κάποια ἐκφραστική ἀκρότητα, καί ἀσφαλῶς δέν φωτίζουν διόλου τόν χαρακτήρα τοῦ ὁμιλητῆ ἤ τοῦ συγγραφέα. Κι ὅμως ἀντέχουν• εἶναι κάτι πού εἰπώθηκε καί πρέπει νά ἐπιζήσει αἰώνια.
Ὡστόσο, πόσο ἐπικίνδυνη πρέπει νά εἶναι κατ’ ἀνάγκην στό θέατρο αὐτή ἡ ποίηση, αὐτό τό πέρασμα ἀπό τό εἰδικό στό γενικό, ἐνῶ οἱ ἠθοποιοί στέκονται ἐκεῖ αὐτοπροσώπως, περιμένοντας παθητικά νά χρησιμοποιηθοῦν τά σώματα καί τά πρόσωπά τους! Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τά ὄψιμα ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, ὅπου ὑπάρχει περισσότερη ποίηση παρά δράση, εἶναι προτιμότερο νά τά διαβάζει κανείς παρά νά τά βλέπει, καί κατανοοῦνται καλύτερα ἄν ἀφαιρέσει κανείς τά σώματα παρά ἄν τά ἀντικρίζει μπροστά στά μάτια του, μέ ὅλους τούς συνειρμούς καί τίς κινήσεις τους. Οἱ ἀφόρητοι περιορισμοί τῆς δραματουργίας θά μποροῦσαν πάντως νά χαλαρώσουν, ἄν βρισκόταν τρόπος νά ἐκφέρεται ὅ,τι εἶναι γενικό καί ποιητικό, ὅ,τι εἶναι σχολιασμός καί ὄχι δράση, χωρίς νά διακόπτεται ἡ κίνηση τοῦ συνόλου. Αὐτό ἀκριβῶς προσφέρει ὁ χορός• οἱ γέροντες καί οἱ γερόντισσες πού δέν συμμετέχουν ἐνεργά στά δρώμενα, οἱ ἀδιαφοροποίητες φωνές πού τραγουδοῦν σάν τά πουλιά μόλις κοπάσει ὁ ἄνεμος• αὐτοί ἔχουν τή δυνατότητα νά σχολιάσουν, νά συνοψίσουν ἤ νά ἐπιτρέψουν στόν ποιητή νά ἐκφράσει τήν ἄποψή του ἤ νά φανερώσει, ἀντιθέτως, μιά ἄλλη πλευρά τῆς σύλληψής του. Ἡ ἀνάγκη ὕπαρξης αὐτῆς τῆς φωνῆς γίνεται πάντοτε αἰσθητή στή φανταστική λογοτεχνία, ὅπου δέν συμμετέχει ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός. Μπορεῖ ὁ Σαίξπηρ νά κατάργησε τόν χορό (ἐκτός κι ἄν θεωρήσουμε ὅτι αὐτόν τόν ρόλο τόν παίζουν οἱ γελωτοποιοί καί οἱ τρελοί του), οἱ μυθιστοριογράφοι ὅμως ἐπινοοῦν διαρκῶς κάποιο ὑποκατάστατο – ὁ Θάκερεϋ μιλᾶ ὁ ἴδιος, ὁ Φήλντινγκ βγαίνει καί ἀπευθύνεται στόν κόσμο πρίν σηκωθεῖ ἡ αὐλαία. Ὁ χορός ἔχει ἑπομένως μέγιστη σημασία, προκειμένου νά συλλάβουμε τό νόημα τοῦ ἔργου. Πρέπει νά μπορεῖ κανείς νά συμμετέχει μέ εὐκολία στίς στιγμές ἔκστασης, σέ αὐτά τά παράφορα καί ἐκ πρώτης ὄψεως ἄσχετα λόγια, σέ αὐτές τίς ἐνίοτε προφανεῖς καί κοινότοπες δηλώσεις, γιά νά εἶναι μετά σέ θέση νά κρίνει ἄν ἔχουν ἤ δέν ἔχουν σχέση μέ τό ἔργο ὡς ὅλον καί νά τά συσχετίσει μέ αὐτό.
Εἶπα ὅτι πρέπει νά μποροῦμε «νά συμμετέχουμε μέ εὐκολία», μά ἀκριβῶς αὐτό εἶναι πού δέν μποροῦμε νά κάνουμε. Τά περισσότερα χορικά, μέ τά δυσνόητα σημεῖα πού ἔχουν, πρέπει νά ἐπεξηγοῦνται, καί ἡ συμμετρία τους κακοπαθαίνει. Μποροῦμε ὡστόσο νά μαντέψουμε ὅτι ὁ Σοφοκλῆς δέν τά χρησιμοποιοῦσε γιά νά ἐκφράσει κάτι ἔξω ἀπό τή δράση τοῦ ἔργου, ἀλλά γιά νά ἐξυμνήσει κάποια ἀρετή ἤ τίς ὀμορφιές κάποιου τόπου, ὁ ὁποῖος μνημονευόταν σέ αὐτό. Ἐπιλέγει τί θέλει νά τονίσει καί ὑμνεῖ τόν πάλλευκο Κολωνό καί τό ἀηδόνι του ἤ τόν ἀνίκητο στή μάχη Ἔρωτα. Τά ὄμορφα, ὑψιπετή καί γαλήνια χορικά του προκύπτουν φυσικά ἀπό τίς καταστάσεις καί δέν μεταβάλλουν τήν ὀπτική γωνία, ἀλλά τή διάθεση. Στόν Εὐριπίδη, ὡστόσο, οἱ καταστάσεις δέν εἶναι τόσο ξεκάθαρες• γύρω τους δημιουργεῖται μιά ἀτμόσφαιρα ἀμφιβολίας, ὑπαινιγμῶν καί ἀπορίας• ὅταν ὅμως ἀνατρέξουμε στά χορικά γιά νά τή διαλευκάνουμε, συχνά μπερδευόμαστε μᾶλλον παρά διαφωτιζόμαστε. Στίς Βάκχες βρισκόμαστε διαμιᾶς στήν ἐπικράτεια τῆς ψυχολογίας καί τῆς ἀμφιβολίας, ἐκεῖ ὅπου ὁ νοῦς διαστρεβλώνει καί ἀλλάζει τά γεγονότα, κάνοντας γνωστές πλευρές τῆς ζωῆς νά μοιάζουν πρωτόφαντες καί ὕποπτες. Τί εἶναι ὁ Βάκχος, ποιοί εἶναι οἱ Θεοί, ποιό τό καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί τους καί ποιά τά δικαιώματα τοῦ πολυμήχανου μυαλοῦ του; Ὁ χορός δέν δίνει ἀπάντηση σέ αὐτές τίς ἐρωτήσεις, ἀλλά κι ὅταν τό κάνει, ἀπαντᾶ περιπαικτικά ἤ μιλάει δυσνόητα, λές καί οἱ περιορισμοί τῆς δραματικῆς φόρμας ἔβαλαν τόν Εὐριπίδη στόν πειρασμό νά τούς παραβιάσει, γιά νά ἀλαφρώσει τό μυαλό του ἀπό τό βάρος τους. Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: ὁ χρόνος εἶναι ἐλάχιστος κι ἐγώ ἔχω τόσο πολλά νά σᾶς πῶ, ὥστε ἄν δέν μέ ἀφήσετε νά παραθέσω δίπλα δίπλα δύο φαινομενικά ἄσχετες δηλώσεις καί νά σᾶς ἐμπιστευτῶ ὅτι θά τίς συσχετίσετε, θά πρέπει νά ἀρκεστεῖτε σέ ἕναν ἁπλό σκελετό τοῦ ἔργου πού θά μποροῦσα νά σᾶς παρουσιάσω. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Εὐριπίδης δεινοπαθεῖ λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι ὁ Σοφοκλῆς ἤ ὁ Αἰσχύλος ἄν τόν διαβάσει κανείς κλεισμένος στό δωμάτιό του καί δέν τόν παρακολουθήσει σέ μιά πλαγιά κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου. Μπορεῖ νά παιχτεῖ νοερά στό μυαλό τοῦ καθενός, ἐνῶ ἔχει τήν ἱκανότητα νά σχολιάζει ἐπίκαιρα ζητήματα. Ἔτσι, ἡ δημοτικότητά του θά ἔχει μεγαλύτερες διακυμάνσεις ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή ἀπ’ ὅσο τῶν ἄλλων δύο.
Ἐάν, λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ Σοφοκλῆ, τό ἔργο εἶναι ἐπικεντρωμένο στά πρόσωπα καθαυτά, ἐνῶ στόν Εὐριπίδη προκύπτει μέσα ἀπό ποιητικές ἀναλαμπές καί μεγαλεπήβολα ὅσο κι ἀναπάντητα ἐρωτήματα, ὁ Αἰσχύλος κάνει τά εὐσύνοπτα δράματά του (ὁ Ἀγαμέμνων ἔχει 1.663 στίχους, ἐνῶ ὁ Λήρ περίπου 2.600) ἐπιβλητικά, τεντώνοντας στό ἔπακρο κάθε φράση, ρίχνοντάς τα σέ μιά θάλασσα μεταφορῶν καί ἀναγκάζοντάς τα νά ἐγερθοῦν καί νά παρελάσουν τυφλά καί ἀγέρωχα στή σκηνή. Γιά νά τόν καταλάβει κανείς, δέν εἶναι τόσο ἀναγκαῖο νά ξέρει ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅσο νά καταλαβαίνει τήν ποίηση. Εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνει αὐτό τό ἐπικίνδυνο ἅλμα στό κενό, χωρίς νά ἔχει γιά στήριγμα τίς λέξεις, ὅπως μᾶς ζητάει καί ὁ Σαίξπηρ. Γιατί ὅταν οἱ λέξεις βρίσκονται ἀντιμέτωπες μέ τέτοια ἔκρηξη νοήματος, παύουν ἀναγκαστικά νά λειτουργοῦν, σκορπίζονται στίς ριπές τοῦ ἀνέμου καί μόνο σέ ὁμάδες μποροῦν νά μεταφέρουν τό νόημα, πού καθεμιά τους χωριστά εἶναι πολύ ἀδύναμη νά ἐκφράσει. Ὅταν ὁ νοῦς τίς συνδυάσει μέ τό γοργό του πέταγμα, ἀντιλαμβανόμαστε ἀκαριαῖα κι ἐνστικτωδῶς τί σημαίνουν, χωρίς ὡστόσο νά εἴμαστε σέ θέση νά τό μεταγγίσουμε ξανά σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες λέξεις. Ἐδῶ συναντᾶ κανείς τήν ἀμφισημία, ἡ ὁποία προσιδιάζει στήν ὑψηλότερη ποίηση – δέν εἶναι δυνατόν νά ξέρουμε ἐπακριβῶς τί σημαίνει. Δεῖτε φέρ’ εἰπεῖν τόν ἀκόλουθο στίχο ἀπό τόν Ἀγαμέμνονα:
ὀμμάτων δ’ ἐν ἀχηνίαις ἔρρει πᾶσ’ Ἀφροδίτα.
Τό νόημα βρίσκεται στό ὅριο τῆς γλώσσας. Πρόκειται γιά τό νόημα τό ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε μέ τόν νοῦ, δίχως λόγια, σέ στιγμές ἔντονης διέγερσης καί ἔντασης• τό νόημα στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Ντοστογέφσκι (ἐκεῖνος μέ τό ἐμπόδιο τοῦ πεζοῦ λόγου κι ἐμεῖς μέ τῆς μετάφρασης), διατρέχοντας μέ θαυμαστό τρόπο τήν κλίμακα τῶν συναισθημάτων, καί μᾶς τό ὑποδηλώνει χωρίς νά μπορεῖ νά τό καταδείξει• τό ἴδιο νόημα, τό ὁποῖο κατορθώνει νά παγιδέψει ὁ Σαίξπηρ.
Ὁ Αἰσχύλος δέν θά καταγράψει, ὅπως ἔκανε ὁ Σοφοκλῆς, τά λόγια τῶν ἀνθρώπων ὅπως θά τά ἔλεγαν, μόνο βαλμένα ἔτσι ὥστε νά ἀποκτοῦν κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο καθολική ἰσχύ καί δύναμη συμβολισμοῦ, οὔτε θά συνδυάσει ἀνομοιογενή στοιχεῖα, ὅπως ὁ Εὐριπίδης, διευρύνοντας τό συνοπτικό κείμενό του, ὅπως μεγαλώνουν ἕνα δωμάτιο οἱ καθρέφτες σέ παράταιρες γωνίες. Ἐκεῖνος, μέσω τῆς διαρκοῦς καί τολμηρῆς χρήσης μεταφορῶν, θά μεγεθύνει καί θά μᾶς δώσει ὄχι τό ἴδιο τό πράγμα, ἀλλά τήν ἀντήχηση καί τήν ἀντανάκλαση τοῦ πράγματος, ὅπως τό ἔχει συλλάβει ὁ νοῦς του – ἀρκετά κοντά στό πρωτότυπο, ὥστε νά τό ἀπεικονίζει, καί ἀρκετά μακριά, ὥστε νά τό ἐξυψώνει, νά τό μεγεθύνει καί νά τό ἐκλαμπρύνει.
Κανένας ἀπό αὐτούς τούς δραματουργούς δέν διέθετε τήν ἐλευθερία κινήσεων, πού ἔχει ὁ μυθιστοριογράφος καί ὥς ἕναν βαθμό κάθε συγγραφέας τυπωμένων βιβλίων, νά διαμορφώσει τό νόημα μέ ἄπειρες ἐλαφρές πινελιές, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ἐπενεργήσουν σωστά μόνον ὅταν διαβαστεῖ τό κείμενο μέ ἠρεμία, προσοχή καί ἐνίοτε δεύτερη καί τρίτη φορά. Κάθε πρόταση ἔπρεπε νά ἐκρήγνυται στό ἄκουσμά της, κι ἄς ἔπεφταν μετά οἱ λέξεις ὄμορφα καί ἀργά, κι ἄς ἦταν αἰνιγματική ἡ σημασία τους. Καμία μεταφορά, ὅσο λαμπρή καί πλούσια κι ἄν ἦταν, δέν θά ἔσωζε τόν Ἀγαμέμνονα ἄν ἀνάμεσα σέ ἐμᾶς καί τή γυμνή κραυγή
Ὀτοτοποῖ πόποι δᾶ. ὦ ‘πόλλον, ὦ ‘πόλλον.
εἶχαν παρεμβληθεῖ διακοσμητικές εἰκόνες ἤ λεπτοί ὑπαινιγμοί. Τά λόγια ἔπρεπε πάση θυσία νά εἶναι δραματικά.
Ὡστόσο, καί σέ αὐτά τά χωριά ἐρχόταν κάποτε ὁ χειμώνας καί τό κρύο κατέβαινε στίς λοφοπλαγιές μέ τά θέατρα. Πρέπει λοιπόν νά ὑπῆρχε κάποιος κλειστός χῶρος, ὅπου μποροῦσαν νά ἀποσυρθοῦν οἱ ἄντρες, τόσο στή διάρκεια τοῦ χειμώνα, ὅσο καί σέ περιόδους καύσωνα, ἕνας χῶρος ὅπου θά μποροῦσαν νά καθίσουν καί νά πιοῦν, νά ξαπλώσουν μέ τήν ἄνεσή τους καί νά συζητήσουν. Αὐτός πού μᾶς ἀποκαλύπτει τή ζωή ἐντός τῆς οἰκίας εἶναι, φυσικά, ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος περιγράφει πῶς, ὅταν συναντιόταν μιά ὁμήγυρη φίλων κι ἀφοῦ τελείωναν τό ὄχι ἰδιαίτερα πλούσιο γεῦμα τους κι ἔπιναν καί λίγο κρασί, κάποιος ὄμορφος νεαρός ἔκανε μιά ἐρώτηση ἤ ἀνέφερε κάποια ἄποψη, ὁπότε τήν ἅρπαζε ὁ Σωκράτης, τήν ψηλαφοῦσε, τή γύριζε ἀνάστροφα, τήν ἐξέταζε καί ἀπό τήν καλή καί ἀπό τήν ἀνάποδη, καί τήν ἀπάλλασσε ἀπό τίς ἀντιφάσεις καί τά ψεύδη της, ὁδηγώντας σταδιακά τήν ὁμήγυρη νά ἀντικρίσει μαζί του τήν ἀλήθεια. Καί εἶναι ἐξαντλητική διαδικασία τό νά καταλήγεις μέ ἰδιαίτερο κόπο σέ συμφωνία γιά τό ἀκριβές νόημα τῶν λέξεων, νά σταθμίζεις τίς συνέπειες κάθε παραδοχῆς καί νά παρακολουθεῖς μέ προσήλωση, ἀλλά καί κριτικό νοῦ, πῶς ἀποδυναμώνεται καί μεταστρέφεται ἡ γνώμη, καθώς στερεοποιεῖται καί ἐνισχύεται προσεγγίζοντας τήν ἀλήθεια. Ταυτίζονται, ἄραγε, ἡ ἡδονή καί τό καλό; Διδάσκεται ἡ ἀρετή; Εἶναι ἡ ἀρετή γνώση; Ὁ ἀδύναμος ἤ κουρασμένος νοῦς μπορεῖ εὔκολα νά σφάλει, καθώς ἐξακολουθοῦν οἱ ἀδυσώπητες ἐρωτήσεις• ὅσο ἀδύναμος ὅμως κι ἄν εἶναι κάποιος, ἀποκλείεται, ἀκόμη κι ἄν δέν μάθει πολλά ἀπό τόν Πλάτωνα, νά μήν ἀγαπήσει περισσότερο τή γνώση. Γιατί καθώς ἀνελίσσεται βῆμα βῆμα ἡ ἐπιχειρηματολογία, καί ὁ Σωκράτης ἐπιμένει, ἐνῶ ὁ Πρωταγόρας ἐνδίδει, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τόσο τό σημεῖο στό ὁποῖο θά καταλήξουμε, ὅσο ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο φτάνουμε ἕως ἐκεῖ. Νά μπορέσουμε ὅλοι νά διαισθανθοῦμε ὅτι ἡ μέγιστη εὐτυχία, γιά τήν ὁποία εἴμαστε ἱκανοί, εἶναι τό νά καταφέρουμε νά σταθοῦμε μιά στιγμή μαζί μέ τόν Σωκράτη στήν ἄγρυπνη κορυφή, ὅπου τόν ὠθοῦν ἡ ἀνένδοτη ἐντιμότητα, τό θάρρος καί ἡ ἀγάπη του γιά τήν ἀλήθεια.
Αὐτή ἡ διατύπωση πάντως μοιάζει νά μήν ἀνταποκρίνεται στήν ψυχική διάθεση ἑνός μελετητῆ, στόν ὁποῖο ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια ὕστερα ἀπό ἐπίπονη ἀντιπαράθεση ἐπιχειρημάτων. Ἡ ἀλήθεια ὅμως ποικίλλει• ἡ ἀλήθεια φτάνει ὥς ἐμᾶς μέ διάφορες μορφές καί δέν τήν ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μέ τή διάνοια. Ἕνα χειμωνιάτικο βράδυ, στό σπίτι τοῦ Ἀγάθωνα, τά τραπέζια ἔχουν στρωθεῖ• μιά αὐλητρίδα παίζει τόν αὐλό• ὁ Σωκράτης ἔχει πλυθεῖ κι ἔχει φορέσει σανδάλια, στέκεται ὅμως στό πρόθυρο καί ἀρνεῖται νά περάσει μέσα ὅταν τόν καλοῦν. Κάποια στιγμή τό κάνει• ὕστερα πειράζει τόν Ἀλκιβιάδη• ὁ Ἀλκιβιάδης παίρνει μιά ταινία καί στολίζει «καί τούτου τήν θαυμασίαν αὐτήν κεφαλήν». Ἔπειτα παινεύει τόν Σωκράτη: «Οὔτε εὔμορφος ἄν εἶναι κανείς του κάμνει καμμίαν ἐντύπωσιν (τοὐναντίον μάλιστα• ἀδιαφορεῖ εἰς βαθμόν, πού κανείς δέν θά τό ἐπίστευε), οὔτε πλούσιος ἄν εἶναι, οὔτε ἄλλο τίποτ’ ἄν κατέχη ἀπό τά χαρίσματα, πού καλοτυχίζει ὁ κόσμος. Ὅλ’ αὐτά τά προσόντα τά θεωρεῖ τελείως ἀνάξια καί ἡμᾶς ἕνα τίποτε, σᾶς διαβεβαιῶ, καί ὅλην του τήν ζωήν ἐξακολουθεῖ νά ὑποκρίνεται τόν ἀφελῆ καί νά ἀστειεύεται συνεχῶς μέ τούς ἄλλους. Ὅταν ὅμως σοβαρευθῆ καί ἀνοίξη τό ἐσωτερικόν του, δέν ξέρω ἄν ἔχει κανείς ἀντικρύσει τ’ ἀγάλματα μέσα του• ἐγώ ὅμως τ’ ἀντίκρυσα κάποτε, καί μοῦ ἐφάνταξαν τόσον θεϊκά καί χρυσά, τόσον πανεύμορφα καί ἐκπληκτικά, ὥστ’ ἔπρεπε χωρίς ἄλλο νά ἐκτελέσω ὁ,τιδήποτε μοῦ ἐπέβαλλεν ὁ Σωκράτης». Γέλια, κίνηση, κάποιοι σηκώνονται καί βγαίνουν ἔξω, ἡ ὥρα περνάει, ἡ αὐτοκυριαρχία χάνεται, ἀρχίζουν τά πειράγματα, φτάνει τό χάραμα, κι ὅλα αὐτά ἐκτυλίσσονται ἀβίαστα, παράλληλα μέ τά ἐπιχειρήματα τοῦ Πλάτωνα. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ἀλήθεια ποικίλλει, καί πρέπει νά τήν ἐπιδιώκουμε μέ ὅλες μας τίς διανοητικές καί αἰσθητηριακές ἱκανότητες. Πρέπει ἄραγε, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης μας γιά τήν ἀλήθεια, νά ἀποκλείσουμε τίς τέρψεις, τήν τρυφερότητα, τήν ἐπιπόλαιη φιλική συναναστροφή; Καί μήπως θά ἀνακαλύψουμε ταχύτερα τήν ἀλήθεια, ἄν πάψουμε νά ἀκοῦμε μουσική, ἄν δέν πιοῦμε κρασί κι ἄν κοιμηθοῦμε νωρίς, ἀντί νά συζητᾶμε μέχρι πρωίας μιά χειμωνιάτικη νύχτα; Δέν πρέπει νά στραφοῦμε στόν ἀπομονωμένο πειθαρχημένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καταπνίγει τίς ὀρέξεις του στή μοναξιά, ἀλλά στήν ἡλιόλουστη φύση καί στόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ τήν τέχνη τοῦ εὖ ζην ὅσο πληρέστερα μπορεῖ, ἔτσι ὥστε νά μήν ἀποκλείεται τίποτε, ἀλλά μερικά πράγματα νά ἔχουν πάντοτε μεγαλύτερη ἀξία ἀπ’ ὅ,τι ἄλλα.
Αὐτοί οἱ διάλογοι, λοιπόν, μᾶς κάνουν νά ἀναζητοῦμε τήν ἀλήθεια μέ κάθε μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ Πλάτωνας, βέβαια, ἦταν συγγραφική ἰδιοφυΐα. Καί μέσω αὐτῆς τῆς ἱκανότητας, μέσω μιᾶς τέχνης ἡ ὁποία μεταφέρει μέ μιά-δυό προτάσεις τό σκηνικό καί τήν ἀτμόσφαιρα, ἔπειτα γλιστράει μέ ἀπόλυτη ἐπιδεξιότητα στήν περιέλιξη τῆς ἐπιχειρηματολογίας, χωρίς νά χάνει τή ζωντάνια καί τή χάρη της, γιά νά συσταλεῖ κατόπιν σέ ἀπογυμνωμένες ἀποφάνσεις καί, ἀνελισσόμενη, νά ξεδιπλωθεῖ στή συνέχεια καί νά μετεωριστεῖ ψηλά στόν αἰθέρα, ἐκεῖ ὅπου φτάνει μόνο ἡ ποίηση στίς μέγιστες στιγμές της, κατορθώνει νά μᾶς ἐπηρεάσει μέ τόσους τρόπους ταυτοχρόνως καί νά μᾶς προκαλέσει τήν πνευματική ἐκείνη ἀγαλλίαση, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται ὅταν ἐπιστρατεύονται ὅλες οἱ δυνάμεις καί συνεισφέρουν τήν ἐνέργειά τους στό σύνολο.
Πρέπει, ὡστόσο, νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὁ Σωκράτης δέν ἐνδιαφερόταν γιά τήν «ἁπλή ὀμορφιά», μέ τήν ὁποία ἐννοοῦσε μᾶλλον τή διακοσμητική ὀμορφιά. Ἕνας λαός, γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀκοή βάραινε τόσο πολύ στήν κρίση του, σάν τούς Ἀθηναίους ὅταν παρακολουθοῦσαν ἕνα θεατρικό ἔργο στό ὕπαιθρο ἤ ὅταν ἄκουγαν τά ἐπιχειρήματα πού ἀνταλλάσσονταν στήν Ἀγορά, ἦταν λιγότερο εὐεπίφορος ἀπό ἐμᾶς στό νά ἀπομονώνει φράσεις καί νά τίς ἐκτιμᾶ ἀνεξάρτητα ἀπό τά συμφραζόμενα. Ἐκεῖνοι δέν ἤξεραν τί πάει νά πεῖ φραστικά «διαμάντια» τοῦ Χάρντυ ἤ τοῦ Μέρεντιθ, καί ἀποφθέγματα τῆς Τζόρτζ Ἔλιοτ. Ὁ συγγραφέας ἔπρεπε νά σκέφτεται περισσότερο τό σύνολο καί λιγότερο τή λεπτομέρεια. Σέ ἀνοιχτό χῶρο, δέν τούς ἐντυπωσίαζε ἀσφαλῶς τόσο ἡ ἐκφορά καί ἡ ἔκφραση, ὅσο ἡ στάση τοῦ σώματος καί ἡ ἀναλογία τῶν μελῶν του. Ἔτσι, ὅταν ἀποσποῦμε καί παραθέτουμε, βλάπτουμε περισσότερο τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ἀπ’ ὅσο τούς Ἄγγλους. Ἡ ἀπροκάλυπτη καί τραχιά λογοτεχνία τους ἐνοχλεῖ τό γοῦστο μας, τό ὁποῖο ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τήν περιπλοκότητα καί τόν ὑψηλό βαθμό ἐπεξεργασίας τῶν τυπωμένων βιβλίων. Κι ἐμεῖς πρέπει νά ζορίσουμε τό μυαλό μας προκειμένου νά συλλάβουμε τό ὅλον, ἀπό τό ὁποῖο ἀπουσιάζει ἡ ὀμορφιά τῆς λεπτομέρειας καί ἡ ἔμφαση τῆς εὐγλωττίας. Καθώς ἐκεῖνοι ἦταν ἐξοικειωμένοι μέ τήν εὐρεία καί ἄμεση θέαση τῶν πραγμάτων, παρά μέ τή σχολαστικά λεπτομερή καί λοξή ματιά, εἰσχωροῦσαν μέ ἀσφάλεια στήν καρδιά συναισθημάτων, τά ὁποῖα τυφλώνουν καί προκαλοῦν σάστισμα σέ μιά ἐποχή σάν τή δική μας. Ἐξαιτίας τοῦ ὀλέθρου τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολέμου, τά συναισθήματά μας ἔπρεπε νά κατατμηθοῦν καί νά ἀντιμετωπιστοῦν μέ πλάγιο τρόπο, πρίν ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας νά τά αἰσθανθεῖ στήν ποίηση ἤ στή μυθοπλασία. Οἱ μόνοι ποιητές πού μίλησαν ἐπ’ αὐτοῦ, ἐκφράστηκαν μέ τόν πλάγιο σατιρικό τρόπο τοῦ Γουίλφρεντ Ὄουεν καί τοῦ Ζήγκφρηντ Σασσούν. Τούς ἦταν ἀδύνατον νά εἶναι ἄμεσοι, χωρίς νά φανοῦν ἀδέξιοι• νά μιλήσουν ἁπλά γιά τό συναίσθημα, χωρίς νά γίνουν συναισθηματικοί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅμως, μποροῦσαν νά ποῦν, σάν νά ἦταν ἡ πρώτη φορά: «οὐδέ τεθνάσι θανόντες». Ὅπως μποροῦσαν νά ποῦν: «Εἰ τὸ καλῶς θνῄσκειν ἀρετῆς μέρος ἐστὶ μέγιστον, ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ’ ἀπένειμε τύχη• Ἑλλάδι γὰρ σπεύδοντες ἐλευθερίην περιθεῖναι κείμεθ’ ἀγηράτῳ χρώμενοι εὐλογίῃ». Ἐκεῖνοι μποροῦσαν νά βαδίζουν πρός τά ἐμπρός μέ μάτια ὀρθάνοιχτα• καί ὅταν προσεγγίζει κανείς ἔτσι ἄφοβα τά συναισθήματα, ἐκεῖνα μένουν ἀκίνητα καί ἀνέχονται τό βλέμμα.
Τίθεται ὅμως ξανά τό (διαρκῶς ἐπανερχόμενο) ἐρώτημα: Ὅταν λέμε κάτι τέτοιο, διαβάζουμε ἄραγε τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ὅπως εἶχαν γραφτεῖ; Ὅταν διαβάζουμε τίς λίγες αὐτές λέξεις, πού εἶχαν χαραχτεῖ σέ μιά ἐπιτάφια πλάκα, ἤ μιά στροφή χορικοῦ, ἤ τό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς ἑνός διαλόγου τοῦ Πλάτωνα, ἤ ἕνα ἀπόσπασμα τῆς Σαπφοῦς, ὅταν στύβουμε τό μυαλό μας μέ μιά ἔξοχη μεταφορά τοῦ Ἀγαμέμνονα, ἀντί νά συλλέγουμε ἀκαριαῖα τά ἄνθη της, ὅπως συμβαίνει ὅταν διαβάζουμε τόν Λήρ, μήπως ἡ ἀνάγνωσή μας εἶναι λανθασμένη; Μήπως ἡ ὀξύτητα τῆς ὅρασής μας χάνεται στήν ἀχλή τῶν συνειρμῶν; Μήπως στήν ἀρχαία ἑλληνική ποίηση δέν διαβάζουμε αὐτό πού ἔχουν ἐκεῖνοι, ἀλλά αὐτό πού λείπει ἀπό ἐμᾶς; Μήπως πίσω ἀπό κάθε ἀράδα τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας δέν βρίσκεται, ἄραγε, ὁλόκληρη ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα; Ἐκεῖνοι μᾶς φανερώνουν μιά εἰκόνα τῆς γῆς πού δέν εἶναι ρημαγμένη, τῆς θάλασσας πού δέν εἶναι μολυσμένη, τῆς ὡριμότητας πού παρά τίς δοκιμασίες παραμένει ἀκατάβλητη, μιά εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας. Κάθε λέξη ἐνισχύεται ἀπό τό σφρίγος πού ἀναβλύζει ἀπό τά δέντρα τῆς ἐλιᾶς, τούς ναούς καί τά νεανικά κορμιά. Ἀρκεῖ ὁ Σοφοκλῆς νά κατονομάσει τό ἀηδόνι, κι αὐτό κελαηδάει• ἀρκεῖ νά ἀποκαλέσει τό δασάκι ἄβατον, κι ἐμεῖς φανταζόμαστε τά στριφτά κλαδιά καί τίς μόβ βιολέτες. Καί ὅλο μᾶς τραβοῦν πίσω, γιά νά βυθιστοῦμε σέ κάτι πού ἴσως δέν εἶναι παρά μιά εἰκόνα τῆς πραγματικότητας καί ὄχι ἡ πραγματικότητα καθαυτήν, κάτι πού δέν εἶναι παρά ἡ ὀνειροφαντασία μιᾶς καλοκαιριάτικης νύχτας στήν καρδιά τοῦ χειμώνα τοῦ βορρᾶ. Κύρια πηγή αὐτῆς τῆς ἕλξης καί ἴσως τῆς παρεξήγησης εἶναι ἡ γλώσσα. Εἶναι ἀδύνατο νά ἐλπίσουμε ποτέ ὅτι θά συλλάβουμε μιά πρόταση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν σέ ὅλη της τήν ἐμβέλεια, ὅπως τό κάνουμε στά ἀγγλικά. Δέν εἴμαστε σέ θέση νά τήν ἀκούσουμε μέ τίς παραφωνίες ἤ τίς ἁρμονίες της, καθώς συστρέφεται ἀπό ἀράδα σέ ἀράδα καί διατρέχει τή σελίδα. Δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε ἀλάνθαστα ὅλα ἐκεῖνα τά ἀπειροελάχιστα σήματα, τά ὁποῖα κάνουν μιά φράση νά ὑπονοεῖ, νά ἑλίσσεται, νά ζεῖ. Κι ὅμως, εἴμαστε δέσμιοι κυρίως τῆς γλώσσας, δέσμιοι τοῦ πόθου γι’ αὐτό πού μᾶς τραβάει διαρκῶς πρός τά πίσω. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὑπάρχει ἡ πυκνότητα τῆς ἔκφρασης. Ὁ Σέλλεϋ χρειάζεται εἴκοσι μία λέξεις στά ἀγγλικά, γιά νά μεταφράσει δεκατρεῖς λέξεις τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν: «πᾶς γοῦν ποιητὴς γίγνεται, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν, οὗ ἂν Ἔρως ἅψηται».
Ἀπό ἐδῶ, ἔχει ἀφαιρεθεῖ κάθε ἴχνος λίπους, ἀφήνοντας μόνο τή σφιχτή σάρκα. Ὕστερα, ἔτσι λιτή καί γυμνή ὅπως εἶναι, δέν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα, ἡ ὁποία νά κινεῖται γρηγορότερα, χορεύοντας, παλλόμενη, ὁλοζώντανη κι ἐντούτοις ἐλεγχόμενη. Ἔπειτα ὑπάρχουν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις, τίς ὁποῖες ἔχουμε κάνει νά ἐκφράζουν σέ πολλές περιστάσεις δικά μας συναισθήματα, λέξεις ὅπως: θάλασσα, θάνατος, ἄνθος, ἀστήρ σελήνη –γιά νά ἀναφέρω τίς πρῶτες πού μοῦ ἔρχονται στόν νοῦ–, οἱ ὁποῖες εἶναι τόσο κρυστάλλινες, τόσο ἀνθεκτικές καί τόσο ἔντονες, ὥστε ἄν θέλει κανείς νά μιλήσει μέ σαφήνεια, ἀλλά καί μέ τόν ἁρμόζοντα τρόπο, χωρίς νά θολώσει τό περίγραμμα ἤ νά συσκοτίσει τό βάθος, μόνο στά ἀρχαῖα ἑλληνικά μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ. Ἑπομένως, εἶναι ἀνώφελο νά διαβάζουμε τά ἑλληνικά σέ μετάφραση. Οἱ μεταφραστές δέν μποροῦν νά μᾶς προσφέρουν παρά ἕνα θολό ἰσοδύναμο• ἡ γλώσσα τους εἶναι ἀναγκαστικά πλήρης ἀπόηχων καί συνειρμῶν. Ὅταν ὁ καθηγητής Μακκέιλ γράφει τή λέξη wan, μᾶς ἔρχεται ἀμέσως στόν νοῦ ἡ ἐποχή τοῦ Μπέρν-Τζόουνς καί τοῦ Μόρρις. Οὔτε ὁ πλέον ἐπιδέξιος λόγιος μπορεῖ νά διατηρήσει τή λεπτότερη ἔμφαση, τόν εἱρμό καί τήν κατακρήμνιση τῶν λέξεων – ὁ στίχος:
Thee, who evermore weepest in thy rocky tomb
δέν εἶναι ἴδιος μέ τόν στίχο:
ἅτ’ ἐν τάφῳ πετραίῳ αἰεὶ δακρύεις.
Καί γιά νά καταλήξουμε μέ τούς ἐνδοιασμούς καί τίς δυσκολίες, ὑπάρχει ἐπίσης τό ἑξῆς σημαντικό ζήτημα: Σέ ποιό σημεῖο πρέπει νά γελάσουμε ὅταν διαβάζουμε ἀρχαῖα ἑλληνικά; Ὑπάρχει ἕνα χωρίο στήν Ὀδύσσεια, ὅπου ἀρχίζουν νά μᾶς πιάνουν τά γέλια, ἄν ὅμως μᾶς κοιτοῦσε ὁ Ὅμηρος, εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι θά συγκρατούσαμε τή θυμηδία μας. Γιά νά γελάσει κανείς αὐθόρμητα, αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ κατ’ ἀνάγκην μόνο στά ἀγγλικά (ἄν καί ὁ Ἀριστοφάνης μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἐξαίρεση). Ἄλλωστε τό χιοῦμορ συνδέεται στενά μέ τήν αἴσθηση τοῦ σώματος. Ὅταν γελᾶμε μέ τό χιοῦμορ τοῦ Γουύτσερλυ, γελᾶμε μέ τό σῶμα τοῦ ρωμαλέου χωρικοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ κοινός μας πρόγονος. Γάλλοι, Ἰταλοί καί Ἀμερικανοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόσο διαφορετική καταγωγή, θά κοντοσταθοῦν στό ἴδιο σημεῖο, ὅπως ἐμεῖς ὅταν διαβάζουμε τόν Ὅμηρο, γιά νά βεβαιωθοῦν ὅτι γελοῦν ἐκεῖ ὅπου πρέπει, καί αὐτή ἡ παύση ἀποβαίνει μοιραία. Ἑπομένως, τό πρῶτο πού χάνεται σέ μιά ξένη γλώσσα εἶναι τό χιοῦμορ, κι ὅταν στρεφόμαστε ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική λογοτεχνία στήν ἀγγλική, μᾶς φαίνεται, ὕστερα ἀπό τή μακρά σιωπή, σάν τή δική μας ἐποχή νά τή συνοδεύει ἕνα ξέσπασμα γέλιου.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν δυσκολίες, πηγή παρανοήσεων καί διαστρεβλωμένων ἤ ρομαντικῶν, δουλοπρεπῶν ἤ ὑπεροπτικῶν παθῶν. Ὡστόσο, ὁρισμένα πράγματα εἶναι βέβαια ἀκόμη καί γιά τούς πλέον ἀδαεῖς. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λογοτεχνία εἶναι ἀπρόσωπη καί ταυτοχρόνως εἶναι ἡ λογοτεχνία τῶν ἀριστουργημάτων. Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν σχολές, πρόδρομοι καί ἐπίγονοι. Δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε τά ἴχνη μιᾶς σταδιακῆς προόδου ἡ ὁποία συντελεῖται ἀτελῶς ἀπό πολλούς, μέχρις ὅτου ἐκφραστεῖ τελικά μέ ἐπάρκεια ἀπό ἕναν. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λογοτεχνία μεταδίδει πάντα αὐτή τήν αἴσθηση σφρίγους, ἡ ὁποία διαποτίζει μιά «ἐποχή», εἴτε πρόκειται γιά τήν ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Ρακίνα ἤ τοῦ Σαίξπηρ. Σέ τέτοιους εὐτυχεῖς καιρούς, μία τουλάχιστον γενιά κατορθώνει νά ἀνέλθει σέ δυσθεώρητα συγγραφικά ὕψη• νά κατακτήσει τέτοια ἔλλειψη ἐπίγνωσης, πού σημαίνει πώς ἡ ἐπίγνωση ἔχει διεγερθεῖ στόν ὕψιστο βαθμό• νά ὑπερβεῖ τό ὅριο τῶν μικρῶν θριάμβων καί τῶν διερευνητικῶν πειραματισμῶν. Κι ἔτσι ἔχουμε τή Σαπφώ μέ τούς ἀστερισμούς τῶν ἐπιθέτων της, τόν Πλάτωνα μέ τίς τολμηρές ποιητικές ἐξάρσεις του ἐν μέσω πρόζας, τόν σφιγμένο καί συσπειρωμένο Θουκυδίδη, τόν Σοφοκλῆ πού κολυμπᾶ νωχελικά σάν ἕνα σμάρι πέστροφες, πού αἴφνης ἀρκεῖ μιά κίνηση τῶν πτερυγίων τους κι εἶναι φευγάτες, ἐνῶ στήν Ὀδύσσεια ἔχουμε τόν ἀξεπέραστο μέχρι σήμερα θρίαμβο τῆς ἀφήγησης, τήν πιό διαυγή καί συνάμα ρομαντική ἐξιστόρηση τῆς μοίρας ἀντρῶν καί γυναικῶν.
Ἡ Ὀδύσσεια εἶναι ἁπλῶς μιά ἐξιστόρηση περιπετειῶν, μιά ἐνστικτώδης ἀφήγηση ἑνός λαοῦ θαλασσοπόρων. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ἀρχίσουμε τήν ἀνάγνωση, διαβάζοντας βιαστικά σάν τά παιδιά πού θέλουν νά διασκεδάσουν, μαθαίνοντας τί συμβαίνει παρακάτω. Ἐδῶ ὅμως δέν ὑπάρχει ἴχνος ἀνωριμότητας• ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ πανούργους, ἐπιδέξιους καί παράφορους ἐνηλίκους. Καί ὁ κόσμος τους δέν εἶναι μικρός καί περιορισμένος, καθώς πρέπει νά διασχίσουν τή θάλασσα, ἡ ὁποία χωρίζει τό ἕνα νησί ἀπό τό ἄλλο μέ χειροποίητα πλοιάρια, μετρώντας τίς ἀποστάσεις μέ τό πέταγμα τῶν γλάρων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά νησιά δέν ἦταν πυκνοκατοικημένα, ἐνῶ οἱ κάτοικοι, ἄν καί ἀναγκάζονταν νά φτιάχνουν τά πάντα μέ τά χέρια τους, δέν ἀσχολοῦνταν διαρκῶς μέ τή δουλειά. Ὁπότε εἶχαν τόν χρόνο νά ἀναπτύξουν μιά κοινωνία γεμάτη ἀξιοπρέπεια καί ἀρχοντιά, στηριγμένη σέ μακρά παράδοση ἠθῶν, τά ὁποῖα καθιστοῦσαν τίς σχέσεις εὔρυθμες, φυσικές καί συγκρατημένες. Ἡ Πηνελόπη διασχίζει τήν αἴθουσα, ὁ Τηλέμαχος πηγαίνει γιά ὕπνο, ἡ Ναυσικᾶ πλένει τά ἀσπρόρουχά της, καί οἱ πράξεις τους φαίνονται γεμάτες ὀμορφιά, γιατί οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦν τήν ὀμορφιά τους• ἐκεῖνοι ὅ,τι ἔχουν τό ἔχουν ἀπό γεννησιμιοῦ τους, διαθέτουν τήν αὐτογνωσία παιδιοῦ κι ἐντούτοις γνωρίζουν, τόσες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα στά μικρά νησιά τους, ὅλα ὅσα ὑπάρχουν γιά νά μάθει κανείς. Μέ τόν ἀχό τῆς θάλασσας στά αὐτιά τους καί τά ἀμπέλια, τούς λειμῶνες καί τά ρυάκια γύρω τους, ἐκεῖνοι ἔχουν μεγαλύτερη ἐπίγνωση τῆς ἀμείλικτης μοίρας κι ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, καί δέν προσπαθοῦν νά ἐλαφρύνουν τή θλίψη πού κυριαρχεῖ στό φόντο τῆς ζωῆς. Μένουν ἐκεῖ κι ἐπιβιώνουν, ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκιᾶς πού τούς σκεπάζει, ἀλλά καί συναίσθηση κάθε ρίγους καί ἀναλαμπῆς τῆς ζωῆς• ἔτσι κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀπαυδοῦμε μέ τήν ἀσάφεια καί τή σύγχυση, μέ τόν χριστιανισμό καί τίς παραμυθίες του, μέ τήν ἴδια μας τήν ἐποχή, στρεφόμαστε στούς ἀρχαίους Ἕλληνες.
Γεράσιμος Κακολύρης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Jacques Derrida
Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς πολιτικῆς καί ἠθικῆς σκέψης τοῦ Ζάκ Ντερριντά
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ Εὐρώπη προβαίνει στήν αὐτοκριτική της διηνεκῶς, καί μέσα σέ τούτη τή βελτιώσιμη κληρονομιά ὑπάρχει μιά μελλοντική εὐκαιρία. Τουλάχιστον θά ἤθελα νά τό ἐλπίζω, καί αὐτό ἀκριβῶς τρέφει τήν ἀγανάκτησή μου ἔναντι τῶν λόγων πού καταδικάζουν ὁριστικά τήν Εὐρώπη, ὡς ἐάν αὐτή δέν εἶναι παρά μόνο ὁ τόπος τῶν ἐγκλημάτων της.
J. Derrida, Μαθαίνοντας νά ζεῖς ἐν τέλει [1]
Σήμερα πού ἡ «ἰδέα τῆς Εὐρώπης» βρίσκεται γιά μιά ἀκόμη φορά σέ «κρίση», ἡ σκέψη τοῦ Ζάκ Ντερριντά μᾶς βοηθᾶ νά ἀναλογιστοῦμε, ἐνάντια σέ κάθε εὐρωκεντρισμό καί ἀντιευρωκεντρισμό, τήν ἀνάγκη διαφύλαξης καί μετασχηματισμοῦ αὐτοῦ πού, ὄχι χωρίς προβλήματα, θά μπορούσαμε νά ἀποκαλέσουμε «εὐρωπαϊκή κληρονομιά». Ἡ ἰδέα τῆς δημοκρατίας ἀνήκει σέ αὐτή τήν κληρονομιά, ἐντός τῆς ὁποίας, παρ’ ὅλα αὐτά, «δέν ὑπῆρξε μέ τρόπο ἱκανοποιητικό, καί ἀπομένει νά ἔλθει». Ὄχι ὅμως ὡς πραγμάτωση μιᾶς ἰδεώδους μορφῆς πολιτικοκοινωνικῆς τάξης πραγμάτων, ἀλλά ὡς μιά ἀδιάκοπη, ἀτελεύτητη διαδικασία χειραφέτησης καί προόδου. Δηλαδή ὡς μιά ἰδέα, ἔννοια ἤ πρακτική πού διαρκῶς παραμένει ὑπό σκέψη, ὑπό ἔλευση. Τό ἴδιο καί ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης, τήν ὁποία ἐπικαλούμαστε γιά νά ἀποδομήσουμε, νά ἀλλάξουμε, νά βελτιώσουμε ἤ νά καταργήσουμε ἐκείνους τούς νόμους πού θεωροῦμε ἄδικους.
Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς πολιτικῆς καί ἠθικῆς σκέψης τοῦ Ζάκ Ντερριντά δέν ἀπορρέει μόνο ἀπό τήν πρωτοτυπία της, τόν ριζοσπαστικό της χαρακτήρα καί τό στοχαστικό της βάθος, ἀλλά καί ἀπό τό γεγονός ὅτι κάθε φορά ἐκκινεῖ ἀπό συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, στό Περί φιλοξενίας (1997), ὁ Ντερριντά ἐμπλέκεται τόσο σέ μιά γενεαλογικοῦ τύπου ἀνάλυση τῆς ἱστορίας τῆς ἔννοιας φιλοξενία ὅσο καί σέ μιά ἐξέταση τῶν παραδοξοτήτων ἤ τῶν ἀποριῶν της, προκειμένου νά ἀναφερθεῖ κριτικά στήν αὐξανόμενη ἐχθρότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων πρός τούς μετανάστες. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Ντερριντά ἀνασύρει τήν ἔννοια τῆς «συγχώρεσης» ἀπό αὐτό πού περιγράφει ὡς εὐρωπαϊκή ἤ ἑλληνορωμαιοαβρααμική «κληρονομιά», μέ σκοπό νά ἀναφερθεῖ σέ ἕνα σύγχρονο παγκόσμιο «θέατρο συγχώρεσης», ὅπου ἡγέτες χωρῶν ἤ θρησκειῶν ἀναγνωρίζουν δημοσίως ἐγκλήματα πού ἔχουν διαπραχθεῖ στό παρελθόν καί ζητοῦν συγχώρεση γι’ αὐτά. Ἤ γιά νά ἀναφερθεῖ σέ περιπτώσεις ὅπου ἡ συγχώρεση χρησιμοποιεῖται στό πλαίσιο τῆς ἀνάγκης ἐπίτευξης ἐθνικῆς συμφιλίωσης (π.χ. Νότια Ἀφρική).
Σέ κείμενα, ὅπως τό Περί φιλοξενίας, ὁ Ντερριντά ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἔννοια τῆς φιλοξενίας διέπεται ἀπό μιά ἀνεπίλυτη «ἀπορία»: ἀφενός, ὑπάρχει ὁ «ἀπροϋπόθετος νόμος τῆς ἀπεριόριστης φιλοξενίας», ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει τήν ἄνευ ὅρων δεξίωση τοῦ ἄλλου, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός, δηλαδή τήν παροχή φιλοξενίας στόν ξένο χωρίς προϋποθέσεις, περιορισμούς καί ἀνταλλάγματα. Ἀφετέρου, ὑπάρχουν οἱ «ὑπό προϋποθέσεις» νόμοι τῆς φιλοξενίας πού, ἐνῶ θεσπίζουν ἕνα δικαίωμα καί ἕνα καθῆκον στή φιλοξενία, ταυτόχρονα θέτουν ὅρους (πολιτικούς, δικαϊκούς, ἠθικούς), ἐπιτάσσοντας ὅτι αὐτό τό δικαίωμα πρέπει νά δίνεται μέ προϋποθέσεις, γιά παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος περιορισμός στό δικαίωμα εἰσόδου καί διαμονῆς τοῦ ξένου.
Ἄν καί οἱ δύο ἔννοιες τῆς φιλοξενίας εἶναι ἑτερογενεῖς καί δέν ἀνάγονται ἡ μία στήν ἄλλη, ταυτόχρονα ἀνακαλοῦν ἡ μία τήν ἄλλη. Αὐτό συμβαίνει διότι, ἀπό τή μία πλευρά, ἡ πολιτική ἤ ἡ ἠθική δράση χρειάζεται νά σχετίζεται μέ μιά ἀπροϋπόθετη ἤ ἄπειρη εὐθύνη, προκειμένου νά μήν ἀναχθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τῆς στιγμῆς, δηλαδή πρέπει νά βασίζεται σέ μιά ὑπερβατική ἀρχή ἐπέκεινα τῶν πραγματιστικῶν ἀπαιτήσεων τοῦ συγκεκριμένου ἱστορικοῦ, κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ πλαισίου. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ νόμοι ἑνός δικαιώματος καί ἑνός καθήκοντος στή φιλοξενία εἶναι ἀπαραίτητοι προκειμένου νά ἐγκαθιδρυθοῦν ἐκεῖνες οἱ προϋποθέσεις πού θά ἐπιτρέψουν στή φιλοξενία νά καταστεῖ πραγματική καί νά μήν παραμείνει ἐς ἀεί ἁπλῶς εὐσεβής πόθος ἤ οὐτοπία (ὅπως, γιά παράδειγμα, οἱ νόμοι πού διέπουν τό ἄσυλο). Οἱ νόμοι τῆς φιλοξενίας ἀποτελοῦν, ἐπίσης, ἀνάχωμα ἀπέναντι στά ἐνίοτε φαῦλα ἀποτελέσματα τῆς ἀπροϋπόθετης φιλοξενίας (ὅταν, γιά παράδειγμα, ὁ ἐρχόμενος ἄλλος εἶναι ἕνας ἐπικίνδυνος εἰσβολέας). Συνεπῶς, ὁ διπλός νόμος τῆς φιλοξενίας ἐπιβάλλει νά ὑπολογίζουμε τούς κινδύνους χωρίς, ὅμως, αὐτό νά μᾶς ὁδηγεῖ στό νά κλείνουμε τήν πόρτα στό(ν) ξένο, τό μέλλον, τό μή ὑπολογίσιμο. Γιά τόν Ντερριντά, αὐτός ὁ διπλός νόμος «καθορίζει τό ἀσταθές ἔδαφος τῆς στρατηγικῆς καί τῆς ἀπόφασης. Τῆς βελτιωσιμότητας ὅπως καί τῆς προόδου. Αὐτός ὁ τόπος ἀναζητεῖται σήμερα, γιά παράδειγμα, στίς ἀντιπαραθέσεις γιά τή μετανάστευση» («Ἡ ἀρχή τῆς φιλοξενίας», 1997).
Αὐτή ἡ ἀσυμμετρία μεταξύ τῆς ἀπροϋπόθετης καί τῆς ὑπό ὅρους φιλοξενίας διατηρεῖ τή φιλοξενία ὡς ἕνα διαρκές διακύβευμα, ἀφοῦ κάθε συγκεκριμένο συμβάν δεξίωσης τοῦ ἄλλου δέν μπορεῖ παρά νά ὑπολείπεται τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἀπροϋπόθετου νόμου τῆς ἀπεριόριστης φιλοξενίας. Ἡ θέση πού ἀναδύεται στό Περί φιλοξενίας καί ἀντηχεῖ μέ αὐξανόμενη δύναμη στό ἔργο τῶν τελευταίων ἐτῶν τοῦ Ντερριντά πρίν τόν θάνατό του εἶναι ὅτι ἡ ὑπεύθυνη πολιτικοηθική δράση καί ἀπόφαση συνίσταται στήν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἀδιάλειπτης διαπραγμάτευσης ἀνάμεσα σέ αὐτές τίς δύο ἑτερογενεῖς ἀπαιτήσεις.
Κάτι ἀντίστοιχο ἰσχύει καί μέ τήν ἔννοια τῆς συγχώρεσης. Ὁ Ντερριντά ἀνιχνεύει μιά ἀνυπέρβλητη ἔνταση στήν καρδιά τῆς ἑλληνορωμαιοαβρααμικῆς μας «κληρονομιᾶς» μεταξύ μιᾶς ἀπροϋπόθετης καί μιᾶς «ὑπό ὅρους» συγχώρεσης. Ἀφενός, ὑπάρχει ἡ γενναιόδωρη, ἄπειρη, ἀνοικονομική συγχώρεση πού χορηγεῖται ἀκόμη καί σέ ἐκείνους πού δέν μετανοοῦν ἤ δέν ζητοῦν συγχώρεση. Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἡ ἀπροϋπόθετη συγχώρεση μοιάζει μέ αὐτό πού ὁ Ντερριντά ἀποκαλεῖ «καθαρό» ἤ «ἀληθινό» δῶρο, καί τό ὁποῖο δίνεται χωρίς ποτέ νά ζητᾶ ἀνταπόδοση. Ἀφετέρου, στήν ἴδια παράδοση ὑπάρχει μιά μή γενναιόδωρη, ὑπό ὅρους συγχώρεση, πού ἀπαιτεῖ ἐγγυήσεις, προκειμένου νά χορηγηθεῖ. Δηλαδή, ἀπαιτεῖ τήν ἀναγνώριση τοῦ λάθους, τή μεταμέλεια, τή μεταμόρφωση τοῦ ἐνόχου, ὁ ὁποῖος τότε αἰτεῖται ρητά συγχώρεσης. Ὅπως συμβαίνει μέ τή φιλοξενία, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Ντερριντά ἀρνεῖται νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα στούς δύο αὐτούς πόλους τῆς ἔννοιας τῆς συγχώρεσης. Ὁ ἀσταθής «χῶρος» τῆς συγχώρεσης εἶναι ἡ ἀπαραμείωτη, ἑτερογενής ἔνταση τοῦ (ἀνα)μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο πόλων. Ἡ ἀπόφαση καί ἡ εὐθύνη λαμβάνουν χώρα σέ αὐτό τό (ἀνα)μεταξύ, σέ αὐτό τό ἐνδιάμεσο. Καί ὑπάρχει ἀναπόδραστα πάντα κίνδυνος καί ἀβεβαιότητα στήν ἐμπειρία τῆς διέλευσης αὐτοῦ τοῦ «χώρου».
Κοινή συνισταμένη τῶν ἀναλύσεων τοῦ Ντερριντά εἶναι ἡ προσπάθεια διάνοιξης τῆς «εὐρωπαϊκῆς» σκέψης καί κληρονομιᾶς στήν ἔλευση τοῦ ριζικά νέου. Συνεπῶς, ὁ ἀπεγκλωβισμός τῆς Εὐρώπης ἀπό τήν «κρίση» δέν θά ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἀνάκτηση τῆς «δυνατότητάς» μας νά τήν ὑπερβοῦμε, ἀλλά μέ τήν προσπάθεια νά σκεφτοῦμε ἐπέκεινα τῆς ὑπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ὅσο κι ἄν αὐτό φαίνεται ἀδύνατον (ἄλλωστε, γιά τόν Ντερριντά, τό νέο γιά νά εἶναι «πραγματικά» νέο δέν μπορεῖ παρά νά ἐμφανίζεται παροντικά μόνο ὡς «ἀδύνατο»). Αὐτό προκειμένου νά διατηρήσουμε τήν ἐλπίδα ἔλευσης «κάτι πιό μακρινοῦ ἤ ὑπερβολικά κοντινοῦ, κάτι ταυτόχρονα πιό παλιοῦ καί πιό νέου ἀπό τήν κρίση, πιό τρομακτικοῦ ἀλλά καί πιό προκλητικοῦ, γιά νά μήν πῶ πιό ἐνδιαφέροντος» (J. Derrida, Οἰκονομίες τῆς κρίσης, 1983).
Στό διάστημα 24 ἕως 26 Ἰανουαρίου 2013, ὁ Τομέας Φιλοσοφίας τοῦ Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικῆς, Ψυχολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σέ συνεργασία μέ τό Γαλλικό Ἰνστιτοῦτο Ἑλλάδος, πραγματοποίησε συνέδριο μέ ἀντικείμενο τήν ἠθική καί πολιτική σκέψη τοῦ Ζάκ Ντερριντά στήν Ἀθήνα. Τό συνέδριο, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν σαράντα ὁμιλητές (τέσσερις ἐκ τῶν ὁποίων Γάλλοι) ἀπό διαφορετικά ἐπιστημονικά πεδία (φιλοσοφία, πολιτική θεωρία, ψυχανάλυση, ἀρχιτεκτονική, λογοτεχνία κ.λπ.), κάλυψε ἕνα εὐρύ φάσμα θεματικῶν πού ἅπτονταν τῆς ἠθικῆς καί πολιτικῆς φιλοσοφίας τοῦ Ζάκ Ντερριντά ὅπως δημοκρατία, δίκαιο, φιλοξενία, δῶρο, συγχώρεση, δικαιοσύνη, ἀπόφαση, εὐθύνη, ἠθική καί ζῶα κ.λπ. Στό παρόν τεῦχος τῆς Ποιητικῆς δημοσιεύονται τέσσερα κείμενα ἀπό τό συγκεκριμένο συνέδριο.