ΠΟΙΗΤΙΚΗ Τεύχος όγδοο (επιλογές)

ΠΟΙΗΣΗ

Yves Bonnefoy

Ὁ ποιητής τῶν σιωπηλῶν ἤχων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΛΕΩΔΗΣ

Τραγουδοῦσε, ἄν μπορεῖς ἔτσι νά τό πεῖς,
Μά ὄχι, κάτι πιό πολύ ἀνάμεσα σέ ὁμιλία καί φωνή,
Ἕνας τρόπος, ὁ λόγος νά ἐκκρεμεῖ
Ὅπως στό ἀβέβαιο πρίν τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Κάποιες φορές μάλιστα δέν ἤτανε κάν λέξεις,
Ὁ ἦχος μόνο ἀπ’ ὅπου λέξεις λαχταροῦν νά βγοῦν,
Ὁ ἦχος πού ἴσκιο ἔφερνε ὅσο καί φῶς ἐξίσου,
Μήτε πλέον θόρυβος καί μήτε ἀκόμη μουσική.
(«Ἡ Μακρυνή φωνή»)

Ὁ ΥΒ ΜΠΟΝΦΟΥΑ εἶναι ἴσως ὁ σημαντικότερος ποιητής τῆς μεταπολεμικῆς Γαλλίας. Γεννημένος τό 1923, ἀκολουθεῖ σπουδές μαθηματικῶν, ἱστορίας τῶν ἐπιστημῶν καί φιλοσοφίας (ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Gaston Bachelard καί τοῦ Jean Wahl), καί, μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του, ἀφοσιώνεται στή διδασκαλία καί τήν γραφή. Δίδαξε σέ πολλά πανεπιστημιακά ἱδρύματα στήν Γαλλία καί τό ἐξωτερικό (μεταξύ ἄλλων στό Γέηλ, στό πανεπιστήμιο τῆς Νέας Ὑόρκης, στό πανεπιστήμιο τῆς Γενεύης), καί τό 1981 ἐκλέγεται καθηγητής στό Collège de France (ἕδρα Συγκριτικῶν σπουδῶν τῆς ποιητικῆς λειτουργίας), θέση πού κράτησε ὥς τό 1993. Σήμερα εἶναι ἐπίτιμος καθηγητής σέ πολλά ἀπό τά πιό φημισμένα διεθνή πανεπιστημιακά ἱδρύματα (μεταξύ ἄλλων στό πανεπιστήμιο τοῦ Σικάγου, στό Trinity College τοῦ Δουβλίνου, στήν Ὀξφόρδη καί φυσικά στό Collège de France). Ἔχει τιμηθεῖ μέ σημαντικά βραβεῖα (Μεγάλο Βραβεῖο ποιήσεως τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας κ.ἄ.), καί τοῦ ἔχουν ἀφιερωθεῖ ἀρκετές ἐκθέσεις στήν Γαλλία, μεταξύ ἄλλων στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη. Ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστής καί βασικός ἐπιμελητής τοῦ Λεξικοῦ τῶν μυθολογιῶν καί τῶν θρησκειῶν τῶν παραδοσιακῶν κοινωνιῶν καί τοῦ ἀρχαίου κόσμου, στίς ἐκδόσεις Flammarion.

Τό ἔργο του χωρίζεται σέ τρία σκέλη: ποίηση, δοκίμιο καί μεταφράσεις. Ἡ δοκιμιακή του παραγωγή χαρακτηρίζεται ἀπό πληθώρα κριτικῶν δοκιμίων πάνω στήν «ἱστορία τῶν μορφῶν» (ἐκ τῶν ὁποίων πολλά πάνω στήν τέχνη τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης), καί δοκιμίων ἐξομολογητικῆς-στοχαστικῆς εὐαισθησίας πάνω στήν ποιητική ἐμπειρία, ὁ ἴδιος ὅμως πιθανότατα θά χαρακτήριζε καί τά δύο αὐτά δοκιμιακά «εἴδη» δοκίμια «ποιητικῆς». Παράλληλα, ἐπιδόθηκε καθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του στήν μετάφραση ποιητικῶν ἔργων πού τοῦ εἶναι ἀκριβά, ὅπως τοῦ Γέητς, τοῦ Κήτς, τοῦ Πετράρχη, τοῦ Λεοπάρντι, καί, κυρίως, τοῦ Σαίξπηρ (σχεδόν ἀποκλειστικά τραγωδίες ἀλλά καί τά σοννέτα), τοῦ ὁποίου οἱ μεταφράσεις του χαίρουν σήμερα μεγάλης ἐκτιμήσεως στήν Γαλλία.
Ὡς ποιητής, πρωτοεμφανίζεται τό 1946 καί καθιερώνεται τό 1953 μέ τήν πρώτη του μεγάλη σύνθεση (πού συνιστᾶ μέχρι σήμερα μία ἀπό τίς κορυφές τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου ), Περί τῆς κινήσεως καί τῆς ἀκινησίας τῆς Δούβης, μιᾶς φανταστικῆς ἀρχαίας πόλεως ἡ ἐνατένιση (μές στό μυαλό του;) τῶν ἐρειπίων τῆς ὁποίας τῆς προσδίδει ἐκ νέου ζωή, δυνάμει τῆς ἀλληλεπίδρασής τους μέ τόν νοῦ τοῦ θεατῆ καί τό σημερινό τοπίο.

Ἀπό τήν πρώτη κιόλας σημαντική σύνθεση αὐτήν, ὁ Μπονφουά ἐμφανίζει ξεκάθαρα τήν αἰσθητική τῆς στιχοποιίας του: πρόκειται γιά μιά σαφή ἀντίδραση στήν γαλλική ποιητική ἐμπροσθοφυλακή καί τούς λογῆς μορφικούς πειραματισμούς. Ὥστε μορφολογικά, ἡ ποίηση τοῦ Μπονφουά, ἀπορρίπτοντας κάθε φορμαλιστική προσέγγιση, μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ συντηρητική. Ἐπιστρέφει σ’ ἕναν στίχο κλασσικότερο, ριλκεϊκό θά μπορούσαμε νά ποῦμε, καί, ἰδιαίτερα στά πιό πρόσφατα ποιήματά του, σέ μιά στιχοποιία μακρῶν στροφικῶν ἑνοτήτων. Αὐτό πού αἰσθητικά ὅμως τόν χαρακτηρίζει περισσότερο εἶναι, κυρίως στό πρῶτο μισό τοῦ ἔργου του, ἡ ἀριστοτεχνική ἐπανεισαγωγή τοῦ ἀλεξανδρινοῦ μέτρου, τό ὁποῖο ὅμως πλάθεται ἀπίστευτα εὐλύγιστο, σέ σπασμένον ἤ πλήρη στίχο, μειωμένον ἤ αὐξημένον, διασκελισμένον ἤ παρατονισμένον, τόσο ὥστε συχνά ὁ δωδεκασύλλαβος νά μήν ἀκούγεται σχεδόν (καί πολλές φορές μάλιστα πρέπει ν’ ἀκούσει κανείς τό ποίημα διαβασμένο ἀπό τόν ἴδιο τόν ποιητή, στίς θαυμάσιες ἠχογραφήσεις πού διαθέτουμε, γιά νά νοιώσει ὅτι πράγματι, ὑπάρχει ἀπό κάτω ἀλεξανδρινό μέτρο). Ὥστε τόν ρυθμό του χαρακτηρίζει μιά μεγάλη κλασσική πλαστικότητα, τόσο πού θά διακινδυνεύαμε ἴσως νά ἰσχυριστοῦμε πώς ἡ ποίηση τοῦ Μπονφουά ἀποτελεῖ τόν τρίτο μεγάλο σταθμό στήν διαδικασία ἐλαστικοποίησης τοῦ γαλλικοῦ κλασσικοῦ μέτρου, μετά τόν Ρακίνα καί τόν Οὐγκώ. Σταθμό στόν ὁποῖον ἡ ἐλαστικοποίηση φτάνει πιά σέ σημεῖο τέτοιο ὥστε ὁ ἀλεξανδρινός νά καθίσταται σχεδόν ἀόρατος.

Ἡ γλώσσα τοῦ Μπονφουά διακρίνεται ἀπό ἔντονο κλασσικισμό ἐπίσης. Χρησιμοποιεῖ τά γαλλικά μέ τρόπο πλούσιο, πλέριο, τίς λέξεις στό μέγιστο δονητικό καί συνειρμικό δυναμικό τους, μ’ ὅλους τούς ἀπόηχους καί τίς ἁρμονικές τους νά συνηχοῦν καί νά ξυπνοῦν καλειδοσκοπικές αἰσθήσεις στόν φυσικό γάλλο ἀναγνώστη, κι ὡστόσο ἡ γλώσσα παραμένει πάντοτε σχετικά ἁπλή, χωρίς νεολογισμούς ἤ ἄλλες λογοπαιγνιακές στρεβλώσεις, χωρίς ὑπερβολικές πολυσημίες, τουλάχιστον στό λεξικό ἐπίπεδο, καί γενικῶς, χωρίς ὑπέρογκα καλολογικά καί ἀκουστικά μαλάματα.
Οὐσιαστικά, τίς περισσότερες δυσκολίες προκαλεῖ στόν ἀναγνώστη ἡ σύνταξη τοῦ Μπονφουά, χαρακτηριστικότατη καί ἀναγνωρισιμότατη, μέ τίς ὑπερμακροσκελεῖς, ἰδίως στό δεύτερο μισό τοῦ ἔργου του, φιδογυριστές περιόδους της, τήν συστηματική ἕλξη πού ἀσκεῖ στόν ποιητή ὁ παρένθετος λόγος, καί τήν συχνότατη, καί πολλές φορές ἀσυνήθιστη, παρουσία τῆς ὑποτακτικῆς. Συναντοῦμε συχνά παραδείγματος χάριν, σέ περιόδους ἐγκιβωτισμένες ἡ μία μέσα στήν ἄλλη, πάνω ἀπό δύο δευτερεύουσες, μακροσκελέστατες ἡ καθεμιά, ἡ εἰσαγωγή καί τό πέρας τῶν ὁποίων, λόγω καί τῆς στιχοποιίας πού μετέρχεται διασκελισμούς συστηματικούς καί ἀλλεπάλληλους, δέν εἶναι πάντοτε εὐχερές νά ἐντοπιστοῦν, τουλάχιστον κατά τήν πρώτη ἀνάγνωση.
Τέλος, στό ὕφος τοῦ Μπονφουά περνοῦν συχνά, μεταξύ ἄλλων, ἀπόηχοι τοῦ Χαίλντερλιν, τοῦ Ρίλκε ἀλλά καί τοῦ Σεφέρη, τήν γαλλική μετάφραση τῶν ποιημάτων τοῦ ὁποίου (Λακαριέρ-Μαυράκη, ἐκδόσεις Gallimard) μήν ξεχνοῦμε ὅτι προλόγισε, μετέφρασε δέ ὁ ἴδιος τά Τρία κρυφά ποιήματα, καί ἀφιέρωσε ἕνα δοκίμιο στόν «Βασιλιά τῆς Ἀσίνης».

Ἐάν ἡ μορφή της μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ κλασσικιστική, τό περιεχόμενο, δηλαδή ἡ θυμικότητα τῆς ποίησης τοῦ Μπονφουά διέπεται ἀπό ἕνα στοιχεῖο πού θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε νεο-ρομαντικό. Ἀντιδρώντας, ὅπως εἴπαμε, στόν ποιητικό μοντερνισμό, στήν συστηματική χρήση τῆς διακειμενικότητας καί τούς γλωσσομορφολογικούς πειραματισμούς, ἤ, ἀκόμη, στήν ἑρμητική γλώσσα ἑνός Ρενέ Σάρ ἤ ἑνός Τσέλαν (μέ τόν ὁποῖον ἄλλωστε συνδεόταν φιλικά), ἡ ποίηση τοῦ Μπονφουά κοιτάζει, τόσο ὡς πρός τήν ὕλη ὅσο καί τήν μορφή της, οὕτως εἰπεῖν «πρός τά πίσω», πλήν δίχως νοσταλγία, ἤ ἔστω μέ τό παροντικό, ζῶν νόημα πού δίνει στήν νοσταλγία ὁ Μπονφουά.
Τήν ὕλη τῆς ποίησής του διατρέχουν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον καί συγκροτοῦν, σχεδόν ἀποκλειστικά, δύο θεμελιώδεις θυμικοί τόνοι (ἐξ οὗ καί ὁ χαρακτηρισμός πού ἀποτολμήσαμε, «νεο-ρομαντική»): ἀπό τή μιά τό ὠκεάνειο, ὀντολογικό αἴσθημα πού γεννᾶ τό θέαμα τῆς φύσης, κι ἀπό τήν ἄλλη τό βάρος τοῦ παρελθόντος ἐπάνω στό παρόν, πλήν ὄχι ὡς ἁπλή, στείρα νοσταλγία ἀλλά ὡς πόθος ἀναγέννησης μές ἀπό τήν ἀναζωογόνηση πού ἐπιφέρει στό ζωντανό ἀκόμη ἀλλά τετριμμένο πλέον παρόν (τά «ἐρείπια», πού σημαίνουν στήν ποίησή του ὄχι τό παρελθόν μά τό παρόν) – τήν ἀναγέννηση πού ἐπιφέρει στό παρόν τό φαινομενικά παρωχημένο καί συνεπῶς «νεκρό», πλήν ὑπογείως (μέσα στήν μνήμη ἀλλά καί, κυρίως, μέσα στά ἴδια τά πράγματα) ζωντανό πάντοτε, μέ μία ἔννοια ριζική, ζωτική, ἀρχέγονη, παρελθόν. Γι’ αὐτό καί ἡ σύνολη ποιητική παραγωγή τοῦ Μπονφουά ἀναρριπίζεται, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἕως καί κατατρύχεται, ἀπό εἰκόνες πραγμάτων περασμένων, «ἐρειπωμένων», ὅπου ἡ φύση ἔχει πάρει πάλι τό ἐπάνω χέρι, διαβρώνοντας βεβαίως τά αἰσθήματα, τά ἔργα καί τίς πράξεις διά τῆς φθορᾶς, δηλαδή τῆς ζωῆς, τοῦ χρονισμοῦ στόν ὁποῖον τά ἀναγκάζει, μά καί ἀναζωογονώντας τα μ’ ἕναν παράδοξο τρόπο δικό της, ἐντάσσοντάς τα καί αὐτά μές στό ἀνεξάντλητο δυναμικό τῆς ἀέναης ἀναβλάστησής της. Ὥστε τά συντρίμμια, τά καπνισμένα ἄδεια κρύα τζάκια, κρύβουν πάντοτε γιά τόν Μπονφουά, καί μοναχά αὐτά, μία ἐλπίδα, κάτι σάν ἕνα καρβουνάκι τόσο δά πού δέν ἔχει ἀκόμη σβήσει καί πού φοβισμένο, διστακτικό, κρύβεται κάτω ἀπό τίς στάχτες, καί πού δύναται ὡστόσο νά δώσει πάλι ζωή σέ μιά νέα φωτιά, σέ ὅσα κάηκαν, δηλαδή ἔζησαν, ἔλαμψαν ὅσο διήρκεσε ἡ παλιά φωτιά – νά τούς ξαναδώσει ὄχι τή ζωή τους τήν παλιά, μά μιά ζωή ἀνέκδοτη, ἀπάρθενη, καινούργια:

Καί ἡ σπίθα κάτω / Ἀπ’ τά βρεγμένα ξύλα, καί ἐνόσω ἀκόμη ἀνήσυχοι / Κοιτάζουμε τήν φλόγα πού διστάζει, / Ἡ πρώτη κουβέντα μετά ἀπό μιά μακρά σιγή, / Ἡ πρώτη φωτιά πού παίρνει πάλι κάτω ἐκεῖ, / Στόν πεθαμένο κόσμο. («Μέσα στήν πλάνη τῶν λέξεων»)

Ἐάν ὑπῆρχε ἕνας μονάχα στίχος τοῦ Μπονφουά πού νά μποροῦσε νά συνοψίσει μέ τήν ἐπιγραμματικότητα ἑνός μόττο τό ἐν λόγω θυμικό αἴτημα, διάχυτο σέ ὅλα τά ποιήματά του, θά ἦταν ἴσως ὁ ἑξῆς:

Πῶς κανείς νά κάνει ὥστε νά ἐξακολουθεῖ ν’ ἀκούγεται, μές στήν ὀχλοβοή ἡ ἐλπίδα, / Πῶς κανείς νά κάνει ὥστε «γερνῶ» νά σημαίνει ξανανοιώνω, / Ὥστε τό πατρικό σπίτι ν’ ἀνοίξει πάλι, ἀλλ’ ἀπό μέσα• / Ὥστε νά μή μένει μοναχά ὁ θάνατος, πού σπρώχνει / ἔξω ‘κεῖνον πού ἐγύρευε ἕναν γενέθλιο τόπο; («Τό πατρικό σπίτι», 2001, ἡ μετάφραση δική μας)

Λογική συνέπεια τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ μπονφουαϊκοῦ θυμικοῦ τόνου, τοῦ πόθου γιά λύτρωση μέσ’ ἀπό ὅ,τι, ἀνέκφραστο, ἄδραστο, ἔχει διαφυλαχτεῖ μέσα στό παρελθόν καί, σιωπηλό ὡς ἀχρησιμοποίητη ἀκόμη δυνατότης, περιμένει νά τό ἐλευθερώσουμε γιά νά ἐλευθερώσει ἐμᾶς – λογική συνέπεια, ἡ πανταχοῦ παρουσία τῆς παιδικότητας ὡς ὀντολογικῆς ἀξίας μέσα στήν ποίηση τοῦ Μπονφουά, καί πού ἀποτελεῖ τήν πηγή μιᾶς τρίτης ποιητικῆς θυμικότητας, παράγωγης τῶν δύο ἄλλων μά ἐξίσου θεμελιώδους γιά τήν ποίηση αὐτή καί πού τήν διαπνέει ἰσοπόσως.
Καθώς ἡ ἀναγέννηση μπορεῖ νά ἔρθει μοναχά μέσα ἀπό ‘κεῖνο πού, μέσα στά παρελθόντα, ἔμεινε ἀνεκμετάλλευτο, δυνητικό, μέ ἄλλα λόγια, μελλοντικό, καίριο εἶναι νά βρεθεῖ ἡ θυμικότητα ἐκείνη πού προσιδιάζει κατ’ ἐξοχήν καί ἐκ φύσεως στό μελλοντικό, καί πού μόνη κατά συνέπεια μπορεῖ νά μᾶς ξεκλειδώσει τό μέλλον. Καθώς τό μελλοντικό εἶναι ταυτόχρονα κι ἐκεῖνο πού δέν γνωρίζουμε ἀκόμη, ἡ ἀπορία, πού ἀφήνει διά τῆς συστατικῆς ἐρωτηματικότητός της τόν κόσμο ἀνοιχτό, μήν περι-ορίζοντάς τον σέ ἀπαντήσεις καί ἐξηγήσεις – ἀνοιχτόν, δηλαδή ἐλεύθερο, καί συνεπῶς ἐλεύθερο νά συμβαίνει πάντοτε ἐκ νέου, ἡ ἀπορία εἶναι ὁ θυμικός τόνος πού ἔχει τήν ὀργανικότερη σχέση μέ τήν ζωή ὅπως τήν καταλαβαίνει ὁ Μπονφουά, δηλαδή μέ τό μέλλον. Καί ποιός ἀπό τό παιδί θά μποροῦσε νά ἐνσαρκώνει καλύτερα τήν θυμικότητα τῆς ἀπορίας, νά συμβολίζει καλύτερα τήν ἀπορία ὡς ὀντολογική τέτοια ἀξία;

Τό παιδί στόν δρόμο πάνω θά κουνᾶ / Τό πελώριο κεφάλι του, / Κοιτάζοντάς μας μέ τήν ἀδεξιότητα τοῦ νοῦ / Πού ξαναπιάνει ἀπ’ τήν ἀρχή τό ἔργο / Τοῦ φωτός μέσα στό αἴνιγμα. («Μέσα στήν πλάνη τῶν λέξεων»)

Μέ τούς τρεῖς αὐτούς θεμελιώδεις θυμικούς τόνους της, ὠκεάνειο αἴσθημα τῆς φύσης, πόθο ἀενάου ἀναγέννησης διά τῆς «νοσταλγίας», δηλαδή τῆς ἀνενθύμησης τοῦ παρελθόντος ὡς μοναδικῆς πηγῆς νέας ζωῆς καί μέλλοντος (αἰσθήματα καί τά δύο, εἰρήσθω ἐν παρόδω, λίαν παγανιστικά μά καί στήν βάση τοῦ Ρομαντισμοῦ, καί συνεπῶς καί τῆς ποίησης τοῦ Χαίλντερλιν ἀλλά καί ἐκείνης τοῦ ὄψιμου «μεταρομαντικοῦ» πού ὑπῆρξε ὁ Ρίλκε), καί, τέλος, μέ τήν ὀντολογική ἀπορία, ἤ «θαυμασμό», καί τόν ριζικότερο φορέα της πού εἶναι ἡ παιδικότης, προαγόμενη ἐκ τούτου σέ ὕψιστο ἰδανικό καί ἀξία, τό περιεχόμενο τῆς ποίησης τοῦ Μπονφουά συγγενεύει μέ κάποιες καίριες πτυχές τῆς σκέψης τοῦ Χάιντεγγερ. Οἱ στοχαστικές τους συγγένειες, ἰδιαίτερα μάλιστα στό ζήτημα τῆς οὐσίας τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου, γίνονται δέ ἀκόμη περισσότερο ἁπτές, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, σ’ ἐκεῖνον πού θά διατρέξει τά περί ποιητικῆς θεωρητικά κείμενα τοῦ Μπονφουά, δοκίμια ἤ διαλέξεις. Τό ὁποῖο καί μᾶς εἰσάγει στό τελευταῖο, καί πιό κρίσιμο ἴσως ἐρώτημα πού ἐγείρει ἡ ποίηση ὅσο καί ἡ Ποιητική τοῦ Μπονφουά: ποιά εἶναι γιά τόν ποιητή ἡ (ὀντολογική) οὐσία τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου; Μέ ἄλλα λόγια: τί δίνει ἡ ποίηση, καί, κυρίως, τί δίνει τήν ποίηση;

ἡ κοινή σκέψη ἀπατᾶται, ἀπό τόν Ρομαντισμό τουλάχιστον, σχετικά μέ τήν φύση τοῦ ποιητικοῦ. Προϊόντα μιᾶς συνείδησης πού ἀπό τήν σχέση πρός ἑαυτόν δέν γνωρίζει παρά τόν ἑαυτό (moi) –τόν ἑαυτό, πού εἶναι ἀναπαράσταση ἐκεῖ πού τό Ἐγώ (Je) εἶναι ἐνέργεια καί παρουσία–, οἱ κριτικοί δέν βλέπουν μές στό ποίημα παρά τήν ἔκφραση τοῦ ἑαυτοῦ, ἤ τήν ψυχαγωγία του, ἐνῶ ἡ ποίηση, ὡς πρός τήν οὐσία της, δέν ἔχει ἄλλη ἔγνοια παρά πῶς θά τόν παραβεῖ, ἤ ἔστω πῶς θά τόν ἀναπλάσει (Genève, 1993, σσ. 56-57 )

Τό ποιητικό φαινόμενο, λέει ὁ Μπονφουά, δέν ἀφορᾶ τό ἐνεργητικό «ἐγώ» (moi) μας, δέν τό γεννᾶ δηλαδή ἡ προθετικότητα τῆς συνείδησης καί τά παράγωγά της (ἀντίληψη, ἐννοιολογική σύλληψη κτλ). Μέ ἄλλα λόγια, οὔτε δίδεται ἀπό τά μάτια, ἐξωτερικά ἤ ἐσωτερικά, οὔτε καί ἀπευθύνεται σ’ αὐτά. Γιά τοῦτο, ἡ ποίηση δέν εἶναι «ὀπτικό» φαινόμενο, δηλαδή, ἐν τέλει, κείμενο, καί τό ποίημα, τό ἀληθινό ποίημα, εἶναι ἄλλο ἤ, καλύτερα, ἀλλοῦ, ἀπό τό κείμενό του. Τήν ποίηση, μᾶς λέει ὁ Μπονφουά, δέν τήν παράγει ὁ ποιητής ἀλλά ἐκλύεται ἀπό τήν παθητικότητά του, εἶναι ἀπότοκη τῆς τελευταίας καί ἀπευθύνεται κατόπιν πάλι σ’ αὐτήν, δηλαδή, τήν ποιητική φανέρωση καθιστᾶ ἐφικτή ἡ αὐτοπάθεια, τό «ἐμένα» μας• ὄχι ἡ ὀπτική-ἐνεργητική ἀλλά ἡ παθητική, «ἀκουστική» διαθεσιμότητά μας. Διότι τό ποίημα μπορεῖ μέν νά εἶναι φαινομενικά, «ὀντικά» θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὡς κείμενο, εἰκόνα, ὅμως «ὀντολογικά», οὐσιακά, εἶναι Ἦχος, μέ ἄλλα λόγια, κάτι πιό κοντά στήν μουσική παρά στήν γραφή – ἀλλά στήν μουσική ὑπό τήν ἀρχέγονή της σημασία (δηλαδή οὐσία), ἐκείνην τοῦ Ἤχου ἀκριβῶς.
Ἐπειδή λοιπόν τό ποίημα δέν εἶναι ἐν ἀρχῆ κείμενο, γιά τοῦτο καί δέν θά πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει τί σημαίνει, τό «νόημά» του, ἡ σημασία (signification) του, μέ ἄλλα λόγια: ἡ ὅποια ποιηματική σημασιολογία δρᾶ ἐκ φύσεως ἔνθεν, ἤ μᾶλλον ἐκεῖθεν τῆς οὐσίας τοῦ ποιήματος, δηλαδή τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου πού ἔδωσε τό ποίημα (πού ἔκανε τόν ποιητή νά δώσει ἕνα ποίημα). Οὔτε κάν ὁ ποιητής, λέει ὁ Μπονφουά, δέν γνωρίζει τί «σημαίνουν» τά ὅσα γράφει, γιατί λοιπόν ἐξακολουθοῦμε πεισματικά νά τόν ρωτάμε τί ἐννοεῖτε καί τί ἐννοεῖτε; Τό ποιητικό κείμενο «ἐννοεῖ» ὅ,τι καταλαβαίνει ὁ καθένας, γι’ αὐτό καί δέν ἔχει πολλή σημασία τί ἐννοεῖ τό ποιητικό κείμενο. Ὅμως το ποίημα… Τό ποίημα, πρίν κιόλας ἀπό τό κείμενό του, ἀπό τίς «σημασίες» του ἤ τά «νοήματά» του, τό ποίημα εἶναι ἕνας ἦχος πού ἔρχεται καί μᾶς ἀγγίζει, βαθιά μέσα μας. Ὡς «ἦχο» ὅμως τοῦ ποιήματος ὁ Μπονφουά δέν ἐννοεῖ, καί τό διευκρινίζει αὐτό μέ κάθε εὐκαιρία, τά καλολογικά ἠχητικά φαινόμενα πού, κι αὐτά, ἀνήκουν στό ποιητικό κείμενο: παρηχήσεις, χασμωδίες, ρίμες, συνηχήσεις, ἐσωτερικές ἀντηχήσεις, παρατονισμούς κτλ.:

Τόν ἦχο τῶν λέξεων δέν παύουμε στιγμή νά τόν ἀκοῦμε, θά πεῖ ἴσως κάποιος, ἀφοῦ αὐτός καί μόνο ἐπιτρέπει νά διαφοροποιοῦνται οἱ φθόγγοι. Τόν ἐπιστρατεύουμε ἐπίσης ἕνεκεν τῆς καθαρά ἠχητικῆς ποιότητάς του, ὅταν ἐπιθυμοῦμε νά ὑπογραμμίσουμε κάποιο καίριο σημεῖο τῶν λόγων μας, κάποια σημαίνουσα πρόθεση: πρόκειται γιά τήν ρητορική χρήση [τοῦ ἤχου]. Καί τόν ἐπιστρατεύουμε πάλι, καί ἴσως κατεξοχήν, ὅταν ἡ ἀσυνείδητη ἐπιθυμία μας, ἐγγράφοντας τίς φαντασιώσεις της στήν γλωσσική δομή, συνταιριάζει τό τάδε ἤ τό δεῖνα φώνημα μέ κάποια ἀπό τίς ἀναμνήσεις ἤ τίς προσδοκίες της. […] Ὅμως προσοχή! Στήν κάθε μία ἀπό αὐτές τίς περιπτώσεις, ὁ ἦχος δέν γίνεται ἀντιληπτός καί δέν προσλαμβάνεται παρά δυνάμει κάποιας σημασίας τήν ὁποία ἐπικουρεῖ στό νά φανερωθεῖ ἤ νά διαρκέσει, δέν εἶναι δηλαδή παρά σημασία ἐν δυνάμει, φέρει ἤδη μέσα του τήν ἀφηρημένη φύση τῶν δομικῶν σχέσεων – καί ὅμως! κάτι τελείως διαφορετικό λαμβάνει χώρα κάποιες φορές. Ἄς θυμηθοῦμε!… (σσ. 36-37, ἡ ὑπογράμμιση δική μας)

Ὁ «ἦχος» πού ἐννοεῖ ὁ Μπονφουά εἶναι μιά πραγματικότητα ἐσωτερική, κάτι ὄχι πάνω στό κείμενο τοῦ ποιήματος ἀλλά μέσα σέ μᾶς. Εἶναι ἡ ἱκανότητα ἑνός ποιήματος νά «ἀντηχεῖ», δηλαδή νά (ἀνα)καλεῖ κάτι, νά ἀντιστοιχεῖ μέσα μας σέ κάποιες θυμικές χορδές, προσωπικές καί ἄρα ἑνικές, μοναδικές στήν ἐξατομικευμένη ἐμβίωσή τους, τίς ὁποῖες θέτει σέ κίνηση. Γιά τόν Μπονφουά, ὅπως καί γιά τόν Χάιντεγγερ, ἡ λέξη ἦχος δέν εἶναι παρά μιά μεταφορά γιά τό αἴσθημα, δηλαδή γιά κάποιον, κάθε φορά, θυμικό τόνο ἤ, καλύτερα, διάθεση.
Διότι αὐτό πού ὀνομάζουμε «αἴσθημα», στήν οὐσία τί εἶναι; Μία διά-θεση. Ὅταν λέμε πώς «νοιώθω κάτι», ἄρα «ἔχω ἕνα αἴσθημα», τοῦτο σημαίνει πώς «εὑρίσκομαι σέ μία διάθεση». Ὅταν ὅμως εὑρίσκομαι ἔτσι, τί κάνω; «Διατίθεμαι», δηλαδή, ἁπλά: εἶμαι διαθέσιμος. «Διαθέσιμος» θά πεῖ δοσμένος πρός κάτι, ἤ, καλύτερα, ἀφημένος γιά κάτι –καί, ἐν τέλει, σέ κάτι–, κατά τέτοιον τρόπο ὅμως πού δέν εἶμαι ἀδρανής ἀλλά παθητικός κατεξοχήν. Παθητικός, δηλαδή ἀνοιχτός στήν δυνατότητα μιᾶς ἔκθεσης. Ἡ ἀδράνεια δέν ἔχει τίποτε νά κάνει μέ τήν παθητικότητα, πόσω μᾶλλον μέ τήν παθητικότητα ἐκείνου πού, ἔτσι «ἔκθετος», δια-τίθεται (εἶναι μάλιστα ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: ἡ ἀδράνεια ἀντιστέκεται, ἐκεῖ πού ἡ παθητικότητα ἀφήνεται ἀκριβῶς). Ὅταν λοιπόν «εὑρίσκομαι σέ μία διάθεση», τοῦτο σημαίνει πώς ἀφήνομαι νά μπεῖ μέσα μου κάτι καί νά μέ παρασύρει, νά μοῦ (προσ)δώσει ἔτσι, νά μοῦ ἀποτυπώσει, τήν μορφή ἤ τήν κίνησή του, ἐν ἄλλοις: «συντονίζομαι» μαζί του. Ἡ διάθεση εἶναι λοιπόν μιά συντονία. Καί πράγματι: ὅταν λέμε, στήν καθομιλουμένη, πώς κάτι «συντονίζεται», ἐννοοῦμε πώς ἀφήνεται νά πάρει τήν συχνότητα κάποιου ἄλλου πράγματος, νά γίνει καί τό ἴδιο ἡ συχνότητα πού εἶναι τό πράγμα αὐτό. Ὅταν ὅμως κάτι συντονίζεται ἔτσι, ὅπως παραδείγματος χάριν μιά χορδή ἤ μιά μεμβράνη, παράγει ἦχο. Ὅταν λοιπόν αὐτό πού συντονίζεται δέν εἶναι ἄλλη μιά, ὁποιαδήποτε, ὑλική χορδή ἤ μεμβράνη ἀλλά, μέσα μας, ἡ ἴδια μας ἡ θυμικότητα, ἡ διάθεσή μας, τότε κι αὐτό παράγει κάποιον ἦχο ἐξίσου, κι ὁ ἦχος αὐτός μάλιστα, παρ’ ὅτι μή ὑλικός, μή ἀκούσιμος, δέν εἶναι γιά τοῦτο λιγότερο ἦχος, τοὐναντίον: εἶναι ἦχος ὑπό μιάν ἔννοια ἀκόμη ἰσχυρότερη, τόσο ἰσχυρότερη ὅσο ἰσχυρότερο εἶναι, ἐξ ὁρισμοῦ, τό αἴσθημα ἀπό τήν αἴσθηση. Ὥστε ὁ ἦχος τῶν ψυχικῶν διαθέσεων (ὁ ἦχος πού οἱ ψυχικές διαθέσεις εἶναι) εἶναι ὁ Ἦχος ὁ κατεξοχήν, ἀσύγκριτα πιό ἦχος ἀπό τόν ἦχο μιᾶς κιθάρας ἤ μιᾶς λύρας, καί ὀντολογικά ἀνώτερος καθ’ ὅτι ἡ συντονία πού τόν ὁρίζει, πρωθύστερη, αὐτή εἶναι πού ἐδημιούργησε καί τήν κιθάρα καί τήν λύρα: ἕνας ἀνθρώπινος θυμός, μιά ποιητική ἤ μουσική διάθεση.

Νά λοιπόν ποιά εἶναι, κατά τόν Μπονφουά, ἡ οὐσία τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου: ὁ Ἦχος. Ὅπως ἕνα ὄνειρο δέν τό βλέπουμε μέ τά μάτια μας, ἀφοῦ τά μάτια μας εἶναι κλειστά, κι ἐντούτοις τίς εἰκόνες του «εἰκόνες» τίς λέμε πάλι, γιατί εἰκόνες εἶναι κι ἄς μήν ἀπευθύνονται στά μάτια μας, ἔτσι ὑπάρχουν καί ἦχοι πού δέν ἀπευθύνονται στ’ αὐτιά μας καί ἄρα δέν ἀκούγονται μέ αὐτά. Ἀμέσως ἀμέσως, ἡ ποίηση εἶναι μιά μηχανή πού παράγει τέτοιους ἤχους.
Ἄν λοιπόν τό ποίημα παρουσιάζεται πάντοτε, καί ἀναγκαστικά, ὑπό τήν ὑλική μορφή ἑνός κειμένου, τοῦτο δέν θά πρέπει νά μᾶς ἀπατᾶ, γιατί αὐτό πού ἕνα ποίημα πραγματικά εἶναι, ὁ Ἦχος ἤ οἱ Ἦχοι του, ἔρχεται ἀπ’ ἔξω ἀπό τό κείμενο, ἀπ’ ἔξω ἀπό τόν κόσμο τόν ἴδιο, δηλαδή ἀπ’ τήν συνειδησιακή-(ἐννοιο)λογική σύλληψη τοῦ κόσμου, τήν κατανόηση –κατάτμηση καί ἱεράρχηση– τοῦ περιβάλλοντος «πράγματος καθ’ ἑαυτό». Τό ποίημα, ἄν τό διαβάσουμε μέ τήν κατάλληλη διαθεσι-μότητα, ἄν εἴμαστε δηλαδή ἐπαρκῶς ἀνοιχτοί θυμικά γιά νά τό «ἀκούσουμε», ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι μιά «μηχανή» πού παράγει ἦχο (μέ τήν ὑψηλή καί ἀρχέγονη, σιωπηλή ἔννοια τοῦ ἤχου πού ἀναλύσαμε), εἶναι, ἐξ αὐτοῦ ἀκριβῶς, πολλά περισσότερα ἀπό ἁπλῶς μιά τέτοια μηχανή. Γιατί ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ ἤχου, πού δέν εἶναι ἀρχεγόνως οὔτε φυσική-ὑλική μά καί οὔτε κάν «ἐγκόσμια» ἀλλά, ἀκραιφνῶς καί πρίν ἀπ’ ὅλα, αἰσθητή, παραπέμπει στό ἐπέκεινα τοῦ κόσμου (τοῦ ἀντικειμενοποιημένου καί θρυμματισμένου λογικά-προτασιακά κόσμου τῆς συνειδήσεως ), καί ἡ ποιητική συντονία, ἡ «φωνή» τοῦ ποιήματος πού μέσα μας ἀκοῦμε, μᾶς κάνει λυτρωτικά νά παλινδρομοῦμε, παρά τίς λέξεις καί τήν γλωσσική ἀναγκαστικά μορφή τοῦ ποιήματος, στό πρίν τήν ἐννοιογλωσσική μας προσπέλαση τοῦ κόσμου: ἐκεῖ πού ὁ κόσμος ἦταν ἀκόμη ἁπλός καί ἕνας, μές στήν ἀρχέγονή του «ἀθωότητα», τήν πρίν τό νόημα, πού ἦταν καί ἡ μέγιστη συγκέντρωση τῆς δυνητικότητός του, δηλαδή ὅλων του τῶν δυνατοτήτων – ἀντί τῆς γλώσσας καί τῆς λογικῆς κατανόησης-κατάτμησης τοῦ κόσμου διά τοῦ νοήματος, ἀποκτοῦμε πρόσβαση σέ μιά ἑνιαία –πλήν ἑνική καί, ὡς ἐκ τούτου, μοναδική κάθε φορά– ἀπορητική διάθεση μπρός στό ἀπόλυτο, στό ἀπολύτως σιωπηλό (ἀφασικό πλήν ἠχηρό) αἴνιγμα τοῦ κόσμου:

Αὐτό τό Ἐγώ (Je), πού δέν ἦταν παρά τό αἰνιγματικό ἄλλο τοῦ ἑαυτοῦ (moi), ἔγινε φυσικῶ τῶ τρόπω [διά τῆς ποιητικῆς ἐμπειρίας] ἡ ἐπανένωση (rejonction) τῆς συνείδησης καί τοῦ κόσμου. Χάρη σ’ αὐτό, χάρη σέ τούτη τή συναρμογή (adhesion), τήν ὑποστατική (substancielle), τήν ἄμεση, νοιώσαμε νά εἴμαστε ἤ ἐν πάση περιπτώσει κάτι ἀπό τό πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι τό νά εἶσαι (ce que pourrait être qu’être). (σ. 33)

καί:

τό νά ἀκοῦς [ τόν ἦχο] γι’ αὐτό πού εἶναι, πέραν τοῦ νοήματος, εἶναι νά στρέφεσαι ἤδη πρός ἐκεῖνο τό ἀδιάσπαστο, τό ἐπέκεινα τῶν ἐννοιῶν […]. Ὁ ἦχος τοῦ [ ποιητικοῦ] φθόγγου κάνει νεῦμα πρός τήν κατεύθυνση αὐτῆς τῆς ἐνόρασης (intuition) πού ξανάνοιξε τήν σκέψη τοῦ εἶναι. Εἶναι σάν, ἡ ἑνότητα πού ἡ σημασία εἶχε ἐξαλείψει, νά εἶχε παραμείνει κρυμμένη βαθιά μέσα στούς κόλπους τῆς ὁμιλίας. (σ. 38)
Ἡ συντονία ὅμως πού ἐπιφέρει ἡ ποίηση, ὁ «ἦχος» τοῦ ποιήματος, δέν εἶναι μιά ὁποιαδήποτε διάθεση ἀνάμεσα στίς ἄλλες. Σέ ἀντίθεση μέ τίς καθημερινές διαθέσεις, πού θρυμματίζουν τόν κόσμο καί τόν κάνουν «ὀντική» πολλαπλότητα, ἡ Διά-θεση πού φέρνει ἡ ποίηση εἶναι μιά διάθεση πού μᾶς ἀνάγει, καί μαζί μέ μᾶς καί τόν κόσμο μας, πίσω στό ἑνικό καί ἑνιαῖο θεμέλιο τοῦ κόσμου: πρόκειται γιά μιά ἁπλή καί ἄμεση, πρίν τόν λόγο, ἐνορατική ἐμπειρία τοῦ «πράγματος», οὕτως εἰπεῖν, «καθ’ ἑαυτό». Μιά τέτοια ἐποπτεία ἐπιτυγχάνεται μονάχα μέ τό πέρασμα ἀπό τήν ἐνεργητική («ὀπτική») προσπέλαση τοῦ κόσμου στήν παθητική («ἀκουστική»), διά συντονίας, φανέρωσή του:

Εἶναι σάν, καθώς οἱ σημαίνουσες σχέσεις σβήστηκαν ἀπό τά πράγματα, σάν, αὐτή ἡ ἀνακοπή τοῦ νοήματος, ἡ ἀπογλωσσοποίηση αὐτή τῶν συλλαμβανομένων, νά ξεχείλισαν μέχρι μέσα σέ μᾶς, παρασύροντας στήν παλίρροιά τους τό ἴδιο τό ἐπίπεδο τῆς ἀφαίρεσης, μές στά δίκτυα καί τά ἀρχεῖα τοῦ ὁποίου δέν ἤμασταν, στά ἴδια μας τά μάτια, παρά ἕνα ἐρώτημα δίχως ἀπάντηση. Καί σάν, ἀπό τό γεγονός αὐτό, ἕνα Ἐγώ (Je) πού ὑπῆρχε μέσα μας ἀλλά ἦταν πνιγμένο ἀπό τόν ἑαυτό (moi), νά ἐκδιπλώθηκε μεμιᾶς, πηγαίνοντας νά λάβει, ἀπολύτως ἀδιαμεσολάβητα, τό μέτρο τῆς παρουσίας του στόν κόσμο, καμωμένης ἐκ νέου ἀπό προφάνεια καί μόνο. (σ. 33)

Τό πέρασμα ὅμως αὐτό ἐνεργεῖται ἀπό τήν ποίηση ἀποκλειστικά καί μόνο ὑπό τόν τρόπο, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ποιητικῆς «χάριτος»: ἡ κοσμολογική ἀναγωγή πού χαρίζει ἡ ποίηση δέν εἶναι ποτέ, τόσο γιά τόν ποιητή ὅσο καί γιά τόν ἀναγνώστη, ἀναγκαία νά συμβεῖ ἀλλά, πάντοτε, χαρισματική: τούς «βρίσκει» ἤ δέν τούς βρίσκει, ὅπως ὁ ἔρωτας, καί καμμία συνταγή, κανένα ξόρκι δέν ὑπάρχει νά τήν δεσμεύσει νά συμβεῖ, ἤ νά συμβεῖ πιό σίγουρα ἤ πιό γρήγορα, καί ἀκόμη λιγότερο τό δύνανται ἡ «τεχνική κατάρτιση», ὅσο δεινή, ἤ τό «ταλέντο» τοῦ ποιητῆ, καί τό μόνο πού μπορεῖ, ἀπλῶς, νά εὐνοήσει τήν χάρι αὐτήν τῆς ποιητικῆς ἐμπειρίας, τόσο στόν ἀναγνώστη ὅσο καί στόν ποιητή, εἶναι ἡ θυμική διαθεσιμότητα ἐκ μέρους τους καί κυρίως, κυρίως, ἡ ἀπεριόριστη πίστη καί ὑπομονή. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά μᾶς φανερωθεῖ, δηλαδή γιά νά ἐπανασυμβεῖ, ὅταν κρατοῦμε ἕνα ποίημα ἐμπρός μας, ἡ ποίηση πού περιέχει (καί ἡ ὁποία τό ἔγραψε), πρέπει πρῶτα νά συμβεῖ, καί κάθε φορά, τίποτε λιγότερο ἀπό κάτι σάν ἕνα ψυχικό θαῦμα, μία χαρισματική στιγμή.
Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ παιδικότητα παίζει ἕναν τόσο σημαντικό ρόλο στήν προσπέλαση, ἤ στόν συμβολισμό, ἀπό τόν Μπονφουά, τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου, γιατί, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, τό παιδί διατηρεῖ μιάν ἀνοιχτή γραμμή μέ τήν ἀνοιχτότητα τοῦ κόσμου, διαμέσου τῆς θεμελιωδῶς ἀπορητικῆς θυμικότητός του. Καί ἔχει ταυτόχρονα αὐξημένη εὐπιστία, δηλαδή ἐπιρρέπεια, στά «θαύματα», ὑπομένει δέ στωικά τήν ἀναμονή πού δημιουργοῦν τά προαισθήματά του, μή χάνοντας ποτέ τήν πίστη του ὅτι τά θαύματα συμβαίνουν, ὅσο καί ἄν μπορεῖ νά ἀργοῦν. Τό παιδί συναρθρώνει δηλαδή στήν συνθήκη του τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς κατά τόν Μπονφουά ποιητικῆς ἐμπειρίας ἀκριβῶς: τήν πρίν τόν γλωσσικό-λογικό κόσμο αἴσθηση τοῦ κόσμου, καί τήν ἀνοιχτότητα στό «μαγικό», στό θαυματικό, στό μή ἀναγκαῖο ἐν τέλει, καί στό διδόμενο τρόπον τινά «ἔξωθεν»:

Ἄς θυμηθοῦμε! Ὑπήρξαμε κάποτε ἕνα παιδί πού, βυθισμένο ἀκόμη κατά τό ἥμισυ μέσα στήν πρίν τίς λέξεις σχέση μέ τόν κόσμο, αἰσθάνεται, ὅταν ἀκούει κάποιες ἀπ’ αὐτές γιά πρώτη φορά, σάν ὁ ἦχος τους νά εἶναι πιό παρών ἀπό τό νόημά τους, ὅτι εἶναι κάτι τό μυστηριῶδες, τό ἀπόλυτο, ὅτι μοιάζει ν’ ἀναγγέλλει κάτι: νά ‘ναι κάποιον ἄλλον κόσμο ἄραγε; τόν ὁποῖον μοιάζει μάλιστα νά ὑπόσχεται. Μά καί οἱ ἴδιοι ἐμεῖς, οἱ ἐνήλικες, εἴμαστε ἱκανοί –ἔτσι δέν εἶναι;– γιά μιάν ἀκρόαση τέτοιου εἴδους (σ. 37)

Ἐάν ὅμως αὐτό εἶναι ἡ ποιητική ἐμπειρία, τό ποιητικό φαινόμενο: «μία ἀκρόαση τέτοιου εἴδους», τότε τί ἀκριβῶς μπορεῖ νά εἶναι, σύμφωνα μέ τήν προσπέλαση αὐτή, τό ποίημα πού προκύπτει; Οὐσιαστικά, τό ἔχουμε βρεῖ ἤδη: Τό ποίημα εἶναι κάτι, λέγαμε, πού δέν συμβαίνει οὔτε ἐπάνω στό κείμενό του, σέ ὅ,τι βλέπουμε νά μαυρίζει τό λευκό χαρτί, οὔτε ἀποκάτω ἀπό τό κείμενό του, καί οὔτε κάν «ἀνάμεσα στίς γραμμές» τοῦ κειμένου αὐτοῦ. Τό ποίημα λαμβάνει χώρα, ὅπως ἐπιμένει μέ κάθε εὐκαιρία νά ἐπαναλαμβάνει ὁ Μπονφουά, μέσα σέ μᾶς:

στήν πρώτη ἐνόραση προστίθεται […] κάτι πού ἔρχεται ἀπό μᾶς. Τούτη ἡ μουσική πού μποροῦμε νά παράγουμε ἀπό τίς λέξεις γεννιέται πράγματι […] στά τρίσβαθά μας. Μήπως δέν λαμβάνει χώρα μέσα στήν φωνή μας; (σ. 39, ἡ ὑπογράμμιση δική μας)
Εἶναι λοιπόν, τό ποίημα, ἕνα σύμβολον, μέ τήν πρώτη ἔννοια τῆς λέξης: τό μισό βρίσκεται μέσα στόν ἑαυτό του, ἄς ποῦμε «στό κείμενό του» – καί τοῦτο εἶναι τό ποιητικό κείμενο• καί τό ἄλλο μισό ἔξω ἀπό τόν «ἑαυτό του»: μέσα σέ μᾶς – πρόκειται γιά τό καθαυτό ποίημα. Ἔτσι, αὐτό πού στήν καθομιλουμένη ὀνομάζουμε «ποίημα», τό ποιητικό κείμενο, θά μποροῦσε καί νά παρομοιαστεῖ μέ μιά μουσική παρτιτούρα: ὄχι ἡ σύνολη, ἐξαντλητική καταγραφή τοῦ ὁράματος τοῦ καλλιτέχνη ἀλλά, κατά κάποιον τρόπο, σημειώσεις, λιγότερο ἤ περισσότερο ἀναλυτικές, πού προορίζονται νά ξυπνήσουν στόν ἐκτελεστή –καί κατόπιν, μέσω ἐκείνου, στόν ἀκροατή– ἕνα ὅραμα πού νά προσεγγίζει κατά τό δυνατόν –ἀλλά κατά τό δυνατόν μονάχα– τό ὅραμα τοῦ συνθέτη. Δηλαδή, πῶς μέ λιγότερα (μέ τό ποιητικό κείμενο-παρτιτούρα) θά ξαναποκτηθοῦν τά περισσότερα (ἡ ποιητική ἐποπτική ἐμπειρία πού ὁδήγησε τόν ποιητή στήν γραφή τοῦ ποιητικοῦ κειμένου ἐν εἴδει καταγραφῆς τῆς ἐν λόγω ἐμπειρίας). Ἐν ἄλλοις: ἡ ποιητική γραφή ὡς μέθοδος, ἡ ὑψηλότερη, στενογραφίας.

Ἀσχέτως ὅμως ἐάν ὁ στοχασμός τοῦ Μπονφουά περί τῆς οὐσίας τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου συγγενεύει ἤ ὄχι, ἐνίοτε ἐμφανῶς, μέ κάποιες πλευρές τῆς χαϊντεγγεριανῆς φιλοσοφίας, ἐκεῖνο πού εἶναι βέβαιον ὁπωσδήποτε καί πέραν πάσης ἀμφιβολίας, εἶναι πώς ὁ Μπονφουά ὡς ποιητής ἐνσαρκώνει στήν ἐντέλεια τόν χαϊντεγγεριανό ποιητή τοῦ «μέλλοντος», ἐκεῖνον πού κατά τόν φιλόσοφο τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ μέλλει νά ἀναλάβει τό ἔργο τοῦ στοχασμοῦ παίρνοντας τήν σκυτάλη ἀπό τήν φιλοσοφία, πλήν μέ τά ἴδια τῆς ποιήσεως μέσα, τῆς ποιήσεως πού ἀγναντεύει τήν φιλοσοφία ἀπό τό δικό της, ἀπέναντι, βουνό• παρακάμπτοντας δηλαδή τήν ἐννοιακή σκέψη ἀκριβῶς καί τήν ἡγεμονία τῆς κατηγορήσεως πού ἐπιφέρει, τουτέστιν τῆς κρίσεως καί τοῦ συλλογισμοῦ, πού συνιστοῦν καί τά βασικά ἐργαλεῖα τῆς φιλοσοφίας. Ἀλλά αὐτή ἦταν ὅμως καί ἀπό πάντοτε ἡ ἀποστολή της, καθότι ἡ ποίηση, ἡ ἀληθινή, δέν λαμβάνει χώρα οὔτε γιά ψυχαγωγία, οὔτε γιά τήν ἐκτόνωση τῶν ἐγκάτων, οὔτε ἀκόμη γιά ἡμερολογιακοῦ τύπου ἐξομολογητικές καταγραφές, καί οὔτε γιά οἱοδήποτε ἰδεολογικό, πολιτικό ἤ κοινωνικό κήρυγμα, ὅσο εὐγενές, ἤ προσηλυτισμό• καί οὔτε βέβαια γιά φορμαλιστικούς πειραματισμούς πού ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό ἤ, ἀντίθετα, πρός χάριν μιᾶς ἀμετακίνητης, φετιχιστικῆς, ἀπόδοσης τιμῶν σέ καθιερωμένες φόρμες τοῦ παρελθόντος. Γιά ὅλα αὐτά ἐξαρκεῖ, εὐτυχῶς, ἡ κακή ποίηση. Ὁ χῶρος ὅμως στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ ποίηση ἡ ἀληθινή, διαμέσου τῆς μητέρας της, τῆς Μνημοσύνης, εἶναι καί ἦταν πάντοτε ἕνα εἶδος στοχασμοῦ ἐξίσου ριζικοῦ μ’ ἐκεῖνον τῆς φιλοσοφίας, πλήν μήτε «φιλοσοφικοῦ», μέ τήν στενή, σχολική ἔννοια τοῦ ὅρου, καί μήτε βέβαια, ἀκόμη λιγότερο, «ποιητικοῦ», ἄν ἡ λέξη ἐννοεῖ τήν ἁπλή γλαφυρότητα καί καλολογία:

«Στοχάζεσθαι», μέ ἄλλα λόγια, νά σκέπτεται κανείς [ὅταν γράφει ποίηση] μ’ ἕναν τρόπο πού δέν εἶναι πλέον αὐτός, ὁ γενικευτικός, τῆς λογικῆς, […] ἀλλά πού ἐξερευνᾶ […] τό μεσοδιάστημα μεταξύ ἔννοιας καί παρουσίας. (σ. 42)

Σέ ἀντίθεση μέ πολλούς ποιητές πού, ἀκολουθώντας τό παρμενίδειο προηγούμενο, ἀποπειράθηκαν νά κάνουν μέ τήν ποίηση «φιλοσοφία», καί πού τό καλύτερο πού κατάφεραν ἦταν νά γράψουν εἴτε γλαφυρῶς «στοχαστικά» πεζοποιήματα εἴτε ἐγκεφαλικά –ἤ ἀφορήτως διδακτικά– ποιηματόμορφα ἀποκυήματα (ὅμως οὔτε Παρμενίδης εἶναι ὅποιος ἀπλῶς πολύ θά τό ἤθελε μά κι οὔτε κανένας μας πιά ζεῖ στήν ἐποχή τοῦ Παρμενίδου). Σέ ἀντίθεση λοιπόν μέ τέτοιες ἀπόπειρες, ὁ Μπονφουά κατόρθωσε, ὄχι νά κάνει «σκέψη» μέ τήν ποίηση ἀλλά νά κάνει τήν σκέψη ποίηση, νά τήν μεταστοιχειώσει ἀλχημιστικῶς πῶς σέ ὅ,τι ὁ ἴδιος ὀνομάζει καί καταλαβαίνει ὡς Ἤχο.
Οἱ πολυπληθεῖς ποιητικές εἰκόνες του δέν εἶναι πάντοτε κατανοητές. Τοῦτο ὅμως σπανίως ὀφείλεται σέ ἔλλειμμα σκέψεως ἤ γνώσεων ἀπό μέρους τοῦ (ἐπαρκοῦς) ἀναγνώστη. Ὅταν καί ὅπου συμβαίνει, ὀφείλεται μονάχα σέ ἀδυναμία συντονίας του μέ τόν Ἦχο τῶν ποιητικῶν εἰκόνων. Ὥστε κάποια ἄλλη στιγμή, ὅταν ἡ συντονία καταστεῖ –τυχαίως– πιό ἐφικτή (ὅταν τό ἐσωτερικό τῆς σάρκας τύμπανο γίνει ἀπό μόνο του πιό εὐάλωτο στόν Ἦχο τῶν ποιημάτων), ὁ ἀναγνώστης πού θά τά ξαναδιαβάζει τότε θά νοιώσει ἴσως, ἐξαίφνης καί διά μιᾶς, «τί ἐννοοῦσε ὁ ποιητής», κι ἄς μήν ἐννοεῖ αὐτό καθόλου ἤ κι ἄς μήν μάθουμε ποτέ τί ἐννοεῖ, ὅμως ὁ ἀναγνώστης θά ἔχει καταλάβει «κάτι» ἀπ’ τήν εἰκόνα πού πρωτύτερα τοῦ ξέφευγε, ἤ, καλύτερα, ἡ εἰκόνα αὐτή θά τόν ἔχει, ἐπιτέλους, καταλάβει. Γιά τοῦτο καί ὁ Μπονφουά συγκαταλέγεται στή μικρή χορεία τῶν μεγάλων ἐκείνων ποιητῶν –καί ἴσως μάλιστα νά εἶναι αὐτοί οἱ μεγαλύτεροι ὅλων– πού ἡ κατανόηση τῶν λόγων τους ἐξαρτᾶται ἀπό τήν διάθεση καί μόνο, γιά τοῦτο καί οὔτε προσθέτει οὔτε ἀφαιρεῖ τίποτε οὐσιῶδες στήν ἐπίδραση τῆς ποιήσεώς τους ἤ στήν προσέγγιση τῆς ποιητικῆς οὐσίας της, καί τό ἴδιο φυσικά κι ἡ ἀπουσία της. Μόνο παράδοξο: ἐπειδή ἡ ποίηση τοῦ Μπονφουά εἶναι ποίηση ἡ πρόσληψη τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται καθ’ ὁλοκληρίαν σχεδόν ἀπό τήν διά-θεση τοῦ ἀναγνώστη, γιά τοῦτο ἀκριβῶς καί, σύμφωνα καί μέ τόν χαϊντεγγεριανό ὁρισμό, ἡ ποίησή του εἶναι ποίηση ἀκραιφνῶς καί αὐθεντικά στοχαστική, νά τήν τοποθετήσει ἀνενδοίαστα κανείς στό πάνθεον τῶν βαθύτερων καί αὐθεντικότερων ποιήσεων, ἐκείνων πού γίνονται στοχαστικές μέ ἀμιγῶς ποιητικά μέσα, πλάι σ’ ἐκείνην ἑνός Ρίλκε φέρ’ εἰπεῖν, ἤ ἑνός Χαίλντερλιν, ἤ καί, πλησιέστερα σέ μᾶς καί τηρουμένων φυσικά τῶν ἀναλογιῶν, σ’ ἐκείνην τοῦ Σεφέρη ἀκόμη ἤ τοῦ Σινόπουλου.
Ἀλλά γιά κατακλείδα, ἄς ἀκούσουμε μιά τελευταία φορά τήν φωνή τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ:

ἡ μόνη φιλοδοξία πού ἡ συνείδηση τοῦ ποιητικοῦ ὀφείλει νά ἀναγνωρίσει ὡς τήν δική της, εἶναι νά μένει ὅσο γίνεται ἐγγύτερα στήν ἱδρυτική στιγμή της, πού εἶναι ἡ ἀκρόαση τῆς λέξης, μοναδικό κλειδί στό πεδίο τῆς ὁμιλίας γιά τήν μνήμη τοῦ ἀδιαμεσολάβητου, μόνης ὁδοῦ πού μᾶς ἀνοίγει στήν ποιητική «σκέψη». Νά ἀκούει, νά παλεύει νά διασώσει τήν ἀκρόαση ἐτούτη μέσα στήν γραφή […] καί νά ἐπιβεβαιώνει ἔτσι τήν διπλή φύση τοῦ σημείου, πού εἶναι, μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτήν τή λέξη, ἕνα μυστήριο, ἀφοῦ, χάρη σ’ αὐτήν, οἱ λέξεις κατορθώνουν νά διασώζουν ἕνα μέρος ἀπό τήν αἰσθητή φύση τῶν πραγμάτων, ἐκεῖ ἀκριβῶς καί τήν ἴδια στιγμή πού τήν ἐξοβελίζουν. Ὥστε τό ἴδιο ἐκεῖνο πού δύναται νά φέρει τόν χαμό μας ἔχει πιθανότητες καί νά μᾶς σώσει. (σ. 58)

ΧΘΕΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝ ΕΡΗΜΟ
(1958)

ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ

I
Τί γύρευες νά ὑψώσεις στό τραπέζι ἐτοῦτο
ἄν ὄχι τοῦ θανάτου μας τήν διπλή πυρά; Φοβήθηκα,
ἔσπασα στόν κόσμο τοῦτον τό τραπέζι, πορφυρόχρουν
καί γυμνό, ὅπου ὁ νεκρός ἐκφαίνεται ἄνεμος.

Κατόπιν γέρασα. Ἔξω, ἀλήθεια τῆς μιλιᾶς καί ἀλήθεια
τοῦ ἀνέμου ἔπαυσαν τήν ἔριδά τους. Ἡ φωτιά
ξεμάκρυνε πού ἦταν ἡ ἐκκλησιά μου. Οὔτε κάν
φοβοῦμαι πιά. Δέν ἔχω ὕπνο.

II
Κοίτα: οἱ δρόμοι ὅλοι πού ἐπήγαινες κλείνουνε κιόλας,
δέν σοῦ δίνεται πιά οὔτε ‘κείνη, ἔστω, ἡ ἀνάπαυλα
τοῦ νά πηγαίνεις, χαμένος ἔστω. Γῆ πού χάνεται
ὁ ἦχος τῶν βημάτων σου πού πιά δέν περπατοῦνε.

Γιατί ἄφησες τ’ ἀγριόχορτα νά πνίξουν
μιάν ὑψηλή σιγή ὅπου εἶχες φτάσει; Ἡ φωτιά
ἔρημη ἀγρυπνᾶ στόν κῆπο τῆς μνημοσύνης
κι ἐσύ, ἴσκιε μές στήν σκιά, ποῦ εἶσαι;
Ποιός εἶσαι;

ΙΙΙ
Ἔπαψες νά ‘ρχεσαι στόν κῆπο ἐτοῦτο. Οἱ κέλευθοι
τοῦ νά πονᾶς καί τοῦ νά εἶσαι μόνος σβήνουνται.
Τά χορτάρια λέν’ τό νεκρό πρόσωπό σου.

Δέ σ’ ἐνδιαφέρει πιά νά ‘ναι κρυμμένα,
μές στήν πέτρα ἡ σκοτεινή ἐκκλησιά, στά δέντρα
τό πρόσωπο τό τυφλωμένο ἀπό ἕναν πιό ἄλικο ἥλιο,

Σοῦ ἀρκεῖ
παρατεταμένα νά πεθαίνεις, σάν στόν ὕπνο.
Δέν ἀγαπᾶς πιά οὔτε τόν ἴσκιο πού τυλίγεσαι.

IV
Εἶσαι μονάχος τώρα παρά τ’ ἄστρα ἐτοῦτα.
Σιμά σου εἶναι τό κέντρο καί μακριά σου•
περπάτησες – περπάτα ὅσο θές, τίποτα πιά δέν ἀλλάζει:
τό ἴδιο βράδυ πάντα δίχως τελειωμό.

Καί δές. Εἶσαι κιόλας χωρισμένος ἀπό σένα:
πάντοτε ἡ ἴδια αὐτή κραυγή μά δέν ἀκοῦς•
εἶσαι ἄραγε ἀκόμα ‘κεῖνος πού πεθαίνει, ἐσύ
πού δέ νοιώθεις πιά ἀγωνία, χαμένος ἔστω ἐσύ
πού δέν γυρεύεις κάν;

V
Σωπαίνει ὁ ἄνεμος, κύριος τοῦ πιό ἀρχαίου ὁλοφυρμοῦ:
θά ‘μαι ὁ τελευταῖος πού ὁπλίζεται γιά τούς νεκρούς;
Ἤδη ἡ φωτιά εἶναι μονάχα πιά ἐνθύμηση καί στάχτες
κι ἦχος διπλωμένου φτεροῦ, θόρυβος προσώπου πό ‘χει πεθάνει.

Δέχεσαι ν’ ἀγαπήσεις τό σίδερο μόνο ἑνός ὕδατος γκρίζου;
ὅταν ὁ ἄγγελος ἔρθει τοῦ βραδιοῦ σου νά κλείσει
τόν κόλπο, καί στοῦ κόλπου τό ἥσυχο νερό ἀπολέσει
τίς στερνές ἀνταύγειες πού ἐπιαστῆκαν στό νεκρό φτερό;

Ὤ νοιῶσε τόν πόνο ἀπ’ τή σκληρή μου κουβέντα
καί θά νικήσω γιά σένα θάνατο καί ὕπνο,
θά καλέσω γιά σένα ἀπ’ τό δέντρο πού σπάζει
τή φλόγα πού θά ‘ναι λιμάνι καί πλοῖο.

Γιά σένα θά ὑψώσω τή φωτιά πού δέν ἔχει
τόπο μήτε ὥρα, ἕναν ἄνεμο πού γυρεύει τή φλόγα,
τίς κορφές τοῦ πεθαμένου δάσους –
τόν ὁρίζοντα μιᾶς φωνῆς ὅπου πέφτουνε τ’ ἄστρα
κι ἡ σελήνη πού ἐμείχθη
στήν ἀκαταστασία τῶν νεκρῶν.

Διαβάτη, γιά λέξεις πρόκειται. Μά πιό πολύ
Κι ἀπό τό νά διαβάσεις, θέλω νά ἀκούσεις:
Τούτη τήν ἀδύναμη φωνή
Πό ‘χουν τά γράμματα πού τρώει τό χορτάρι.

Ἀφουγκράσου. Ἄκου πρῶτα τήν μέλισσα τήν εὐτυχή
Πού πάνω στά ἀχνά μαζεύει γύρη ὀνόματά μας•
Ἀπ’ τό ‘να φύλλωμα στό ἄλλο πῶς παλινδρομεῖ,
Τό βούισμα διαδίδοντας τῶν ὑπαρκτῶν κλαδιῶν
Σ’ αὐτά πού ἁπλώνουν πέρα ὥς τόν χρυσό τοῦ ἀοράτου.

Ἔπειτα λάβε γνώση ἑνός βουίσματος πιό ἀδύναμου ἀκόμη,
Κι ἄς εἶναι ὁ ψίθυρος ὁ δίχως τέλος τῶν σκιῶν μας.
Ἀνεβαίνει, ἐτοῦτος, ἀπό ἀποκάτω ἀπό τίς πέτρες
Γιά νά γίνει ἡ ζέστη του ἕνα μ’ ἐκείνην τοῦ ἀόμματου φωτός
Πού εἶσαι ἀκόμη, ἔχοντας βλέμμα.

Εἴθε ἡ ἀκρόαση νά σοῦ εἶναι ἁπλή! Ἡ σιωπή
Ἕνα κατώφλι ὅπου, μέσα ἀπ’ τόν μίσχο αὐτόν πού σπάζει
Ἀδιόρατα κάτω ἀπ’ τό βάρος τῶν χεριῶν σου
Καθώς γυρεύουν ἕνα ὄνομα πάνω στήν πέτρα,

Τ’ ἀπόντα ὀνόματά μας ξεμπερδεύουνε τούς φόβους σου,
Ὥστε γιά σένα πού ἐμάκρυνες
Συλλογισμένα, τό ἐδῶ γίνεται ἐκεῖ δίχως στιγμή
Νά παύει νά ὑπάρχει.
(ἀπό τήν συλλογή Ἡ καλοκαιρινή βροχή, 1999)

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΥΤΟΣ ΑΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ
(1999)

I
Ἰσιώνω ἕνα κλαδί
Πού τσάκισε. Τά φύλλα
Εἶναι βαριά ἀπό νερό κι ἀπό σκιά
Ὅπως ὁ οὐρανός αὐτός, πρίν τήν ἡμέρα

Ἀκόμη. Ὦ γῆ, σημεῖα
Ἀσυγκέραστα, ἀραιοσπαρμένα μονοπάτια
Ἀλλά ὀμορφιά, ὀμορφιά ἀκέραια,
Ποταμοῦ ὀμορφιά,

Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει
Σέ πεῖσμα τοῦ θανάτου!
Κουρνιασμένη στό κλαδί
Ἡ γκρίζα ἐλιά.

ΙΙ
Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει,
Τό τέλειο φύλλο
Ἄς ἐκκολάπτει πάντα
Τόν ἐπερχόμενο καρπό!

Τ’ ἀγριοπερίστερα, ὅταν ἀνοίγει
Ὁ οὐρανός, στήν ἀμφιλύκη,
Ἄς πετοῦν γιά πάντα ἀπ’ τή σκεπή ἀποκάτω
Τοῦ ἔρημου ἀχυρώνα,

Κι ὕστερα ἄς κάθουνται, ἐκεῖ
Μέσα στόν θρύλο,
Καί ὅλα ἀκίνητα
Μιάν ὥρα ἀκόμα.

ΙΙΙ
Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει!
Ἡ ἀπουσία, ἡ λέξη,
Ἄς γίνουνε γιά πάντα ἕνα
Μέσα στό ἁπλό πράγμα.

Τό ἕνα γιά τό ἄλλο, ὅ,τι εἶναι
Ἡ σκιά γιά τό χρῶμα,
Ὁ χρυσός τοῦ ὥριμου καρποῦ
Γιά τόν χρυσό τοῦ φύλλου πού ξεράθηκε.

Κι ἄς ξεχωρίσουν
Μονάχα μέ τόν θάνατο
Καθώς νερό καί λάμψη ἐγκαταλείπουν
Μιά παλάμη ὅπου τό χιόνι ἕλιωσε.

IV
Ὤ, τόση προφάνεια,
Τόση προφάνεια ἄς μήν παύσει
Ὅπως σβήνει ὁ οὐρανός
Μές στήν στεγνή λακκούβα,

Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει
Ὡς ἔχει ἀπόψε,
Ἄλλοι πού θά ‘ρθουνε ἄς ἁπλώνουν
Στούς καρπούς χωρίς κανένα τέλος,

Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει,
Ἄς μπαίνει γιά πάντα ἀκόμη
Ἡ φωτεινή σκόνη τῶν θερινῶν βραδιῶν
Μέσα στήν ἄδεια σάλλα,

Καί ἄς κυλάει γιά πάντα
Στό μονοπάτι ἐπάνω
Τό νερό ἀπό βροχή μιᾶς ὥρας
Μέσα στό φῶς.

V
Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει,
Οἱ λέξεις ἄς μήν γίνουν
Μιά μέρα σάν τά ὀστά αὐτά
Τά γκρίζα πού ραμφίζουν τά πτηνά,

Κράζοντας, ἐνῶ τσακώνονται,
Διαλύονται ἔπειτα,
Ἡ νύχτα μας
Μέσα στό φῶς.

Ὁ κόσμος αὐτός ἄς παραμείνει
Ὅπως σταματᾶ κι ὁ χρόνος
Σάν ξεπλένεις τήν πληγή
Ἑνός παιδιοῦ πού κλαίει.

Καί ὅταν ἐπιστρέφεις
Στήν σκοτισμένη κάμαρα
Κοιμᾶται πιά γαληνεμένο,
Νύχτα, ἀλλά φῶς.

VI
Πιές, ἔλεγε ἐκείνη
Πού εἶχε σκύψει ἐπάνω του ὅταν ἔκλαιγε,
Σιγουρεμένο,
Μετά τό πέσιμο.

Πιές, καί ἄς ἀνοίξει
Τό χέρι σου τό κόκκινό μου φόρεμα,
Ἄς ἀφεθεῖ τό στόμα σου
Στόν καλοήθη πυρετό.

Ἀπ’ τό κακό πού σ’ ηὗρε τίποτα
Σχεδόν δέν σέ πονάει πλέον, πιες
Ἀπ’ τό νερό αὐτό πού εἶναι
Ὁ νοῦς πού ὀνειρεύεται.

VII
Γῆ, πού ἦρθε νά μᾶς συναντήσει
Μέ κλεισμένα βλέφαρα
Σάν νά ζητοῦσε
Ἕνα χέρι νά τήν ὁδηγήσει.

Θά ἔλεγε: οἱ φωνές
Μας πού πιάνονται ἀπ’ τό τίποτα
Ἡ μιά τῆς ἄλλης, ἄς εἶναι
Ἡ αὐτάρκειά μας.

Τά σώματά μας ἄς παραφυλᾶνε
Ἕναν χρόνο πιό πλατύ,
Τά χέρια μας ἄς μή γνωρίζουν
Τίποτα ἀπ’ τήν ἄλλην ὄχθη.

Τό παιδί ἄς γεννιέται ἀπό τό τίποτα
Ψηλά στόν ποταμό,
Καί ἄς περνᾶ, μέσα στό τίποτα,
Ἀπό βάρκα σέ βάρκα.

VIII
Καί ἀκόμα: Στό θέρος
Ἔχει δοθεῖ μιά μόνον ὥρα
Μά ἡ δική μας ἡ ὥρα ἄς εἶναι
Πλατειά σάν τό ποτάμι.

Γιατί εἶναι ὄχι στόν χρόνο
Μά μές στόν πόθο
Πού ἔχει δύναμη ἡ λήθη
Καί πού θάνατος δουλεύει,

Δές: Τό στῆθος μου γυμνό
Μέσα στό φῶς, τοῦ ὁποίου οἱ ζωγραφιές,
Ἀνερμήνευτες, μουντές,
Περνοῦνε σβέλτες.
(ἀπό τήν συλλογή Ἡ καλοκαιρινή βροχή)

Η ΜΑΚΡΥΝΗ ΦΩΝΗ
(2001)

I
Τήν ἄκουγα, κι ὕστερα σκιάχτηκα πώς δέν
Θά τήν ἀκούω πιά, νά μοῦ μιλάει καί νά μιλάει
Μονάχη της. Φωνή ἀπόμακρη, ἕνα παιδί
Στόν δρόμο πού παίζει, μά ἡ νύχτα ἔπεσε:

Κάποιος καλεῖ, ‘κεῖ πού ἡ λάμπα φεγγίζει, ἐκεῖ
Πού μιά πόρτα τρίζει ἀνοίγοντας, κι ἡ ἀκτίνα
Βάφει τήν ἄμμο ὅπου ἕνας ἴσκιος ἐχόρευε –
Γύρνα, μοῦ ψιθυρίζουν, γύρνα, ἡ νύχτα ἔπεσε.

(Γύρνα, μοῦ ψιθυρίζαν, μά δέν ἐγνώριζα
Ποιός ἀπ’ τῶν χρόνων καλοῦσε ἔτσι τά βάθη,
Ποιά μητριά δίχως μνήμη καί μήτε κάν πρόσωπο,
Ποιά ὀδύνη πού ἐπόναγε πρίν τήν γέννηση κάν.)

ΙΙ
Ἤ ἀλλιῶς τήν ἄκουγα σέ μία ἄλλη αἴθουσα.
Δέν γνώριζα τίποτε γι’ αὐτήν ἐξόν τήν παιδική ἡλικία.
Χρόνια ἐπέρασαν, μιά ζωή κράτησε σχεδόν
Ἐκεῖνο τό τραγούδι της, μοναδικό μου κτῆμα.

Τραγουδοῦσε, ἄν μπορεῖς ἔτσι νά τό πεῖς,
Μά ὄχι, κάτι πιό πολύ ἀνάμεσα σέ ὁμιλία καί φωνή,
Ἕνας τρόπος, ὁ λόγος νά ἐκκρεμεῖ
Ὅπως στό ἀβέβαιο πρίν τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Κάποιες φορές μάλιστα δέν ἤτανε κάν λέξεις,
Ὁ ἦχος μόνο ἀπ’ ὅπου λέξεις λαχταροῦν νά βγοῦν,
Ὁ ἦχος πού ἴσκιο ἔφερνε ὅσο καί φῶς ἐξίσου,
Μήτε πλέον θόρυβος καί μήτε ἀκόμη μουσική.

III
Κι ἐγώ τήν ἀγαποῦσα καθώς τόν ἦχο ἐκεῖνο
Πού στήν κοιλότητά του ὁ κόσμος θά ξανάνοιωνε,
Τόν ἦχο πού συνδέει ἐκεῖ πού οἱ λέξεις διαχωρίζουν,
Τήν ὄμορφη ἐτούτη ἀρχή ὅταν ὅλα τριγύρω λήγουν.

Συλλαβή βραχεία κι ἔπειτα, συλλαβή μακρά:
Δισταγμός τοῦ ἰάμβου, πού ψάχνει νά διαβεῖ
Τό κατώφλι μιᾶς ἀνάσας πού ἐλπίζει,
Ἀποκτώντας πρόσβαση σ’ ἐκεῖνο πού σημαίνει.

Ἴδια μ’ αὐτό τό φῶς μέσα στόν νοῦ,
Πού φέγγει ὅταν ἀφήνουμε, νύχτα, τήν κάμαρά μας
Μέ μιά λάμπα κρυμμένη πάνω στήν καρδιά μας,
Γιά νά βροῦμε πάλι μία σκιά ἄλλη, πού χορεύει ἐπίσης.

IV
Κι ἡ ζωή ἐπέρασε, μά ζωντανή
Σέ κράτησε, ὦ παραίσθησή μου, μ’ ἐπιδέξια χέρια
Τίς μνῆμες κοσκινίζοντας, μαντάροντάς τες
Μέ ραφές ἀόρατες σχεδόν.

Πλήν ὅμως: τί θά γίνει μ’ αὐτό τό κόκκινο ὕφασμα;
Τό βρίσκουμε στή μνήμη μας καθώς μετακινοῦμε
Τά χρόνια, τίς εἰκόνες, καί ξάφνου ἀνεβαίνουν δάκρυα
Καί μές στίς λέξεις μας σιωποῦμε τίς ἀλλοτινές.

Νά μιλᾶς, σχεδόν νά τραγουδᾶς• νά ἔχεις
Ὀνειρευτεῖ κάτι περισσότερο κι ἀπό τήν μουσική,
Κι ὕστερα νά σωπαίνεις σάν παιδί, πού λύπη κατέλαβε
Κι ἀπ’ τήν ἄλλη γυρνᾶ καί δαγκώνει τό χεῖλος.

V
Τραγουδοῦσε, μά σάν μιλώντας μονάχη:
Ποιός τράβηξε τήν βάρκα στή στεριά,
Ποιός τό κουπί του ξέχασε πάνω στήν ἄμμο,
Ποιός πέρασε ἀπό ‘δῶ, πού δέν τόν ἐπήραμε χαμπάρι;

Ποιός ἄφησε τά χνάρια ἑνός γυμνοῦ ποδιοῦ,
Ποιός ἔκανε τό νερό νά φωσφορίζει,
Ποιός μές στίς στάχτες κράτησε τό κάρβουνο ζεστό,
Ποιός χάραξε στήν ἄμμο αὐτό τό πρόσωπο πού σφύζει;

Ἦταν ἕνα τραγούδι ἀπό μονάχα λίγες νότες,
Ἄραγε ποιός τό ἐθέλησε, νά ‘ρθεῖ μέσα στά λόγια;
– Οὐδείς ἐθέλησε, καί οὐδείς ἦρθε, κι οὐδείς μιλεῖ,
Οὐδείς ἐπέρασε πού δέν ἐπήραμε χαμπάρι.

VI
Καί οὐδείς ἤπιε ἀπ’ τό ποτήρι πού ἀκουμπῶ
Μήτε ἔφαγε ἀπ’ τά φροῦτα πού ‘ναι ἐμπρός μου,
Λίγος ἄνεμος ἀνακατώνει τή σκόνη
Ἀπό ξερά χόρτα καί σπόρους στό μονοπάτι.

Τό καλοκαίρι: ἐκτυφλωτικό σάν καί τό χιόνι,
Αὐτό πού πέφτει ἐλαφρύ καί δέν κρατᾶ
Καί τίποτε ἀπό μᾶς δέν ταράζει τό φῶς του
Ἀπό νερό πού πύκνωσε καί ξεθυμαίνει μετά.

Ἐξ οὗ καί ἡ γαλήνη, κι ἡ εὐθυμία ἀκόμη
Τῶν στιγμῶν πού ξέρουν πώς τίποτε δέν εἶναι.
Νιφάδα τό χέρι πού ἄγγιξε τό ποτήρι,
Νιφάδες τό καλοκαίρι, οἱ ἀναμνήσεις, ὁ οὐρανός.

VII
Μήν παύεις, φωνή χορεύουσα, μιλιά
Ψιθυρισμένη ἀπό πάντα, ψυχή τῶν λέξεων πού
Καί χρωματίζει καί διαλύει τά πάντα
Τά θερινά βράδυα πού νύχτα πιά δέν ὑπάρχει. Φωνή

Πού δίνει ὕπαρξη στήν ὄψη τῶν πραγμάτων
Καί τά συνδέει σά νιφάδες ἑνός καί αὐτοῦ χιονιοῦ,
Φωνή πού ἔπαυσε σχεδόν, σάν τ’ ὄνειρο ἐζήτησε
Πάρα πολλά καί σχεδόν πίστεψε ὅτι θά τά ‘βρει.

Καί πού θά παίξει πάλι κλείνοντας
Τά βλέφαρά μας, γελώντας κουρνιαγμένη ὁλόγυρά μας
Προτοῦ ἀντικρύσουμε τά χνάρια πάνω
Στήν ἄμμο, πού τό πόδι της γρατζούνισε χορεύοντας.

VIII
Μήν παύεις, κοντινή φωνή, εἶναι μέρα ἀκόμη
Καί τόσο ὡραῖο εἶναι τό φῶς, ὅσο ποτέ•
Ἔλα ἔξω πάλι, μικρή σειάμενη ζωή, ἐάν
Ὁ πόθος νά χορεύεις, ἔστω μόνη, σέ τυλίγει.

Δές: στήν ἄμμο πάνω ὑπάρχει φῶς
Μέ τοῦ κορμιοῦ τόν ἴσκιο σου νά παίξεις• κι ἀκόμη,
Ἄφοβα πιά τά χέρια νά προσφέρεις
Στό γέλιο ‘κεῖ πού σκοτεινιάζει μές στά δέντρα.

Ὦ μουσική, ὦ βούισμα τόσων ἀλλότριων κόσμων,
Μήν ἦταν τοῦτο ἄραγε πού ἐπιθυμοῦσες
Τό βράδυ πού ἔδωσε ὁ Ἔρωτας, καθ’ ὅπως λέν,
Νά κατεβεῖς στήν αἴθουσα μέ τήν καρδιά σφιγμένη;

IX
Τραγουδοῦσε: «Εἶμαι, ἀλλά δέν εἶμαι,
Τό χέρι κρατῶ μιᾶς ἄλλης πού εἶμαι,
Χορεύω ἀνάμεσα στούς ἴσκιους μου, ἕνας ἴσκιος
Στρέφει στό μέρος μου, γελᾶ, δέν ἔχει μάτια.

Χορεύω μέ τούς ἴσκιους μου πάνω στά μονοπάτια,
Σ’ αὐτούς μονάχα βρίσκω τήν χαρά
Νά εἶμαι, ἄν καί γνωρίζω ὅτι πρίν τήν αὐγή
Τό μέταλλο θά σκίσει τό ὑφάδι τοῦ χοροῦ μου.

Τότε γυρνῶ λοιπόν στόν πιό ἀδέξιο ἴσκιο,
Τόν πιό δειλό, πού στέκει ἔκπληκτος,
Μέσα στήν μουσική κρυμμένος – Δές:
Γιά σένα εἶναι πού γελῶ καί πού χορεύω».

X
Καί ἤτανε σκιά τῶ ὄντι, μιά αὐτοσχέδια ψαλιδιά
Τῆς γλώσσας στόν αἰθέρα πάνω, ὅπως τά νέφη
Καί τά δέντρα ὅταν σμίγουν τούς καπνούς
Των πάνω ἀπό ἤρεμα νερά, καί εἶναι βράδυ.

Σκιά, μά τό μοναδικό ἀγαθό στόν κόσμο
Ἀφοῦ ἀντλεῖ, ἀπό τό κάθε ἁπλό πράγμα,
Τό νερό πού ξεχειλίζει μέ τῶν φύλλων τήν ὀσμή
Ἀπ’ τό λαγήνι πού ἀκουμπᾶ σέ ἠχηρές πλάκες πάνω.

XI
Τραγουδοῦσε, καί οἱ λέξεις της
Μοῦ δίναν ὕλη ἱκανή σχεδόν γιά νά τελειώσω
Τόν μακρύ μου πόλεμο: ὅταν τήν ἐπλησίαζα
Ἀγγίζοντας τά χέρια της, κοιτάζοντας τά δάχτυλα

Νά ξετυλίγουνε τό νῆμα πού βυθίζει
Τίς ρίζες του μές στό ἀόρατο.
Νά ‘χε βγεῖ ἄραγε ἔξω γιά νά παίξει, ἁπλή
Θεραπαινίς παιδί πού τήν εὐθύνη ἔχει

Αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Νά ἦταν ἄραγε μιά Μοίρα
Πού νά θανατώσει ἔχει πιό λίγα καί πιό πολλά νά σύρει
Κάτω ἀπό δέντρα ὅπου, χαμογελώντας
Σ’ αὐτόν πού πλάι της στέκει – «Ἄκου,

Θά τοῦ ἔλεγε: Οἱ λέξεις
Σωπαίνουν, ὁ ἦχος των
Δέν εἶναι πιά παρά ἕνας θόρυβος,
Καί ὁ θόρυβος παύει»;

ΤΟ ΑΚΟΜΗ ΤΥΦΛΟ
(1997)

ΤΟ ΑΚΟΜΗ ΤΥΦΛΟ

I
Οἱ θεολόγοι
Μιᾶς κάποιας χώρας ἰσχυρίζονται
Ὅτι ὁ Θεός εἶναι
Ἀλλά τυφλός.
Ὅτι γυρεύει, ψηλαφώντας,
Κλεισμένος μέσα σέ τέσσερεις τοίχους
– τόν κόσμο –,
Τό νεοσσό κορμί πού φωνάζει
Παλεύοντας νά ἐλευθερωθεῖ,
Μέ μάτια ἀκόμη κλεισμένα –
Πού θά τοῦ δώσει ἕνα βλέμμα,
Ἄν κατορθώσει ἐντούτοις, μέ τ’ ἀδέξια χέρια,
Τά πρίν τόν χρόνο,
Νά τοῦ σηκώσει τά βλέφαρα.

Ἡ ἰδέα, τό ὄνειρο τοῦ Θεοῦ,
Τοῦ πυθμένα τῆς νύχτας αὐτοῦ
Πού ὀνομάζουν Θεό,
Εἶναι νά γίνει λέει, ἁπλά,
Τούτη ἡ ζωή, ἀκούοντας
Στήν κλήση ἐκείνου πού φαντάζεται
Ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ, μπροστά,
Σέ ἕνα βλέμμα. Τό ὄνειρο:
Ὁ πόθος πού ξυπνοῦνε τοῦτοι οἱ γκρεμοί,
Τά βράχια αὐτά, τά δίχως σχῆμα.
Ἀπ’ τήν βουή ἐτούτη, πηγῆς σέ βάθη χθόνια,
Ὁ Θεός,
Εἶναι πώς τό ἀνείπωτο αὐτό
Ἀνεβαίνει, καθώς μοῦ λένε,
Ἀπό τό αἷμα, κι ἀπ’ τήν κραυγή, καί ἀπ’ ὁλάκερο τό σῶμα,
Πρός ὅ,τι δέν κατέχει ἀκόμα,
Ἕνα πρόσωπο –
Μάτια.
Ὄχι,
Ὁ Θεός
Δέν γυρεύει τήν λατρεία,
Μέ σκυμμένο μέτωπο, τόν νοῦ
Πού ἀπελπίζεται νά τόν καλεῖ
Ἤ πού ἐρευνᾶ τήν φύση του, καί οὔτε
Κάν τήν ἰαχή τῆς ἀνταρσίας.
Γυρεύει ἁπλά
Νά δεῖ,
Ὅπως βλέπει ἕνα παιδί –
Μιά πέτρα, ἕναν καρπό, ἕνα δέντρο,
Τόν κισσό πού τύλιξε τή στέγη,
Τό πουλί πού κάθησε στό ὥριμο σταφύλι.

Γυρεύει, ὁ δίχως μάτια,
Νά δεῖ τό φῶς.
Παίρνει, ὁ αἰώνιος, μέσα στά χέρια,
‘Κεῖνο πού γογγύζει, τό φευγαλέο,
Ἀφοῦ δέν εἶναι βλέμμα
Παρά σ’ αὐτό μονάχα πού πεθαίνει.

Ἔτσι, ἀέναα ξαναρχίζει,
Μέσα στήν κάθε νέα ζωή
Καί γιά ὅσον καιρό ἐκείνη βλέπει ἀκόμη,
Διότι τό σκότος
Νωρίς σιμώνει,
Τήν ταπεινή ἀναζήτηση
Τῆς μόνης ὄψης τῶν πραγμάτων.

Τόν ξεπερνάει ἡ ὄψη καί τό ξέρει,
Ἐκεῖνον πού εἶναι τό ἀπομέσα, πού κρατᾶ
Τό πράγμα μές στήν ὄψη του, πού τό σκοτίζει•
Ἐκεῖνον πού διαχέεται
Μέσα στό πέταγμα τῆς χελιδόνας,
Πού τιτιβίζει μέσα
Στό κυανό• καί πού ἀκόμη, σκίζεται,
Διαλύεται μέσα στήν πάχνη,
Πάντοτε ὅμως
Ἀπό τά μέσα, ἀπό ἀποκάτω
Ἀπ’ τήν μορφή, ἀπό ἀποκάτω
Ἀπό τήν μάζα πού καλύπτει τήν ὕλη,
Πού καλύπτει τίς ρωγμές καί τά βράχια,
Μέχρι τό ἄπειρο,
‘Κείνου πού οἱ θεολόγοι ἐκεῖ λένε Θεό.

(‘Κείνου πού ἀκούγεται, τό σούρουπο
Μέσα στό τρίξιμο τοῦ φράχτη, κάτω
Ἀπό τόν ἄλικο οὐρανό
Πού ἀκινητεῖ καθώς γυρνοῦμε
Ἀπ’ τόν περίπατο, καί τοῦτο
Ἀπό ἀπομέσα πάλι, ἀπό τά μέσα
Τοῦ θορύβου τώρα,
Καί ἡ νύχτα πέφτει,
Κι ἄν σηκώσουμε μιά πέτρα,
Ἰδού μοῦ λένε,
Ἡ ταραχή τῶν μυρμηγκιῶν ἔξω ἀπ’ τόν κόσμο.)

ΙΙ
Ὁ Θεός,
Αὐτό πού οἱ θεολόγοι
Στά πλάτη ἐκεῖνα ἀποκαλοῦν Θεό,
Γυρεύει.
Ξέρει ὅτι δέν ἔχει τίποτα, μοῦ λένε.
Νά ἀναγνωρίσει, νά ὀνομάσει, νά χτίσει,
Ξέρει ὅτι δέν τό μπορεῖ οὔτε στή φαντασία.
Νά ἐλπίζει,
Ξέρει ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ τίς δυνάμεις του.
Νά περιμένει,
Ξέρει ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ τίς δυνάμεις του.
Νά διακρίνει κάποιον μακρυά πέρα, νά τοῦ φωνάξει,
Νά τρέξει πρός τό μέρος του μέ ἀνοιχτή
Ἀγκαλιά καί μάτια δακρυσμένα,
Ξέρει ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ τίς δυνάμεις του.

Καί νά μιλήσει, νά πεῖ:
«Ἔλα, πάρε, κοίτα, μήν κλαῖς,
Παῖξε»,
Τό ξέρει ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ τίς δυνάμεις του.
Νά πεῖ: «Πιές», νά σκύψει
Ἐπάνω ἀπ’ τό παιδί ὅπως θά ἤθελε
Μά ἀλλιῶς,
Μέ χέρια γιά ν’ ἀγγίξει τούς λυγμούς,
Μέ τήν ἐλπίδα μοναχά κι ὅλη τήν ἔγνοια,
Τό ξέρει ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ τίς δυνάμεις του.

Ἔξω, ὡστόσο,
Φωνές. Ἔξω:
«Ἔλα, πῆγε ἀργά, τρέξε νά μέ προλάβεις».
Ἀκούει. Μά εἶναι αὐτό πού τό ἀόρατο,
Πού ἡ ζωή,
Ἀποτραβοῦν μέσα στίς πιό ἁπλές λέξεις.

Ξέρει ὅτι κι ἄν πιάσει ἕνα χέρι,
Τό χέρι τοῦτο δέν θά εἶναι μές στό χέρι του.

Ὁ Θεός,
Αὐτό πού ἀποκαλοῦν Θεό, ὁ δίχως ὄνομα,
Γυρεύει. Τόν ἀκοῦνε πού παραμονεύει
Μές στήν φωνή τοῦ πληγωμένου πουλιοῦ,
Μέσα στό γρύλισμα τοῦ ζώου πού πιάστηκε.

Κι οἱ θεολόγοι αὐτοί λοιπόν γνωρίζουν
Ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά, πολύ κοντά,
Νύχτα καί μέρα• ὅτι γλιστρᾶ μέσα στίς κόρες τους
Κάθε πού ἀνοίγουνε τά μάτια. Εἶναι πεισμένοι
Ὅτι ὀρέγεται τίς ἀναμνήσεις τους
Ἤ τήν χαρά τους,
Πώς θέλει νά τούς κλέψει ἀκόμη καί τόν θάνατο.

Καί ὅλη ἡ σκέψη τους, ἡ ζωή ὅλη,
Συνίσταται στό νά τόν διώχνουν,
Νά λένε ὄχι
Στά γιγαντιαῖα χέρια.
«Ἀπομακρύνσου, τοῦ φωνάζουν,

Ἀπομακρύνσου μές στά δέντρα,
Μές στήν πνοή τοῦ ἀνέμου πού γυρεύει,
Ἀπομακρύνσου στό κυανό καί μές
Στήν κόκκινη ὤχρα, ἀπομακρύνσου
Μέσα στήν γεύση τῶν καρπῶν,
Ὥς μέσα στόν τρεμάμενο
Ἀμνό ἀκόμη τῆς θυσίας.»

Καί τρέχουν κάτω ἀπό τά δέντρα,
Κραδαίνουν ξύλα μέ κουρέλια ἀπό χρώματα.
«Ἐμπρός, ἀπομακρύνσου, τοῦ φωνάζουν,
Πάγαινε, ἀπελπίσου,
Μπρός, σήκω καί φύγε – εἶσαι
Τό φευγαλέο ζῶο πού ‘χει καρδιά ἀπό νύχτα.

Ἄσε τό χέρι πού πᾶς νά πιάσεις,
Φοβᾶται.

Σκόνταψε, σήκω. Τρέξε,
Παιδί γυμνό πού τοῦ πετᾶνε πέτρες.»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ

I
Καί ἄλλοι, κι ἄλλοι ἀκόμη. Αὐτοί μοῦ λένε
Ὅτι ξέρουν,
Καί ὅτι ὁ Θεός σκίζει – αὐτό εἶν’ ὁ κόσμος –,
Τίς σελίδες πού γράφει. Ὅτι εἶν’ ἡ ἀποστροφή
Γιά τό ἔργο του, γιά ‘κεῖνον τόν ἴδιο,
Κι ἐξίσου ἡ ὀμορφιά στόν οὐρανό τῶν λέξεων,
Πού μέ τή φλόγα τους μαυρίζουν
Τό δέντρο τῆς ἀνθρώπινης φωνῆς, πού ἐλπίζει.

Ὁ Θεός εἶν’ ἕνας καλλιτέχνης.
Τόν ἐνδιαφέρει μόνο τό ἀπρόσιτο
Καί ἔχει τούς θυμούς τοῦ καλλιτέχνη.
Φοβᾶται μή τυχόν γεννήσει
Κάτι πού θά ‘ναι μόνο εἰκόνα.
Φωνάζει τή βιασύνη του μές στήν βροντή,
Προσβάλλει αὐτό πού ἀγαπᾶ, μήν ξέροντας
Πῶς ἀκριβῶς νά πάρει ἕνα πρόσωπο
Μέσα στά χέρια.

Κι αὐτό πού τοῦ χρωστοῦμε, λένε ἀκόμα, εἶναι
Νά τόν συνδράμουμε στό ἔργο τῆς καταστροφῆς,
Νά παύσουμε κι ἐμεῖς
Νά ἐπιθυμοῦμε ἤ ν’ ἀγαπᾶμε.
Ἀποστρεφόμενοι τόν κόσμο, σιωπώντας,
Καλύπτοντας τό φῶς μέ στάχτες,
Νά καταφέρουμε ἡ γῆ πιά νά μήν εἶναι
Παρά ἕνα χάος ἀπό βράχια, ὁ Θεός
Πιά νά μήν εἶναι
Παρά χόρτο τυφλό μέσα στά ἄλλα χόρτα
Κάτω ἀπ’ τήν μπόρα πού τυφλά πέφτει•
Ἡ καρδιά μας νά φροντίσει ὥστε
Στήν θέση τῆς φωνῆς νά μήν ὑπάρχει ἄλλο,
Μές στίς λακκοῦβες ἑνός χρόνου ἀσυνάρτητου,
Ἀπό τήν λάσπη κάποιας ὕλης πού εἶδε
Τόν Θεό μόνο σέ ὄνειρο.

Τό ὄν: οὔτε ἡ πέτρα κάν, ὑποστηρίζουν,
Μά ἡ ρωγμή
Πού διαπερνᾶ τήν πέτρα, ἡ κατάρρευση
Τῆς ἴδιας τῆς ρωγμῆς, τό χρῶμα
Πού δέν προσμένει τίποτε ἀκόμα, καί τίποτε
Πιά δέν σημαίνει μές στό φῶς.

ΙΙ
Καί ἄλλοι πάλι. Μοῦ ἐμπιστεύονται
Ὅτι ἐκεῖνος πού ὀνειρεύονται εἶχε νοιώσει πρῶτα
Ἀρκετή ἔκπληξη γιά νά συγκινηθεῖ
Ἀπό, ἄς ποῦμε, ἕνα παιδί,
Πού ἕνα πρωί τοῦ θέρους ἔτρεξε
Στόν κῆπο ἔξω μέ μιά ἄναρθρη κραυγή•
Μά πιό πολύ ἀκόμη,
Ἀπ’ τό παιδί πού ἀπέστρεψε τό πρόσωπο
Νά μή φανοῦν τά δάκρυά του.

Ὁ Θεός γύρευε ν’ ἀκούσει,
Στό πρῶτο ἐτοῦτο ὄνειρο,
Τί εἶναι αὐτό πού ἀκούει ὁ μουσικός
Σκυμμένος πάνω ἀπ’ τίς χορδές πού πάλλονται.
Ἐθαύμασε τόν γλύπτη, πού προσμένει,
Ἐκεῖ ὅπου ἕνα στῆθος φουσκώνει μές στήν ὕλη
Ἤ πού δυό χείλη μισανοίγονται,
Κάτι πέρα ἀπό τήν ὀμορφιά πού ἐκλύεται.

Καί βεβαιώνουν μάλιστα πώς
Κάποτε,
Κοιτάζοντας ἕναν τεχνίτη νά παλεύει
Μ’ ἕνα κομμάτι ξύλο γιά νά ἐμφανίσει
Τήν εἰκόνα τοῦ θεοῦ του,
Μέ τήν ὁποία ἐγύρευε νά σβήσει
Τήν ἀγωνία τῆς ὑπάρξεως,
Ἔνοιωσε γιά τήν ἀδεξιότητα αὐτήν
Ἕνα συναίσθημα πρωτόγνωρο:
Ἐπιθύμησε
Νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία του, νά πάει
Πρός τό μέρος του μέσα στήν ὕλη
Ὅπου ἐσκόνταφτε ἡ ἐλπίδα του –
Καί βάρυνε, ἔγινε
Τό ξύλο• ἐπῆρε σῶμα
Μές στήν ἁπλοϊκή εἰκόνα, καί στό ὄνειρο
Τοῦ καλλιτέχνη συγκατένευσε.
Μές στήν εἰκόνα καρτερεῖ τήν ἀποδέσμευσή του.

Ὁ Θεός,
Ἤ ὅ,τι ἀποκαλοῦν αὐτοί Θεό,
Περιμένει.
Εἶναι αὐτό πού κατοικεῖ μές στήν εἰκόνα,
Σκεπασμένο ἀκόμη•
Καί στό βάθος,
Καί γιά πρώτη φορά,
Αὐτό πού ἐλπίζει.
Ἀκούει
Βήματα πού πλησιάζουν, πού ἀπομακρύνονται.
Βαρειά ἐπάνω του εἶναι
Ἡ ταπεινή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου,
Βαρύ τό βάρος τοῦ ἐρωτευμένου βλέμματος
Κι ἐκεῖνο τῶν χεριῶν πού καῖνε• βαρειά
Ἡ λυγερή πλάτη τοῦ κοριτσιοῦ πού ξάπλωσε,
Βαρειά ἡ φωτιά πού καίει, ἀστραφτερά
Μέσα στήν κάμαρά της

ΙΙΙ
Μοῦ μιλᾶνε. Τί πράγμα ἀλλόκοτο ἡ φωνή τους!
Πλανᾶται πάνω ἀπ’ τίς κορφές τῶν δέντρων,
Θλιμμένο κι ἄλικο ὅπως ὁ ἦχος τοῦ κυμβάλου.
Σιμώνω ἐκεῖ ὅπου φαντάζομαι ὅτι ὑψώνεται,
Τά καταφέρνω ἐνίοτε ὥς κάποια σταυροδρόμια,
Δυό μονοπάτια, τρία, σβησμένα ἀπό τά ξερά χόρτα,
Παίρνω τό ἕνα• καί συναντάω
Ἕνα παιδί πού διασκεδάζει παίρνοντας
Μέσα στίς χοῦφτες πέτρες πολλῶν χρωμάτων.
Μέ ἀκούει πού πλησιάζω, σηκώνει ἐπάνω μου
Τά μάτια του ἀλλά μετά γυρνάει ἀπό τήν ἄλλη

Καί τί πράγμα ἀλλόκοτο, ὁρισμένες λέξεις,
Δίχως στόμα οὔτε φωνή, δίχως κάν πρόσωπο.
Τίς ἀπαντοῦμε στό σκοτάδι, παίρνουμε
Τό χέρι τους μέσα στό χέρι μας, τίς ὁδηγοῦμε,
Ἀλλά εἶναι νύχτα παντοῦ στόν κόσμο.
Εἶναι σάν νά ‘ναι οἱ λέξεις ἕνας λεπρός
Πού τό κουδούνι του ἀκούγεται
Μέσα στό βράδυ.
Τό παλτό τους σφιγμένο
Γύρω ἀπ’ τό σῶμα τοῦ κόσμου,
Μά ἀπό κάτω φεγγίζει
Λιγοστό φῶς.

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
(2001)

I
Εἶναι ὁ ὕπνος τοῦ καλοκαιριοῦ αὐτήν τή χρονιά πάλι,
Τό χρυσάφι πού ζητοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς φωνῆς
Γιά τή μεταστοιχείωση τῶν μετάλλων τοῦ ὀνείρου.
Τά τσαμπιά τῶν βουνῶν, τῶν κοντινῶν πραγμάτων,
Ὡρίμασαν, ἔγιναν κρασί σχεδόν, καί ἡ γῆ
Εἶναι τό στέρνο ὅπου ἡ ζωή μας ἀναπαύεται
Καί πού αὖρες μᾶς τυλίγουν, καλωσορίζοντας•
Ἴδια ἡ νύχτα τοῦ καλοκαιριοῦ, πού δέν γνωρίζει ὄχθες,
Ἀπό κλαδί σέ κλαδί περνᾶ ἡ φωτιά ἀνάλαφρη.
Φίλη,
Εἶναι ‘δῶ καινούργιος οὐρανός, καινούργια γῆ, ἕνας καπνός
Πού ἀνταμώνει ἕναν καπνό
Πάνω ἀπ’ τόν χωρισμό τοῦ παραπόταμου.

Καί τό ἀηδόνι τραγουδᾶ μιά νύχτα ἀκόμη
Προτοῦ μᾶς πάρει τ’ ὄνειρο. Ἐτραγούδησε
Ὅταν ὁ ὕπνος ἔπαιρνε τόν Ὀδυσσέα
Στό νησί ὅπου σχόλη βρῆκε ἡ περιπλάνησή του.
Κι ὁ ἀφιχθείς, συγκατένευσε κι αὐτός στό ὄνειρο,
Σάν ἕνα ρίγος μές στήν μνήμη
Ἀπό τό χέρι τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής του
Πού κάτω ἀπ’ τό βαρύ του ἐδίπλωσε κεφάλι.
Νομίζω πώς ἀνάσαινε μέ μιά γαλήνια ἀνάσα
Στήν κλίνη ἐπάνω τῆς ἀπόλαυσης κι ἔπειτα τῆς ἀνάπαυσής του,
Μά ἡ Ἀφροδίτη, τό πρῶτο ἀστέρι, ἀνέπλεε
Κιόλας δειλά πρός τ’ ἀνοιχτά, πίσω ἀπ’ τά νέφη,
Καί στά ρεύματα παραδινόταν, βάρκα
Πού ὁ κωπηλάτης ξέχασε, κοιτώντας ἄλλα φῶτα,
Νά ξαναρίξει τό κουπί μές στό σκοτάδι.

Καί μέ τήν χάρη αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου, τί ἄραγε εἶδε;
Νά ‘ταν ἡ χαμηλή γραμμή μιᾶς ὄχθης
Ὅπου οἱ ἴσκιοι διαυγεῖς κι ἡ νύχτα,
Χάρις σέ φῶτα ἄλλα ἀπ’ ὅσα καῖνε μέσα
Στό θάμπος τῶν διαδοχικῶν εὐχῶν μας
Καθώς βουλιάζουμε μέσα στόν ὕπνο;
Καράβια εἴμαστε βαριά ἀπ’ τόν ἑαυτό μας
Πού ξεχειλίζουν ἀπό σφραγισμένα πράγματα
Καθώς κοιτάζουμε, κάτω ἀπ’ τήν πλώρη
Μαῦρα νερά ν’ ἀνοίγονται καί νά μακραίνουν,
Δίχως ὄχθη εἰς τόν αἰώνα.
Ὅμως ἐκεῖνος, μέσα
Στίς μελαγχολικές πτυχές τοῦ ἄσματος
Τοῦ ἀηδονιοῦ τῆς νήσου πού ἔτυχε,
Σκεπτόταν κιόλας τό κουπί νά ξαναπιάσει,
Ἕνα βράδυ ὅπου θ’ ἄσπριζε πάλι τό κύμα,
Γιά νά ξεχάσει ἴσως ὅλα τά νησιά
Πάνω στήν θάλασσα ὅπου αὐξάνει ἕνα ἄστρο.

Νά πηγαίνουμε ἔτσι, μέ τήν ἴδια ἀνατολή,
Πέρα ἀπό τίς εἰκόνες, πού ἡ κάθε μία
Μᾶς ἀφήνει μέ τόν πυρετό τῆς ἐπιθυμίας•
Νά βαδίζουμε ἤρεμοι κατά ‘κεῖ ὅπου θά χαθοῦμε,
Θ’ ἀναβαπτιστοῦμε, μέσα
Στήν ὀμορφιά τῶν ἀναμνήσεων, καί στό ψέμα
Τῶν ἀναμνήσεων,
Μέσα στήν φρίκη κάποιων ἀναμνήσεων
Μά καί στήν εὐφροσύνη κάποιων ἄλλων, πού ἡ φλόγα
Τους τρέχει ὥς μέσα στό καμένο παρελθόν μας
Ἄλικη πάχνη ὄρθια, ἐκεῖ
Πού στίς ἀκτές τό κύμα σπάζει, ἤ, ἀκόμα
Τρυφή καρπῶν πού ἔχουμε χάσει.
Νά πηγαίνουμε, πέρα σχεδόν κι ἀπό τήν γλώσσα,
Μέ ἄλλο τίποτα ἀπό λίγο φῶς, εἶναι μονάχα δυνατόν;
Ἤ μήπως
Εἶναι μιά πλάνη πάλι, τῆς ὁποίας
Τήν μορφή ξανασχεδιάζουμε στούς ἴσκιους
Πού πυκνώνουν μέσα, δίνοντάς της ἄλλα
Χαρακτηριστικά μά πού διαυγάζει καί αὐτά
Ἡ ἴδια πάντα πλάνα λάμψη;
Παντοῦ μέσα μας τό ταπεινό μονάχα ψέμα
Τῶν λέξεων πού λένε περισσότερα
Ἀπ’ αὐτό πού ὑπάρχει, ἤ λένε κάτι ἄλλο
Ἀπ’ αὐτό πού ὑπάρχει, ὄχι τά βράδυα
Τόσο τῆς ὀμορφιᾶς πού ἀργεῖ
Νά φύγει ἀπό μιά γῆ πού ἀγάπησε, ζυμώνοντάς την
Μέ δάχτυλα ἀπό φῶς,
Ὅσο τῆς μάζας τοῦ ὕδατος πού ἀπό νύχτα
Σέ νύχτα σκάει μέ μέγα θόρυβο
Πάνω στό μέλλον μας.

Τά γυμνά βουτᾶμε πόδια μας
Μές στό νερό τοῦ ὀνείρου. Χλιαρό.
Δέν ξέρω ἄν εἶναι ἀπό τόν ὕπνο ἤ ἄν
Ἡ ἀργή καί ἥσυχη ἀστραπή του γράφει
Ἤδη τά σημάδια της μές στά κλαριά
Πού ἀνήσυχα σαλεύουν, κι ἔπειτα σκοτεινά
Πολύ γιά νά διακρίνουμε
Φιγοῦρες,
Τά δέντρα αὐτά παραμερίζουνε
Στά βήματά μας. Προχωροῦμε,
Τό νερό ἀνεβαίνει ὥς τόν ἀστράγαλο.
Ὦ ὄνειρο νυχτερινό, πάρε τῆς μέρας τ’ ὄνειρο
Στά νοιαστικά σου χέρια, σύρε ἐπάνω σου
Τό μέτωπό του καί τά μάτια του, καί κάνε,
Τρυφερά,
Νά στερεωθεῖ τό βλέμμα του ἐπάνω στό δικό σου,
Τό πιό σοφό,
Γιά μία γνώση πού δέν θά σκίζει ἡ ἔριδα
Πιά τῆς ἐλπίδας καί τοῦ κόσμου, κι ἡ ἑνότητα
Ν’ ἀδράξει καί νά συγκρατήσει τήν ζωή
Μές στοῦ ἀφροῦ τήν ἠρεμία, ὅπου
Καθρεφτίζεται εἴτε, πάλι, ἡ ὀμορφιά, εἴτ’ ἡ ἀλήθεια,
Ἄστρα ὅμοια πού αὐξάνουν μές στόν ὕπνο.

Ὀμορφιά, ἱκανή ὀμορφιά, ἐσχάτη
Ὀμορφιά τῶν ἄστρων πού δέν ἔχουν νόημα
Καί οὔτε κίνηση.
Στήν πρύμνη στέκει ὁ ναύτης, μεγαλύτερος
Ἀπό τόν κόσμο, πιό σκοτεινός,
Μά ἡ θαμπή ὑφή του φωσφορίζει.
Ὁ σιγανός ἦχος τοῦ νεροῦ, πού ἴσα ἴσα
Ἀναρριγεῖ, καί πολύ σύντομα,
Ἡ ἡσυχία.
Μά ἀκόμη δέν γνωρίζουμε
Ἄν πιάσαμε καινούργια ὄχθη ἤ κόσμον
Ἴδιο ὅπως μές στίς θερμές πτυχές
Τῆς χθόνιας κλίνης. Ἄμμο ἀκοῦμε πού συρίζει
Κάτω ἀπ’ τήν πρώρα μά δέ γνωρίζουμε
Ἄν ἀγγίξαμε μιάν ἄλλη γῆ, ἄν χέρια ἁπλώνονται ἤδη,
Μέσα ἀπ’ τό φίλιο ἄγνωστο, νά πιάσουν
Τό σκοινί πού τούς πετοῦμε μέσα
Ἀπό τή νύχτα μας.

Καί αὔριο, ὅταν ξυπνήσουμε,
Ἴσως πιό σίγουρες νά νοιώθουν οἱ ζωές μας,
Ὅπου φωνές καί ἴσκιοι θά σχολοῦν,
Ἀπεστραμμένοι κι ἥσυχοι, ρεμβαστικοί,
Μέ δίχως ἔριδες καί δίχως ψόγους, ὅσο
Τό παιδί στόν δρόμο πάνω θά κουνᾶ
Τό πελώριο κεφάλι του,
Κοιτάζοντάς μας μέ τήν ἀδεξιότητα τοῦ νοῦ
Πού ξαναπιάνει ἀπ’ τήν ἀρχή τό ἔργο
Τοῦ φωτός μέσα στό αἴνιγμα.

Ξέρει ἀκόμα νά γελάει. Ἔκοψε
Ἀπό τόν οὐρανό ἕνα τσαμπί πολύ βαρύ,
Τό βλέπουμε νά φεύγει παίρνοντάς το μές στή νύχτα.
Ὁ τρυγητής,
Ἐκεῖνος πού ἴσως κόβει
Ἄλλα τσαμπιά ψηλά στό μέλλον,
Τό κοιτάζει πού περνᾶ, παρ’ ὅτι δίχως μάτια.
Ἄς τ’ ἀφήσουμε στήν καλοσύνη τοῦ ζεστοῦ βραδιοῦ•
Ἄς ἀποκοιμηθοῦμε…
… Ἡ φωνή πού ἀκούω χάνεται,
Ὁ ἦχος τῆς νύχτας τήν σκεπάζει. Οἱ σανίδες
Στό μπροστινό μέρος τῆς βάρκας, καμπύλες
Γιά νά δίνουν σχῆμα στό μυαλό ὑπό τό βάρος
Τοῦ ἀγνώστου, τοῦ ἀστόχαστου, συστέλλονται.
Τί νά μοῦ λένε ἄραγε οἱ τριγμοί, πού ἀπομακρύνουν
Τίς σκέψεις πού ἡ ἐλπίδα μου συνάρμοσε;
Μά ὁ ὕπνος γίνεται ἀδιαφοροποίητος. Τά φῶτα,
Οἱ ἴσκιοι – τίποτε ἄλλο πιά ἀπό ἕνα κύμα
Ὅπου ἡ ἐπιθυμία πνίγεται.

ΙΙ
Καί θά μποροῦσα,
Σέ λίγο, στό ἄξαφνο τίναγμα τοῦ ξύπνιου,
Νά πῶ ἤ νά δοκιμάσω νά πῶ
Τήν ὀχλοβοή τῶν νυχιῶν καί τῶν γέλιων
Πού μέ τήν ἀπληστία τήν δίχως
Χαρά συγκρούονται τῶν πρωτόγονων ζωῶν
Στό σπασμένο χεῖλος τῆς ὁμιλίας.
Θά μποροῦσα νά φωνάξω ὅτι παντοῦ στή γῆ,
Ἀδικία καί δυστυχία λυμαίνονται τό νόημα
Πού ὁ νοῦς στόν κόσμο ὀνειρεύτηκε νά δώσει,
Ἐν ὀλίγοις, νά θυμᾶμαι αὐτό πού ὑπάρχει,
Νά εἶμαι διαύγεια μόνο πού ἀπελπίζεται
Καί παρ’ ὅλο πού ἡ Χίμαιρα, πού ἐξαπατᾶ
Τά λογικά καί τ’ ὄνειρο ἐξίσου,
Στέκει τυλιγμένη γύρω ἀπ’ τά κλαδιά
Τοῦ κήπου τῆς Ἀρμίδας,
Ν’ ἀφήσω τίς λέξεις γιά ὅποιον μαυρίζει
Σελίδες, συγγράφει πεζά,
Ἕνεκεν τῆς προφάνειας τῆς ὕλης,
Τήν προσφορά τῆς ὀμορφιᾶς μές στήν ἀλήθεια.

Ἀλλά μοῦ φαίνεται ὅμως κι ὅτι
Δέν εἶναι ἀληθινή παρά ἡ φωνή πού ἐλπίζει,
Ἔστω χωρίς συνείδηση
Τῶν νόμων πού τή ματαιώνουν.
Ἀληθινό μόνο τό σκίρτημα
Τοῦ χεριοῦ πού ἀγγίζει τήν ὑπόσχεση
Ἑνός ἄλλου• ἀληθινές
Μονάχα οἱ αὐλόπορτες αὐτές
Πού σπρώχνουμε τό σούρουπο μές στό ἡμίφως,
Μετά τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
Ὅλα τά ξέρω ὅσα θά πρέπει νά σβηστοῦν
Ἀπ’ τό βιβλίο τοῦτο,
Μιά λέξη ὡστόσο μένει καίγοντας πάνω στά χείλη μου.

Ὦ ποίηση,
Δέν μπορῶ πιά νά κρατηθῶ ἀπ’ τό νά σέ καλέσω
Μέ τ’ ὄνομά σου, πού δέν εἶναι πιά ἀγαπητό
Σ’ ὅσους περιπλανῶνται ἀκόμη
Μές στά ἐρείπια τῆς ὁμιλίας.
Παίρνω τό θάρρος νά σοῦ ἀπευθυνθῶ, ἐνώπιος
Ἐνωπίω, καθώς στήν εὐγλωττία τῶν ἐποχῶν
Πού κρέμαγαν, παραμονή ἑορτῶν,
Στά κιονόκρανα ἐπάνω
Γιρλάντες ἀκμαίων καρπῶν καί φύλλων.

Τό κάνω, μέ τήν ἐμπιστοσύνη ὅτι ἡ μνήμη,
Διδάσκοντας τούς ἁπλούς λόγους της
Σ’ ὅσους ζητοῦν νά κάμουν ὥστε
Τό νόημα νά εἶναι, παρά τό αἴνιγμα,
Θά τούς συνδράμει νά διακρίνουν, πάνω
Ἀπ’ τίς ἀπέραντες σελίδες της τό ὄνομά σου
Τό ἕνα καί τό πολλαπλό, ὅπου καῖνε
Σιωπηλά, μία διαυγής φωτιά, τά ἀρωματικά
Τῶν ἀμφιβολιῶν τους καί τῶν φόβων τους.
«Κοιτάξτε, θά μᾶς πεῖ: μέσα στό μόνο
Βιβλίο πού γράφεται ἀνά τούς αἰῶνες,
Δέστε πῶς αὐξάνουν
Τά σημεῖα μές στίς εἰκόνες, καί τά ὄρη
Μπλάβισαν κιόλας στά ψηλά, γιά νά σᾶς γίνουν χῶμα•
Τήν μουσική ἀκοῦτε, πῶς διαυγάζει,
Μέ αὐλό τεχνήεντα στό ἀπόγειο τῶν πραγμάτων,
Τόν ἦχο τοῦ χρώματος μέσα σέ ὅ,τι εἶναι.»

Ὦ ποίηση,
Ξέρω ὅτι σέ περιφρονοῦν
Καί σέ ἀρνοῦνται,
Ὅτι σέ λένε θέατρο, ἴσως καί ψέμα,
Ὅτι σέ φορτώνουν μ’ ὅλα ἐσένα
Τά λάθη τῆς γλώσσας• πώς λένε
Κακό τό νερό πού κομίζεις
Σ’ ἐκείνους πού ὡστόσο ἐπιθυμοῦν νά πιοῦν,
Κι ἀπογοητευμένοι γέρνουν
Κατά τόν θάνατο.

Καί εἶν’ ἀλήθεια πώς ἡ νύχτα φουσκώνει τίς λέξεις,
Ἄνεμοι γυρίζουν τίς σελίδες τους, φωτιές
Φέρνουν τά τρομαγμένα ἀγρίμια τους
Ὥς πάνω στά βήματά μας.
Πιστέψαμε ἄραγε
Πώς θά μᾶς πήγαινε μακρυά ὁ δρόμος
Πού χάνεται μές στήν προφάνεια;
Ὄχι. Οἱ εἰκόνες χτυποῦνε πάνω
Στό νερό πού ἀνεβαίνει, ἡ σύνταξή τους
Ἀσυνάρτητη, σάν στάχτη, καί σέ λίγο
Δέν ὑπάρχουν οὔτε εἰκόνες,
Κι οὔτε βιβλίο, οὔτε ζεστό σῶμα τοῦ κόσμου
Νά κλείσουμε στήν ἀγκαλιά
Τῆς ἐπιθυμίας μας.

Γνωρίζω ὅμως ἐξίσου
Ὅτι δέν εἶναι ἄλλος πλανήτης
Πού μέ ἀχλή εὐοίωνα κινεῖται
Μές στόν ἀκίνητο οὐρανό τῶν ἄστρων,
Ἀπό τή βάρκα σου τήν πάντα σκοτεινή
Μά ὅπου ἴσκιοι συνωστίζονται
Κατά τήν πλώρη, κι ἔπειτα τραγουδοῦν,
Σάν ἄλλοτε οἱ ταξιδιῶτες, ὅταν
Αὔξαινε ἐμπρός τους, στό τέλος τοῦ μεγάλου ταξιδιοῦ,
Ἡ γῆ μέσα ἀπό τούς ἀφρούς καί ἔλαμπεν
Ὁ φάρος.

Κι ἄν παραμένει κάτι
Πού δέν εἶναι ἄνεμος, καί μήτε ὕφαλος, καί μήτε θάλασσα,
Τό ξέρω ὅτι ἐσύ θά εἶσαι, καί νύχτα ἀκόμη,
Ἡ βυθισμένη ἄγκυρα, τά βήματα
Πού σκουντουφλοῦν πάνω στήν ἄμμο, καί τά ξύλα
Πού μαζεύουμε καί ἡ σπίθα κάτω
Ἀπ’ τά βρεγμένα ξύλα, καί ἐνόσω ἀκόμη ἀνήσυχοι
Κοιτάζουμε τήν φλόγα πού διστάζει,
Ἡ πρώτη κουβέντα μετά ἀπό μιά μακρά σιγή,
Ἡ πρώτη φωτιά πού παίρνει πάλι κάτω ἐκεῖ,
Στόν πεθαμένο κόσμο.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Πολεμικές ἀλληγορίες

1.
Μέσα στίς στάχτες ὁ Θεός
ἔκρυψε τό κακό του βλέμμα
καί μοῦ ψιθύρισε: «Ν’ ἀντέχεις!»

Ἀντέχω. Ἀσφαλῶς ἀντέχω.
Χωρίς νουβέλες τῶν θεῶν καί τῶν ἡρώων.
Σ’ ἕνα σακούλι στάχτη στήν κοιλιά μου
κρύβω ἐγώ τῆς ἀντοχῆς μου τό συκώτι.
Καί ἀπό τά φύλλα πού δέν ράβδισε ἡ βροχή
στά ἄλλα πού σαρώνει ὁ ἐργάτης
στρέφω πιστά τό θολό μου βλέμμα.

2.
Ἕνα παλτό γαλάζιο στήν κρεμάστρα
(Ποιός ξέρει τίνος καί ἀπό πότε ἐκεῖ…)
Παίρνει τό σῶμα του, γεμίζει ροκανίδι
σάν νά ‘ταν νά τρομάξει τά πουλιά
ἑνός ἀγροῦ ἀπό ἔπιπλα καί σκεύη.
Ἀπό τόν γάντζο του προσεχτικά κατεβαίνει
κι ἁπλώνει τ’ ἀχυρένια του χέρια.

Ἔτσι ἀρχίζει καί ὄχι μέ λάβαρα,
ὄχι μέ σάλπιγγες καί φωνασκίες,
ὁ νέος κύκλος τοῦ αἵματος.

3.
Δέν εἶναι δά καί συμφορά,
μετά ἀπό τόσα πειράματα,
νά εἶμαι ξανά τυφλός σάν γατάκι.
Ἔχει τήν πλάκα του τό σκοτάδι.
Εἶναι στή φύση μου, τέτοιου ζώου
τεμπέλικου, ἀσυμφιλίωτου, σαρκοφάγου.

Μόνο, νά, ὅσο δοκιμάζω,
ὅσο ζυγίζω ὑλικά καί μεθόδους,
τό μέσα θέαμα μέ καταυγάζει
καί παίρνω σχῆμα ἀνθρώπου μέ τή λύρα του
πού, τάχα, θά ἡμερέψει τά ζῶα…

4.
Δές το πού πέφτει χτυπημένο στό φτερό,
πού ζαρώνει στόν κρυμμένο θυμό του
τό λαϊκό ἀκροατήριο!

Καί τώρα; Ποῦ εἶναι ὁ ἐνθουσιασμός; Ποῦ εἶναι ἡ πτήση;
Φτώχεια χωρίς τήν παραζάλη της
καί ἐξευτελισμός μέ παραζάλη.
Βράχοι πλακώνουν τό διερχόμενο ὄχημα
ἄτυχης τριμελοῦς οἰκογενείας
πού πίστευε –ὦ, πόσο πίστευε!–
στόν ἔρωτα τῶν δημοσίων ἔργων.

5.
Χτισμένος ὅλος ἀπό ἁλάτι
ὁ μέγας ὁ κοιμητηριακός ναός,
ἕνα λαμπρό μαυσωλεῖο.

Τώρα πιά οὔτε αὐτό. Ὁ πεθαμένος
ἔκοβε κι ἔτρωγε. Ἔκοβε κι ἔτρωγε.
Ὤσπου ἔγινε τετράπαχος, ἄστεγος,
ἀληθινός πατριώτης.

6.
Ὑποκατάστημα Τραπέζης
ἤ ὑποκατάστημα βροχῆς;
Ὁ ποθητός θεσμός διαφέρει.

Ἀποδοτικότερο θεωρεῖται μετάλλευμα
πλέον ἐμπορεύσιμο, πρόσφορο σέ ὑπερτιμήσεις,
ἕνα τοπίο μέ βαριά συννεφιά
καί οἱ μέρες πού ἔχουν προηγηθεῖ
τῆς πρωτοφανοῦς ξηρασίας.
Ὁ θάνατος τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων
καί τώρα ὁ τρόμος τῶν νοικοκυριῶν
πού τό νερό θ’ ἀνεβεῖ στίς στέγες.

Μπορεῖ ὁ χρυσός νά περιμένει. Θά ἔλθει
μέ βεβαιότητα ἡ προσφυγιά τῶν ἀγρῶν,
μέ ἀσφάλεια ὁ τόκος τῆς λάσπης.

7.
Κάποιος παραμονεύει στή σκοτεινιά
ἤ τά πάντα, λουσμένα στό φῶς,
λάμπουν ἀπό ἑκατοντάδες λαμπτῆρες;

Πρίν ἀπαντήσεις, θά ἐπισκεφτεῖς ὀφθαλμίατρο
καί θά συντάξεις λεπτουργημένο κείμενο
(μέ ἀπαράμιλλο πενάκι!)
Νά περιγράφει τό κατάμαυρο σῶμα
ἀνθρώπου χτυπημένου ἀπ’ τό ρεῦμα
τήν ὥρα ὅπου σέ σκεφτόταν τρυφερά
καί διαγραφόταν στό ἐρωτευμένο του πρόσωπο
τό πιό φωτεινό χαμόγελό του.

8.
Ἄς σκεφτοῦμε μαζί πάνω στούς μύθους.
Ἄς ποῦμε, πνίγει ὁ Ἡρακλῆς τά φίδια.
Καημένη φύση, ἀνίδεα ἑρπετά,
τάχα γιατί τά μέσα ἑνός ἐγκλήματος;

Θά ‘πρεπε ὁ μοχθηρός αὐτοπροσώπως
νά ἐπιτεθεῖ στό βρέφος. Νά τόν ξέρουμε.
Κι ὄχι νά ἀπαιτοῦμε ἡρωισμούς
ἀπό ἕνα μωρό στήν κούνια του.

Κι ὅμως. Τά λέμε φίδια. Τόν λέμε ἥρωα.
Κι ἀφήνουμε τό κρεβατάκι νά γεμίσει
ἀλληγορίες.
Παιδί ἀνθρώπου ποτέ κανένα
δέν ἔχει πνίξει τέτοια
φιδοκέφαλα.

9.
Ἐσύ κι ἐγώ πίσω ἀπό τόν καθρέφτη.
Καί μπρός του κάποιος πού προβάρει τό σακάκι του.
Πίσω ἀπ’ αὐτόν ὁ ράφτης πού βοηθάει.
Πίσω ἀπ’ τό ράφτη ἑκατοντάδες ψαλίδια.
Ἀνοιγοκλείνουν μόνα τους. Οἱ βελόνες
ράβουνε ἀκατάπαυστα στόν ἀέρα.
Πιό πίσω ἀκόμη τό σχέδιο ὁλόκληρο:
λουλούδια, θάλασσα, ραφές – μονοπάτια,
μιά κατάφυτη πλαγιά πού θά σκεπάσει
σιγά σιγά ὅλο τό μάκρος τοῦ σώματος.
Καί ἡ μουσική: Γαμήλιο ἐμβατήριο.
Δῶσ’ μου τό χέρι σου. Θά γίνουμε ἕνα.
Θά περάσουμε μπροστά. Μές στό πλάνο.

10.
Παραπατώντας, ψευτοκλαίγοντας
(κάμποσα βάσανα καί τό κρασί τοῦ θηρίου)
ψήφισα κι ἕλιωσα. Ροῦχα στό χῶμα.
Ἄ, τί ντροπή… Λέω νά τά σύρω
ἀπ’ τίς πατοῦσες μέχρι τό κεφάλι μου
σάν νά ‘τανε ἡ ραχοκοκαλιά μου.
Εἶναι;

11.
Καθώς χαμήλωνα τό βλέμμα στά παπούτσια μου,
καθώς μέ ρούφαγαν μαῦρες σκέψεις,
σήμανε τρεῖς. Χαμογέλασα:
Ἤδη τρεῖς ὧρες πίσω τά μεσάνυχτα!
Γιά τό ξημέρωμα μόλις μιά ὥρα ἀκόμη!

Πύκνωσε τότε ὁ ἀέρας. Σχημάτισε
μπρός ἀπ’ τά πόδια μου ἕνα χωράφι.
Κάποιος τό ‘σπερνε μέ σκουριά. Κάποιος ἄλλος
θέριζε σιδερένια στάχυα. Ὁ τρίτος
ζύμωνε χῶμα καί ψωμί.

12.
Παρακαλῶ νά πεῖτε κάτι στά παιδιά.
Νά τά προβιβάσετε.
Νά τούς βάλετε ἄριστα.
Νά τούς ἀπαγορεύσετε τό ποτό καί τό κάπνισμα.
Νά τούς ὁρίσετε ἐξεταστέα ὕλη.
Ἄν δέν σᾶς ραπίσει μέ τή μαύρη φτερούγα του
ὁ ἄγγελος τοῦ καθενός τους.
Ἄν δέν δαγκώσει μέ τούς κρυμμένους κυνόδοντες
τήν τρυφερή πατρική σας σάρκα.

13.
Πόσο κοστίζει; Μετρητοῖς;
Σέ νόμισμα ἰσχυρό ἤ παραπαῖον;

Εἶναι πολλά τά ψηλά βουνά;
Πάρα πολλά τά ἀγριοπούλια;

Ὁ μέσος ὅρος τῆς ζωῆς; Ἡ Ἀνάσταση;
Οἱ ἐποχιακοί πόνοι στήν πλάτη;

14.
Πέρασε ἡ ὥρα καί ἄφησε πίσω της
τό μύρο μιᾶς διακριτικῆς χειρονομίας.
Κάποιος ξεφλούδιζε ἕνα πορτοκάλι
ἤ μάζευε θαλασσινό νερό.
Μετροῦσε σιωπηλά τήν πιθανότητα
ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ, νά τό σκάσει,
ὅπως ἀνοίγει σπρωγμένη ἀπ’ τόν κισσό
ἡ πόρτα παμπάλαιου κάστρου.

15.
Κλίση τῆς κεφαλῆς συγκρατημένη,
οὔτε ἐπαιτεία οὔτε ἀναίδεια.
Τόνος φωνῆς σταθερός,
μᾶλλον πιό χαμηλός παρά ὄχι.
Μαλλιά πού κυματίζουν μιά φορά,
πρίν δεθοῦν σέ ἀνάλαφρο κότσο.
Ἕνα παπάκι στόν κῆπο.
Μιά φωλιά πελαργῶν στήν κολόνα.
Κάμποσα χέρια πού ρίχνουνε ζάρια
πέρα, στά μακρινά χαμαιτυπεῖα.

Ἰδού τό ὑλικό τῆς ἱστορίας μας.
Νά γράψουμε τήν Μποβαρύ ἤ παραμύθι…
Ἤ ν’ ἀνασάνουμε τήν προσδοκία
ὅτι θά δοῦμε μιά φορά αὐτό τό πρόσωπο,
αὐτήν τήν ἐξοχή, αὐτόν τόν τζόγο…

16.
Σάν λύκος στήν αἰχμαλωσία
μέ τή νοητική του δύναμη συντρίμμια
καί ὑστερική κινητικότητα,
μέ ξαφνικές, λίγων στιγμῶν, ἀγκυλώσεις
ἀπό τούς κεραυνούς θαμμένων ἀναμνήσεων
(δάσος, ἐπίθεση, δόντια στό αἷμα…)
καί πάλι ριγμένος στό στρόβιλο
τῶν λίγων τετραγωνικῶν ἑνός κλουβιοῦ.

Ἔτσι τήν πλήρωσε τήν ἔκτακτη εἰσφορά
ὁ τελευταῖος ὄμορφος Ἕλληνας.

17.
Ἐπειδή ὁ νόμος εἶναι νόμος,
κύμα σηκώνεται μέ τόν ἄνεμο.
Κι ὅσο βραδιάζει καί σωπαίνει
ὁ παραθαλάσσιος οἰκισμός
τόσο πιό καθαρά τόν ἀκοῦς
τόν νυσταλέο βρυχηθμό του.

Κι ἐπειδή ἐγώ εἶμαι ὁ ξένος,
κοιτώντας ἀπό τῆς πανσιόν τό παράθυρο
γράφω στή μνήμη μου τό ρυθμό
τοῦ στήθους πού ἀνεβοκατεβαίνει.
Θλιμμένος ἀπόψε ξαγρυπνᾶ
ἐκεῖνος ὁ γέρος τοῦ βυθοῦ.
Βαριεστημένα ροχαλίζουν πλάι του
τά σκοτεινά πλάσματά του.
Καί ἄν οἱ φτωχές μου γνώσεις δέν ἀρκοῦν
αὔριο μέ παίρνει τό νερό
μαζί μέ τούς ντόπιους.

18.
Τέλος τῆς μέρας. Ὁ οὐρανός καμωμένος
σέ διάλυμα κρασιοῦ καί ἀσπιρίνης.
Τά τζάμια τά μισοκλεισμένα σκεπάζει
μέ τή φλούδα τοῦ μήλου.
Καί τυλίγει τά κοπάδια τῶν θάμνων
σέ γάζα ἀπό κρύο ἁλάτι.

Μέ τέτοια ὑλικά ταριχεύει
τό πέρασμά του ἀπό τά μέρη μας.

19.
Καημένος ἄνθρωπος. Δέν ξέρει τίποτε, δέν ἄκουσε.
Καί τόν τραβᾶν ἀπ’ τό μανίκι
πότε ἡ ἐλπίδα, πότε ὁ φόβος του.

Τραβάει μιά πινελιά κι ὁ καλλιτέχνης
καί σβήνει τέτοιαν ἀπεικόνιση.
«Ἐδῶ θά ζωγραφίσουμε ἕνα δέντρο
ἄφοβο, ἀπελπισμένο, καρποφόρο».
Καί πασαλείβει τό ταλέντο του
μέ τήν ἐλπίδα τοῦ ἀριστουργήματος
καί μέ τό φόβο τοῦ κενοῦ…

20.
Ποιός ξέρει ἄν θέλουμε τήν περηφάνια
μαζί μέ τό ψωμί…
Συνήθως τό ψωμί μᾶς φτάνει.
Καί σίγουρο καθόλου δέν εἶναι,
ὅταν μᾶς πάρουν τό ψωμί, ποιό ἔρχεται πρῶτο,
ὁ πόνος ἤ ἡ ζητιανιά
μπρός στά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας.

Θά ἤθελα νά σηκώσω τό μέτωπο
ὅπως σηκώνει ἡ θέρμη τή θάλασσα
καί παντιέρες ὑδρατμῶν μοσκοβολώντας
ἁλατίζουνε τά κεφάλια τῶν βράχων.
Σάν μία σύναξη γερόντων ἐκεῖνοι
συγκατανεύουν βλοσυρά.

Καί παίρνεται ἡ μεγάλη ἀπόφαση.

Χάρης Ψαρρᾶς

Ἡ τέχνη τοῦ σιγᾶν

ΚΑΤΑΠΑΥΣΗ ΠΥΡΟΣ
Σ’ ἔσφαξε στό λουτρό
ὁ ἀντεραστής ἑνός ἀγαπητικοῦ σου.
Καλῶς στό στράτευμα ἑρμαφρόδιτο
σ’ ἔλεγαν στά κλεφτά.
Ἐπιμελέστατος πάντα,
τά πράγματα τά σοβαρά τά ἀπέδιδες στόν νοῦ.

Ἀγαμέμνων, ποῦ μαίνεται σήμερα ἡ Τροία;
Ἀντιζηλίες ὁμοφύλων πού ξανοίχτηκαν
μετά τήν εὔστοχη ἔκβαση τάχα ἱεροῦ πολέμου,
παιδιόθεν ἄγριοι πόθοι, βέβηλοι Πῆτερ Πάν.
Τῶν διάπυρων ἐρώτων ἡ καίρια σημασία,
πέπλο ἑνός ἥλιου πέτρινου.

Μή βιαστεῖς νά ἐπιστρέψεις στίς Μυκῆνες,
νά κρεμάσεις τήν ἀσπίδα σου στόν τοῖχο,
νά πεῖς πώς ἀγνοεῖς τῆς νέκρας τίς διαστάσεις,
τίς Ἅρπυιες, τίς Σειρῆνες, τῶν τάνκς τόν ἄκαμπτο ἦχο.

Κάλπικη θά ‘ναι ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ εἰρήνη πού προτάσσεις.
Ἐάλω ἡ πόλη! Ποιά πόλη; Ποιά αἰώνια πόλη
ἀπ’ ὅλες ὅσες πολιορκεῖ
τοῦ ἐγώ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη;

ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ
Τό βράδυ οἱ φλέβες σου γίνονται ποτάμια.
Ἐκβάλλουν στό κλωνί σου, στό κορμί μου.
Ἔρωτας πάνοπλος μαίνεται ἐντός μας,
τοῦ πόθου καλός ἀγωγός.

Τή μέρα οἱ λέξεις γίνονται βουνά.
Τίς ἀνεβαίνουμε πιασμένοι χέρι χέρι.
Στούς πρόποδές τους αἴφνης μᾶς γκρεμίζει
ἀγάπης οἶστρος βομβαρδιστικός.

Στίς φλέβες μας κυλοῦν οἱ λέξεις
«Μή σέ χάσω» καί «Μή μέ ξεχάσεις».
Πέσαν τά φράγματα. Οἱ φρεγάτες σου
ἀνοίγουν πῦρ στόν Τίγρη μου καί τόν Εὐφράτη.

Ἄμαχος πληθυσμός, ἐσύ κι ἐγώ,
κυνηγημένοι, ξεσπιτωμένοι.
Πήραμε τά βουνά. Μᾶς πῆρε τό ποτάμι.

ΣΚΙΕΡΟ
Μοῦ κλείνεις τά μάτια μήν καί μέ ἀγγίξει
ὁ μαρασμός τῆς ὀμορφιᾶς.
Γύρω μας μαρμαρώνει τό σκοτάδι.

Τῆς μνήμης τά παλάτια δέν εἶναι ἀνακαινίσιμα.
Μαῦρο χρυσάφι κηλιδώνει τίς λέξεις.

Κρατᾶς ἀδέξια στό δεξί σου χέρι
ἕναν ἀρχαῖο μετρονόμο. Ἡ καρδιά
χρεώνεται τήν κόπωση τῆς τρέχουσας ἐρήμου,
ὅπου βρύα ἐρώτων καί γλυφά ραντεβού
τίς τρυφηλές τους ὑποσχέσεις ματαιώνουν.

Τοῦ θανάτου οἱ προσδοκίες χαράσσουν
μελανές γραμμές στίς σελίδες τίς ἄγραφες.

Καλύτερα φαιό νά μᾶς τυλίξει νέφος
νά μή δοῦμε τυχάρπαστη τήν Ἀφροδίτη
καί πληθωρισμένα τοῦ φωτός τά νομίσματα.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΣΙΓΑΝ
Κι ὅταν μᾶς ξέχασε ὁ Θεός, ἀπ’ τήν ἀρχή πασχίσαμε
νά τόν νοήσουμε ξανά. Μιά προδομένη ἀλήθεια
εἶναι ἡ φωνή Του, δέν ἀκούγεται στή γῆ.

Ἀπό τή στάχτη τους ξεθάψαμε τά δέντρα,
τά ξαναστήσαμε σέ ἀλσύλλια τεφρά
καί λογαριάσαμε πώς ἤμασταν ἀηδόνια.

Καί πάνω στ’ ἄπραγα κλαδιά κατοίκησε ἡσυχία
γιατί καί τό ἄσμα μας δέν βρῆκε ἀποδέκτη
κι οἱ ἔγνοιες περικυκλώσανε τήν ἄνευρη ζωή.

Μέ χέρια ἀμήχανα γκρεμίσαμε τά δέντρα,
τό φύλλωμά τους παραδώσαμε στή γῆ
καί ξαναγίναμε θνητοί, ὅπως ἁρμόζει.

Randall Jarrell

Ἕξι ποιήματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΦΗ ΠΑΠΑΔΟΔΗΜΑ

Ο ΡΑΝΤΑΛ ΤΖΑΡΡΕΛ (Νάσβιλ, Τεννεσσή, 1914 – Τσάπελ Χιλ, Βόρεια Καρολίνα 1965) ἦταν κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, ποιητής καί πανεπιστημιακός. Συνέθεσε ἐννιά ποιητικές συλλογές, τέσσερα βιβλία λογοτεχνικῆς κριτικῆς καί ἕνα ἀκαδημαϊκό μυθιστόρημα μέ τίτλο Pictures from an Institution (1954) – μιά σάτιρα περί τῆς ζωῆς σέ ἕνα προοδευτικό κολέγιο θηλέων (ἐμπνευσμένο ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Τζάρρελ στό Sarah Lawrence College). Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγραψε ἐπίσης ἱστορίες παιδικῆς λογοτεχνίας (μεταξύ τῶν ὁποίων τίς ἱστορίες The Bat Poet, 1964 καί The Animal Family, 1965), ἐνῶ ἐπιδόθηκε καί σέ μεταφράσεις ποικίλων ἔργων (ὅπως ὁ Φάουστ τοῦ Γκαῖτε (Μέρος Ι), ποιήματα τοῦ Ρίλκε, ἕνα θεατρικό τοῦ Τσέχοφ καί ἀρκετά παραμύθια τῶν ἀδελφῶν Γκρίμ).
Ἡ φήμη καί ἡ ἐπιρροή τοῦ Τζάρρελ ἑδραζόταν πρωτίστως στή διεισδυτική, ἐνημερωμένη, ὀξεία ἀλλά καί χιουμοριστική λογοτεχνική κριτική του – τά δοκίμιά του γιά τόν Φρόστ, τόν Γουίτμαν, τή Μαριάν Μούρ, τόν Στῆβενς, τόν Γουίλλαμς, τόν Ράνσομ (συγκεντρωμένα στό σημαῖνον ἔργο Poetry and the Age, 1953) συνιστοῦν χαρακτηριστικά δείγματα. Ὑποκινούμενος ἀπό τό πάθος του γιά «καλή» λογοτεχνία, τό ὁποῖο συχνά κατέληγε σέ βιτριολικές κριτικές καί πνευματώδεις ἀφορισμούς, ὁ Τζάρρελ ἐπέμενε στήν ἀξία τῆς ἀμεσότητας, τῆς εὐθύτητας καί τῆς διαύγειας τῆς ποίησης – πεποίθηση πού ἀντανακλᾶται στήν ἁπλότητα καί τήν οἰκειότητα τοῦ δικοῦ του ποιητικοῦ λόγου (ὅ,τι ὁ Κ. Σαπίρο (K. Shapiro) ἀποκάλεσε «the common dialogue of Americans» ἀναφορικά μέ τά τελευταῖα κυρίως ποιήματα τοῦ Τζάρρελ). Οἱ μελέτες πού περιλαμβάνονται στό ἔργο Poetry and the Age ἀναπτύσσουν μεταξύ ἄλλων τίς σκέψεις τοῦ Τζάρρελ γιά τή δομή καί τήν κρυπτικότητα τῆς ποίησης, τήν ἐποχή τῆς κριτικῆς καί τήν «ἀμερικανική ταυτότητα» τῆς ἀμερικανικῆς ποίησης.
Σέ σύγκριση μέ τήν ἑδραιωμένη θέση του ὡς κριτικοῦ καί δοκιμιογράφου, ἡ ποιητική φήμη τοῦ Τζάρρελ ἦταν ἀσθενέστερη, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τά πρώιμα ποιητικά του ἐγχειρήματα. Τά πρῶτα του ποιήματα, ἐπηρεασμένα ἀπό τήν ποίηση τοῦ Ὦντεν, δημοσιεύτηκαν τό 1934 στό περιοδικό The American Review. Τό 1942 ὁ Τζάρρελ ἐπιστρατεύτηκε στήν Πολεμική Ἀεροπορία καί, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά ὑπηρετήσει ὡς πιλότος λόγω ἡλικίας, θήτευσε ὡς ἐκπαιδευτής ἐναέριας πλοήγησης στήν Ἀριζόνα μέχρι τό τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (1942-1946). Τήν περίοδο αὐτή ἔγραψε πολλά ποιήματα σχετικά μέ τό στρατό καί τόν πόλεμο, ὑλικό πού ἀποτέλεσε τόν κύριο ὄγκο τῶν ποιητικῶν συλλογῶν Little Friend, Little Friend (1945) καί Losses (1948). Τά ποιήματα αὐτά χαρτογραφοῦν μέ δραματική ἔνταση, διάθεση διακριτικῆς ἐμπάθειας καί ἔμφαση στή γλαφυρή λεπτομέρεια τήν καθημερινότητα τῆς στρατιωτικῆς ζωῆς, τήν εὔθραυστη ψυχοσύνθεση τῶν νεαρῶν στρατιωτῶν –καί ἰδιαίτερα τό φόβο καί τήν ἀναπόφευκτη ἀπώλεια τῆς προσωπικῆς τους ταυτότητας– καθώς καί τή φρικαλεότητα τῆς μάχης καί τῆς σφαγῆς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τά ποιήματα The Death of the Ball Turret Gunnner καί Mail Call. Τό 1945 ὁ Τζάρρελ ἔγραψε μιά σειρά ἐπιστολῶν στόν ποιητή Ρ. Λόουελ (R. Lowell) μέ πληθώρα προτάσεων καί σχολίων σχετικά μέ τήν ἀκόμη ἀνέκδοτη ποιητική συλλογή τοῦ δεύτερου Lord Weary’s Castle, τήν ὁποία ὁ Τζάρρελ θαύμαζε. Ὁ Λόουελ μέ τή σειρά του θεωροῦσε ὅτι τά ποιήματα τοῦ Τζάρρελ εἶναι ἀντάξια τῶν καλύτερων λυρικῶν ποιητῶν τοῦ παρελθόντος.
Μετά τόν πόλεμο καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Τζάρρελ δίδαξε στό Women’ s College τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βόρειας Καρολίνας, στό Γκρήνσμπορο. Κατά τό διάστημα αὐτό, ἐργάστηκε γιά ἕνα χρόνο στή Νέα Ὑόρκη ὡς λογοτεχνικός ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ The Nation, ἐνῶ γιά δύο χρόνια (1956-1958) διετέλεσε Poetry Consultant (σήμερα γνωστός ὡς Poet Laureate) στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κογκρέσου. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Τζάρρελ ἀντιμετώπισε προβλήματα ψυχικῆς φύσεως. Σκοτώθηκε σέ τροχαῖο δυστύχημα κατά τή διάρκεια τῆς νοσηλείας του σέ νοσοκομεῖο στό Τσάπελ Χίλ.
Ἡ ποιητική φήμη τοῦ Τζάρρελ ἑδραιώθηκε μέ τίς δύο τελευταῖες συλλογές του: The Woman at the Washington Zoo (1960), γιά τήν ὁποία βραβεύτηκε μέ τό National Book Award for Poetry, καί The Lost World (1965). Ἡ Σ. Φέργκιουσον (S. Ferguson) παρατηρεῖ ὅτι τά θέματα τῆς ποίησης τοῦ Τζάρρελ εἶναι σχετικά εὐάριθμα καί στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Στά ποιήματα τοῦ ’30 κυριαρχεῖ ἡ μεγάλη «ἀναγκαιότητα» τοῦ φυσικοῦ κόσμου καί τά δεινά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Στά ποιήματα τῆς δεκαετίας τοῦ ’40 ἡ ἀποκτηνωτική δύναμη τοῦ πολέμου καί ἡ ἀναζήτηση διαφυγῆς σέ στοιχεῖα ὅπως τό ὄνειρο, ἡ χριστιανική πίστη καί ἡ μυθολογία. Στά ποιήματα τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καί τοῦ ’60, πολλά ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἀφηγήσεις στίς ὁποῖες πρωταγωνιστοῦν γυναικεῖες μορφές, ἡ μοναξιά, ἡ ἀποξένωση καί ὁ φόβος τοῦ γήρατος καί τοῦ θανάτου πού μποροῦν ἐπίσης νά ἀμβλυνθοῦν ἀπό τή φαντασία τοῦ ὀνείρου καί τῆς τέχνης. Τόσο στήν ποίηση ὅσο καί στήν πρόζα τοῦ Τζάρρελ ἐπανέρχονται ἐπίσης ἐπιμέρους ἐνδιαφέροντά του καί ἀντικείμενα θαυμασμοῦ, ὅπως ἡ παιδική ἡλικία, οἱ γάτες, τά σπόρ ἀγωνιστικά αὐτοκίνητα, οἱ βιβλιοθῆκες, οἱ ζωολογικοί κῆποι, τά θέματα ἐπιστημονικῆς φαντασίας, τό μπαλέτο, ἡ ὄπερα καί ἡ ἰμπρεσιονιστική ζωγραφική.
Ποιητικές συλλογές / ἀνθολογίες: The Rage for the Lost Penny (1940), Blood for a Stranger (1942), Little Friend, Little Friend (1945), Losses (1948), The Seven- League Crutches (1951), The Woman at the Washington Zoo (1960), The Lost World (1965), The Complete Poems (1969), Selected Poems (1990).
Δοκιμιογραφία: Poetry and the Age (1953), A Sad Heart at the Supermarket: Essays and Fables (1962), The Third Book of Criticism (1969), Kipling, Auden and Co.: Essays and Reviews (1980).

ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Δέν πέθαινε: ὅλοι πεθάναν.
Δέν πέθαινε: εἴχαμε ἤδη πεθάνει πρίν
στίς καθημερινές συγκρούσεις μας – καί τά πεδία μάχης.
Ἐπιστρατεύσαμε τό χαρτί, γράφαμε σπίτι στούς δικούς μας,
καί ἐξαιτίας μας οἱ δεῖκτες ἀνεβαίναν.
Πεθάναμε στή λάθος σελίδα τῆς στατιστικῆς
σέ βουνά σκορπισμένοι, πενήντα μίλια μακριά.
Πολεμώντας μέ κάποιον φίλο, βουτώντας στίς θημωνιές,
γίναμε παρανάλωμα σέ μέτωπα πού ποτέ δέν εἴχαμε δεῖ.
Πεθάναμε ὅπως οἱ θεῖες, οἱ ἀλλοδαποί, τά κατοικίδια.
(Ἀφήνοντας τό λύκειο, ἄλλοι δέν εἶχαν πεθάνει
ὥστε νά λογαριάσουμε ὅτι πεθάναμε ὅπως αὐτοί)

Στά νέα μας ἀεροσκάφη, μέ νέα πληρώματα, βομβαρδίσαμε
τίς ἀκτίνες βολῆς στήν ἔρημο ἤ τήν ἀκτή,
γαζώσαμε κινούμενους στόχους, ἀναμέναμε τό σκόρ –
καί γίναμε ἀντικατάστατα καί ξυπνήσαμε
στόν οὐρανό τῆς Ἀγγλίας, ἑτοιμοπόλεμοι, ἕνα πρωί.

Δέν ἦταν διαφορετικά: ἀλλά ἄν πεθάναμε
δέν ἦταν ἀτύχημα μά λάθος
(εὔκολο ὅμως νά τό κάνει κανείς).
Διαβάζαμε τήν ἀλληλογραφία, ἀθροίζαμε ἀποστολές –
σέ βομβαρδιστικά μέ κοριτσίστικα ὀνόματα κάψαμε
τίς πόλεις πού μάθαμε στά βιβλία –
μέχρι πού στέρεψε ἡ ζωή. Τό σῶμα μας κεῖται δίπλα
σ’ ὅσους σκοτώσαμε χωρίς νά ἀντικρίσουμε ποτέ.
Ὅταν ἀντέξαμε ἀρκετά, μᾶς ἔδωσαν μετάλλια.
Ὅταν πεθάναμε εἶπαν, «Οἱ ἀπώλειες ἦταν μικρές».

Εἶπαν, «Ἐδῶ εἶναι οἱ χάρτες». Τίς κάψαμε τίς πόλεις.

Δέν πέθαινε – ὄχι, δέν πέθαινε ποτέ.
Ὅμως τή νύχτα πού πέθανα ὀνειρεύτηκα πώς ἤμουν νεκρός
καί οἱ πόλεις μοῦ εἶπαν «Γιατί πεθαίνεις;
Εἴμαστε ἱκανοποιημένες, ἄν εἶσαι κι ἐσύ. Γιατί ὅμως ἔπρεπε νά πεθάνω;»

ΔΙΑΝΟΜΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Τά γράμματα, πάντα, ἴσα πού ξεφεύγουν ἀπ’ τό χέρι.
Ἄλλα γλιστρᾶν ὅπως λιθάρια στή δοκό, πέφτουνε σάν πουλί.
Ξυπνώντας ἀπ’ τό παρελθόν πού ἀσφαλῶς
στό μέλλον, πέρα ἀπ’ τούς τάφους, ἀναμένει.
Οἱ στρατιῶτες ὅλοι στοιχειώνονται ἀπ’ τή ζωή.
Οἱ ἀξιώσεις ἀπ’ τούς δικούς τους πληρώνονται σέ χαρτί
πού μιά παρουσία ἑδραίωνε, σάν μυρωδιά.
Στά γράμματα καί στά ὄνειρα βλέπουν τόν κόσμο.
Ἀναμένουν: καί σ’ ἕναν ἦχο ἄλαλο, σέ χέρι ἄδειο
ζαρώνει ὁ καιρός
ὁ στρατιώτης μόνο εὔχεται ν’ ἀκούσει τ’ ὄνομά του.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗ ΣΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΤΗΛΕΒΟΛΕΙΟ
Ἀπό τόν ὕπνο τῆς μάνας μου ἔπεσα στό Κράτος
καί στήν κοιλιά του κούρνιασα ὥσπου κοκάλωσε ἡ νοτισμένη γούνα.
Ἀπ’ τή γῆ ἕξι μίλια, λυμένος ἀπ’ τό ὄνειρό της γιά ζωή,
ξύπνησα μέσα στῶν μαύρων πυρῶν καί τῶν μαχητικῶν τόν ἐφιάλτη.
Ὅταν πέθανα, μέ ξέπλυναν ἀπ’ τήν κοιλιά τοῦ σκάφους μέ μιά μάνικα.

ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ
Μ’ ἔστειλαν μακριά ἀπ’ τή γάτα καί τή γυναίκα μου
σ’ ἕνα γιατρό πού μέ σκάλιζε καί μοῦ μετροῦσε τά δόντια,
σ’ ἕνα χαράκωμα στήν πεδιάδα, σέ μιά θερμάστρα στή σκηνή;
Τάραξα τῶν ψαριῶν τά δολώματα;
Ὅπως λαγοί κυλιόνταν τά μαχητικά στούς ἰχνηθέτες
τό αἷμα πάγωσε στόν νάρθηκα σάν κρούστα πληγῆς –
μές στό τηλεβολεῖο, γκρίζος κι ἀσάλευτος, μήπως ροχάλιζα
ὥσπου ἀπό τή θάλασσα ἀναδύθηκαν νεκρές οἱ παλάμες;
Κι ὁ κόσμος ἄραγε τελειώνει ἐδῶ, στήν ἄμμο ἑνός τάφου,
ὅλες οἱ μάχες μου τετελεσμένες; Πόσο εὔκολο μοῦ ἦταν νά πεθάνω!
Παίρνει ἡ γυναίκα μου σύνταξη τόσο πολλῶν ποντικῶν;
Ἐπέστρεψαν σπίτι, στή γάτα μου, τά μετάλλια;

ΠΗΓΑΔΙΣΙΟ ΝΕΡΟ
Ὅ,τι ἕνα κορίτσι κάλεσε «καθημερινάδα τῆς ζωῆς»
(φορτώνοντας μιά παραγγελία στά θελήματά σου,
«Μιά κι εἶσαι ὄρθιος» λέγοντας,
κάνοντάς σε τό μέσο γιά τό μέσο γιά…)
εἶναι πηγαδίσιο νερό
πού ἀντλεῖται ἀπό πηγάδι παλιό στόν πάτο τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀντλία εἶναι ὅλο σκουριά
δυσκίνητη καί παράλογη, σκίουρου τροχός
πού ἕνας σκίουρος ἄρρωστος γυρίζει ἀργά στίς
ἡλιόλουστες, ἀδυσώπητες ὧρες. Κάποτε ὅμως
ἀπό τό ἴδιο του τό βάρος γυρνᾶ ὁ τροχός κι ἡ σκεβρωμένη
ἀντλία μπροστά στό κάθιδρο πρόσωπο τό καθαρό νερό
ἀντλεῖ, δροσερό τόσο! Κολλᾶς τίς παλάμες
καί ἀπ’ τή χούφτα σου ρουφᾶς τήν καθημερινάδα τῆς ζωῆς.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ WASHINGTON ZOO
Περνᾶνε πλάι μου τά σάρι ἀπ’ τίς πρεσβεῖες.

Ροῦχο ἀπ’ τό φεγγάρι. Ροῦχο ἀπό ἄλλο πλανήτη.
Ὅπως λεοπαρδάλεις, ρίχνουνε μιά ματιά στή λεοπάρδαλη.

Κι ἐγώ…
Αὐτή ἡ στάμπα ἡ δική μου πού ὕστερα ἀπό τόσο πλύσιμο
διατήρησε τό χρῶμα ζωντανό. Αὐτό τό πληκτικό
μπλέ πού φορῶ στή δουλειά καί γυρνώντας, τό ἴδιο
καί στό κρεβάτι μου καί στόν τάφο. Χωρίς
παράπονα – ἀπό τόν προϊστάμενο,
τόν γενικό βοηθό, τ’ ἀφεντικό του –
σχόλιο κανένα. Μόνο ἐγώ δυσφορῶ… τό ἐξυπηρετικό τοῦτο
σῶμα πού καμιά ἡλιαχτίδα δέν ἔβαψε, κανένα χέρι δέν κατακλύζει.
Μά μαραμένο σέ στῆλες ἀνάμεσα, στόν ἴσκιο τοῦ θόλου,
ἀπόμακρο, μικρό, κάτω ἀπό σιντριβάνια κυματίζοντας
– γυαλίζει
στά μάτια ζώων αἰχμάλωτων, ὅπως ἐγώ, μά πού δέν ἔστησαν
ἐκεῖνα τήν παγίδα
πού τά κρατῆσαν ἐδῶ, ἀσφαλή, ἀνίδεα ἀπό θάνατο, πρός θάνατο
σ’ ἄχρονη ἡλικία νά γερνᾶνε –
κάγκελα τοῦ δικοῦ μου κορμιοῦ, ἀνοῖξτε, ἀνοῖξτε!

Ὁ κόσμος περνᾶ ἀπ’ τό κλουβί μου χωρίς ποτέ νά μέ κοιτᾶ.
Καί δέν ἔρχονται σ’ ἐμένα, ὅπως πηγαίνουν σ’ αὐτά,
τά ἄγρια κτήνη, σπουργίτια πού τσιμποῦν τῶν λάμα τό στάρι,
περιστέρια πού ἐποφθαλμιοῦν τό ψωμί τῶν ἀρκούδων, γεράκια
νά σκίζουν τή σάρκα πού μύγες συννέφιασαν…
Γύπα,
σάν φτάσεις γιά τόν λευκό ποντικό πού ξέχασαν οἱ ἀλεποῦδες
βγάλε τά μαῦρα φτερά πού μέ σκίασαν, τό κόκκινο κράνος,
κι ἔλα σ’ ἐμένα σάν ἄνθρωπος:
ὁ ἄγριος ἀδελφός πού χαρωπά πέφτουν στά πόδια του οἱ ἄσπροι λύκοι
καί γουργουρίζοντας ἡ λαμπρή λέαινα
στό ρωμαλέο χέρι του καραδοκεῖ…
Ξέρεις τί ἤμουν,
βλέπεις τί εἶμαι: ἄλλαξε, ἄλλαξέ με!

ΔΟΚΙΜΙΟ

Walter Benjamin

Ἡ ἀποστολή τοῦ μεταφραστῆ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΓΚΡΙΩΤΗΣ

Ἀπέναντι σέ ἕνα ἔργο τέχνης ἤ σέ μιά καλλιτεχνική μορφή οὐδέποτε ἀποδεικνύεται γόνιμη ὅσον ἀφορᾶ τή γνώση τους ἡ μέριμνα γιά τόν ἀποδέκτη τους. Διότι ὄχι μόνον εἶναι ἀποπροσανατολιστική κάθε ἀναφορά σέ ἕνα συγκεκριμένο κοινό ἤ στούς ἐκπροσώπους του, ἀλλά καί ἡ ἔννοια ἀκόμη ἑνός «ἰδεώδους» ἀποδέκτη εἶναι ἐπιζήμια σέ κάθε θεωρητική ἀνάλυση τῆς τέχνης, δεδομένου ὅτι τό μόνο πράγμα πού ὑποχρεωτικά προϋποθέτει εἶναι ἡ ὕπαρξη καί ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς τέτοιου. Καί ἡ ἴδια ἡ τέχνη προϋποθέτει παρομοίως τή σωματική καί πνευματική οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά σέ κανένα ἀπό τά ἔργα της δέν προϋποθέτει τήν προσοχή του. Διότι κανένα ποίημα δέν ἀπευθύνεται στόν ἀναγνώστη, καμιά εἰκόνα στό θεατή, καμιά συμφωνία στό ἀκροατήριο.
Ἀπευθύνεται ἄραγε μιά μετάφραση στούς ἀναγνῶστες πού δέν κατανοοῦν τό πρωτότυπο; Τοῦτο φαίνεται νά ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τή διαφορά τάξεως μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο στό χῶρο τῆς τέχνης. Ἐπιπλέον φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ μόνος δυνατός λόγος γιά νά λεχθεῖ τό «ἴδιο πράγμα» πολλές φορές. Τί «λέει» ἄραγε ἕνα λογοτεχνικό ἔργο; Τί διαμηνύει (teilt mit); Πολύ λίγα σ’ αὐτόν πού τό κατανοεῖ. Τό οὐσιῶδες σ’ αὐτό δέν εἶναι τό μήνυμα (Mitteilung), δέν εἶναι ἡ προτασιακή ἐκφορά. Καί ὅμως, κάθε μετάφραση πού θά ἤθελε νά μεταδώσει (vermitteln) κάτι δέν θά μποροῦσε νά μεταδώσει παρά μόνο τό μήνυμα – ἑπομένως κάτι τό μή οὐσιῶδες. Αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό ἀναγνωριστικό σημεῖο τῶν κακῶν μεταφράσεων. Ἀλλά αὐτό πού ὑπάρχει σέ ἕνα λογοτεχνικό ἔργο πέραν τοῦ μηνύματος –κι ἀκόμη κι ὁ κακός μεταφραστής παραδέχεται ὅτι αὐτό εἶναι τό οὐσιῶδες– δέν θεωρεῖται ἄραγε ἐν γένει ὡς τό ἀσύλληπτο, τό μυστηριῶδες, τό «ποιητικό» (Dichterisches); Κάτι πού ὁ μεταφραστής μπορεῖ ν’ ἀναπαράγει μόνο κάνοντας καί ὁ ἴδιος ποίηση; Ἀπό ἐδῶ πηγάζει στήν πραγματικότητα καί ἡ αἰτία ἑνός δεύτερου γνωρίσματος τῆς κακῆς μετάφρασης, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ὁριστεῖ ὡς μή ἀκριβής μεταβίβαση (Übermittlung) ἑνός μή οὐσιώδους περιεχομένου (Inhalt). Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν μιά μετάφραση ἀναλαμβάνει νά ὑπηρετήσει τόν ἀναγνώστη. Ἄν ἡ μετάφραση προοριζόταν ὅμως γιά τόν ἀναγνώστη, τό ἴδιο θά ἴσχυε ὑποχρεωτικά καί γιά τό πρωτότυπο. Ἀλλά ἄν τό πρωτότυπο δέν ὑπῆρχε χάριν αὐτοῦ, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά κατανοηθεῖ ἡ μετάφραση στή βάση αὐτῆς τῆς σχέσης;
Ἡ μετάφραση εἶναι μιά μορφή (Form). Γιά νά τή συλλάβουμε ὡς τέτοια πρέπει ν’ ἀνατρέξουμε στό πρωτότυπο. Διότι σ’ αὐτό βρίσκεται ὁ νόμος της, καθώς περιέχεται στή μεταφρασιμότητά του. Τό ἐρώτημα περί τῆς μεταφρασιμότητας ἑνός ἔργου εἶναι ἀμφίσημο: ἄν τό ἔργο θά μπορέσει νά βρεῖ ποτέ ἀνάμεσα σ’ ὅλους τούς ἀναγνῶστες του τόν ἐπαρκή μεταφραστή του, ἤ, καί πιό οὐσιαστικά: ἄν ἀπό τήν ἴδια τήν οὐσία του ἐπιδέχεται μετάφρασης καί ἑπομένως –σύμφωνα μέ τή σημαντικότητα αὐτῆς τῆς μορφῆς– ἄν μάλιστα τήν ἀπαιτεῖ; Καταρχήν, τό πρῶτο ἐρώτημα μπορεῖ νά κριθεῖ μόνο προβληματικά, ἐνῶ τό δεύτερο ἀποδεικτικά. Μόνο ἡ ἐπιφανειακή σκέψη μπορεῖ, ἀρνούμενη τό αὐτοτελές νόημα τοῦ δεύτερου ἐρωτήματος, νά θεωρήσει ὅτι καί τά δύο ἔχουν τήν ἴδια σημασία. Θά πρέπει, ἀντιθέτως, νά ἐπισημανθεῖ πώς κάλλιστα ὁρισμένες ἔννοιες σχέσεων διατηροῦν τό νόημά τους, καί μάλιστα τό πιό σημαντικό, ὅταν δέν ἀναφέρονται ἐκ τῶν προτέρων ἀποκλειστικά στόν ἄνθρωπο. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο θά μποροῦσε νά γίνει λόγος γιά μιά ἀλησμόνητη ζωή, ἀκόμη κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τήν εἶχαν λησμονήσει. Ἄν δηλαδή ἡ οὐσία της ἀπαιτοῦσε τό νά μή λησμονηθεῖ, τότε τό ἐν λόγω κατηγόρημα δέν θά περιεῖχε κάτι τό ψευδές, ἀλλά ἕνα αἴτημα στό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι δέν ἀνταποκρίνονται, καί πιθανῶς ἐπίσης ταυτοχρόνως τήν παραπομπή σέ μιά περιοχή ὅπου θά ἔβρισκε ἀνταπόκριση: σέ μιά ἀνάμνηση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ἀντίστοιχα, ἡ μεταφρασιμότητα τῶν γλωσσικῶν μορφωμάτων παραμένει κάτι πού μπορεῖ νά ἐξεταστεῖ ἀκόμα καί στήν περίπτωση πού αὐτά γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἀμετάφραστα. Δέν θά ἔπρεπε πράγματι, μέ βάση τήν αὐστηρή ἔννοια τῆς μετάφρασης, νά εἶναι ὥς ἕναν ὁρισμένο βαθμό μεταφράσιμα; – Στό πλαίσιο μιᾶς τέτοιας διάκρισης θά πρέπει νά τεθεῖ τό ἐρώτημα μήπως ἡ μετάφραση ὁρισμένων γλωσσικῶν μορφωμάτων εἶναι ἐπιτακτική; Διότι ἐδῶ ἰσχύει ἡ ἀκόλουθη πρόταση: ἄν ἡ μετάφραση εἶναι μορφή, τότε ἡ μεταφρασιμότητα ὁρισμένων ἔργων θά πρέπει ν’ ἀποτελεῖ οὐσιῶδες χαρακτηριστικό τους.
Ἡ μεταφρασιμότητα ἀνήκει στήν ἰδιαίτερη οὐσία ὁρισμένων ἔργων• κι αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ μετάφρασή τους εἶναι οὐσιώδης γι’ αὐτά τά ἴδια, ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι μιά συγκεκριμένη σημασία πού ἐνυπάρχει στό πρωτότυπο ἐκδηλώνεται μέσα στή μεταφρασιμότητά τους. Εἶναι προφανές ὅτι ὅσο καλή κι ἄν εἶναι μιά μετάφραση, οὐδέποτε μπορεῖ νά ἔχει κάποια σημασία γιά τό πρωτότυπο. Κι ὅμως χάρη στή μεταφρασιμότητα τοῦ πρωτοτύπου, βρίσκεται σέ ἄμεση συνάρτηση μαζί του. Μάλιστα, ἡ συνάρτηση αὐτή εἶναι ἀκόμη πιό στενή ὅταν δέν ἔχει πιά καμιά σημασία γιά τό πρωτότυπο. Αὐτή ἡ συνάφεια μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ φυσική, καί μάλιστα, ἀκριβέστερα, μιά συνάρτηση ζωῆς. Ὅπως οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς συνδέονται βαθύτατα μέ αὐτό πού εἶναι ζωντανό χωρίς νά ἔχουν γιά τό ἴδιο κάποια σημασία, ἔτσι πηγάζει καί ἡ μετάφραση ἀπό τό πρωτότυπο. Καί μάλιστα ὄχι ἀπό τή ζωή του, ἀλλά ἀπό τήν «ἐπιβίωσή» του. Ἐξάλλου, ἡ μετάφραση εἶναι μεταγενέστερη τοῦ πρωτοτύπου, καί δεδομένου ὅτι τά σημαντικά ἔργα δέν βρίσκουν ποτέ τούς ἐκλεκτούς μεταφραστές τους κατά τήν ἐποχή τῆς δημιουργίας τους, ἡ μετάφραση σηματοδοτεῖ τό στάδιο τῆς συνέχισης τῆς ζωῆς τους (Fortleben). Ἡ σκέψη περί τῆς ζωῆς καί τῆς συνέχισης τῆς ζωῆς τῶν ἔργων τέχνης πρέπει νά ἐκληφθεῖ μέ μιά διόλου μεταφορική ἀντικειμενικότητα (Sachlichkeit). Ἀκόμα καί στίς ἐποχές τῆς πιό στενόμυαλης σκέψης ὑπῆρχε μιά τάση νά πιστεύεται πώς ἐπιτρέπεται νά ἀποδίδεται ζωή ὄχι μόνο στήν ὀργανική σωματικότητα. Ἀλλά τό ζήτημα δέν εἶναι βέβαια νά ἐπεκτείνουμε τήν κυριαρχία τῆς ζωῆς ὑπό τό ἀνίσχυρο σκῆπτρο τῆς ψυχῆς, ὅπως προσπάθησε νά κάνει ὁ Φέχνερ, ἤ πόσο μᾶλλον, νά βασίζουμε τόν ὁρισμό της στά ἀκόμη λιγότερο ἀποφασιστικά χαρακτηριστικά τῆς ζωικότητας, ὅπως ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία περιστασιακά καί μόνο μπορεῖ νά χαρακτηρίζει τή ζωή. Ἀντίθετα, ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς νομιμοποιεῖται μόνο ἄν ἀναγνωριστεῖ ζωή σ’ ὁτιδήποτε ἔχει ἱστορία καί δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα φόντο γιά τήν ἱστορία. Διότι, σέ τελευταία ἀνάλυση, τό φάσμα τῆς ζωῆς πρέπει νά προσδιορίζεται μέ ἀφετηρία τήν ἱστορία, καί ὄχι τή φύση, πόσο μᾶλλον ἀπό κάτι τόσο ἀσταθές ὅσο ἡ αἴσθηση ἤ ἡ ψυχή. Προκύπτει ὡς ἐκ τούτου γιά τό φιλόσοφο τό καθῆκον νά κατανοήσει ὁλόκληρη τή φυσική ζωή μέσα ἀπό τήν πολύ πιό περιεκτική ζωή τῆς ἱστορίας. Καί πράγματι δέν εἶναι ἀσύγκριτα πολύ εὐκολότερο ν’ ἀναγνωρίσει κανείς τή συνέχιση τῆς ζωῆς τῶν ἔργων τέχνης ἀπό ὅ,τι ἐκείνη τῶν πλασμάτων; Ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων ἔργων τέχνης γνωρίζει τήν καταγωγή τους ἀπό τίς πηγές, τή διαμόρφωσή τους κατά τήν ἐποχή τοῦ καλλιτέχνη καί τήν περίοδο τῆς καταρχήν αἰώνιας συνέχισης τῆς ζωῆς τους στίς ἑπόμενες γενιές. Ὅπου ἐκδηλώνεται μιά τέτοια ζωή, σημαίνει φήμη. Μεταφράσεις οἱ ὁποῖες συνιστοῦν κάτι παραπάνω ἀπό μετάδοση γεννιοῦνται ὅταν στήν πορεία συνέχισης τῆς ζωῆς του ἕνα ἔργο ἔχει φτάσει στήν ἐποχή τῆς φήμης του. Δέν εἶναι τόσο ὅτι χρησιμεύουν σ’ αὐτή τή φήμη, ὅπως συνήθως ἀξιώνουν οἱ κακοί μεταφραστές ἀπό τή δουλειά τους, ὅσο ὅτι τῆς χρωστοῦν τήν ὕπαρξή τους. Μέσα τους ἡ ζωή τοῦ πρωτοτύπου κατακτᾶ τή διαρκῶς ἀνανεούμενη, τήν πλέον πρόσφατη, τήν περιεκτικότερη ἀνάπτυξή της.
Αὐτή ἡ ἀνάπτυξη, ὡς ἀνάπτυξη μιᾶς ἰδιαίτερης καί ὑψηλῆς μορφῆς ζωῆς, προσδιορίζεται ἀπό μιά ἰδιαίτερη καί ὑψηλή σκοπιμότητα. Ἡ σχέση μεταξύ ζωῆς καί σκοπιμότητας, πού ἄν καί εἶναι φαινομενικά χειροπιαστή διαφεύγει τῆς γνώσης, ἀποκαλύπτεται μόνο ὅταν ὁ σκοπός ἐκεῖνος πρός τήν κατεύθυνση τοῦ ὁποίου ἐνεργοῦν ὅλες οἱ μεμονωμένες σκοπιμότητες τῆς ζωῆς δέν ἀναζητεῖται πάλι στή δική της σφαίρα, ἀλλά σέ μιά ἀνώτερη. Ὅλες οἱ ἔνσκοπες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς ὅπως καί ἡ σκοπιμότητά τους ἐν γένει εἶναι σέ τελική ἀνάλυση σκόπιμες ὄχι γιά τή ζωή, ἀλλά γιά τήν ἔκφραση τῆς οὐσίας της, γιά τήν ἔκθεση (Darstellung) τῆς σημασίας της. Ἔτσι, ἡ σκοπιμότητα τῆς μετάφρασης ἔγκειται ἐντέλει στήν ἔκφραση τῆς πιό βαθιᾶς σχέσης τῶν γλωσσῶν μεταξύ τους. Ἡ ἴδια ἡ μετάφραση εἶναι ἀδύνατο νά μπορέσει νά ἀποκαλύψει, νά παραγάγει αὐτή τήν κρυφή σχέση, μπορεῖ ὅμως νά τήν ἐκθέσει στό βαθμό πού τήν πραγματώνει σέ σπερματική ἤ ἐντατική μορφή. Καί μάλιστα, αὐτή ἡ ἔκθεση ἑνός σημαινομένου μέσω τῆς ἀπόπειρας, τοῦ σπόρου τῆς παραγωγῆς του, εἶναι ἕνας τελείως ἰδιαίτερος τρόπος ἔκθεσης, πού δέν μπορεῖ ποτέ νά βρεθεῖ στό χῶρο τῆς μή γλωσσικῆς ζωῆς. Διότι, αὐτή ἡ τελευταία, μέ τίς ἀναλογίες της καί μέ τά σημεῖα της, γνωρίζει ἄλλους τρόπους νά ἐπισημαίνει τό νόημα ἀπό τήν ἐντατική, πού σημαίνει τήν προκαταβολική, τήν ὑπαινικτική πραγμάτωσή του. – Ἀλλά ἐκείνη ἡ νοερή, ἡ βαθύτερη σχέση μεταξύ τῶν γλωσσῶν εἶναι ἡ σχέση μιᾶς ἰδιαίτερης σύγκλισης. Συνίσταται στό ὅτι οἱ γλῶσσες δέν εἶναι ξένες μεταξύ τους, ἀλλά εἶναι a priori, καί πέρα ἀπό κάθε ἱστορικό συσχετισμό, ἀνάμεσά τους συγγενεῖς ὡς πρός αὐτό πού θέλουν νά ποῦν.
Μέσω αὐτῆς τῆς προσπάθειας ἐξήγησης ἡ θεώρηση μοιάζει νά ἀπολήγει καί πάλι, μέσα ἀπό ἄκαρπες παρακαμπτηρίους ὁδούς, στήν παραδοσιακή θεωρία τῆς μετάφρασης. Ἄν μέ τίς μεταφράσεις πρέπει νά ἐπαληθεύεται ἡ συγγένεια τῶν γλωσσῶν, τότε μέ ποιόν ἄλλο τρόπο θά μποροῦσε νά γίνει αὐτό ἀπό τό νά μεταφέρεται ἡ μορφή καί τό νόημα τοῦ πρωτοτύπου μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀκρίβεια. Ὁπωσδήποτε, ἡ παραδοσιακή θεωρία δέν θά εἶχε νά πεῖ τίποτα γιά τήν ἔννοια αὐτῆς τῆς ἀκρίβειας, ἑπομένως ἐντέλει δέν θά μποροῦσε νά λογοδοτήσει γιά τό τί εἶναι οὐσιῶδες γιά τίς μεταφράσεις. Ἐντούτοις, στήν πραγματικότητα, ἡ συγγένεια τῶν γλωσσῶν μαρτυρεῖται πολύ βαθύτερα καί πιό συγκεκριμένα σέ μιά μετάφραση ἀπό ὅ,τι μέ τήν ἐπιφανειακή ὁμοιότητα μεταξύ δύο λογοτεχνικῶν ἔργων, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ. Γιά νά συλλάβουμε τή γνήσια σχέση μεταξύ πρωτοτύπου καί μετάφρασης θά πρέπει νά διενεργηθεῖ μιά ἐξέταση τῆς ὁποίας ἡ πρόθεση νά εἶναι ἀνάλογη πρός τή συλλογιστική μέ τήν ὁποία ἡ κριτική τῆς γνώσης ὑποχρεοῦται νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀδύνατη μιά θεωρία τῆς ἀντανάκλασης. Ὅπως ἐκεῖ καταδεικνύεται πώς δέν ὑπάρχει καμιά ἀντικειμενικότητα στή γνώση, καί μάλιστα δέν θά μποροῦσε κάν νά ὑπάρξει ἡ ἀξίωση γιά κάτι τέτοιο, ἄν ἡ γνώση συνίστατο σέ ἀντανακλάσεις τοῦ πραγματικοῦ, ἔτσι μπορεῖ κι ἐδῶ νά καταδειχτεῖ ὅτι καμιά μετάφραση δέν θά ἦταν δυνατή ἄν ἡ ἔσχατη οὐσία της ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ὁμοιότητας μέ τό πρωτότυπο. Διότι στή συνέχιση τῆς ζωῆς του –καί αὐτό δέν θά μποροῦσε νά λεχθεῖ ἄν δέν ἐπρόκειτο γιά τή μεταβολή καί τήν ἀνανέωση ἑνός πράγματος ζωντανοῦ– τό πρότυπο ἀλλάζει. Ὑπάρχει μιά περαιτέρω ὡρίμαση τοῦ λόγου ἀκόμη κι ὅταν αὐτός εἶναι καθορισμένος. Ὅ,τι στήν ἐποχή τοῦ συγγραφέα του ἀποτελοῦσε ἐνδεχομένως τάση τῆς λογοτεχνικῆς του γλώσσας μπορεῖ ἀργότερα νά ἔχει φτάσει στό τέλος του, ἐνῶ ἐμμενεῖς τάσεις μποροῦν νά ἀναδυθοῦν ἐκ νέου μέσα ἀπό αὐτό πού εἶναι ἤδη διαμορφωμένο. Ὅ,τι κάποτε ὑπῆρξε νέο μπορεῖ ἀργότερα νά γίνει τετριμμένο, ὅ,τι ὑπῆρξε τότε κοινό στή χρήση του μπορεῖ ἀργότερα νά ἠχεῖ ἀρχαϊκό. Τό νά ἀναζητᾶ κανείς τό οὐσιῶδες στοιχεῖο τέτοιων μεταβολῶν, ὅπως ἐπίσης ἐκείνων τοῦ νοήματος, πού εἶναι ἐξίσου συνεχεῖς, στήν ὑποκειμενικότητα τῶν ἑπόμενων γενεῶν ἀντί στήν πιό ἰδιαίτερη ζωή τῆς γλώσσας καί τῶν ἔργων της θά σήμαινε –ἀκόμη καί ἄν γινόταν δεκτός ὁ χονδροειδέστερος ψυχολογισμός– μιά σύγχυση ἀνάμεσα στό θεμέλιο ἑνός πράγματος καί τήν οὐσία του. Μιλώντας ὅμως πιό αὐστηρά, θά σήμαινε ὅτι ἀρνεῖται κανείς, ἀπό κάποια ἀδυναμία τῆς σκέψης, μιά ἀπό τίς πιό φοβερές καί γόνιμες ἱστορικές διαδικασίες. Καί ἄν ἀκόμη ἤθελε κανείς νά ἀναγάγει τήν τελευταία κοντυλιά ἑνός συγγραφέα σε coup de grace τοῦ ἔργου του, καί πάλι κάτι τέτοιο δέν θά μποροῦσε νά σώσει αὐτή τή νεκρή θεωρία τῆς μετάφρασης. Γιατί ὅπως ὁ τόνος καί ἡ σημασία τῶν μεγάλων ἔργων τῆς λογοτεχνίας μεταβάλλονται πλήρως μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων, ἔτσι μεταβάλλεται καί ἡ μητρική γλώσσα τοῦ μεταφραστῆ. Καί μάλιστα, ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ συγγραφέα στή γλώσσα του διαρκεῖ, ἀκόμα καί ἡ σπουδαιότερη μετάφραση εἶναι προορισμένη νά ὑποστεῖ τήν ἀνάπτυξη τῆς δικῆς της, νά καταποντιστεῖ μέσα στήν ἀνανεωμένη γλώσσα. Τόσο πολύ ἀπέχει ἡ μετάφραση ἀπό τό νά ἀποτελεῖ τήν κενή ἐξίσωση δύο νεκρῶν γλωσσῶν, ὥστε εἶναι ἀπό ὅλες τίς μορφές ἡ πιό ἰδιαίτερα ἐπιφορτισμένη μέ τό νά ἐπιβλέπει τήν περαιτέρω ὡρίμαση τοῦ ξένου λόγου, τούς ὀδυνηρούς σπασμούς τοῦ δικοῦ της.
Ἄν στή μετάφραση μαρτυρεῖται ἡ συγγένεια τῶν γλωσσῶν, τοῦτο συμβαίνει μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ὅ,τι μέσω τῆς ἀσαφοῦς ὁμοιότητας μεταξύ ἀντιγράφου καί πρωτοτύπου. Εἶναι ἄλλωστε ἐντελῶς σαφές ὅτι ἡ συγγένεια δέν συνεπάγεται ἀναγκαστικά τήν ὕπαρξη κάποιας ὁμοιότητας. Κατά τοῦτο ἡ ἔννοια τῆς συγγένειας συμφωνεῖ σέ αὐτό τό πλαίσιο μέ τή στενότερη χρήση της, καθώς σέ καμιά ἀπό τίς δύο περιπτώσεις δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ ἐπαρκῶς μέσω τῆς ταυτότητας τῆς προέλευσης, μολονότι βεβαίως ἡ ἔννοια τῆς προέλευσης παραμένει ἀπαραίτητη γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἐν λόγω στενότερης χρήσης. Ποῦ μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ ἡ συγγένεια δύο γλωσσῶν, ἄν παραβλέψουμε τήν ἱστορική τους; Σέ κάθε περίπτωση, οὔτε στήν ὁμοιότητα τῶν λογοτεχνικῶν ἔργων, οὔτε σέ ἐκείνη τῶν λέξεών τους. Ἀντίθετα, κάθε ὑπεριστορική συγγένεια τῶν γλωσσῶν συνίσταται στό ὅτι στήν καθεμιά ἀπό αὐτές ὡς ὅλον ἐννοεῖται ἕνα πράγμα καί μάλιστα τό ἴδιο –στό ὁποῖο ὅμως δέν μπορεῖ νά φτάσει καμιά ἀπό αὐτές μεμονωμένα, παρά μόνο τό σύνολο τῶν ἀλληλοσυμπληρούμενων προθέσεών τους–, καί τοῦτο εἶναι ἡ καθαρή γλώσσα. Ἐνῶ, δηλαδή, ὅλα τά μεμονωμένα στοιχεῖα, οἱ λέξεις, οἱ προτάσεις, οἱ συνάφειες τῶν ξένων μεταξύ τους γλωσσῶν ἀλληλοαποκλείονται, οἱ γλῶσσες αὐτές συμπληρώνουν ἡ μιά τήν ἄλλη ὡς πρός τίς ἴδιες τίς προθέσεις τους. Τό νά συλλάβει κανείς αὐτόν τό νόμο, ἕναν ἀπό τούς θεμελιωδέστερους τῆς φιλοσοφίας τῆς γλώσσας, σημαίνει τό νά διακρίνει ἐντός τῆς πρόθεσης τόν τρόπο τοῦ ἐννοεῖν (Art des Meinens) ἀπό τό ἐννοούμενο (Gemeintes). Στίς λέξεις Brot καί pain τό ἐννοούμενο εἶναι βεβαίως τό ἴδιο, ὄχι, ἀντιθέτως, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖται. Διότι τό ὅτι οἱ δύο αὐτές λέξεις σημαίνουν κάτι διαφορετικό γιά τό Γερμανό καί τό Γάλλο ἀντίστοιχα, τό ὅτι γιά κανέναν ἀπό τούς δύο δέν μποροῦν νά μποῦν ἡ μία στή θέση τῆς ἄλλης, τό ὅτι σέ τελική ἀνάλυση τείνουν νά ἀλληλοαποκλείονται, ἔγκειται στόν τρόπο τοῦ ἐννοεῖν• τό ὅτι ὅμως, ἄν ἐκληφθοῦν ἀπόλυτα, σημαίνουν τό ἴδιο καί τό αὐτό, ὀφείλεται στό ἐννοούμενο. Ἐνῶ ἔτσι ὁ τρόπος τοῦ ἐννοεῖν σέ αὐτές τίς δύο λέξεις εἶναι ἀντιθετικός, στίς δύο γλῶσσες ἀπό τίς ὁποῖες κατάγονται αὐτές οἱ λέξεις βρίσκει συμπλήρωση. Καί μάλιστα μέσα στίς γλῶσσες αὐτές ὁ τρόπος τοῦ ἐννοεῖν βρίσκει συμπλήρωση στό ἐννοούμενο. Διότι στίς μεμονωμένες, τίς μή συμπληρωμένες γλῶσσες, τό ἐννοούμενό τους οὐδέποτε ἀπαντᾶ σέ σχετική αὐτονομία, ὅπως συμβαίνει μέ τίς μεμονωμένες λέξεις ἤ προτάσεις, ἀλλά θά πρέπει νά συλλαμβάνεται σέ διαρκή μεταβολή, ὥσπου, μέσα ἀπό τήν ἁρμονία ὅλων αὐτῶν τῶν τρόπων τοῦ ἐννοεῖν, νά ἔρθει στό προσκήνιο ὡς καθαρή γλώσσα. Ὥς τότε μένει κρυμμένο μέσα στίς γλῶσσες. Ἄν ὅμως οἱ γλῶσσες ἀναπτύσσονται κατ’ αὐτό τόν τρόπο μέχρι τό μεσσιανικό τέλος τῆς ἱστορίας τους, τότε εἶναι ἡ μετάφραση ἐκείνη ἡ ὁποία ἀναφλέγεται μέ τήν αἰώνια συνέχιση τῆς ζωῆς τῶν ἔργων καί τήν ἀτέρμονη ἀναβίωση τῶν γλωσσῶν, προκειμένου νά θέτει διαρκῶς ἐκ νέου ὑπό δοκιμή τήν ἐν λόγω ἱερή ἀνάπτυξη τῶν γλωσσῶν, τό κατά πόσο, δηλαδή, ἀπέχει ἀπό τήν ἀποκάλυψη αὐτό πού εἶναι σέ αὐτές κρυφό, τό πῶς μπορεῖ νά ἀποκτήσει παρόν μέ τή γνώση αὐτῆς τῆς ἀπόστασης.
Ἔτσι, βεβαίως, ὁμολογεῖται ὅτι κάθε μετάφραση δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπον τινά προσωρινός τρόπος ἀναμέτρησης μέ τήν ξενότητα τῶν γλωσσῶν. Ὁ ἄνθρωπος στερεῖται κάποιας ἄλλης λύσης γι’ αὐτή τήν ξενότητα πέραν τῆς χρονικῆς καί προσωρινῆς, στερεῖται κάποιας λύσης στιγμιαίας καί ὁριστικῆς, ἤ, τουλάχιστον, μιά τέτοια λύση δέν μπορεῖ νά ἐπιδιωχθεῖ ἄμεσα. Ἔμμεσα ὡστόσο, ἡ ἀνάπτυξη τῶν θρησκειῶν εἶναι ἐκείνη πού κάνει νά ὡριμάζει μέσα στίς γλῶσσες ὁ καλυμμένος σπόρος μιᾶς ἀνώτερης γλώσσας. Ἑπομένως ἡ μετάφραση, μολονότι δέν μπορεῖ νά ἐγείρει ἀξιώσεις διαρκείας γιά τά μορφώματά της, διαφέροντας ὡς πρός τοῦτο ἀπό τήν τέχνη, δέν ἀπαρνεῖται ὅτι εἶναι προσανατολισμένη σέ ἕνα ἔσχατο ὁριστικό καί ἀποφασιστικό στάδιο κάθε γλωσσικῆς ἄρθρωσης. Στή μετάφραση τό πρωτότυπο ἀνυψώνεται σέ μιά τρόπον τινά ἀνώτερη καί καθαρότερη γλωσσική ἀτμόσφαιρα, στήν ὁποία δέν μπορεῖ βέβαια νά ζήσει γιά πάντα, καί οὔτε φτάνει στήν ἀτμόσφαιρα αὐτή παρά μόνο μέ ἐλάχιστα τμήματα τῆς μορφῆς• τουλάχιστον ὅμως τήν ὑποδεικνύει κατά ἕναν τρόπο θαυμαστά διεισδυτικό ὡς τήν προκαθορισμένη περιοχή συμφιλίωσης καί πλήρωσης τῶν γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες ἀκόμη τή στεροῦνται. Ἡ μετάφραση δέν φτάνει στήν ἀτμόσφαιρα αὐτή ἀπό τήν κορυφή ὥς τίς ρίζες, ἀλλά μέσα σέ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα βρίσκεται ὅ,τι σέ μιά μετάφραση ὑπερβαίνει τήν ἁπλή διαμήνυση. Ὁ οὐσιώδης αὐτός πυρήνας μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ ἀκριβέστερα ὡς ἐκεῖνο πού σέ μιά μετάφραση δέν εἶναι μέ τή σειρά του μεταφράσιμο. Ἀκόμη καί ἄν πάρει κανείς ὅ,τι μπορεῖ ἀπό ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ σέ αὐτήν διαμήνυση καί τό μεταφράσει, καί πάλι θά μείνει ἀνέγγιχτο ὡς ὑπόλοιπο ἐκεῖνο στό ὁποῖο ἦταν προσανατολισμένη ἡ ἐργασία τοῦ ἀληθινοῦ μεταφραστῆ. Αὐτό δέν εἶναι μεταφράσιμο ὅπως ὁ ποιητικός λόγος τοῦ πρωτοτύπου, διότι ἡ σχέση τοῦ περιεχομένου (Gehalt) πρός τή γλώσσα εἶναι τελείως διαφορετική στό πρωτότυπο καί στή μετάφραση. Ἄν στήν πρώτη περίπτωση τό περιεχόμενο καί ἡ γλώσσα σχηματίζουν μιά ὁρισμένη ἑνότητα, ὅπως ὁ καρπός καί ἡ φλούδα, ἡ γλώσσα τῆς μετάφρασης περικλείει τό περιεχόμενό της ὅπως οἱ φαρδιές πτυχώσεις ἑνός βασιλικοῦ μανδύα. Διότι σημαίνει μιά γλώσσα ἀνώτερη ἀπό τήν ἴδια καί μένει ἔτσι ἔναντι τοῦ ἴδιου της τοῦ περιεχομένου ἀνάρμοστη, βίαιη καί ξένη. Αὐτή ἡ διάτμηση ἐμποδίζει τήν ὅποια μεταφραστική ἀπόδοση, ὅπως ἐπίσης τήν καθιστᾶ περιττή. Διότι ἡ ὅποια μετάφραση ἑνός ἔργου ἀπό μιά συγκεκριμένη χρονική στιγμή τῆς γλωσσικῆς ἱστορίας ἐκπροσωπεῖ, ὅσον ἀφορᾶ μιά συγκεκριμένη πλευρά τοῦ περιεχομένου του, τίς μεταφράσεις σέ ὅλες τίς ὑπόλοιπες γλῶσσες. Ἡ μετάφραση μεταφυτεύει ἑπομένως τό πρωτότυπο σέ μιά ὡς πρός τοῦτο τουλάχιστον –κατά εἰρωνικό τρόπο– καί ὁριστικότερη γλωσσική περιοχή, καθότι τό πρωτότυπο δέν μπορεῖ πλέον νά μετατεθεῖ ἀπό αὐτήν μέσω κανενός εἴδους γλωσσικῆς μεταφορᾶς (Übertragung), παρά μόνο νά ἀνυψώνεται σέ αὐτή τήν περιοχή ὁλοένα ἐκ νέου καί ὡς πρός ἄλλα τμήματά του. Ἡ λέξη εἰρωνικό δέν ἀποτελεῖ ἄσκοπα ὑπόμνηση στή συλλογιστική τῶν ρομαντικῶν. Οἱ ρομαντικοί εἶχαν πρίν ἀπό ἄλλους ἐπίγνωση τῆς ζωῆς τῶν ἔργων, ζωή γιά τήν ὁποία ἡ μετάφραση ἀποτελεῖ ὕψιστη μαρτυρία. Φυσικά, διόλου δέν τήν ἀναγνώρισαν ὡς τέτοια, ἀλλά ἔστρεψαν ἀντιθέτως ὅλη τήν προσοχή τους στήν κριτική, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ παρομοίως μιά στιγμή στή συνέχιση τῆς ζωῆς τῶν ἔργων, ἄν καί μικρότερης βαρύτητας. Ἀκόμα ὅμως κι ἄν ἡ θεωρία τους δέν προσανατολίστηκε καθόλου στή μετάφραση, τό μεγάλο μεταφραστικό ἔργο τους συμβάδιζε μέ μιά αἴσθηση τῆς οὐσίας καί τοῦ κύρους τῆς συγκεκριμένης μορφῆς. Ἡ αἴσθηση αὐτή –ἔτσι ὑποδεικνύουν τά πάντα– δέν χρειάζεται νά εἶναι ἰσχυρότερη στό λογοτέχνη• καί μάλιστα σέ αὐτόν, ὡς λογοτέχνη, βρίσκει λιγότερο χῶρο ἀπό ὅ,τι ὀπουδήποτε ἀλλοῦ. Οὔτε κάν ἡ ἱστορία δέν ὑποβάλλει τή συμβατική προκατάληψη σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι οἱ σημαντικοί μεταφραστές εἶναι λογοτέχνες καί οἱ ἀσήμαντοι λογοτέχνες εἶναι μικρῆς βαρύτητας μεταφραστές. Κατά σειρά κάποιοι ἀπό τούς μεγαλύτερους, ὅπως ὁ Λούθηρος, ὁ Φός καί ὁ Σλέγκελ, ὑπῆρξαν ἀσύγκριτα σημαντικότεροι ὡς μεταφραστές παρά ὡς λογοτέχνες, ἐνῶ τό συνολικό εὖρος τῆς δημιουργίας κάποιων ἄλλων μεταξύ τῶν μεγαλύτερων μεταφραστῶν, τοῦ Χαίλντερλιν καί τοῦ Γκέοργκε, δέν μπορεῖ νά συλληφθεῖ κάτω ἀπό τόν ὅρο τοῦ λογοτέχνη καί μόνο. Προπάντων διότι ὑπῆρξαν μεταφραστές. Γιατί καθώς ἡ μετάφραση ἀποτελεῖ μιά ἰδιαίτερη μορφή, ἡ ἀποστολή τοῦ μεταφραστῆ μπορεῖ νά συλληφθεῖ ὡς ἰδιαίτερη ἀποστολή καί νά διακριθεῖ ἀκριβῶς ἀπό αὐτήν τοῦ λογοτέχνη.
Ἡ ἀποστολή του συνίσταται στήν εὕρεση ἐκείνης τῆς πρόθεσης σέ σχέση μέ τή γλώσσα στήν ὁποία γίνεται ἡ μετάφραση μέσα ἀπό τήν ὁποία θά ἀνακληθεῖ σέ αὐτή τή γλώσσα ἡ ἠχώ τοῦ πρωτοτύπου. Ἐδῶ βρίσκεται ἕνα χαρακτηριστικό τῆς μετάφρασης πού τή διακρίνει ἐντελῶς ἀπό τό λογοτεχνικό ἔργο, διότι ἡ πρόθεση τοῦ τελευταίου οὐδέποτε ἀπευθύνεται στή γλώσσα ὡς τέτοια, στήν ὁλότητά της, παρά μόνο μέ ἄμεσο τρόπο σέ συγκεκριμένες γλωσσικές συνάφειες περιεχομένου. Ἡ μετάφραση, ὅμως, δέν κοιτάζει ὅπως τό λογοτεχνικό ἔργο τρόπον τινά στά ἐσώτερα τοῦ ἴδιου τοῦ ὀρεινοῦ δάσους τῆς γλώσσας, ἀλλά ἔξω ἀπό αὐτό, ἀπέναντί του καί, δίχως νά εἰσέρχεται σέ αὐτό, καλεῖ μέσα του τό πρωτότυπο, στόν μοναδικό ἐκεῖνο τόπο ὅπου κατά περίπτωση ἡ ἠχώ μπορεῖ νά ἀποδώσει στήν ἴδια της τή γλώσσα τήν ἀντήχηση ἑνός ἔργου τῆς ξένης γλώσσας. Ἡ πρόθεσή της δέν ἀποβλέπει μόνο σέ κάτι ἄλλο ἀπό ὅ,τι ἐκείνη τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου, δηλαδή σέ μιά γλώσσα ὡς ὅλον, ξεκινώντας ἀπό ἕνα μεμονωμένο ἔργο τέχνης σέ μιά ξένη γλώσσα, ἀλλά εἶναι ἐπίσης διαφορετική καί ἡ ἴδια. Γιατί ἡ πρόθεση τοῦ λογοτέχνη εἶναι ἀφελής, πρωτογενής, ἐποπτική, ἐνῶ αὐτή τοῦ μεταφραστῆ δευτερογενής, ἔσχατη κι ἔχει τό χαρακτήρα μιᾶς ἰδέας. Διότι ἐκεῖνο πού πληροῖ τήν ἐργασία του εἶναι τό μεγάλο κίνητρο τῆς ὁλοκλήρωσης τῶν ποικίλων γλωσσῶν σέ μιά ἀληθινή γλώσσα. Αὐτή εἶναι ὅμως ἐκείνη ἡ γλώσσα στήν ὁποία δέν ὑπάρχει μέν συνεννόηση μεταξύ τῶν μεμονωμένων προτάσεων, λογοτεχνημάτων καί κρίσεων –καθώς παραμένουν ἄλλωστε σέ ἐξάρτηση ἀπό τή μετάφραση–, στήν ὁποία ὡστόσο συμφωνοῦν μεταξύ τους οἱ ἴδιες οἱ γλῶσσες, συμπληρωμένες καί συμφιλιωμένες μέσα στόν τρόπο τοῦ ἐννοεῖν τους. Ἄν ὅμως, μέ ἄλλα λόγια, ὑπάρχει μιά γλώσσα τῆς ἀλήθειας στήν ὁποία φυλάσσονται σιωπηρά καί χωρίς ἐντάσεις τά ἔσχατα μυστικά γιά τά ὁποῖα μοχθεῖ κάθε σκέψη, τότε αὐτή ἡ γλώσσα τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ ἀληθινή γλώσσα. Κι αὐτή ἀκριβῶς ἡ γλώσσα, στήν προαίσθηση καί τήν περιγραφή τῆς ὁποίας ἔγκειται ἡ μοναδική τελείωση στήν ὁποία μπορεῖ νά ἐλπίζει ὁ φιλόσοφος, εἶναι κρυμμένη σέ μορφή ἐντατική στίς μεταφράσεις.
Δέν ὑπάρχει μούσα τῆς φιλοσοφίας καί δέν ὑπάρχει οὔτε μούσα τῆς μετάφρασης. Δέν εἶναι ὅμως βάναυσες, ὅπως θέλουν νά νομίζουν γι’ αὐτές οἱ συναισθηματικοί καλλιτέχνες. Διότι ὑπάρχει ἕνα φιλοσοφικό πνευματικό χάρισμα πού ἔχει ὡς ὅ,τι πιό ἰδιαίτερο τή νοσταλγία γιά ἐκείνη τή γλώσσα ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται στή μετάφραση. «Les langues imparfaites en cela que plusieurs, manque la suprême: penser étant écrire sans accessoires, ni chuchotement mais tacite encore l’immortelle parole, la diversité, sur terre, des idioms empêche personne de proférer les mots qui, sinon se trouveraient, par une frappe unique, elle-même matériallement la vérité». Ἄν εἶναι δύσκολο γιά τό φιλόσοφο νά σταθμίσει αὐτό γιά τό ὁποῖο κάνει ἐδῶ λόγο ὁ Μαλλαρμέ, ἡ μετάφραση, ἔχοντας τά σπέρματα μιᾶς τέτοιας γλώσσας, βρίσκεται στό μέσο τῆς ἀπόστασης μεταξύ λογοτεχνικοῦ ἔργου καί τῆς θεωρητικῆς διδασκαλίας (Lehre). Τό ἔργο τῆς μετάφρασης ὑπολείπεται σέ ἀποτύπωση ἔναντι καί τῶν δύο, ὡστόσο ἀποτυπώνεται ἐξίσου βαθιά στήν ἱστορία.

Ὅταν ἡ ἀποστολή τοῦ μεταφραστῆ ἐμφανίζεται κάτω ἀπό ἕνα τέτοιο φῶς, οἱ δρόμοι γιά τήν ἐκπλήρωσή της ἀπειλοῦν νά γίνουν ἀντίστοιχα ἀπροσπέλαστοι καί σκοτεινοί. Μάλιστα ἡ ἀποστολή αὐτή, νά ἐπιτευχθεῖ δηλαδή μέ τή μετάφραση ἡ ὡρίμαση τοῦ σπόρου τῆς καθαρῆς γλώσσας, μοιάζει νά μήν μπορεῖ νά ἐκπληρωθεῖ ποτέ, νά μήν μπορεῖ ποτέ νά προσδιοριστεῖ ὡς πρός τήν ἐκπλήρωσή της. Διότι δέν ἀφαιρεῖται ἄραγε τό ἔδαφος ἀπό τήν κάθε ἐκπλήρωση, ὅταν παύει νά ἀποτελεῖ τό μέτρο ἡ ἀναπαραγωγή τοῦ νοήματος; Καί τίποτε ἄλλο δέν μοιάζει νά ἐννοεῖται ἀπό ὅλα τά προηγούμενα, στρέφοντάς τα ἀρνητικά. Ἡ πιστότητα καί ἡ ἐλευθερία –ἐλευθερία στήν ἀναπαραγωγή σύμφωνα μέ τό νόημα καί, στήν ὑπηρεσία της, πιστότητα ἔναντι τῆς λέξης– ἀποτελοῦν τίς παραδεδομένες ἔννοιες σέ κάθε συζήτηση περί μεταφράσεων. Δέν μοιάζει νά μποροῦν νά φανοῦν χρήσιμες σέ μιά θεωρία ἡ ὁποία ἀναζητᾶ στή μετάφραση κάτι ἄλλο ἀπό τήν ἀναπαραγωγή τοῦ νοήματος. Βεβαίως, ἡ παραδοσιακή χρήση αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν τίς ἀντιμετωπίζει στό πλαίσιο ἑνός ἀνεπίλυτου διχασμοῦ. Γιατί τί μπορεῖ πραγματικά νά προσφέρει εἰδικά ἡ πιστότητα στήν ἀναπαραγωγή τοῦ νοήματος; Ἡ πιστότητα κατά τή μετάφραση μιᾶς μεμονωμένης λέξης δέν μπορεῖ σχεδόν ποτέ νά ἀναπαραγάγει πλήρως τό νόημα πού ἔχει αὐτή ἡ λέξη στό πρωτότυπο. Διότι τό νόημα αὐτό, ὡς πρός τήν ποιητική του σημασία γιά τό πρωτότυπο, δέν ἐξαντλεῖται στό ἐννοούμενο, ἀλλά ἀποκτᾶ αὐτή τή σημασία μέσω ἀκριβῶς τῆς πρόσδεσης τοῦ ἐννοούμενου στόν τρόπο τοῦ ἐννοεῖν ἐντός τῆς συγκεκριμένης λέξης. Συνήθως αὐτό ἐκφράζεται μέ τή συνθηματική διατύπωση ὅτι οἱ λέξεις φέρουν μαζί τους ἕναν συναισθηματικό τόνο. Μάλιστα, ἡ κατά λέξη ἀπόδοση (Wörtlichkeit), ὅσον ἀφορᾶ τή σύνταξη, ματαιώνει ὁλοκληρωτικά κάθε ἀναπαραγωγή νοήματος καί ἀπειλεῖ νά ὁδηγήσει ἀπευθείας σέ ἀκατανοησία. Τόν 19ο αἰώνα οἱ μεταφράσεις τοῦ Σοφοκλῆ ἀπό τόν Χαίλντερλιν θεωροῦνταν προφανῶς τερατώδη παραδείγματα μιᾶς τέτοιας κατά λέξη ἀπόδοσης. Καί εἶναι τέλος αὐτονόητο πόσο δυσχεραίνει ἡ πιστότητα στήν ἀναπαραγωγή τῆς μορφῆς ἐκείνη τοῦ νοήματος. Κατά συνέπεια, ἡ ἀπαίτηση γιά κατά λέξη ἀπόδοση δέν μπορεῖ νά συναχθεῖ ἀπό τό ἐνδιαφέρον γιά τή διατήρηση τοῦ νοήματος. Αὐτή ὑπηρετεῖται πολύ περισσότερο –πολύ λιγότερο βεβαίως ἡ λογοτεχνία καί ἡ γλώσσα– ἀπό τήν ἀχαλίνωτη ἐλευθερία τῶν κακῶν μεταφραστῶν. Ἀναγκαστικά λοιπόν ἡ ἐν λόγω ἀπαίτηση, ἡ νομιμότητα τῆς ὁποίας εἶναι προφανής, τό θεμέλιό της ὅμως πολύ κρυμμένο, θά πρέπει νά κατανοηθεῖ στή βάση πειστικότερων συσχετίσεων. Ὅπως, δηλαδή, τά θρύψαλα ἑνός ἀγγείου, προκειμένου νά μποροῦν νά συναρμοστοῦν θά πρέπει νά διαδέχονται τό ἕνα τό ἄλλο μέχρι καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια, ὄχι ὅμως καί νά μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, ἔτσι καί ἡ μετάφραση θά πρέπει, ἀντί νά προσομοιώνεται στό νόημα τοῦ πρωτοτύπου, νά ἐνσωματώνει ἀντιθέτως ἐρωτικά στή μορφή της, φτάνοντας μέχρι καί τό κάθε μεμονωμένο στοιχεῖο, τόν τρόπο τοῦ ἐννοεῖν τοῦ πρωτοτύπου στή δική της γλώσσα, προκειμένου νά καταστήσει ἔτσι καί τίς δύο γλῶσσες ἀναγνωρίσιμες σάν νά ἦταν θρύψαλα, ὡς θραύσματα ἑνός ἀγγείου, ὡς θραύσματα μιᾶς εὐρύτερης γλώσσας. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο θά πρέπει σέ πολύ μεγάλο βαθμό νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν πρόθεση νά διαμηνύσει κάτι, νά παραιτηθεῖ ἀπό τό νόημα, καί ὡς πρός τοῦτο τό πρωτότυπο εἶναι γι’ αὐτήν οὐσιῶδες μόνο στό μέτρο πού ἔχει ἤδη ἀπαλλάξει τό μεταφραστή ἀπό τόν κόπο καί τή διάταξη αὐτοῦ πού πρέπει νά διαμηνύσει. Ἰσχύει καί στό χῶρο τῆς μετάφρασης πώς: ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, στήν ἀρχή ἦταν ὁ Λόγος. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ γλώσσα τῆς μετάφρασης μπορεῖ καί μάλιστα πρέπει νά ἀκολουθεῖ ὡς πρός τό νόημα τή δική της πορεία, προκειμένου νά μήν κάνει νά ἀντηχήσει ἡ intentio του ὡς ἀναπαραγωγή, ἀλλά ὁ δικός της τρόπος τῆς intentio ὡς ἁρμονία, ὡς συμπλήρωση στή γλώσσα στήν ὁποία ἡ ἴδια διαμηνύεται. Ὡς ἐκ τούτου δέν ἀποτελεῖ τό ὕψιστο ἐγκώμιο μιᾶς μετάφρασης, προπάντων τήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς της, νά διαβάζεται σάν ἕνα πρωτότυπο τῆς γλώσσας της. Ἀντίθετα ἡ σημασία τῆς πιστότητας, τήν ὁποία ἐγγυᾶται ἡ κατά λέξη ἀπόδοση, δέν εἶναι παρά τό νά μιλᾶ μέσα ἀπό τό ἔργο ἡ μεγάλη νοσταλγία γιά γλωσσική συμπλήρωση. Ἡ ἀληθινή μετάφραση εἶναι διάφανη, δέν ἐπικαλύπτει τό πρωτότυπο, δέν τό σκιάζει, ἀλλά ἐπιτρέπει στήν καθαρή γλώσσα, σάν ἐνδυναμωμένη ἀπό τό ἴδιο της τό μέσο, νά ἀκτινοβολεῖ ἀντίστοιχα πληρέστερα στό πρωτότυπο. Κάτι τέτοιο εἶναι δυνατόν προπάντων μέ τήν κατά λέξη ἀπόδοση στή σύνταξη καί εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ὅτι τό πρωταρχικό στοιχεῖο τοῦ μεταφραστῆ εἶναι ἡ λέξη καί ὄχι ἡ πρόταση. Διότι ἡ πρόταση εἶναι τό τεῖχος μπροστά ἀπό τή γλώσσα τοῦ πρωτοτύπου, ἐνῶ τό κατά λέξη εἶναι ἡ στοά.
Ἄν ἡ πιστότητα καί ἡ ἐλευθερία τῆς μετάφρασης θεωροῦνται ἀνέκαθεν ἀντιτιθέμενες τάσεις, ἀκόμη καί αὐτή ἐδῶ ἡ βαθύτερη ἑρμηνεία τῆς μιᾶς ἀπό αὐτές δέν φαίνεται νά τίς συμφιλιώνει, ἀλλά ἀντίθετα νά ἀρνεῖται στήν ἄλλη κάθε νομιμότητα. Διότι σέ τί ἀναφέρεται ἡ ἐλευθερία, ἄν ὄχι στήν ἀναπαραγωγή τοῦ νοήματος, ἡ ὁποία θά πρέπει νά παύσει νά θεωρεῖται ὡς ἐκείνη πού θέτει τό νόμο τῆς μετάφρασης; Ἀκόμη κι ἄν τό νόημα ἑνός γλωσσικοῦ μορφώματος ἐπιτρέπεται νά ὁριστεῖ ὡς ταυτόσημο μέ αὐτό τοῦ μηνύματός του, μένει κάτι τό ἔσχατο καί ἀποφασιστικό τό ὁποῖο ὑπερβαίνει κάθε διαμήνυση, πολύ κοντινό στό νόημα κι ὡστόσο ἀπείρως μακρινό, κάτω ἀπό αὐτό κρυμμένο ἤ καί εὐκρινέστερο, μέσω αὐτοῦ διασπασμένο ἤ καί ἰσχυρότερο. Σέ κάθε γλώσσα καί στά μορφώματά της μένει ὑπόλοιπο, πέραν τοῦ διαμηνύσιμου, κάτι τό μή διαμηνύσιμο, κάτι τό ὁποῖο συμβολίζει ἤ συμβολίζεται, ἀναλόγως μέ τή συνάφεια στήν ὁποία ἀπαντᾶται: κάτι τό ὁποῖο μόνο συμβολίζει στά πεπερασμένα μορφώματα τῶν γλωσσῶν• κάτι ὅμως τό ὁποῖο συμβολίζεται μέσα στό ἴδιο τό γίγνεσθαι τῶν γλωσσῶν. Κι αὐτό πού ἀναζητᾶ νά ἐκτεθεῖ, καί μάλιστα νά παραχθεῖ μέσα στό γίγνεσθαι τῶν γλωσσῶν εἶναι ἐκεῖνος ὁ πυρήνας τῆς ἴδιας τῆς καθαρῆς γλώσσας. Ἄν ὅμως αὐτός ὁ πυρήνας, ἔστω κρυμμένος ἤ ἀποσπασματικός, εἶναι παρών στή ζωή ὡς τό ἴδιο τό συμβολιζόμενο, μέσα στά ἔργα ζεῖ μόνο συμβολίζοντας. Ἄν μέσα στίς γλῶσσες ἐκείνη ἡ ἔσχατη οὐσία, πού δέν εἶναι παρά ἡ ἴδια ἡ καθαρή γλώσσα, εἶναι προσδεδεμένη μόνο στό γλωσσικό στοιχεῖο καί τίς μεταβολές του, μέσα στά μορφώματα βαρύνεται μέ τό νόημα, πού τῆς εἶναι βαρύ καί ξένο. Ἡ φοβερή καί μοναδική ἱκανότητα πού ἔχει ἡ μετάφραση εἶναι νά ἀποδεσμεύσει τήν καθαρή γλώσσα ἀπό τό νόημα αὐτό, νά καταστήσει τό συμβολίζον τό ἴδιο τό συμβολιζόμενο, νά ἀνακτήσει ἀπό τή γλωσσική κίνηση τήν καθαρή γλώσσα, μορφοποιημένη. Σέ αὐτή τήν καθαρή γλώσσα, πού πιά δέν ἐννοεῖ καί δέν ἐκφράζει τίποτα, ἀλλά, ὡς ἀνέκφραστος καί δημιουργικός λόγος, ἀποτελεῖ αὐτό πού ἐννοεῖται σέ ὅλες τίς γλῶσσες, κάθε μήνυμα καί κάθε νόημα συναντοῦν τελικῶς ἕνα ἐπίπεδο στό ὁποῖο εἶναι προορισμός τους νά σβήσουν. Καί στή βάση αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἐπιπέδου πιστοποιεῖται μιά νέα καί ἀνώτερη νομιμότητα γιά τήν ἐλευθερία τῆς μετάφρασης. Αὐτή ἡ ἐλευθερία δέν ἀντλεῖ τήν ὑπόστασή της ἀπό τό νόημα τοῦ μηνύματος, ἡ χειραφέτηση ἀπό τό ὁποῖο εἶναι ἀκριβῶς τό καθῆκον τῆς πιστότητας. Ἀντιθέτως ἡ ἐλευθερία βρίσκει ἐπιβεβαίωση στή δική της γλώσσα χάρη στήν καθαρή γλώσσα. Ἡ ἀποστολή τοῦ μεταφραστῆ εἶναι νά ἀπολυτρώσει μέσα στή δική του γλώσσα αὐτή τήν καθαρή γλώσσα πού εἶναι ἐξορισμένη στήν ξένη, νά ἀπελευθερώσει μέ τή λογοτεχνική ἀναδημιουργία τή γλώσσα πού εἶναι δέσμια μέσα στό ἔργο. Γιά χάρη της σπάει τούς σαθρούς φραγμούς τῆς δικῆς του γλώσσας. Ὁ Λούθηρος, ὁ Φός, ὁ Χαίλντερλιν, ὁ Γκέοργκε ἔχουν ἐπεκτείνει τά σύνορα τῆς γερμανικῆς γλώσσας. Ὅποια σημασία ἀπομένει συνεπῶς στό νόημα γιά τή σχέση μεταξύ μετάφρασης καί πρωτοτύπου, μπορεῖ νά περιληφθεῖ σέ μιά παρομοίωση. Ὅπως ἡ ἐφαπτομένη ἀγγίζει τόν κύκλο φευγαλέα καί σέ ἕνα μόνο του σημεῖο καί ὅπως αὐτό τό ἄγγιγμα, ἀλλά ὄχι τό σημεῖο, τῆς ὑπαγορεύει τό νόμο σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο συνεχίζει τήν εὐθεία της τροχιά στό ἄπειρο, ἔτσι ἀγγίζει καί ἡ μετάφραση φευγαλέα καί στό ἀπείρως μικρό σημεῖο τοῦ νοήματος τό πρωτότυπο, γιά νά ἀκολουθήσει σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς πιστότητας τήν πλέον δική της τροχιά μέσα στήν ἐλευθερία τῆς γλωσσικῆς κίνησης. Δίχως νά τήν κατονομάζει οὔτε νά τήν αἰτιολογεῖ, ὁ Ροῦντολφ Πάνβιτς ἐπισήμανε τήν ἀληθινή σημασία αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας στίς ἀναλύσεις πού βρίσκονται στήν Κρίση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί οἱ ὁποῖες, πλάι στά λόγια τοῦ Γκαῖτε στίς Σημειώσεις τοῦ Ντιβανιοῦ μποροῦν κάλλιστα νά θεωρηθοῦν ὅ,τι καλύτερο ἔχει δημοσιευτεῖ στή Γερμανία γιά τή θεωρία τῆς μετάφρασης. Ἐκεῖ γράφει: «οἱ μεταφράσεις μας, ἀκόμα καί οἱ καλύτερες, ἐκκινοῦν ἀπό μιά ἐσφαλμένη θεμελιώδη ἀρχή• θέλουν νά κάνουν τά ἰνδικά, τά ἑλληνικά, τά ἀγγλικά γερμανικά, ἀντί νά κάνουν τά γερμανικά ἰνδικά, ἑλληνικά, ἀγγλικά. Τρέφουν πολύ μεγαλύτερο σεβασμό γιά τά δικά μας γλωσσικά ἤθη παρά γιά τό πνεῦμα τοῦ ξένου ἔργου… Ἡ θεμελιώδης πλάνη τοῦ μεταφραστῆ εἶναι ὅτι μένει πιστός στό τυχαῖο ἐπίπεδο τῆς δικῆς του γλώσσας, ἀντί νά τό θέσει βιαίως σέ κίνηση μέσω τῆς ξένης. Εἶναι ὑποχρεωμένος, προπάντων ὅταν μεταφράζει ἀπό μιά γλώσσα πολύ μακρινή, νά ἀνατρέχει καί νά διεισδύει στά ἔσχατα στοιχεῖα τῆς γλώσσας, ἀκόμη κι ἐκεῖ ὅπου ἡ λέξη, ἡ εἰκόνα καί ὁ τόνος γίνονται ἕνα• εἶναι ὑποχρεωμένος νά διευρύνει καί νά ἐμβαθύνει τή γλώσσα του μέσω τῆς ξένης. Δέν ἔχουμε ἰδέα τοῦ μέτρου στό ὁποῖο κάτι τέτοιο εἶναι δυνατό, τοῦ βαθμοῦ στόν ὁποῖο μπορεῖ μάλιστα ἡ κάθε γλώσσα νά μεταμορφωθεῖ, τοῦ πόσο διαφέρει γλώσσα ἀπό γλώσσα, σχεδόν ὅπως διάλεκτος ἀπό διάλεκτο• τοῦτο ὡστόσο, ὄχι ὅταν παίρνει κανείς τή γλώσσα πολύ ἐπιπόλαια, ἀλλά ἀκριβῶς ὅταν τήν παίρνει ἀρκούντως σοβαρά».
Τό κατά πόσο μιά μετάφραση μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ στήν οὐσία αὐτῆς τῆς μορφῆς προσδιορίζεται ἀντικειμενικά ἀπό τή μεταφρασιμότητα τοῦ πρωτοτύπου. Ὅσο μικρότερη ἀξία καί κύρος ἔχει ἡ γλώσσα του, ὅσο περισσότερο ἀποτελεῖ διαμήνυση, τόσο λιγότερα ἔχει νά κερδίσει ἀπό κάτι τέτοιο ἡ μετάφραση, ὥσπου ἡ ὁλοκληρωτική ὑπεροχή τοῦ ἐν λόγω νοήματος, πού πολύ ἀπέχει ἀπό τό νά ἀποτελεῖ τό μοχλό μιᾶς μετάφρασης πλήρους ἀπό τήν ἄποψη τῆς μορφῆς, νά τήν εὐτελίσει. Ὅσο πιό ὑψηλό εἶναι ἕνα ἔργο ὡς πρός τή σύνθεσή του, τόσο πιό πολύ ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μεταφράσιμο ἀκόμα καί μέ τό πιό φευγαλέο ἄγγιγμα τοῦ νοήματός του. Τοῦτο ἰσχύει, ὅπως εἶναι αὐτονόητο, μόνο γιά τά πρωτότυπα ἔργα. Οἱ μεταφράσεις, ἀντιθέτως, ἀποδεικνύονται ἀμετάφραστες, ὄχι ἐξαιτίας τοῦ βάρους, ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ τόσο πολύ φευγαλέου τρόπου μέ τόν ὁποῖο προσκολλᾶται πάνω τους τό νόημα. Ὡς πρός αὐτό, ὅπως καί ἀπό κάθε ἄλλη οὐσιώδη ἄποψη, προσφέρονται ὡς ἐπιβεβαίωση οἱ μεταφράσεις τοῦ Χαίλντερλιν, ἰδιαίτερα αὐτές τῶν δύο τραγωδιῶν τοῦ Σοφοκλῆ. Σέ αὐτές ἡ ἁρμονία τῶν γλωσσῶν εἶναι τόσο βαθιά πού ἡ γλώσσα δέν ἀγγίζει τό νόημα περισσότερο ἀπό ὅ,τι ὁ ἄνεμος μιά αἰολική ἅρπα. Οἱ μεταφράσεις τοῦ Χαίλντερλιν ἀποτελοῦν τό ἀρχέτυπο (Urbild) τῆς μορφῆς τους. Ἀκόμη καί μέ τίς τελειότερες μεταφράσεις τῶν ἴδιων κειμένων σχετίζονται ὅπως τό ἀρχέτυπο πρός τό πρότυπο (Vorbild), ὅπως καταδεικνύεται ἀπό τή σύγκριση τῆς μετάφρασης τοῦ Τρίτου Πυθιόνικου τοῦ Πινδάρου ἀπό τόν Χαίλντερλιν μέ ἐκείνη πού ἔγινε ἀπό τόν Μπόρχαρντ. Γι’ αὐτόν τό λόγο σέ αὐτές τίς μεταφράσεις ἐνυπάρχει περισσότερο ἀπό ὅ,τι στίς ἄλλες ὁ τρομερός καί πρωταρχικός κίνδυνος κάθε μετάφρασης: νά πέσουν κλείνοντας οἱ θύρες μιᾶς τόσο διευρυμένης καί ὁλοκληρωτικά κυριαρχημένης γλώσσας καί νά ἀποκλείσουν τό μεταφραστή στή σιωπή. Οἱ μεταφράσεις τοῦ Σοφοκλῆ ὑπῆρξαν τό τελευταῖο ἔργο τοῦ Χαίλντερλιν. Σέ αὐτές τό νόημα κατακρημνίζεται ἀπό ἄβυσσο σέ ἄβυσσο, ὥσπου κινδυνεύει νά χαθεῖ σέ ἀπύθμενα γλωσσικά βάθη. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα κράτημα. Ἀλλά αὐτό δέν παρέχεται ἀπό κανένα κείμενο πλήν τοῦ ἱεροῦ, στό ὁποῖο τό νόημα ἔχει πάψει νά ἀποτελεῖ τή διαχωριστική γραμμή μεταξύ τῆς ρέουσας γλώσσας καί τῆς ρέουσας ἀποκάλυψης. Ὅπου τό κείμενο ἀνήκει ἄμεσα, κατά λέξη καί χωρίς νά διαμεσολαβεῖ τό νόημα, στήν ἀληθινή γλώσσα, στήν ἀλήθεια ἤ στή διδασκαλία, εἶναι αὐτόχρημα μεταφράσιμο. Ὄχι πλέον βεβαίως χάριν τοῦ ἴδιου ἀλλά μόνο χάριν τῆς γλώσσας. Ἔναντί του ἀπαιτεῖται τόσο ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στή μετάφραση, ὥστε, ὅπως συνενώνονται χωρίς ἐντάσεις στό ἱερό πρωτότυπο ἡ γλώσσα καί ἡ ἀποκάλυψη, ἔτσι θά πρέπει καί στή μετάφραση νά συνενώνονται ἡ λεκτική πιστότητα καί ἡ ἐλευθερία, στή μορφή τῆς διαστίχου ἑρμηνείας. Διότι σέ κάποιο βαθμό ὅλες οἱ μεγάλες γραφές, στόν ὕψιστο ὅμως οἱ ἱερές, περιέχουν ἀνάμεσα στίς γραμμές τους τή δυνατή τους μετάφραση. Ἡ διάστιχος ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ κειμένου εἶναι τό πρωτότυπο ἤ τό ἰδεῶδες κάθε μετάφρασης.

Helen Vendler

Λέει ἡ ψυχή: περί σύγχρονης ποίησης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΝΙΝΑ ΜΠΟΥΡΗ

Η ΕΛΕΝ ΒΕΝΤΛΕΡ (γενν. 1933) ἔχει γράψει πάρα πολύ γιά τό ἔργο τῶν ποιητῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα καί ἐπίσης ἔχει ἐκδώσει σημαντικές μελέτες γιά τίς ὠδές τοῦ Κήτς, τά σονέτα τοῦ Σαίξπηρ καί τήν ποίηση τοῦ Τζώρτζ Χέρμπερτ. Ἡ Βέντλερ ἔχει ἀποδειχτεῖ ἀκλόνητη στήν ἀφοσίωσή της στήν ποίηση ὡς εἶδος, ἀλλά τό ἔργο της στήν ποίηση τοῦ 20οῦ αἰώνα χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ποικιλότητά του: πολυσέλιδες μελέτες γιά τόν Γουάλλας Στῆβενς καί τόν Σέημους Χῆνυ, ἀλλά καί καλοπροαίρετες ἀναγνώσεις τῆς ποίησης τοῦ Ἄλλεν Γκίνσμπεργκ καί τῆς Τζόρι Γκρέιαμ μεταξύ ἄλλων. Ἡ Βέντλερ ἀναγνωρίζει τό κέντρισμα πού δίνει στή σκέψη της τό ἔργο τοῦ κριτικοῦ Πώλ ντέ Μάν, ἀλλά ἔχει σκόπιμα ἀρνηθεῖ νά συσχετιστεῖ μέ ὁποιαδήποτε σχολή σύγχρονης κριτικῆς, εἴτε τήν ἀποδόμηση ἀλά Μάν, εἴτε τόν νέο ἱστορικισμό, εἴτε θεωρίες τῆς ταυτότητας ἤ τοῦ «ὑποκειμένου». Γιά τή Βέντλερ, ἡ κριτική ἀρχίζει μέ τό ἀντάμωμα τοῦ ἀναγνώστη μέ τό ποίημα, καί ἐξελίσσεται σέ ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς σφραγίδας τοῦ ἔργου τοῦ ποιητῆ. Ἡ ἀναγνώριση ἀπαιτεῖ αὐτό πού ἡ Βέντλερ ἔχει περιγράψει ὡς κατανόηση τῶν «λειτουργικῶν, ὑφολογικῶν στοιχείων» τοῦ ποιήματος, καί ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτή ἡ κατανόηση περιορίζεται ἀπό τίς ἰδεολογικές ἐπιταγές τῆς θεωρίας. Ἡ Βέντλερ ἀνακαλύπτει τά σημαντικά συμφραζόμενα γιά τήν κατανόηση αὐτῶν τῶν στοιχείων στό προσωπικό ἔργο κάθε ποιητῆ καί στή λογοτεχνική παράδοση πού διαμορφώνει τό ποίημα. Αὐτό πού ἀνακαλύπτει ἡ καλή κριτική εἶναι πόσο ἔντονα μεταμορφώνουν τό ὑφολογικό πεδίο τῆς ποίησης οἱ ποιητές. Ἡ Βέντλερ εἶναι κριτικός πού πιστεύει στήν πρωτοτυπία. Ἡ πρακτική τῆς προσεκτικῆς ἀνάγνωσης ἀποτελεῖ μέσο γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς πρωτοτυπίας στό ἔργο ἑνός ποιητῆ.
Ὅπως δείχνει τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, ἡ Βέντλερ γνωρίζει καλά τήν πολεμική. Προέρχεται ἀπό τό βιβλίο της Λέει ἡ ψυχή τοῦ 1995, ὅπου ἐκθέτει μιά ὑπεράσπιση τῆς λυρικῆς φόρμας ὡς κεντρικό εἶδος τῆς ποίησης ἀπέναντι στά ὅσα περιγράφει ὡς «ζηλόφθονη οἰκειοποίηση τῆς λογοτεχνίας σέ… κοινωνικά χαρακτηρισμένες κατηγορίες» «τόπου, θρησκείας, γλώσσας, ἐθνικότητας, φυλῆς καί σεξουαλικότητας». Οἱ ἀφαιρέσεις τοῦ λυρικοῦ ποιήματος ἐπιτρέπουν τήν ταύτιση ὄχι μέ τόν κοινωνικό ἑαυτό, ἀλλά μέ τήν «ψυχή», «ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα σύνολο ἀντικρουόμενων παθῶν ἀνεξάρτητων ἀπό τό χρόνο καί τό χῶρο».
ΝΙΝΑ ΜΠΟΥΡΗ

ΛΕΕΙ Η ΨΥΧΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οἱ αἰσθήσεις καί ἡ φαντασία ἐφοδιάζουν τόν ποιητή μέ ρυθμούς. Οἱ ρυθμοί τοῦ ποιητῆ μεταφράζονται ξανά, στό νοῦ τοῦ ἀναγνώστη, σέ αἰσθήσεις καί φαντασία. Τί ἔχει ὁ κριτικός καί δέν μπορεῖ νά μείνει εὐχαριστημένος ἀπό αὐτή τή σιωπηρή συναλλαγή; Τόν περισσότερο καιρό ὁ κριτικός εἶναι ἕνας ἀναγνώστης, καί μπορεῖ νά ἀφήσει τό βιβλίο, εἴτε μέ ἐκτίμηση εἴτε μέ ἐνόχληση, χωρίς νά νιώθει οὐδεμία ἐπιθυμία νά γράψει κάτι γι’ αὐτό. Ὅμως μερικά βιβλία δέν ἀφήνουν τόν κριτικό νά τραβήξει ἀπό πάνω τους τό βλέμμα του• ἀπαιτοῦν πληρέστερη ἀνταπόκριση καί δέν σταματοῦν ὥσπου ἕνα ἄλλο σύνολο λέξεων, αὐτή τή φορά ἀπό τήν πένα τοῦ κριτικοῦ, νά διατυπώσει ξανά τό δεδομένο τοῦ βιβλίου. Κάτι στό βιβλίο –ἤ σέ ἕνα ποίημα– εἶναι «μιά ἐκκόλαψη πού κοιτοῦσε κι ἀπαιτοῦσε ἕνα βλέμμα σέ ἀπάντηση». Αὐτή ἡ φράση ἀνήκει στόν Γουάλλας Στῆβενς• μολονότι ἐκεῖνος τή χρησιμοποίησε γιά νά περιγράψει τήν ἀντίδραση τοῦ ποιητῆ στή ζωή (πού γεννιέται ξανά κάθε μέρα), ἰσχύει ἐξίσου καί γιά τήν ἀντίδραση τοῦ κριτικοῦ σέ ἕνα σημαντικό γραπτό. Ἡ Ἔμιλυ Ντίκινσον ἀποκάλεσε τήν ἀντίδρασή της στή ζωή «ἡ ἐπιστολή μου στόν κόσμο / πού ποτέ δέν μοῦ ἔγραψε». Καί ἡ κριτική εἶναι μιά ἐπιστολή στόν κόσμο, πιό πολύ στοχασμός παρά συζήτηση, πού ἀπευθύνεται σέ εὐρύτερο κοινό ἀπό ὅσο οἱ ἀκαδημαϊκές μελέτες.
Ἕνα σημαντικό ποίημα, κατά τήν ἄποψή μου, μπορεῖ νά ἀφορᾶ ὁτιδήποτε, ἤ σχεδόν ὁτιδήποτε. Ποτέ δέν μέ ἑλκύει ἀποκλειστικά ἕνα θέμα: δηλαδή δέν ἀνταποκρίνομαι μέ περισσότερο ἐνθουσιασμό σέ ἕνα ποίημα πού μιλάει γιά γυναῖκες σέ σύγκριση μέ ἕνα ποίημα πού μιλάει γιά ἄντρες, ἕνα ποίημα γιά τή φύση σέ σύγκριση μέ ἕνα ποίημα πού μιλάει γιά τήν πόλη, ἕνα πολιτικό σέ σύγκριση μέ ἕνα μεταφυσικό. Παρότι μεγάλωσα σέ πόλη, τά ἀγαπημένα μου ποιήματα, ἀπό τήν «Ὠδή στό φθινόπωρο» τοῦ Κητς ὣς τό «Λυκαυγές τοῦ φθινοπώρου» τοῦ Στῆβενς, συχνά εἶναι ποιήματα πού χρησιμοποιοῦν μεταφορές ἀπό τή φύση• μοῦ ἀρέσουν προτεστάντες ποιητές (ἀπό τόν Μίλτον ὥς τήν Κλάμπιτ) καί Ἑβραῖοι (ἀπό τόν Γκίνσμπεργκ ὥς τόν Γκόλντμπαρθ) καί καθολικοί (ἀπό τόν Χόπκινς ὥς τόν Πεγκύ)• παρόλο πού διαβάζω μόνο ρομανικές γλῶσσες, δύο σύγχρονοι ξένοι ποιητές πού τούς θεωρῶ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ εἶναι ὁ Πάουλ Τσέλαν καί ὁ Τσέσλαβ Μίλος, τούς ὁποίους δέν μπορῶ νά διαβάσω ἀπό τό πρωτότυπο. Παρόλο πού εἶμαι λευκή, δέν θά μποροῦσα χωρίς τήν ποίηση τοῦ Λάνγκστον Χιούζ καί τῆς Ρίτα Ντάβ. Ἔχω γράψει καί γιά ὁμοφυλόφιλους καί γιά ἑτεροφυλόφιλους συγγραφεῖς. Θέτω τό ζήτημα τοῦ τόπου, τῆς θρησκείας, τῆς γλώσσας, τῆς ἐθνικότητας, τῆς φυλῆς καί τῆς σεξουαλικότητας, γιατί στίς μέρες μας ἐμφανίζονται πάρα πολύ στά γραπτά περί λογοτεχνίας, καί ἐπειδή ὑπάρχει μιά ζηλόφθονη οἰκειοποίηση τῆς λογοτεχνίας μέσα σέ τέτοιες κοινωνικά χαρακτηρισμένες κατηγορίες.
Στήν ἀρχή δυσκολεύτηκα νά καταλάβω, ὅταν γινόταν εὐλαβικά ἐπίκληση τέτοιων κατηγοριῶν, γιατί οἱ ἄλλοι ἔνιωθαν ὅτι μποροῦσαν νά ἀνταποκριθοῦν μόνο στή λογοτεχνία πού ἀναπαρήγαγε τή δική τους ἐμπειρία ὅσον ἀφορᾶ τή φυλή, τήν κοινωνική τάξη ἤ τό φύλο. Ἔχω ἀκούσει πολλές ἱστορίες πού ξεκινοῦν «Δέν εἶχα βρεῖ λογοτεχνικό ἔργο πού νά μοῦ λέει κάτι μέχρι πού διάβασα…» κι ὕστερα ἀκολουθοῦσε, ἄν ἦταν γυναίκα ἕνα βιβλίο σάν τήν Τζέην Ἔυρ ἤ ἄν ἦταν μαῦρος ἕνα βιβλίο σάν τόν Ἀόρατο ἄνθρωπο. Ἔπειτα ἀπό λίγο κατάλαβα ὅτι αὐτές οἱ ἱστορίες προέρχονται κυρίως ἀπό ἀναγνῶστες μυθιστορημάτων. Τήν πρώτη φορά πού ἄκουσα τήν Τόνυ Μόρρισον νά μιλάει, διηγιόταν ὅτι πήγαινε ἀπό μυθιστόρημα σέ μυθιστόρημα «ἀναζητώντας τόν ἑαυτό» της καί γιά πολύ καιρό δέν τόν ἔβρισκε, οὔτε αὐτόν οὔτε τήν ἱστορία της, πουθενά. Ἔπειτα, ὅταν βρῆκε ἀναπαραστάσεις μαύρων γυναικῶν στή μυθοπλασία, ἤ γίνονταν θύματα, ἤ ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, ἤ σκοτώνονταν, γεγονός πού τή γέμισε ὀργή. Ἀφοῦ ἐγώ δέν διάβαζα μυθιστορήματα, δέν εἶχα ξεκινήσει ποτέ νά ἀναζητήσω ἕναν κοινωνικά προσδιορισμένο ἑαυτό πού νά μοῦ μοιάζει. Τό τελευταῖο πράγμα πού ἤθελα ἀπό τή λογοτεχνία ἦταν ἕνας ἀντικατοπτρισμός τῶν ἐξωτερικῶν συνθηκῶν μου. Αὐτό πού ζητοῦσα ἦταν ἕνας ἀντικατοπτρισμός τῶν αἰσθημάτων μου, κι αὐτό τό βρῆκα στήν ποίηση.
Ἡ ἔφηβη ἀναγνώστρια τῆς ποίησης βρίσκεται στόν κόσμο τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας τοῦ πρώτου προσώπου: «Ἄ, πῶς πονᾶ ἡ καρδιά μου! Καί μιά ἀπόκοσμη ζάλη / Τυραννᾶ τό κορμί μου», «Ξύπνησα μεσοκαλόκαιρο σέ μιά νύχτα πού δέν ἦταν νύχτα»• «Πόσο σ’ ἀγαπῶ; Τούς τρόπους ἄς μετρήσω». Οἱ ἀντωνυμίες «ἐγώ» καί «ἐσύ» πού κάνουν γιά ὅλες τίς χρήσεις, ἀποτελοῦν χνάρια πού μπορεῖ νά τά ἀκολουθήσει ὁποιοδήποτε ζευγάρι μάτια, ἀντρικά ἤ γυναικεία, μαῦρα ἤ λευκά, ἑβραϊκά ἤ καθολικά, ἀστικά ἤ βουκολικά. Ἡ ποίηση ἀνταποκρίθηκε μέ τόση πληρότητα στήν ἐπιθυμία μου γιά ἀντικατοπτρισμό συναισθημάτων πού σέ σύγκριση μαζί της τά μυθιστορήματα φάνταζαν παραφορτωμένα «πλαδαρά καί χαχόλικα τέρατα», καί μετά χαρᾶς τά ἔκανα στήν ἄκρη.
Μοῦ εἶναι πλέον ξεκάθαρο πόσο ὁλοκληρωτικά τό παραδοσιακό ποίημα ζητάει νά ἀπογυμνωθεῖ ἀπό τίς λεπτομέρειες πού σχετίζονται μέ ἕναν κοινωνικά προσδιορισμένο ἑαυτό ὥστε νά φτάσει στήν ἐπιθυμητή σφαιρική του ἀφαίρεση. «Ὦ, ἄν σ’ ἔδερνε τό παγωμένο ἀγέρι / θά σοῦ πρόσφερα στέγη, θά σοῦ πρόσφερα στέγη»: ναί, τό πρωτότυπο εἶναι στά σκοτικά, ἀλλά τό συναίσθημα μεταδίδεται εὔκολα σ’ ἐμένα στήν Ἀμερική. «Τά δυό σου μάτια θά μέ σκοτώσουν ξαφνικά»: ναί, τό ἔλεγε ἄντρας σέ γυναίκα, ἀλλά μποροῦσε ἐπίσης νά τό πεῖ γυναίκα σέ ἄντρα. «Τήν ἀγάπη σου μή μαρτυρᾶς / ὑπάρχει ἀνείπωτη ἀγάπη»: συμβουλή ἐξίσου δόλια καί γιά νεαρή γυναίκα καί γιά νεαρό ἄντρα. Ἐγώ συνέχισα ἀκάθεκτη, δίχως νά μέ προβληματίζει καμιά αἴσθηση διαφορᾶς ἤ διαχωρισμοῦ• κι ἄν ὁ ποιητής ἦταν ἀπόκληρος, ἤμουν κι ἐγώ• ἄν ὁ ποιητής θρηνοῦσε τό Φέρν Χίλ, εἶχα κι ἐγώ ἕνα σπίτι πού τό θρηνοῦσα καί τό εἶχα χάσει• ἄν ὁ Ὦντεν ἔγραφε γιά τήν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα, ὁ Ὅμηρος ἦταν δικός μου ὅσο καί δικός του. Ἴσως πίσω ἀπό τήν οἰκειοθελή ἐγκατάστασή μου σέ κάθε ποιητικό «ἐγώ» νά κρυβόταν ἡ ἐξάσκηση πού εἶχα κάνει στό γυμνάσιο στήν ἀντιφωνική ἐκτέλεση τῶν Ψαλμῶν: «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε• Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου». Στή χορωδία ἔπρεπε νά κάνουμε αὐτά τά λόγια δικά μας, ὅπως τά ἔχουν κάνει γενιές καί γενιές Ἑβραίων, Χριστιανῶν καί ἄθεων. Καί παρότι δέν κυριολεκτοῦσα ὅταν ἔλεγα «ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας. ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου», ἤξερα ὅτι μεταφορικά ἴσχυε γιά κάθε βάσανο, μαζί καί τό δικό μου. Πατρίδα μου ἦταν ἡ μεταφορά, ὄχι ἡ μίμηση. Καθετί πού ἔλεγε τό ποίημα ἦταν μιά μεταφορά γιά κάτι ἀπό τόν ἐσωτερικό μου κόσμο, καί μάθαινα τίς μελλοντικές πιθανότητες μέσα στόν ἐσωτερικό μου κόσμο ἀπό τήν ποίηση πού μέ τόση προθυμία διάβαζα.
Τά λυρικά ποιήματα, ἀπό τούς Ψαλμούς ὥς τήν Ἔρημη χώρα φάνταζαν, στά δεκαεφτά μου, σάν φωνή τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Αὐτό θαρρῶ ἐννοεῖ ἡ Τζόρι Γκρέιαμ δίνοντας σέ ἕνα ἀπό τά ποιήματά της τόν τίτλο «Λέει ἡ ψυχή», τίτλο πού δανείστηκα γι’ αὐτή τή συλλογή δοκιμίων περί λυρικῆς ποίησης. Στή λυρική ποίηση, ἡ φωνή γίνεται ἀφηρημένη. Ἴσως σοῦ πεῖ κάτι συγκεκριμένο γιά τόν ἑαυτό της – ὅτι εἶναι μαύρη, ἤ γέρικη, ἤ γυναικεία, ἤ ταγμένη στόν μοναχικό βίο. Ἀλλά συνήθως δέν θά σοῦ πεῖ, ἄν εἶναι μαύρη, ὅτι γεννήθηκε στήν Ἀτλάντα ἀντί γιά τή Βοστώνη• ἤ, ἄν εἶναι γέρικη, πόσο γέρικη εἶναι• ἤ, ἄν εἶναι γυναικεία, ἄν εἶναι παντρεμένη• ἤ, ἄν εἶναι ταγμένη, πότε ἐνδύθηκε τό σχῆμα. Δηλαδή ὅλα αὐτά πού κανονικά μαθαίνει κανείς γιά μιά φωνή σέ ἕνα μυθιστόρημα, δέν τά ξέρει γιά τή φωνή ἑνός ποιήματος. Ὅσα ξέρει ὁ ἀναγνώστης, ἄν ὁρίζονται κοινωνικά, εἶναι ἐξαιρετικά περιορισμένα. (Ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα, ἀλλά ἐδῶ μέ ἀπασχολεῖ ὁ κανόνας.)
Ποιά εἶναι ἡ χρήση τῆς ἀφαίρεσης στό λυρικό ποίημα; Καί γιατί τά περισσότερα ποιήματα εἶναι ἀφηρημένα; Καί τί γίνεται μέ τό μερικῶς κοινωνικά προσδιορισμένο ποίημα – μέ ἕνα ποίημα πού καταλήγει, λόγου χάρη, μέ τή φράση «Μαύρη σάν ἐμένα», ὅπως ἕνα ἀπό τά ποιήματα τοῦ Χιούζ; Κάνει νά τό ἀκολουθήσουν τά δικά μου πόδια, ἤ μόνο ἕνας μαῦρος ἀναγνώστης μπορεῖ νά διαβεῖ τό μονοπάτι του; Κι ὅταν ἐμφανίζεται ἡ ἐξαίρεση, ἕνα ποίημα γεμάτο μυθιστορηματικές λεπτομέρειες ὅπως τό «Καντίς» τοῦ Γκίνσμπεργκ, πῶς μένει πιστό στό λυρικό σκοπό του; Τί ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον ὑπάρχει στήν ἀποβολή τῶν περισσότερων, ἤ ὅλων, τῶν λεπτομερειῶν μέ τίς ὁποῖες ζεῖ κανείς ἀναγκαστικά; Τί εἶναι αὐτό πού κερδίζεται, καί τί χάνεται, ὅταν ἕνας ποιητής –πλέον ἀνώνυμος, ἄγνωστος, χαμένος– γράφει, «Ἄνεμε δυτικέ, πότε θά φυσήξεις / γιά νά βρέξει ἡ βροχούλα; / Χριστέ, νά ‘χα τήν ἀγάπη μου στήν ἀγκαλιά μου / κι ἐγώ νά ἤμουν ξανά στό κρεβάτι μου!».
Ὅταν ψάχνουμε νά βροῦμε ἀνάλογα ἔργα στίς ἄλλες τέχνες, ἴσως μιλήσουμε γιά τό σκίτσο, τό λίντ, τό σόλο στό χορό. Τί εἶναι αὐτά σέ σχέση μέ τήν ἐλαιογραφία, τήν ὄπερα, τό corps de ballet; Ἡ ἀρχική γοητεία τους εἶναι ὁ φαινομενικός αὐθορμητισμός τους• κανείς δέν μπορεῖ νά προσποιηθεῖ ὅτι ἡ Μόνα Λίζα ζωγραφίστηκε στό πόδι ἤ ὅτι ἡ Αΐντα τραγουδήθηκε ἐκ τοῦ προχείρου. Τό λυρικό ποίημα, ὅμως, ἔχει τό παρουσιαστικό τῆς αὐθόρμητης φράσης, τῆς ἄμεσης ντομπροσύνης: «Σάν βλέπω τίς σημύδες νά γέρνουν πέρα-δῶθε, / μ’ ἀρέσει νά νομίζω ὅτι τίς κουνάει ἕνα παιδί». Καί ἔχει τό ὕφος τῆς συνάντησης, τοῦ γυμνοῦ συμβάντος: «Ἀφοῦ δέν γίνεται ἀλλιῶς, ἔλα, ἄς φιληθοῦμε κι ἄς χωρίσουμε». Καί μπορεῖ νά συμβεῖ, ἤ δείχνει νά συμβαίνει, καθώς ὁ ποιητής, σαστισμένος ἀπό ἕνα θάνατο, πρέπει, ὅπως λέει στή δάφνη, «νά τρίψω τά φύλλα σου πρίν μεστώσουν». Ἐνῶ ὁ ρυθμός τῆς πεζογραφίας ἔχει μεγάλες ἀνάσες καί εἶναι ἀποφασιστικός σέ αὐτό πού ἐπιδιώκει, ὁ ρυθμός τοῦ ποιήματος εἶναι ἰδιότροπος, διστακτικός ἀκόμα ἀκόμα, μά πάντοτε ἔντονος καί ἐκπληκτικός: «Πᾶμε λοιπόν, ἐσύ κι ἐγώ, / Καθώς τό δειλινό ἁπλώνει στόν οὐρανό / Σά ναρκωμένος ἀσθενής στό τραπέζι».
Αὐθορμητισμός, ἔνταση, λεπτομέρεια• ἕνα ξαφνικό στιγμιότυπο ταραχῆς, ἀφύπνισης, πόνου• ἕνας ἐπιτακτικός καί δελεαστικός ρυθμός• αὐτά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ στίχου, ἀλλά ὑπάρχει ἄλλο ἕνα, ἀκόμα πιό χαρακτηριστικό, κι αὐτό εἶναι ἡ σύμπτυξη. Βλέποντας τό μέγεθος ὁρισμένων λυρικῶν ποιημάτων (ἀπό τό «Ἐπιθαλάμιον» καί ἔπειτα), ὁ ἰσχυρισμός φαντάζει ἀμφίβολος• ἀλλά μόλις ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ μία μέρα τήν ὁποία καλύπτει ὁ Σπένσερ στό γαμήλιο ποίημά του ἀντιστοιχεῖ στή μία μέρα πού καλύπτει ὁ Τζόυς στόν Ὀδυσσέα, ἡ λακωνικότητα τοῦ λυρικοῦ ποιήματος (ἰδιαίτερα ἀπό ἕναν ποιητή ἐπιρρεπή στήν ἀπεραντολογία σάν τόν Σπένσερ) εἶναι ἐντυπωσιακότατη.
Τί σχέση ἔχει ἡ σύμπτυξη μέ τήν ἀφαίρεση στήν ὁποία ἡ Τζόρι Γκρέιαμ δίνει τό ὄνομα «ψυχή», σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν πιό κοινωνικά προσδιορισμένη ἀνθρώπινη μονάδα πού στίς μέρες μας ἀποκαλοῦμε κανονικά «ἑαυτό»; Ἄν ἡ κανονική ἑστία τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι τό μυθιστόρημα, τό ὁποῖο ἰδανικά ἐπιτρέπει σέ πολλές πτυχές τοῦ ἑαυτοῦ, μέ πολλές μορφές, νά ἐπεκταθοῦν καί νά ἐνσαρκωθοῦν, τότε ἡ κανονική ἑστία τῆς «ψυχῆς» εἶναι τό ποίημα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα σύνολο ἀντικρουόμενων παθῶν ἀνεξάρτητων ἀπό τό χῶρο καί τό χρόνο. Θεωρεῖται γενικά ὅτι ἡ λυρική ποίηση εἶναι τό εἶδος τοῦ «ἐδῶ» καί «τώρα», καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτοί οἱ δεῖκτες κυριαρχοῦν στή λυρική στιγμή. Ἀλλά στό μέτρο πού τό τυπικό λυρικό ποίημα ὑπάρχει μόνο στό ἐδῶ καί τό τώρα, δέν ὑπάρχει πουθενά, ἀφοῦ ἡ ζωή ὅπως βιώνεται περιβάλλεται πάντοτε ἀπό ἕνα ἐκεῖ καί τότε. Οἱ ἑαυτοί κουβαλοῦν ἱστορία: οἱ ψυχές εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπό τό χρόνο καί τό χῶρο. «Δοκίμασα τό καθετί», λέει ὁ Ἄσμπερυ• «λίγα μόνο ἦταν ἀθάνατα καί ἐλεύθερα». Τό λυρικό ποίημα εἶναι μιά χειρονομία ἀθανασίας καί ἐλευθερίας• τό μυθιστόρημα εἶναι ἡ χειρονομία τοῦ ἱστορικοῦ καί τοῦ χωρικοῦ.
Οἱ ἀναγνῶστες διαβάζουν μέ σύστημα. Ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἱστορία διαβάζουν λογοτεχνία πού μιμεῖται τήν κοινωνία γιά νά παίρνουν πληροφορίες: Τί μποροῦμε νά μάθουμε ἀπό τά μυθιστορήματα τοῦ Ντίκενς γιά τίς ἀντιλήψεις περί ἐγκληματικότητας στήν Ἀγγλία τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα; Ὅσον ἀφορᾶ αὐτούς τούς ἀναγνῶστες, κανένα λυρικό ποίημα δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει πιό πλούσια πηγή ἀπό ἕνα μυθιστόρημα. Ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τήν ψυχολογία διαβάζουν τή λογοτεχνία ὡς πηγή πολιτιστικά κωδικοποιημένου λόγου περί παθῶν• σέ αὐτούς τούς ἀναγνῶστες τό μυθιστόρημα προσφέρει πληθώρα χαρακτήρων πού ἀλληλεπιδροῦν μέ ἰσχυρά κίνητρα, παρακινημένοι ἀπό διάφορα ἐνδιαφέροντα καί συναισθήματα. Συγκριτικά τό λυρικό ποίημα φαίνεται φτωχό, ἀφοῦ οὔτε ἔχει ἰδιαίτερη πλοκή οὔτε σημαντικό ἀριθμό δραματικῶν προσώπων.
Μάλιστα ἀπό αὐτή τήν ἄποψη τό λυρικό ποίημα ἔχει δεχτεῖ πολλές κριτικές. Ὅσοι γράφουν σονέτα κατακρίνονται ἐπειδή δέν δίνουν φωνή στό θηλυκό ἀντικείμενο τοῦ πόθου τους• καί γιά τό ὅτι ἡ Ἑλίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ δέν εἶναι διατεθειμένη περισσότερο ἀπό τόν Πετράρχη νά ἀφήσει τόν ἀγαπημένο της νά πεῖ μιά λέξη, λένε πώς γιά τήν «ἀπώθηση τοῦ ἄλλου» φταίει τό κακό παράδειγμα πού τῆς ἔχουν δώσει οἱ ἄντρες προκάτοχοί της. Ἀκόμα καί ὁ Μπαχτίν, πού ἦταν ὀξύνους καί εὐρύνους, θεωροῦσε ὅτι ἡ λυρική ποίηση ἦταν μονόλογος καί ὡς ἐκ τούτου (μέ δεδομένη τήν προτίμησή του στό διαλογικό καί τό ἑτερογλωσσικό) ἀπογοητευτικό εἶδος. Τέτοιες ἐπικρίσεις πηγάζουν ἀπό μιά βασική παρανόηση τοῦ λυρικοῦ ποιήματος. Ὅταν μιλάει ἡ ψυχή, μιλάει μέ πολλές φωνές (ὅπως γνώριζαν οἱ συγγραφεῖς τῶν ψυχομαχιῶν). Ὅμως οἱ φωνές στό λυρικό ποίημα δέν ἀντιπροσωπεύονται ἀπό δραματικούς χαρακτῆρες ὅπως στό μυθιστόρημα ἤ στό θέατρο, ἀλλά ἀπό τήν ἐναλλαγή τοῦ ὕφους, τούς ἀντιθετικούς ρυθμούς καί τήν ποικιλία στόν τόνο. Δέν ὑπάρχει σύνθετο λυρικό ποίημα πού νά μήν περιέχει σωρεία δυνάμεων, ὅπως δέν ὑπάρχει σονάτα τοῦ Μότσαρτ –παρότι βγαίνει ἀπό μόνο ἕνα ὄργανο– πού νά μήν περιέχει διάφορες μορφές ἐπικλήσεων καί ἀποκρίσεων σέ διάφορες συναισθηματικές τονικότητες. Ἡ «πλοκή» τοῦ λυρικοῦ ποιήματος μοιάζει μέ τῆς σονάτας: «Σάμπως φανάρι μαγικό νά πρόβαλλε τό σχῆμα του πάνω σέ μιάν ὀθόνη» (Προῦφροκ). Κι ἐφόσον σχεδόν κάθε λέξη στή λυρική γλώσσα ἔχει μακρά ἱστορία, κάθε λέξη ἐμφανίζεται ὡς «χαρακτήρας», μεστός ἀπό κίνητρα, ἐπιθυμία καί νόημα. Ὅταν αὐτοί οἱ «χαρακτῆρες» ὑποβάλλονται στήν ἑνωτική δύναμη τῆς σύνταξης, τοῦ ἤχου καί τοῦ μέτρου, ὑπόκεινται σέ αὐτό πού στά μυθιστορήματα καί τά θεατρικά ἔργα ἀποκαλοῦμε «μοίρα». Τό «πεπρωμένο» τῶν λέξεων σέ ἕνα λυρικό ποίημα πρέπει νά εἶναι ἐξίσου πολυσύνθετο μέ τά πεπρωμένα τῶν ἀνθρώπων στή ζωή, εἰδάλλως τό ποίημα δέν θά εἶναι, μέ τόν τρόπο του, ἀντάξιο τοῦ ριζικοῦ πού ἀναλαμβάνει νά ἀντιπροσωπεύσει, τῆς ζωῆς πού διάγει ἡ ψυχή ὅταν εἶναι παρούσα στόν ἑαυτό της καί μόνη της μέ τά πάθη της.
Τά μέτρα ἔχουν ἱστορική σημασία, τό ἴδιο καί οἱ φόρμες τῆς στροφῆς• τά εἴδη ἔχουν ἱστορική σημασία, τό ἴδιο καί τά πρόσωπα. Οἱ ἱκανοποιήσεις πού προσφέρει τό λυρικό ποίημα σέ ὅσους εἶναι προσηλωμένοι σέ αὐτό τό εἶδος ἀποκάλυψης τῆς ἐσωτερικῆς συναισθηματικῆς ζωῆς εἶναι ἐξίσου πλούσιες μέ τίς ἱκανοποιήσεις πού προσφέρουν τά μυθιστορήματα καί τά θεατρικά ἔργα σέ ὅσους εἶναι προσηλωμένοι στά εἴδη πού ἀποκαλύπτουν τή ζωή στήν κοινωνία. Ἡ ἀλληλεπίδραση τῆς «ψυχῆς» καί τοῦ «ἑαυτοῦ» μέσα στό ἄτομο εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα θέματα τοῦ λυρικοῦ ποιήματος ὅποτε ἀποφασίζει νά κοιτάξει πρός τά ἔξω ἀντί γιά πρός τά μέσα: αὐτό κάνουν ποιητές ὅπως ὁ Γέητς καί ὁ Γκίνσμπεργκ. Λύνουν διαφορετικά τό πρόβλημα: ὁ Γέητς ἐξαναγκάζει τά ἀπόκρυφα ἱστορικά συστήματά του νά νοιαστοῦν γιά τή μοίρα μιᾶς καί μόνο ψυχῆς• ὁ Γκίνσμπεργκ ἐναλλάσσει τήν ὀδυνηρή κοινωνική λεπτομέρεια μέ τόν μεταρσιωμένο στοχασμό. Ὅμως ἀκόμα καί τέτοιοι «κοινωνικοί» ποιητές δέν παρεκκλίνουν ἀπό τόν κανόνα τῆς ἀφαίρεσης, ὁπότε ὁ Γκίνσμπεργκ μπορεῖ νά ἀναρωτηθεῖ, γνωρίζοντας ὅτι δέν γράφει μυθιστόρημα γιά τή ζωή τῆς μητέρας του «Ὦ μάνα τί παρέλειψα / Ὦ μάνα τί ξέχασα». Ὁ στίχος εἶναι ἐνδεικτικός, ὄχι ἐξαντλητικός• ἀναφέρει, καί ὁ ἀναγνώστης θά ἀναπτύξει τήν ἀναφορά σέ ὁλόκληρο τό φάσμα τῆς ἐμπειρίας, δείκτης τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀναφορά.
Οἱ ἀρετές τοῦ λυρικοῦ ποιήματος – ἡ ἀκραία συμπύκνωση, ὁ φαινομενικός αὐθορμητισμός, ὁ ἔντονος καί ἐκφραστικός ρυθμός, ἡ στερεοποίηση τοῦ νοήματος ἀπό τόν ἦχο, μιά δομή πού ὑποδύεται τήν ἀναπαριστώμενη ἐμπειρία, μιά ἀφαίρεση ἀπό τήν ἑτερογένεια τῆς ζωῆς, τό δυναμικό παιχνίδισμα τοῦ σημειωτικοῦ καί τοῦ ρυθμικοῦ «πεπρωμένου» –ὅλα αὐτά καλοῦνται νά δώσουν φωνή στήν «ψυχή»– ὁ ἑαυτός ὅταν εἶναι μόνος του μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν τά κοινωνικά κατασκευασμένα χαρακτηριστικά του (ἡ φυλή, ἡ τάξη, τό χρῶμα, τό γένος, ἡ σεξουαλικότητα) βρίσκονται σέ ἀναστολή. Τά βιολογικά χαρακτηριστικά («μαύρη σάν ἐμένα») φυσικά ὑπάρχουν, ἀλλά μέσα στό ποίημα μποροῦν νά κατασκευαστοῦν ἐκ νέου σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν κοινωνικά κατασκευασμένη φόρμα τους, πραγματοποιώντας μία ἀπό τίς πλέον εὔθυμες διακηρύξεις τοῦ ποιήματος: «Ἐγώ εἶμαι ἐγώ, εἶμαι ἐγώ: / Ὅλη ἡ πλάση ριγεῖ / ἀπ’ αὐτή τή γλυκιά κραυγή» (Γέητς).
Οἱ ποιητές γιά τούς ὁποίους ἔχω γράψει στά δοκίμια πού περιλαμβάνονται σέ αὐτό τόν τόμο εἶναι ποιητές πού θαυμάζω. Γιά τό ἀνόητο ποίημα δέν ὑπάρχει τίποτα νά πεῖς πέρα ἀπό τό νά ἀπαριθμήσεις τίς ἐλλείψεις του – «Αὐτό τό ποίημα δέν ἔχει ἐνέργεια• βασίζεται σέ κλισέ καί δέν ἔχει πρωτότυπη φρασεολογία• δέν ἔχει συναρπαστική ἀφορμή• δέν ἔχει ἀντοχή τάνυσης οὔτε σύμπτυξη• αὐτό τό ποίημα δέν ἔχει ὑποστηρικτική δομή». Γιά τόν κριτικό δέν ἔχει ἐνδιαφέρον νά συντάξει ἕναν κατάλογο ἐλλείψεων. Σέ ὅλους τούς ποιητές μέ τούς ὁποίους ἀσχολοῦμαι ὑπάρχει παρουσία καί ὄχι ἀπουσία, δύναμη καί ὄχι ἀδυναμία, πρωτοτυπία καί ὄχι μίμηση, μόχθος καί ὄχι προχειρότητα, τόλμη καί ὄχι ἀτολμία, ἰδιομορφία καί ὄχι κοινοτοπία. Σέ σχεδόν ὅλες τίς περιπτώσεις μπορεῖ κανείς νά πεῖ «Αὐτό εἶναι Μπιντάρ» ἤ «Γκάρυ Σνάυντερ, φυσικά», ἤ «Γκρέιαμ, ὁπωσδήποτε», ἤ «Χῆνυ, ναί». Θέλω νά πῶ ὅτι δέν θά μποροῦσε κανείς νά μπερδέψει τόν Σνάιντερ μέ τήν Ντάβ, ἤ τήν Κλάμπιτ μέ τόν Χῆνυ, ἤ τήν Γκλύκ μέ τήν Γκρέιαμ, ἤ τόν Γκόλντμπαρθ μέ τόν Γκίνσμπεργκ. Ὁ καθένας ἔχει ἀφήσει τό στίγμα του στή γλώσσα, ἔχει ἀνακαλύψει ἕνα ὕφος. Σέ αὐτό –στό ἀκαταμάχητο αἰσθητικό στίγμα τοῦ καθενός– ἀνταποκρίνομαι καθώς διαβάζω, αὐτό θέλω νά κατανοήσω καί νά περιγράψω.
Ὅταν μοῦ ζητήθηκε νά γράψω μιά αὐτοπροσωπογραφία γιά τό Antaeus ὑπό τή ρουμπρίκα «Τό ἐγώ τῆς γραφῆς», ἔπρεπε νά σκεφτῶ τόν ἑαυτό μου κατά τή διάρκεια τοῦ εἴδους τῆς συγγραφῆς μέ τήν ὁποία ἀσχολοῦμαι – μιά γραφή πού ἀντλεῖ τήν καταγωγή της ἀπό ἕνα προγενέστερο γραπτό κείμενο, πού ἀρχικά τό ψηλαφίζω στά τυφλά καί στά βουβά καί βαθμιαῖα τό γνωρίζω καί τό κατανοῶ μέ σχετική ἀκρίβεια. Αὐτό ἔγραψα στήν αὐτοπροσωπογραφία μου ὡς συγγραφέα: «Ὄχι ἐγώ, ὄχι ἐγώ, ἀλλά ὁ ἄνεμος πού μέ διαπερνᾶ». Ὅταν γράφω εἶμαι κουφή καί τυφλή• ἔπειτα, ξαφνικά, ξυπνάω ἀπό τό ραδιόφωνο καί βλέπω πώς ἔξω ἔχει στρώσει χιόνι. Σωματικά δέν κοιμᾶμαι, διανοητικά δέν κοιμᾶμαι, ἀλλά οἱ αἰσθήσεις μου κοιμοῦνται καί εἶμαι ξύπνια κάπου μακριά, σέ μιά ἑτερότητα. Τή νιώθω στό χέρι μου καθώς γράφει τίς λέξεις – στόν μπρούντζινο διάκοσμο, μιά σκοτεινιά πολύ μεγάλη, ἔτσι πρωτοβρῆκε τρόπο ἡ δύναμη. Τό χέρι δέν εἶναι γυναικεῖο, τό χέρι δέν εἶναι ἀντρικό• ἡ οὐράνια διέγερσή του κινεῖται σέ ἕναν ὑπερχῶρο πού δέν βρίσκεται οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ, οὔτε κάποτε οὔτε τώρα. Τό ἄχρονο χέρι κινεῖται σέ ἕνα χῶρο ὅπου ἡ ἀνάμνηση δέν μπορεῖ νά ἀνασυρθεῖ γιατί ἀποτελεῖ μέρος μιᾶς πολλαπλότητας ἀδιαίρετης στό χρόνο. Τό χέρι δέν ἔχει βιογραφία καί ἰδέες• ἀκολουθεῖ μιά καμπύλη εὔπλαστη κάτω ἀπό τό ἄγγιγμά του. Τό μπράιγ τῶν λόγων τοῦ ποιητῆ χαϊδεύει τά ἀκροδάχτυλά μου καί περνάει ἀπό μέσα τους στή δική μου διαφορετική καλλιγραφία. Ἡ καλλιγραφία ἀποκαλύπτει λιγότερα ἀπό ὅσα νιώθουν τά δάχτυλα• ἡ μεγαλοπρεπής ἀπελπισία χάνει τή σκοτεινή γοητεία της καθώς τό χέρι τήν κυνηγᾶ σκουντουφλώντας. Ἀλλά τό χέρι λατρεύει τήν καμπύλη, ἀρέσκεται νά ἀκολουθεῖ κρυμμένα χαρακτηριστικά, νά τά μεταφράζει σέ γλώσσα. Εἶναι ἡ γλώσσα ὑπογεγραμμένη; Μοναχά ἀνώνυμα ἀπό τόν αἰώνα καί τή χώρα προέλευσης, καί ἐπηρεάζει ἀθέατα τήν καμπύλη πού ψηλάφισε. Τό χέρι εἶναι ἀνώνυμο, δικό μου καί ὄχι δικό μου, ἀκόμα κι ἄν αὐτό πού ἔχει γραφτεῖ ὑπογράφεται μέ τό ὄνομά μου.
Τό ἀπόσπασμα, ὅπως βλέπω τώρα, εἶναι γραμμένο στή σφαίρα τοῦ λυρικοῦ ποιήματος ὅπου εἶμαι ἐξίσου ἀνώνυμη μέ τόν ποιητή τοῦ «Δυτικοῦ ἀνέμου», παρότι βρίσκομαι μέσα στόν αἰώνα μου ὅπως ἐκεῖνος βρίσκεται μέσα στόν δικό του. Προσωπικά, αὐτό πού λέει ἡ ψυχή μοῦ φαίνεται πειστικό καί ὁ ἑαυτός μοιάζει μέ ἀπρόοπτη τυχαιότητα πού βρίσκεται πάντοτε σέ ἔνταση μέ τήν ψυχή. Ὁ Γέητς ἀντέστρεψε τούς ὅρους καί ἔκανε τόν «ἑαυτό» ἀφαίρεση τῆς ἐνσώματης φωνῆς, ἐνῶ ἡ «ψυχή» ἦταν ἡ ἀφαίρεση τῆς ἀσώματης φωνῆς. Αὐτοί οἱ ὅροι ὁρίζονται κατά βούληση• ὁ «ἑαυτός» τοῦ Γέητς εἶναι αὐτό πού ἡ Τζόρι Γκρέιαμ ἀποκαλεῖ «ψυχή». Τό καθένα εἶναι ἡ ἀφηρημένη φωνή τοῦ ἀκέραιου ἀτόμου, ψυχῆς καί σώματος, διαρρηγμένου ἀπό τά συναισθήματα πού ρέουν συνεχῶς ἀπό τίς αἰσθήσεις στά πάθη καί πασχίζουν νά ποῦν αὐτό πού οἱ λέξεις, ὅταν συντάσσονται, μποροῦν νά ποῦν καθώς τό βίωμα τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου διατυπώνεται καί διατίθεται στούς ἄλλους. Μέσα ἀπό τέτοιους ποιητές συλλογίζομαι ὅτι οἱ ἑπόμενοι αἰῶνες θά γνωρίσουν, ὅπως τό θέτει ὁ Στῆβενς, «αὐτά πού νιώσαμε γιά τά ὅσα εἴδαμε».