ΠΟΙΗΤΙΚΗ Τεύχος έκτο (επιλογές)

ΠΟΙΗΣΗ

Μαρίνα Τσβετάγεβα

Ἀυπνία

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΒΟΥΤΣΑΣ

1
Τύλιξε τά μάτια μου μέ δαχτυλίδι
σκιερό – ἡ ἀυπνία.
Ἔπλεξε ὁλόγυρα στά μάτια μου ἡ ἀυπνία
στεφάνι σκιᾶς.

Καλά νά πάθεις! Τίς νύχτες
Μήν προσεύχεσαι – στά εἴδωλα!
τό μυστικό σου ἀποκάλυψα,
εἰδωλολάτρισσα.

Δέν σοῦ ἀρκεῖ ἡ μέρα,
τοῦ ἥλιου ἡ φωτιά!

Τό ζευγάρι τῶν δαχτυλιδιῶν μου
νά φορᾶς, ὠχροπρόσωπη!
Φώναξες – καί προκάλεσες
στεφάνι σκιᾶς.

Λίγο – μέ – φώναζες;
Κοιμόσουν – ἀρκετά – μαζί μου;

Θά πλαγιάσεις, μ’ ἀνάλαφρο πρόσωπο.
Οἱ ἄνθρωποι θά σέ προσκυνήσουν.
Κι ἐγώ θά σέ διαβάζω,
ἀγρυπνούλα μου:

– Κοιμήσου, γαληνεμένη,
κοιμήσου, τιμημένη,
κοιμήσου, στεφανωμένη,
γυναίκα.

Θά – σοῦ – τραγουδήσω
γιά νά – κοιμηθεῖς – ἀνάλαφρα:

– Κοιμήσου, φιλεναδίτσα
ἀσίγαστη,
κοιμήσου, μαργαριταράκι,
κοιμήσου, ἄυπνη.

Καί σέ ποιόν δέν γράφαμε γράμματα,
καί σέ ποιόν μαζί σου δέν ὁρκιζόμασταν…
Κοιμήσου.

Καί νά πού χώρισαν
οἱ ἀχώριστοι.
Καί νά πού ἀφέθηκαν ἀπό τά χέρια
τά χεράκια σου.
Νά πού ἔπαψες νά βασανίζεσαι
μάρτυς ἀγαπημένη.

Ὁ ὕπνος – εἶναι ἅγιος.
Ὅλοι – κοιμοῦνται.
Τό στεφάνι – ἀφαιρέθηκε.
8 Ἀπριλίου 1916

2
Μ’ ἀρέσει χέρια
νά φιλῶ, καί μ’ ἀρέσει
νά μοιράζω ὀνόματα,
κι ἀκόμα – ν’ ἀνοίγω
πόρτες!
– Διάπλατα – στή σκοτεινή νύχτα!

Σφίγγοντας τό κεφάλι,
ν’ ἀκούω, πῶς ἕνα βῆμα βαρύ
κάπου γίνεται ἀνάλαφρο,
πῶς ὁ ἀέρας λικνίζει
τό νυσταλέο, ἄυπνο
δάσος.

Ἄχ, νύχτα!
Κάπου τρέχουν πηγές,
νυστάζω.
Σχεδόν κοιμᾶμαι.
Κάπου στή νύχτα
ἕνας ἄνθρωπος βυθίζεται.
27 Μαΐου 1916

3
Στήν ἀπέραντη πόλη μου – νύχτα.
Ἀπό τό ὑπναλέο σπίτι βγαίνω – ἔξω.
Κι οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται: γυναίκα, κόρη, –
ἐνῶ ἐγώ συγκράτησα μόνον αὐτό: νύχτα.

Τοῦ Ἰουλίου ὁ ἄνεμος στροβιλίζει γιά μένα – τό δρόμο,
καί κάπου στό παράθυρο μουσική – μόλις πού ἀκούγεται.
Ἄχ, ἀπόψε ὁ ἄνεμος ὥς τήν αὐγή – θά πνέει
μέσα ἀπ’ τά λεπτά τοιχώματα τοῦ στήθους – στό στῆθος.

Ὑπάρχει μιά λεύκα μαύρη, καί στό παράθυρο – φῶς,
ἕνα κουδούνισμα στόν πύργο, καί στό χέρι – λουλούδι,
καί νά τό βῆμα αὐτό – πού κανέναν – δέν ἀκολουθεῖ,
καί τούτη ἡ σκιά, ὅμως ἐγώ – πουθενά.

Τά φῶτα – νήματα ἀπό χάντρες χρυσές,
στό στόμα μου τοῦ νυχτερινοῦ φύλλου – ἡ γεύση.
Ἐλευθερῶστε με ἀπ’ τά δεσμά τῆς μέρας,
φίλοι, καταλάβετε, βρίσκομαι μόνο στ’ ὄνειρο γιά σᾶς.
17 Ἰουλίου 1916
Μόσχα

4
Μετά ἀπό μιά νύχτα ἀυπνίας τό σῶμα ἐξασθενεῖ,
γίνεται ἀγαπητό μά ὄχι δικό μου – κανενός.
Στίς βραδυκίνητες φλέβες πονοῦν ἀκόμα τά βέλη –
καί χαμογελᾶς στούς ἀνθρώπους, σάν σεραφείμ.

Μετά ἀπό μιά νύχτα ἀυπνίας ἐξασθενοῦν τά χέρια
καί γίνεται ἐντελῶς ἀδιάφορος κι ὁ φίλος κι ὁ ἐχθρός.
Σέ κάθε τυχαῖο ἦχο – ὁλόκληρο οὐράνιο τόξο,
καί μές στό ψύχος ξαφνικά μυρίζει Φλωρεντία.

Ἁπαλά φωτίζονται τά χείλη, κι ἡ σκιά πιό χρυσή
δίπλα στά μάτια πού βούλιαξαν. Εἶναι ἡ νύχτα πού ἄναψε
τή φωτεινότατη τούτη μορφή, – κι ἀπό τή σκοτεινή νύχτα
μόνο ἕνα πράγμα σκοτεινιάζει σ’ ἐμᾶς – τά μάτια μας.
19 Ἰουλίου 1916

5
Τώρα εἶμαι ἐπισκέπτης οὐράνιος
στή χώρα σου.
Ἔβλεπα τήν ἀυπνία τοῦ δάσους
καί τῶν ἀγρῶν τόν ὕπνο.

Κάπου στή νύχτα πέταλα ἀλόγων
τίναζαν τό χορτάρι.
Ἡ ἀγελάδα βαριανάσανε
στόν ὑπναλέο στάβλο.

Θά σοῦ ἀφηγηθῶ μέ θλίψη,
μέ ὅλη μου τήν τρυφερότητα,
γιά τή χήνα-φύλακα
καί τίς χῆνες πού κοιμοῦνται.

Τά χέρια βυθίζονταν στοῦ σκύλου τό τρίχωμα,
ὁ σκύλος ἦταν – γκρίζος.
Ἔπειτα, γύρω στίς ἕξι,
ἄρχισε νά χαράζει.
20 Ἰουλίου 1916

6
Ἀπόψε εἶμαι μόνη μέσα στή νύχτα –
ἄυπνη, ἀνέστια καλόγρια! –
Ἀπόψε ἔχω τά κλειδιά
ἀπό τίς πύλες ὅλες τῆς μοναδικῆς πρωτεύουσας!

Ἡ ἀυπνία μ’ ἔσπρωξε στό δρόμο.
– Ὦ, πόσο θαυμάσιο εἶσαι, θαμπό μου Κρεμλίνο! –
Ἀπόψε φιλῶ στό στῆθος
ὅλη τή στρογγυλή μαχόμενη γῆ!

Δέν ἀνασηκώνεται τό τρίχωμα – ἀλλά ἡ γούνα,
κι ὁ πνιγηρός ἀέρας πνέει κατευθείαν στήν ψυχή.
Ἀπόψε τή νύχτα λυπᾶμαι ὅλους αὐτούς –
πού τούς φιλοῦν καί τούς λυποῦνται.
1 Αὐγούστου 1916

7
Τρυφερά τρυφερά καί λεπτούτσικα
κάτι σφύριξε μέσα στό πεῦκο.
Εἶδα τότε στόν ὕπνο μου
ἕνα μαυρομάτικο μωρό.

Ἔτσι σέ πευκάκι κόκκινο
στάζει τό καυτό ρετσίνι.
Ἔτσι στήν ὑπέροχη νύχτα μου
πηγαινοέρχεται στήν καρδιά μου τό πριόνι.
8 Αὐγούστου 1916

8
Μαύρη, σάν τήν κόρη τοῦ ματιοῦ, σάν τήν κόρη, πού ἀπομυζᾶ
τό φῶς – σ’ ἀγαπῶ, νύχτα τῆς ὀξυδέρκειας.

Δῶσ’ μου φωνή νά σέ ὑμνήσω, ὦ προμήτωρ
τῶν τραγουδιῶν. Στάς χείρας σου κρατᾶς
τό χαλινάρι τῶν τεσσάρων ἀνέμων.

Φωνάζοντάς σε, ὑμνολογώντας σε, εἶμαι μόνο
τό κοχύλι, ὅπου ἠχεῖ ἀκόμα ὁ ἀσίγαστος ὠκεανός.

Νύχτα! Χόρτασα νά κοιτάζω τίς κόρες τῶν ματιῶν τοῦ ἀνθρώπου!
Ἀποτέφρωσέ με, μαῦρε ἥλιε – νύχτα!
9 Αὐγούστου 1916

9
Ποιός κοιμᾶται τίς νύχτες; Κανείς δέν κοιμᾶται!
Τό μωρό στήν κούνια του τσιρίζει,
ὁ γέρος ἀσχολεῖται μέ τό θάνατό του,
ὅποιος εἶναι νέος – μιλᾶ μέ τήν ἀγαπημένη του,
στά χείλη της ἀναπνέει, στά μάτια τήν κοιτάζει.

Ἄν ἀποκοιμηθεῖς – ξυπνώντας θά βρίσκεσαι ἄραγε πάλι ἐδῶ;
Προλαβαίνουμε, προλαβαίνουμε, προλαβαίνουμε νά κοιμηθοῦμε!
Ἐνῶ ὁ ὀξυδερκής φύλακας ἀπό σπίτι σέ σπίτι
διαβαίνει μ’ ἕνα ρόδινο φανάρι,
καί μέ μιά ψιλή βροντή πάνω ἀπό τό μαξιλάρι
βροντᾶ μιά λυσσαλέα ροκάνα:

Μήν κοιμᾶσαι! Θάρρος! Σοῦ μιλῶ μέ τό καλό!
Ἀλλιῶς – σέ περιμένει ὁ αἰώνιος ὕπνος! Ἀλλιῶς – τό αἰώνιο σπίτι!
12 Δεκεμβρίου 1916

10
Νά καί πάλι ἕνα παράθυρο,
πού καί πάλι δέν κοιμοῦνται.
Ἴσως – πίνουνε κρασί,
ἴσως – ἔτσι κάθονται.
Ἤ ἁπλῶς – τά χέρια τους
δέν μποροῦν οἱ δυό νά χωρίσουν.
Σέ κάθε σπίτι, φίλε,
ὑπάρχει ἕνα τέτοιο παράθυρο.

Εἶσαι ἡ κραυγή τῶν ἀποχωρισμῶν καί τῶν συναντήσεων –
ἐσύ, παράθυρο στή νύχτα!
Ἴσως – ἑκατό κεριά,
ἴσως – μόνο τρία…
Ποτέ τῶν ποτῶν δέν βρίσκει
τό μυαλό μου – ἡσυχία.
Ἔτσι ἔγινε ἐπίσης
καί στό σπίτι τό δικό μου.

Προσευχήσου, φιλαράκο, γιά τό ἄυπνο τό σπίτι,
γιά τό παράθυρο μέ τό φῶς!
23 Δεκεμβρίου 1916

11
Ἀυπνία! Φίλη μου!
Πάλι τό χέρι σου
μέ τό προτεταμένο κύπελλο
συναντῶ στήν ἀθόρυβη –
κουδουνιστή νύχτα.

– Δελεάσου!
Ἄγγιξε ἀνάλαφρα μέ τά χείλη σου!
Ὄχι στήν ἐπιφάνεια,
ἀλλά στό βάθος –
σέ ὁδηγῶ…
Δεῖξε στοργή μέ τά χείλη!
Περιστεράκι! Φίλη!
Ἄγγιξε ἀνάλαφρα μέ τά χείλη σου!
Δελεάσου!
Πιές!
Ἀπό τά πάθη ὅλα –
τό ἄνθος,
ἀπ’ ὅλα τά μαντάτα –
τή γαλήνη.
– Φιλενάδα! –
Καταδέξου.
Ἄνοιξε τό στόμα!
Μέ ὅλη τήν τρυφηλότητα τῶν χειλιῶν
τοῦ κυπέλλου τ’ ἀνάγλυφο χεῖλος
πάρε –
ρούφηξε,
κατάπιε:
– Νά μήν ὑπάρχεις! –
Ὦ φίλη! Μήν κρίνεις αὐστηρά!
Δελεάσου!
Πιές!
Ἀπό τά πάθη ὅλα –
εἶσαι τό πιό παθιασμένο, ἀπ’ ὅλους τούς θανάτους
ὁ πιό τρυφερός… Ἀπό τίς δύο χοῦφτες
μου – δελεάσου! – πιές!

Ὁ κόσμος ἐξαφανίστηκε. Στό πουθενά –
ἀκτές πού πλημμύρισαν…
Πιές, χελιδόνι μου! Στό βυθό
μαργαριτάρια πού ἔλιωσαν…
Πίνεις τή θάλασσα,
πίνεις τίς αὐγές.
Μέ ποιανοῦ ἐραστῆ τό ὄργιο
μπορεῖ νά συγκριθεῖ
–παιδί–
τ’ ὄργιο τό δικό μου;

Κι ἄν ρωτήσουν
γιατί, τάχα, τά μαγουλάκια σου δέν εἶναι φρέσκα, –
θά σ’ ὁρμηνέψω:
Μέ τήν ἀυπνία ὀργιάζω, πές,
μέ τήν ἀυπνία ὀργιάζω…
Μάιος 1921

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τό φαλσέτο τοῦ χρόνου

I

Κατά τή διάρκεια τῶν συχνῶν ἀεροπορικῶν μου ταξιδιῶν στό ἐξωτερικό γιά λόγους ἐργασίας, ἔχω τή συνήθεια νά παίρνω μαζί μου γιά συντροφιά ὁρισμένα ἀναγνώσματα. Τή συγκεκριμένη συντροφιά ἀποτελοῦν πάντοτε ἕνα κείμενο ὁποιασδήποτε κατηγορίας λόγου στά ρωσικά, κι ἕνα βιβλίο ποίησης, εἴτε στά ἑλληνικά εἴτε στά ἀγγλικά.
Ξεκινώντας γιά τό ταξίδι μου φροντίζω νά φτάνω νωρίς στό ἀεροδρόμιο, ἔτσι ὥστε, μέχρι τήν ἐπιβίβασή μου στό ἀεροπλάνο, νά ἔχω στή διάθεσή μου καθαρό χρόνο τουλάχιστον δύο ὡρῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό μπορῶ καί ἐξοικονομῶ πολύτιμα λεπτά ἀνάγνωσης. Ἔχω ἀνακαλύψει μάλιστα καί μιά πολύ ἥσυχη γωνιά στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, ἡ ὁποία Κύριος οἶδε γιατί δέν εἶναι ἀρεστή στούς ὑπόλοιπους ταξιδιῶτες, κι ἔτσι, σ’ αὐτή τήν ἰδιότυπη ὄαση γαλήνης, ἐν τῶ μέσω τῆς ἀέναης ἔντασης καί κινητικότητας πού χαρακτηρίζει πάντοτε τό χῶρο ἑνός ἀεροδρομίου, μπορῶ κι ἀφήνομαι ἀνενόχλητος στήν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων μου.
Ἡ ταξιδιωτική μου αὐτή συνήθεια ἔχει λάβει ἤδη, μετά ἀπό τόσον καιρό, τή μορφή ἱεροτελεστίας. Τά βιβλία πρέπει νά βρίσκονται ἐξάπαντος στίς χειραποσκευές μου, ἔστω καί ἄν ἀκόμα, σέ πολύ σπάνιες περιπτώσεις, δέν θά ἔχω τή δυνατότητα νά τά διαβάσω. Ὅλα μοιάζουν νά διαθέτουν τό στοιχεῖο τοῦ προκαθορισμοῦ: τό εἶδος τῶν βιβλίων πού παίρνω μαζί μου, τό βάρος τους, ὁ ἀριθμός τους, ὁ χρόνος ἀνάγνωσης, ὁ χῶρος ὅπου αὐτή τελεῖται, οἱ σωματικές μου κινήσεις κ.λπ. Γίνομαι ἔτσι ἕνας ἄτυπος ὀπαδός τῆς ὀργανωμένης ἐπανάληψης, ὅπως καί τῆς πίστης ὅτι οἱ ἐπαναλαμβανόμενες πρακτικές τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἀκόμα καί οἱ σωματικές κινήσεις πού προανέφερα, ὅταν γίνονται ἐμπρόθετα, προσδίδουν μιά ἄλλη διάσταση στήν πραγματικότητα. Στό πλαίσιο αὐτό, ἀκόμα καί τά ἀνόητα τραγούδια πού ἀκούγονται ἀπό τά μεγάφωνα τοῦ ἀεροδρομίου ἐκεῖνες τίς στιγμές, μοιάζουν νά ἠχοῦν διαφορετικά στ’ αὐτιά μου.
Τά δύο τελευταῖα χρόνια τά ταξίδια μου συντρόφευε ἡ ποίηση τῆς Τσβετάγεβα. Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά ἰδιαίτερη ἐντύπωση μοῦ εἶχαν προκαλέσει τά ἕντεκα ποιήματα τοῦ κύκλου «Ἀυπνία». Μαζί μου εἶχα ἕναν μικρό τόμο μέ τό ρωσικό πρωτότυπο, καθώς καί μία ἀνθολογία τῆς ποίησης τῆς Τσβετάγεβα στά ἀγγλικά, στήν ὁποία περιλαμβανόταν ἕνα μέρος ἀπό τά ποιήματα τοῦ συγκεκριμένου κύκλου.
Ἡ ἀναγνωστική πρακτική πού εἶχα καθιερώσει γιά τά ποιήματα τῆς «Ἀυπνίας», πάντοτε κατά τή διάρκεια τῆς ἀναμονῆς μου γιά τήν ἐπιβίβαση στό ἀεροπλάνο, εἶχε ὡς ἑξῆς: διάβαζα ἐναλλάξ τά ποιήματα καί στίς δύο γλῶσσες, κατόπιν συγκεντρωνόμουν γιά πολλή ὥρα ἀποκλειστικά στό ρωσικό κείμενο, ἔπειτα μόνο στό ἀγγλικό, καί στή συνέχεια ἔβαζα πλάι πλάι τά δύο κείμενα προβαίνοντας σέ ἀντιπαραβολές. Τέλος, ἔμενα ὁριστικά μέ τό ρωσικό κείμενο στά χέρια μου καί βυθιζόμουν σέ σκέψεις.
Τό πρῶτο πράγμα πού μοῦ ἐρχόταν στό νοῦ ἀμέσως μετά τήν ἀνάγνωση ἦταν ἡ καθόλου πρωτότυπη ἰδέα ὅτι ἡ μεγάλη ποίηση μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτή ἀκόμα καί μέσω μιᾶς μετάφρασης – ἀκόμα καί στήν περίπτωση πού ἡ μετάφραση αὐτή εἶναι κακή. Ἡ ἀγγλική μετάφραση βέβαια πού κρατοῦσα στά χέρια μου δέν ἦταν κακή, τό ἀντίθετο μάλιστα: τηροῦσε ὅλες τίς δόκιμες μεταφραστικές μεθόδους, παρέχοντας στόν ἀγγλόφωνο ἀναγνώστη τή δυνατότητα νά νιώσει, ἐάν φυσικά ἦταν διατεθειμένος νά ἐπιδείξει ἕνα ἐλάχιστο εὐαισθησίας, ὅτι ἔψαυε τίς σελίδες μιᾶς μεγάλης ποίησης.
Τό θέμα εἶναι ὅτι μετά τίς πρῶτες αὐτές σκέψεις μέ καταλάμβανε ἡ ἰσχυρή ἐπιθυμία, συνοδευόμενη ἀπό μιά ἐξίσου ἰσχυρή δόση χαιρεκακίας, νά οἰκτίρω τήν ἀγγλική γλώσσα γιά τήν ἀδυναμία της ν’ ἀποδώσει, σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, συγκρινόμενη μέ τήν ἑλληνική, τή μαγεία τῆς ρωσικῆς ποίησης. Βάσιζα τήν τοποθέτησή μου αὐτή σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές παρατηρήσεις ἀπό τό χῶρο τῆς γραμματικῆς. Εἶχα ἀπό καιρό διαπιστώσει ὅτι ἕνα σωρό φαινόμενα πού χαρακτηρίζουν τή ρωσική γλώσσα, προσδίδοντάς της μεγάλη ἀκρίβεια καί, ταυτοχρόνως, ἐλευθερία ἔκφρασης, ἀπουσίαζαν ἀπό τήν ἀγγλική: οἱ καταλήξεις, γιά παράδειγμα, πού προσδιορίζουν τίς πτώσεις καί τό γένος στά οὐσιαστικά καί στά ἐπίθετα• οἱ καταλήξεις πού προσδιορίζουν τό γένος, τή φωνή καί τό χρόνο μιᾶς μετοχῆς• ὁ πολύ ἰδιαίτερος τρόπος χρήσης τοῦ ἀπαρεμφάτου• ἡ ἐλεύθερη σύνταξη, πού δέν δεσμεύεται ἀπό τήν ἀκολουθία «ὑποκείμενο-ρῆμα-ἀντικείμενο»• ἡ ἀπίστευτη, μέχρι τρέλας συνθετότητα καί ἀκρίβεια τῶν ρημάτων κίνησης• οἱ καταλήξεις ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν ἀντωνυμιῶν, ἀνάλογα μέ τήν πτώση, τό γένος κ.λπ.
Ἀναπόφευκτα συλλογιζόμουν τήν ἐγγύτητα καί τή συγγένεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σέ σχέση μέ τή ρωσική. Οἱ ὁμοιότητες εἶναι ἀλήθεια πολλές: στή γλώσσα μας καταλαβαίνουμε τί σημαίνει ἡ κατάληξη τῆς γενικῆς πτώσης ἑνός ἀρσενικοῦ οὐσιαστικοῦ ἤ ἑνός ἐπιθέτου καί γενικά ἀντιλαμβανόμαστε τί σημαίνει πτώση καί τί πτωτικό μέρος τοῦ λόγου• ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἀντιμεταθέσουμε μέσα σέ μία πρόταση τό ὑποκείμενο, τό ρῆμα καί τό ἀντικείμενο, μέ τόν ἴδιο βαθμό ἐλευθερίας πού τό κάνουν καί οἱ Ρῶσοι• διαθέτουμε πληθώρα πανομοιότυπων ἰδιωματικῶν ἐκφράσεων• μποροῦμε ἐπίσης νά διατυπώσουμε ἐρωτηματικές προτάσεις ἀλλάζοντας μόνο τόν τόνο τῆς φωνῆς μας, δίχως τήν ἀνάγκη χρήσης βοηθητικῶν ρημάτων κ.ο.κ.
Ὅταν οἱ σκέψεις μου ἔφταναν σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἦταν ἡ ὥρα πού συνήθως ἔριχνα κλεφτές ματιές στό ρολόι μου, ἔχοντας τήν ἔγνοια νά βρίσκομαι ἐγκαίρως στήν ἔξοδο ἐπιβίβασης. Παράλληλα διαπίστωνα μέ λύπη ὅτι ὁ ἀρχικός ἐνθουσιασμός μου γιά τά πλεονεκτήματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σέ σχέση μέ τή μετάφραση τῆς ρωσικῆς, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἀναφέρθηκαν πρίν ἀπό λίγο, ἄρχιζε μέσα μου σταδιακά νά ὑποχωρεῖ. Γνώριζα στήν οὐσία ὅτι μεταξύ τῆς γλώσσας μας καί τῆς ρωσικῆς ἐπίσης ἐντοπίζονται, ὅπως εἶναι εὔλογο, διαφορές, οἱ ὁποῖες, σέ ἀρκετές περιπτώσεις, δυσχεραίνουν ἀφάνταστα τή μετάφραση καί ἀποτρέπουν τίς ἐπιπόλαιες συγκρίσεις καί τούς ἐνθουσιασμούς. Ἕνα παράδειγμα θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀδυναμία τῆς ἑλληνικῆς, μέ δεδομένη τήν ἀνυπαρξία ἀντωνυμιῶν σέ μία πρόταση, νά προσδιορίσει τό γένος τοῦ ὑποκειμένου μέ τή βοήθεια τῆς κατάληξης ἑνός ρήματος ἀορίστου στό τρίτο πρόσωπο ἑνικοῦ, σέ μιά μεμονωμένη πρόταση ἤ φράση ὅπως αὐτή: «Ξέχασε τήν πόρτα ἀνοιχτή». Μπορεῖ ἡ ἐπισήμανση αὐτή νά μή φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως καί τόσο σημαντική, ἡ συγκεκριμένη ὅμως γραμματική ἰδιότητα ἀποβαίνει ἐξαιρετικά χρήσιμη γι’ αὐτόν πού θά ἐπιχειρήσει νά μεταφράσει τόν πυκνό καί γριφώδη ρωσικό στίχο σέ μιά ἄλλη γλώσσα.
Θά μποροῦσε ἐπίσης ν’ ἀναφερθεῖ ἡ δοτική πτώση, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀπωλέσαμε, ἐνῶ ἡ χρήση της στή ρωσική ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή. Καί ναί μέν γιά τήν ἀπώλεια τῆς δοτικῆς ἔχουμε βρεῖ ὑποκατάστατα χρήσης τῆς συγκεκριμένης πτώσης στή γλώσσα μας, τί νά ποῦμε ὅμως γιά ὅλον αὐτό τόν κατακλυσμό τῶν «πού» καί «ὁποῖος» στίς προτάσεις μας καί τή συνεπαγόμενη, ὡς ἐκ τούτου, ἀποπομπή, στό πῦρ τό ἐξώτερον, τῶν μετοχῶν;
Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα γιά τήν ἐπιβίβασή μου στό ἀεροπλάνο, τόσο πιό πολύ καταλάβαινα ὅτι ὅλες οἱ προηγούμενες σκέψεις εἶχαν μοναδική ἀφετηρία τήν ὑπερβολική μου ἀγάπη πρός τή ρωσική γλώσσα καί ποίηση καί σέ καμία περίπτωση δέν ἀπέβλεπαν στόν ψόγο τῆς ἀγγλικῆς ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης γλώσσας. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε νά ψέξει κανείς μιά γλώσσα, ὅπως ἡ ἀγγλική, στήν ὁποία ἔχει ἀναμφισβήτητα παραχθεῖ μιά τόσο ὑψηλή λογοτεχνία; Καί μόνο τό γεγονός ὅτι στή γλώσσα αὐτή ἔγραψε ἡ Ντίκινσον (Emily Dickinson), τό ἐγγύτερο ἴσως ποιητικό ἀνάλογο τῆς Τσβετάγεβα στόν κόσμο τῆς λογοτεχνίας, αὐτή ἡ ἀλαβάστρινη καί αἰθέρια συνάμα ὕπαρξη ἀπό τό Ἄμχερστ τῆς Μασαχουσέτης, καθιστοῦσε τίς σκέψεις μου στήν αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ἀεροδρομίου τό λιγότερο ἐπιπόλαιες καί ἄτοπες. Πῶς θά μπορούσαμε νά ψέξουμε γενικά τή μοναδικότητα καί τήν «ἁγιότητα» τῆς κάθε γλώσσας, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας οἱ ἄνθρωποι, ὅπου γῆς, δίνουν ὄνομα στά πράγματα καί βιώνουν τόν κόσμο γύρω τους;
Στήν οὐσία μπροστά μου ὀρθωνόταν, κι ἄς προσπαθοῦσα μέ χίλια δυό τερτίπια ν’ ἀποφύγω τή θέα του, ἡμιτελής καί μισογκρεμισμένος, ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, μαζί μέ τό αἰώνιο πρόβλημα τῆς μετάφρασης τῆς ποίησης. Μέ τίς παιδιάστικες καί καθαρά ψυχολογικές αὐτές παρατηρήσεις μου στό χῶρο τοῦ ἀεροδρομίου, καταλάβαινα ὅτι ἁπλῶς ἐπιζητοῦσα ἕναν τρόπο νά παρακάμψω τό συγκεκριμένο πρόβλημα. Καί σάν νά μήν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατά τήν ἐπιβίβασή μου στό ἀεροπλάνο μέ κυρίευε ἐπιπλέον μιά ἐντελῶς παράλογη ἐπιθυμία: νά μποροῦσαν, λέει, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί γιά ἕνα λεπτό, νά καταλάβουν τά ρωσικά, ἔτσι ὥστε νά αἰσθανθοῦν γιά λίγο τή μαγεία τῆς ρωσικῆς ποίησης…

II

Στό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Σόλομον Βόλκοφ «Διάλογοι μέ τόν Ἰωσήφ Μπρόντσκι», πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν Τσβετάγεβα, ὁ νομπελίστας ποιητής διατυπώνει ὁρισμένες σκέψεις, οἱ ὁποῖες θά μποροῦσαν κάλλιστα ν’ ἀποτελέσουν τή βάση γιά κάθε μελλοντικό σχολιασμό τῶν στίχων τῆς μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας.
Στήν ἀρχή τῆς συζήτησής του λοιπόν μέ τόν Βόλκοφ, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ συναισθηματική διέγερση στήν ποίηση τῆς Τσβετάγεβα ὑπηρετεῖ τόν ἴδιο ἀκριβῶς σκοπό πού ὑπηρετεῖ καί ἡ οὐδετερότητα τοῦ Ὦντεν (W.H. Auden), ὁ Μπρόντσκι εἶχε πεῖ: «Ὁ χρόνος εἶναι ἡ πηγή τοῦ ρυθμοῦ. Θυμάστε πού ἔλεγα ὅτι τό κάθε ποίημα εἶναι ἀναδιοργανωμένος χρόνος; Κι ὅτι ὅσο πιό πολύ ἕνας ποιητής διαθέτει ποικιλομορφία ἀπό τεχνική ἄποψη, τόσο πιό οἰκεία εἶναι ἡ συνάφειά του μέ τό χρόνο, μέ τήν πηγή τοῦ ρυθμοῦ; Ἔτσι λοιπόν, ἡ Τσβετάγεβα εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό ποικιλόμορφους ἀπό ρυθμική ἄποψη ποιητές. Ἕνας ἀπό τούς πιό πλούσιους ρυθμικά, ἀπό τούς πιό γενναιόδωρους. Πάντως, ἡ λέξη γενναιόδωρος συνιστᾶ ποιοτική κατηγορία. Ἄς χρησιμοποιήσουμε μόνο ποσοτικές κατηγορίες, θέλετε; Ὁ χρόνος συνομιλεῖ μέ τήν κάθε ζωντανή ὕπαρξη χρησιμοποιώντας διάφορες φωνές. Ὁ χρόνος ἔχει τόν μπάσο καί τόν τενόρο του. Ἔχει ἐπίσης καί τό φαλσέτο του. Ἐάν τό θέλετε, ἡ Τσβετάγεβα εἶναι τό φαλσέτο τοῦ χρόνου. Εἶναι μιά φωνή πού ἐξέρχεται τῶν ὁρίων τῆς μουσικῆς».
Στή συνέχεια τοῦ διαλόγου ὁ Βόλκοφ ἰσχυρίστηκε τά ἑξῆς: «Στήν ποίηση τῆς Τσβετάγεβα μέ τρόμαζε πάντοτε ἕνα πράγμα: ὁ διδακτισμός της. Δέν μοῦ ἄρεσε ὁ δείχτης τοῦ χεριοῦ της, ἡ προσπάθειά της νά τ’ ἀναλύσει ὅλα μέχρι τέλους καί νά τελειώσει μέ μιά ὁμοιοκατάληκτη κοινοτοπία, γιά χάρη τῆς ὁποίας δέν ἄξιζε, ἴσως, νά κάνει τόση ποιητική φασαρία». Ὁ Μπρόντσκι στήν παρατήρηση αὐτή ἀντέδρασε ἔντονα: «Ἀνοησίες! Δέν ὑπάρχει τίποτε παρεμφερές στήν Τσβετάγεβα. Ὑπάρχει σκέψη, πού κατά κανόνα δέν βολεύεται πουθενά καί ὁδηγεῖ ὥς τό τέλος. Ἀπό ἐδῶ, ἴσως, γεννᾶται ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἄς ποῦμε ἡ σκέψη σᾶς δείχνει μέ τό δάχτυλο. Γιά κάποιον διδακτισμό μπορεῖ νά μιλήσει κανείς σέ σχέση μέ τόν Παστερνάκ –‛‛Ἡ ζωή δέν εἶναι δρόμος στρωμένος μέ ροδοπέταλα’’ κτλ.– ἀλλά σέ καμιά περίπτωση σέ σχέση μέ τήν Τσβετάγεβα. Ἐάν τό περιεχόμενο τῆς ποίησης τῆς Τσβετάγεβα μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ κάποιο ἀπόφθεγμα, τότε αὐτό θά ἦταν: ‛‛Στον παράφρονα κόσμο σου / Μόνο μία ἀπάντηση – ἄρνηση’’. Καί ἀπό αὐτή τήν ἄρνηση ἡ Τσβετάγεβα ἀντλεῖ ἀκόμα καί κάποια ἱκανοποίηση. Τό ‛‛ὄχι’’ αὐτό τό προφέρει μέ σαρκική ἀπόλαυση: ‛‛Ὄ-ο-ο-οχι!’’».
Καθώς προχωροῦσε ἡ συζήτηση, ὁ Βόλκοφ διατύπωσε τήν ἄποψη ὅτι στήν Τσβετάγεβα ὑπάρχει ἡ ἰδιότητα –ἡ ὁποία κατ’ αὐτόν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς πλεονέκτημα– τοῦ ἀφοριστικοῦ ὕφους, κι ὅτι ὅλη τήν Τσβετάγεβα μπορεῖς νά τή χωρίσεις σέ τσιτάτα, σχεδόν ὅπως τό «Συμφορά ἀπ’ τό πολύ μυαλό» τοῦ Γκριμπογέντοφ. Παράλληλα ὅμως ὁ συνομιλητής τοῦ Μπρόντσκι τόνιζε ὅτι, γιά κάποιο λόγο, ὁ ἀφοριστικός αὐτός τόνος πάντα τόν τρόμαζε. Ὁ Μπρόντσκι ἀντέτεινε: «Σ’ ἐμένα δέν ὑπάρχει παρόμοια αἴσθηση. Διότι στήν Τσβετάγεβα τό πιό σημαντικό εἶναι ὁ ἦχος». Καί συνεχίζοντας: «Ἡ Τσβετάγεβα ἀνάμεσα στούς Ρώσους ποιητές εἶναι πραγματικά ἡ πιό εἰλικρινής, ἀλλά ἡ εἰλικρίνεια αὐτή εἶναι, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, εἰλικρίνεια τοῦ ἤχου – ὅπως στήν περίπτωση πού κραυγάζει ἀπό τόν πόνο».
Ὁ Μπρόντσκι ἐξακολούθησε ν’ ἀπονέμει εὔσημα στά γράμματα-ἤχους τῆς ποίησης τῆς Τσβετάγεβα, ἐπισημαίνοντας παράλληλα τήν ὑπεροχή τῆς ποιητικῆς της δύναμης ἔναντι τῆς πείρας ἤ τῶν βιογραφικῶν στοιχείων, πού εἶναι φυσιολογικό νά ἐντοπίζονται στούς στίχους της: «Τό πιό σημαντικό ὅμως εἶναι ὅτι ὁ τόνος αὐτός στήν Τσβετάγεβα –ὁ τόνος τῆς ἄρνησης– προηγεῖτο τῆς πείρας. ‛‛Στον παράφρονα κόσμο σου / Μόνο μία ἀπάντηση – ἄρνηση’’. Τό ζήτημα ἐδῶ δέν ἐντοπίζεται τόσο στόν ‛‛παράφρονα κόσμο’’ (γιά μιά τέτοια αἴσθηση ἐπαρκοῦν πλήρως τά συναπαντήματα μέ μιά κακοτυχία), ὅσο στό γράμμα-ἦχο ‛‛o’’, τό ὁποῖο διαδραματίζει στόν συγκεκριμένο στίχο τό ρόλο τοῦ κοινοῦ παρονομαστῆ. Μπορεῖ φυσικά κανείς νά πεῖ ὅτι τά γεγονότα τῆς ζωῆς ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τό πρωταρχικό δίκαιο τῆς Τσβετάγεβα. Ὅμως ἡ πείρα τῆς ζωῆς τίποτα δέν ἐπιβεβαιώνει. Στήν καλή λογοτεχνία, ὅπως καί στή μουσική, ἡ πείρα εἶναι κάτι τό δευτερεῦον. Τό ὑλικό, μέ τό ὁποῖο ταξινομεῖται ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος κλάδος τῆς τέχνης, διαθέτει τή δική του γραμμική, ἀνυποχώρητη δυναμική. […] Ἡ πείρα, ἡ ζωή, τό σῶμα, ἡ βιογραφία, στήν καλύτερη περίπτωση ἀπορροφοῦν τό κλότσημα τοῦ ὅπλου. Τό βλῆμα ἐξαπολύεται μακριά μέ τή δυναμική τοῦ ὑλικοῦ. Ὅπως καί νά ‘χει, δέν ἀναζητῶ παραλληλισμούς μέ τήν καθημερινή μου πείρα στούς στίχους τῆς Τσβετάγεβα. Καί δέν νιώθω τίποτε περισσότερο πέραν τῆς ἀπόλυτης κεραύνωσης μπροστά στήν ποιητική της δύναμη».

III

Ποῦ ὀφείλεται τελικά τό θαῦμα τῆς ρωσικῆς ποίησης; Ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά πού τήν καθιστοῦν τόσο μοναδική καί ἰδιαίτερη σέ σύγκριση μέ τήν ποίηση ἄλλων λαῶν; Εἶναι ἀρκετό ἄραγε νά παραθέσουμε κάποια ἀντικειμενικά, ἄμεσα παρατηρήσιμα στοιχεῖα της γιά ν’ ἀπαντήσουμε στό παραπάνω ἐρώτημα; Ἄν ὑποθέσουμε πώς ναί, τότε πρώτη καί καλύτερη θά ἔπρεπε ἴσως νά ἀναφέρουμε τήν ἐμμονή τῶν Ρώσων, ἀκόμα καί σήμερα, ὄχι μόνο στήν ἔμμετρη, ἀλλά, κυρίως, στήν ὁμοιοκατάληκτη ποίηση. Ἡ πρακτική αὐτή ξαφνιάζει καί ἀνάλογό της στίς μέρες μας –ἄν ἐξαιρέσει κανείς ὁρισμένες μή παγιωμένες γιά τήν ὥρα τάσεις ἐπιστροφῆς στήν παραδοσιακή μετρική πού ἐντοπίζονται τά τελευταῖα χρόνια σέ πολλές χῶρες, μή ἐξαιρουμένης τῆς Ἑλλάδας – ἀπαντᾶ μόνο στήν ἀραβοπερσική ποίηση, στήν ποίηση ὁρισμένων λαῶν τοῦ Καυκάσου, τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας κ.ἄ. Γενικά, οἱ Ρῶσοι ποιητές, ἀνεξαρτήτως γενιᾶς, ἀκόμα καί ἄν θήτευσαν κάποια περίοδο τῆς ζωῆς τους στόν ἀνομοιοκατάληκτο καί στόν ἐλεύθερο γενικά στίχο –στούς «λευκούς στίχους», ὅπως τούς ὀνομάζουν καί οἱ ἴδιοι–, ποτέ δέν ἐγκατέλειψαν οὐσιαστικά τήν ὁμοιοκαταληξία.
Θά μποροῦσε ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ ἡ ἰδιαίτερη χρήση τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἡ ὁποία, σέ συνδυασμό μέ τή χρήση ὁρισμένων πτώσεων τῆς ρωσικῆς γλώσσας, ὅπως γιά παράδειγμα τῆς ὀργανικῆς, προσδίδει ἀφάνταστη πυκνότητα στό στίχο.
Χαρακτηριστική εἶναι ἐπίσης ἡ ἀδιαφορία τῶν Ρώσων νά παραθέσουν, χάριν ἐπίδειξης τῶν συνθετικῶν τους ἱκανοτήτων, ὁμοιοκαταληξίες οἱ ὁποῖες νά ἀπαρτίζονται ἀπό ἀνόμοια μέρη τοῦ λόγου. Ἔτσι, εἶναι σύνηθες γιά τόν ἀναγνώστη τῆς ρωσικῆς ποίησης νά συναντάει ὁμοιοκαταληξίες οὐσιαστικοῦ μέ οὐσιαστικό, ἐπιθέτου μέ ἐπίθετο, ἀκόμα καί ἀπαρεμφάτου μέ ἀπαρέμφατο.
Ἀνάλογη ἀδιαφορία ἐπέδειξαν οἱ Ρῶσοι καί γιά τή χρήση «ποιητικῶν», «λυρικῶν» τίτλων στά ποιήματα καί στίς ποιητικές τους συλλογές – σέ ὅσα τουλάχιστον ποιητικά τους κείμενα θέλησαν νά δώσουν τίτλο, καθώς ἕνα σημαντικό μέρος ἀπό τό corpus τῆς ρωσικῆς ποίησης παραμένει ἄτιτλο. Σέ ἀντίθεση λοιπόν μέ τήν πρωτότυπη καί ἰδιαίτερη χρήση τῆς γλώσσας στό κυρίως σῶμα τῶν ποιημάτων τους, στίς στροφές καί στούς στίχους δηλαδή, κοινότοποι, ἀντιποιητικοί καί καθόλου ἐπινοητικοί τίτλοι ὅπως «1η Ἰανουαρίου 1965», «Ποιήματα γιά τόν Μπλόκ», «Στήν Ἀχμάτοβα», «Βράδυ», «Μάρτιος», «Ἀέρας», «Μνήμη Μαρίνας Τσβετάγεβα», «Θέματα καί παραλλαγές», «Ἡ ἄγνωστη», «Προσευχή», «Ὄνειρο» κ.λπ., ἀποτελοῦν τόν κανόνα τῆς ρωσικῆς τιτλοθεσίας. Τοῦτος ὁ κανόνας εἶναι ἀλήθεια πολύ ἀπομακρυσμένος ἀπό τή δική μας πρακτική –ἤ τουλάχιστον ἀπό ἕνα μέρος της, γιά νά εἴμαστε δίκαιοι–, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τούς τίτλους «Τά εἰσόδια τοῦ προθανατισμένου», «Τό φωτόδεντρο καί ἡ δέκατη τέταρτη ὀμορφιά», «Ἡ Ἑλένη τῆς Κρήτης μέ τό πρόσωπο καί μέ τό πλάι», «Τά μισανθή χέρια», «Ἡ περιφραστική πέτρα», «Τά παραμιλητά τοῦ Τιθωνοῦ», «Μαγνητικό ὑλικό γιά ἕνα ποίημα», «Ὀπτασιαστής ἐνάντια στήν πτέρωση», «Ὑπήκοος κυανώσεως», «Πισώπλατος ἥλιος μέ δικά μου ἔξοδα», «Ὁ Στράτης Θαλασσινός ἀνάμεσα στούς ἀγάπανθους» κ.ἄ.
Ἀρκοῦν ὅμως οἱ προηγούμενες ἀναφορές καί συγκρίσεις γιά νά ἑρμηνεύσουν τήν ἰδιαιτερότητα τῆς ρωσικῆς ποίησης; Καί πῶς ἐπιτυγχάνεται σέ τελική ἀνάλυση ἡ παραγωγή τόσο ὑψηλῶν νοημάτων ἀπό τή χρήση ἁπλῶν λέξεων καί συγκεκριμένων συντακτικῶν δομῶν, ἤ, τό ἀντίθετο, ἡ παραγωγή πολύ ἁπλῶν, σχεδόν κρυστάλλινων νοημάτων καί αἰσθημάτων, ἀπό τή χρήση παράδοξων καί ἄκρως ἐπινοημένων λέξεων στόν ρωσικό στίχο; Τό παράδειγμα τοῦ Παστερνάκ εἶναι ἴσως τό πιό χαρακτηριστικό: ὅποιος εἶχε τήν τύχη νά διαβάσει ποιήματά του στό πρωτότυπο, μπορεῖ εὔκολα νά ἐντοπίσει τίς παραπάνω συμπληρωματικές ἰδιότητες στούς στίχους του.
Καί ἡ ποίηση τῆς Τσβετάγεβα; Ἀπό ποῦ πηγάζουν ἡ μουσικότητα καί οἱ συντακτικές της ἐκρήξεις; Τί προέλευση ἔχουν οἱ παύσεις καί οἱ συγκοπές, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Μαντελστάμ, τῶν στίχων της; Πῶς νά τοποθετηθεῖ κανείς, ἀναγνώστης ἤ μεταφραστής ἀδιάφορο, ἀπέναντι στήν τόσο παράξενη χρήση τῆς παύλας στήν ποίηση καί στά πεζά της; Παρόμοια χρήση τῆς παύλας, γιά νά θυμηθοῦμε πάλι τό ἀερικό ἀπό τό Ἄμχερστ, μόνο ἀπό τήν Ἔμιλυ Ντίκινσον ἔχει ἐπιχειρηθεῖ στό χῶρο τῆς ποίησης: χρησιμοποίησε κι ἐκείνη τό συγκεκριμένο σημεῖο στίξης μέ ὅρους μουσικῆς σημειογραφίας, ἐνσωματώνοντας παράλληλα στούς στίχους της, στόν ἴδιο σχεδόν βαθμό μέ τήν Τσβετάγεβα, ἀνείπωτους ἤχους, ἐξαρθρωμένο μέτρο καί χαοτικές ὁμοιοκαταληξίες, προκαλώντας σέ τέτοιο βαθμό ἀπόγνωση στούς πρώιμους ἐκδότες της, ὥστε οἱ τελευταῖοι, βαστώντας στά χέρια τους τίς σελίδες μιᾶς ποίησης πού μόλις καί μετά βίας θεωροῦσαν κατανοητή, προσπάθησαν ν’ ἁπαλύνουν τίς ὁμοιοκαταληξίες της, νά ἐξομαλύνουν τό μέτρο της, ν’ ἀντικαταστήσουν τίς μεταφορές της καί ν’ ἀλλάξουν τή σειρά παράθεσης τῶν στίχων.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως νά πῶ δύο ἀκόμα λόγια γιά τήν Ντίκινσον σέ σχέση μέ τήν Τσβετάγεβα. Διαβάζοντας τό περίφημο ἄρθρο τῆς Μάρθα Χέηλ Σάκφορντ (Martha Hale Shackford) «The poetry of Emily Dickinson», γραμμένο τόν Ἰανουάριο τοῦ 1913, μέ τό ὁποῖο ἐγκαινιάστηκε οὐσιαστικά ἡ περίοδος ἀποδοχῆς τοῦ ἔργου τῆς Ντίκινσον στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, αἰσθανόμαστε τόν ἰσχυρό πειρασμό νά θεωρήσουμε ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου συντάχθηκε ὡς ἐάν ἀποκλειστικός ἀποδέκτης του νά ἦταν ἡ Τσβετάγεβα: τόσο πολύ μοιάζουν τά στοιχεῖα τῆς ποίησης τῶν δύο ποιητριῶν, τόσο πολύ οἱ δύο γυναῖκες αἰσθάνθηκαν τήν ἀνάγκη νά ἀφεθοῦν στή δημιουργία ἑνός ἔργου πού ἀποδείχτηκε ὅτι εἶναι τῆς ἴδιας τάξης, μέσω μιᾶς ἐκκεντρικῆς, συχνά αἰφνιδιαστικῆς γραμματικῆς καί ποιητικῆς ἐπινοητικότητας.
Μολονότι πάντως ἡ ἐπιθυμία νά συγκρίνουμε τό ἔργο δύο δημιουργῶν εἶναι πάντοτε ἐρεθιστική, καλό εἶναι νά θυμόμαστε παράλληλα τά λόγια τῆς ἴδιας τῆς Σάκφορντ: «Ἕνας ποιητής εἶναι μοναδικός, ἀσύγκριτος, καί τό νά ἐπιδιδόμαστε σέ συγκρίσεις τέτοιου εἴδους μεταξύ τῶν ποιητῶν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τούς πρωταρχικούς κανόνες τῆς κριτικῆς, ἡ ὁποία ἐπιζητεῖ ν’ ἀνακαλύψει τήν οὐσιώδη ἀτομικότητα τῶν συγγραφέων καί ὄχι τίς τυχαῖες ὁμοιότητές τους».
Ἐάν πάλι ἀποδεχτοῦμε πλήρως τά κοινά στοιχεῖα τοῦ ἔργου τῶν δύο ποιητριῶν καί ἐμμείνουμε στήν προσπάθεια ἄρθρωσης ἑνός καλοπροαίρετου λόγου σύγκρισης τῆς ποίησής τους, τότε ὡς ἄμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς προκύπτει ἡ ἀπορία γιά τό πῶς μέσα ἀπό δύο τόσο διαφορετικές ζωές πήγασε μιά τόσο ὑψηλή καί ἀνυπέρβλητη ποίηση. Τί κοινό, ἀλήθεια, παρουσιάζει ἡ ζωή τῆς Ἔμιλυ Ντίκινσον, ἡ ὁποία γεννήθηκε καί πέθανε στό ἴδιο σπίτι, δέν ἐγκατέλειψε ποτέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, βγῆκε μόνο μία φορά ἔξω ἀπό τήν πολιτεία της, ἐλάχιστες φορές ἔξω ἀπό τό χωριό της καί, ἀπό τό 1872 εἰδικά καί ἔπειτα, μόλις καί μετά βίας ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ της, συγκρινόμενη μέ τήν ταραχώδη ζωή τῆς Τσβετάγεβα, ἡ ὁποία στερήθηκε βιαίως τήν εὔπορη ζωή τῆς παιδικῆς της ἡλικίας, ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν πατρίδα της, ἔζησε σέ μεγάλη ἀνέχεια καί ἀνυποληψία, τή συγκλόνισαν μεγάλα πάθη, ἔρωτες καί θάνατοι ἀγαπημένων της προσώπων καί τελικά, ἐπιστρέφοντας στή Ρωσία, ἔδωσε ἡ ἴδια τέλος στή ζωή της; Ποιητική δύναμη versus βιογραφίας; Μπροστά μας καί πάλι τό φάσμα τῶν σκέψεων τοῦ Μπρόντσκι. Ὅμως παρασύρθηκα καί πρέπει νά ἐπιστρέψω στήν ἀρχική μου ἐρώτηση γιά τήν ἰδιαιτερότητα τῆς ρωσικῆς ποίησης.

IV

Ἀπό καιρό μέ βασανίζει μιά ὑπόθεση πού νομίζω ὅτι, κατά κάποιον τρόπο, δίνει τήν ἀπάντηση στό παραπάνω ἐρώτημα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ρωσικῆς ποίησης μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ μέσω τῆς ἔρευνας τῆς πρόσληψης τοῦ συμβολισμοῦ στή Ρωσία, ἀλλά καί μέ ἄλλα ἑρμηνευτικά ἐργαλεῖα, κοινωνικά ἤ πολιτικά, ὅπως εἶναι ὁ ρόλος τῆς ποίησης καί τῆς λογοτεχνίας γενικότερα στή Ρωσία μετά τό 1917, οἱ προσδοκίες τοῦ σοβιετικοῦ κράτους ἀπό τή λογοτεχνία, ἡ ἵδρυση καί ἡ δημιουργία ποιητικῶν ὁμάδων, ρευμάτων καί κρατικῶν ἑνώσεων συγγραφέων, οἱ ἰδιαίτερος τρόπος μέ τόν ὁποῖο παρουσιαζόταν –καί συνεχίζει ἀκόμα νά παρουσιάζεται– ἡ ποίηση στό κοινό, οἱ διώξεις τῶν ποιητῶν κ.λπ.
Σκέφτομαι ὅμως ὅτι ἡ ἀπάντηση στό συγκεκριμένο ἐρώτημα ἴσως βρίσκεται στό περίφημο γράμμα τοῦ Πούσκιν πρός τόν Τσααντάγεφ, γραμμένο στήν Ἁγία Πετρούπολη στίς 19 Ὀκτωβρίου 1836, μέ τό ὁποῖο ὁ μεγάλος ποιητής ἐκθέτει τίς ἀπόψεις του σέ σχέση μέ τήν ἱστορική ἰδιαιτερότητα τῆς χώρας του. Θεωρῶ ὅτι τό συγκεκριμένο γράμμα ἀποτελεῖ, μαζί μέ τόν Ὀμπλόμοφ τοῦ Γκοντσαρόφ καί τό Ἕνας ἥρωας τοῦ καιροῦ μας τοῦ Λέρμοντοφ, τήν καλύτερη εἰσαγωγή γιά ὅποιον ἐνδιαφέρεται νά ἐντρυφήσει εἰλικρινά στό φαινόμενο «Ρωσία» – μιά εἰσαγωγή μάλιστα πού, κατά προτίμηση, πρέπει νά προηγηθεῖ τῆς μελέτης τοῦ Γκόγκολ καί τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἄς θυμηθοῦμε ὅμως ἀπό ἐκεῖνο τό γράμμα μερικές γραμμές, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐνσωματώθηκαν τόσο ὄμορφα στόν Καθρέφτη τοῦ Ταρκόφσκι: «Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι τό Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν μᾶς ἀπέκοψε ἀπό τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη κι ὅτι δέν λάβαμε μέρος οὔτε σ’ ἕνα ἀπό τά μεγάλα γεγονότα πού κατά καιρούς τή συγκλόνισαν. Εἴχαμε ὅμως ἕναν ἰδιαίτερο προορισμό. Ἦταν ἡ Ρωσία, ἦταν οἱ ἀχανεῖς ἐκτάσεις της πού καταβρόχθισαν τή μογγολική εἰσβολή. Οἱ Τάταροι δέν τόλμησαν νά περάσουν τά δυτικά μας σύνορα καί μᾶς ἄφησαν στά μετόπισθεν. Ἀποσύρθηκαν στίς ἐρήμους τους καί ὁ χριστιανικός πολιτισμός σώθηκε. Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἔπρεπε νά διάγουμε μιά ἐντελῶς ξεχωριστή ζωή ἡ ὁποία, ἐνῶ μᾶς ἄφησε χριστιανούς, μᾶς ἀποξένωσε πλήρως ἀπό τόν χριστιανικό κόσμο, ἔτσι πού τό μαρτύριό μας δέν ἐπηρέασε καθόλου τή δραστήρια ἀνάπτυξη τῆς Εὐρώπης. Λέτε ὅτι ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀντλήσαμε τό χριστιανισμό ἦταν ἀκάθαρτη, κι ὅτι τό Βυζάντιο ἦταν ἀξιοκαταφρόνητο καί περιφρονημένο κ.λπ. Ἄχ, φίλε μου, μήπως κι ὁ Χριστός δέν γεννήθηκε Ἑβραῖος; Μήπως καί ἡ Ἱερουσαλήμ δέν κατέστη περίγελος τῶν Ἐθνῶν; Μειώνεται μήπως ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἡ ὑπεροχή τοῦ Εὐαγγελίου; Ἀπό τούς Ἕλληνες πήραμε τό Εὐαγγέλιο καί τίς παραδόσεις τους, ὄχι ὅμως καί τό παιδιάστικο πνεῦμα τῆς μικρολογίας καί τῆς φιλονικίας. Τά ἤθη τοῦ Βυζαντίου δέν ὑπῆρξαν ποτέ ἤθη τοῦ Κιέβου».
Ἴσως νά μή χρειάζεται νά εἰπωθεῖ τίποτε περισσότερο. Ὅσο καί νά ἐπιδιώχθηκε ἀπό τόν Μεγάλο Πέτρο τό ἄνοιγμα τῆς χώρας του πρός τήν Εὐρώπη, μέ τήν ἵδρυση μάλιστα, γιά τό σκοπό αὐτό, μιᾶς ὁλόκληρης πόλης ἀπό γρανίτη πάνω στούς βάλτους, ὅσα γαλλικά καί νά μίλησαν οἱ ἀνώτερες τάξεις τῆς Ρωσίας (ἤ οἱ τάξεις πού θέλησαν νά μοιάσουν στίς ἀνώτερες τάξεις τῆς Ρωσίας), ὅσο καί νά στιγματίστηκε ἀπό τούς δυτικόφιλους –καί ὄχι μόνο– ἡ «ἀσιατική νωχέλεια» τῆς ἀχανοῦς αὐτῆς χώρας, ἡ Ρωσία συνέχισε στήν οὐσία νά πορεύεται ἐν τῶ μέσω μιᾶς σαγηνευτικῆς μοναξιᾶς. Ἡ ρωσική ποίηση, σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς ρωσικῆς ἱστορίας, ὅπως ἡ τελευταία ἑρμηνεύεται καί ἀποτυπώνεται στό γράμμα τοῦ Πούσκιν, δέν θά μποροῦσε παρά νά ἀποτελέσει, ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἱστορίας αὐτῆς, ἕνα ἀνάλογο εὐλογημένου ἀπομονωτισμοῦ, λαμβάνοντας, πρός ὄφελος τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, τά ἰδιαίτερα ἐκεῖνα χαρακτηριστικά γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε πρίν ἀπό λίγο καί τά ὁποῖα τήν καθιστοῦν ξεχωριστή.

V

Τή λύπη πού αἰσθανόμουν λόγω τῆς ἀδυναμίας ἀνεύρεσης ἐπαρκῶν βιογραφικῶν ἤ ἄλλων στοιχείων γύρω ἀπό τήν ποιητική ἑνότητα τῆς «Ἀυπνίας», μπόρεσε νά ἁπαλύνει κάπως ἡ τοποθέτηση τοῦ Μπρόντσκι σέ σχέση μέ τήν κατίσχυση τῆς ποιητικῆς δύναμης ἔναντι «τῆς πείρας, τῆς ζωῆς, τοῦ σώματος καί τῆς βιογραφίας». Εἶναι βεβαίως ἀλήθεια ὅτι ἐάν εἶχα καταφέρει νά ἀνακαλύψω, στό διάστημα κατά τό ὁποῖο ἀσχολήθηκα μέ τή μετάφραση, περισσότερα βιογραφικά ἤ πραγματολογικά στοιχεῖα πού νά σχετίζονται μέ τήν ἑνότητα αὐτή, τότε σίγουρα ὁρισμένες πτυχές τῶν στίχων τῆς Τσβετάγεβα πού τόλμησα ν’ ἀποδώσω στήν ἑλληνική γλώσσα θά εἶχαν φωτιστεῖ καλύτερα.
Ὅμως πρέπει ν’ ἀρκεστῶ σ’ αὐτά πού μοῦ δόθηκαν, σ’ αὐτά πού κράτησα στά χέρια μου καί σ’ αὐτά πού τελικά μπόρεσα νά φέρω εἰς πέρας.
Ἐκ τῶν ὑστέρων συλλογίζομαι ἐπίσης ὅτι ὠθήθηκα στή μετάφραση τῆς συγκεκριμένης ἑνότητας διότι διεῖδα στό ἐγχείρημα αὐτό τή δυνατότητα νά ἀποδοθεῖ στή γλώσσα μας ἕνα ἐλάχιστο ποιητικότητας –ὅ,τι καί νά σημαίνει ὁ ὅρος αὐτός–, ἐπιτρέποντας παράλληλα στόν ἑλληνικό λόγο πού ἔντυσε τό ρωσικό πρωτότυπο νά παραμείνει ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ κατανοητοῦ – πράγμα καθόλου δεδομένο καί αὐτονόητο γιά τή μετάφραση μιᾶς ἑρμητικῆς ποίησης, ὅπως εἶναι ἡ ποίηση τῆς Τσβετάγεβα.
Στήν προσπάθεια αὐτή παρατήρησα ὅτι ἔνιωθα τήν ἀνάγκη, μολονότι τοῦτο δέν περιλαμβανόταν στίς ἀρχικές μου προθέσεις, νά ἀναφέρομαι συνεχῶς, ξανά καί ξανά, στήν ποίηση τῆς Ἔμιλυ Ντίκινσον• ἔβλεπα νά σχηματίζεται διαρκῶς μπροστά μου ἡ αὔρα της. Γιά τό λόγο αὐτό θέλω ν’ ἀποδώσω τώρα στή Μαρίνα Τσβετάγεβα τά ταιριαστά, νομίζω, γι’ αὐτή λόγια, μέ τά ὁποῖα ὁ καλός φίλος Λουκᾶς Ἰωάννου μέ καλωσόρισε κάποτε στή μεγάλη ποίηση τοῦ ἀερικοῦ ἀπό τό Ἄμχερστ: «Πολύ περισσότερο ἀπό τήν ἀστρική ποιήτρια πού ἀποκτήσαμε γιά πάντα κάτω ἀπό τόν οὐράνιο θόλο, εἶναι ἡ οὐράνια σύντροφος πού ὅλοι μας χάσαμε».

VI

Βιώνοντας καθημερινά τή θραύση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ψυχῆς μας –μέ ὅλα αὐτά πού ἀκοῦμε καί βλέπουμε εὐθύς μόλις ἐγκαταλείψουμε τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας–, καταδυναστευμένοι ἀπό τό ἐπικρατοῦν πνεῦμα ὑλισμοῦ καί πολιτικῆς δημαγωγίας καί αἰσθανόμενοι παράλληλα ἀδυναμία ν’ ἁπλώσουμε τό χέρι μας πρός κάτι πού μᾶς ξεπερνᾶ, πρός κάτι πού βρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ περιχαρακωμένου μας ἐγώ καί ἀπαιτεῖ θυσία καί ἀγάπη γιά νά τό προσεγγίσουμε, εἶναι καλό νά κρατᾶμε ποῦ καί ποῦ στά χέρια μας, σάν φυλακτό, τά λόγια τῆς Μαρίνας – τῆς Μαρίνας αὐτή τή φορά, χωρίς ἐπώνυμο: «Στόν παράφρονα κόσμο σου / Μόνο μία ἀπάντηση – ἄρνηση».

Ἀλέξανδρος Ἴσαρης

Περίπατοι

1

Ὁ περίπατος ἀρχίζει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τήν ἐπικίνδυνη, ἀδηφάγα λεύκα, πού μέ ὑπόγειο τρόπο διοχετεύει ρίζες πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις ὑποσκάπτοντας τά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ, ὥς τόν μεγάλο σταυρό πού φαίνεται ἀπό πολύ μακριά, γιατί ἔτσι πού ὀρθώνεται σέ ἕνα ὕψωμα, γυαλίζει τόσο ἔντονα ὅταν πέφτει τό φῶς ἐπάνω στίς μεταλλικές του ἐπιφάνειες, πού εἶναι ἀδύνατον νά τόν ἀγνοήσεις. Αὐτός ὁ περίπατος πού ἔχω κάνει ἄπειρες φορές μόνος μου ἤ μέ τήν Μ. πάντοτε μέ τήν ἴδια λαχτάρα, κρύβει ἀμέτρητες ἐκπλήξεις, καινούρια θαύματα καί νέες ἐμπειρίες. Ὅταν τόν φέρνω στή σκέψη μου, δημιουργεῖται ἕνα παλίμψηστο ἀποχρώσεων καί σχημάτων, ὅπου συνωθοῦνται τά σύννεφα, τά χιόνια, τά λουλούδια, οἱ μυρωδιές, οἱ βροχές, τά ἡλιοβασιλέματα, τό χῶμα καί κυρίως τό σκοτάδι πού μέσα του προχωρῶ ἀγγίζοντας νοερά τά πανύψηλα τείχη τῆς νύχτας καί ἀκούγοντας τή σιωπή τοῦ ἀπείρου. Ὅταν δέν ἔχει φεγγάρι, ὁ ἔναστρος οὐρανός χαμηλώνει τόσο πολύ, πού νομίζω πώς σηκώνοντας τό χέρι μου θά ἀγγίξω τούς ἀσημένιους γαλαξίες πού διασχίζουν τίς ἀπέραντες ἐκτάσεις του, σάν ποταμοί πλαισιωμένοι ἀπό φωτεινές ἀπολήξεις μακρινῶν ὑπάρξεων.
Τό σούρουπο ὁ ἥλιος κατρακυλάει μέ βραδύτατους ρυθμούς πρός τά ἄλλοτε ρόδινα, ἄλλοτε μενεξεδένια κι ἄλλοτε ἀχνογάλαζα βουνά, πού ἀπό διάφανα γίνονται συμπαγή καί ἡ φύση γύρω μου γεμίζει θροΐσματα ἀγγέλων, πνευμάτων ἤ φυλλωμάτων, ὅπου ζεῖ αἰωρούμενος ἕνας ἀθέατος, ποικιλόμορφος κόσμος. Μιά μελωδία πού βασανίζει τό μυαλό μου τή στιγμή τῆς ἐκκίνησης, διαγράφει φωτεινές γραμμές ξεσκεπάζοντας ἐκλάμψεις, ρίγη καί σπαραχτικά ξεσπάσματα, καθώς ξετυλίγεται ἀνερχόμενη ἤ κατερχόμενη μέσα στούς λαβυρίνθους τῆς ὕπαρξής μου. Αὐτή ἡ μελωδία βυθίζεται ὕστερα ἀπό λίγο σ’ ἕνα πηχτό ἕλος ἤ διασχίζει τό μυαλό μου καί ξεχύνεται στόν ἀέρα γιά νά ἐξαερωθεῖ μέσα στίς συγχορδίες τῶν κελαηδισμῶν καί τῶν ὑδάτων.
Ὁ περίπατος ἀρχίζει μέ μιά ἀνηφόρα ἀνάμεσα σέ νεότατες πικροδάφνες πού φτάνουν ὥς τή δημοσιά. Ἐκεῖ πού φυτρώνουν οἱ πυκνόφυλλες ἀσπραγκαθιές στρίβω ἀριστερά καί, καθώς βαδίζω, ξεδιπλώνονται μέ ἀργούς ρυθμούς τά δασωμένα τοπία, τά σφιχταγκαλιασμένα σώματα τῶν ἐλαιόδεντρων, οἱ καρυδιές, οἱ μουριές, τά πλατάνια, οἱ συκιές καί τά ἑκατοντάδες εὐσταλή κυπαρίσσια πού ὁδεύουν πρός τόν οὐρανό. Σέ μιά καμπύλη τοῦ δρόμου ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ φοινικόδεντρα μιά στέρνα καί πιό κάτω ἄλλη μία, ὑπόγεια αὐτή, ἀκριβῶς μπροστά στή Μονή Μάντζαρη, τό γυναικεῖο μοναστήρι πού δεσπόζει μέ τόν ὄγκο του. Ὅταν φτάνω στό πηγάδι, κάνω πάντοτε μιά στάση γιά νά ἀκούσω τά τζιτζίκια, τά ἀηδόνια καί τά ἀκούραστα βατράχια πού τά κοάσματά τους μοιάζουν μέ κακόηχες δεήσεις.
Σ’ αὐτό τόν περίπατο ἔχω συναντήσει κατά καιρούς λαγούς, νυφίτσες, ἀλεποῦδες, φίδια καί σκαντζόχοιρους. Ἀπό κοντά κι ἀπό μακριά ἀκούγονται γαβγίσματα σκύλων καί χλιμιντρίσματα ἀλόγων. Στό δρόμο πρός τό σταυρό ἐμφανίζονται καμιά φορά μορφές πεθαμένων φίλων ἤ οἰκείων προσώπων, πού στέκονται ἀκίνητες ἤ ἀνεβοκατεβαίνουν χειρονομώντας. Τότε ὁ χρόνος σταματάει καί ὅλοι, ζῶντες καί νεκροί γίνονται ἕνα μέσα σ’ ἕνα ἄχρονο σκηνικό. Οἱ πιό πολλοί εἶναι ὄμορφοι καί ἐνῶ σωπαίνουν, ἐγώ ἀκούω τίς ἐνδόμυχες σκέψεις τους πού χαϊδεύουν τά αὐτιά μου.
Μετά τό μοναστήρι ὁ δρόμος γίνεται ἀνηφορικός, καί, ὅταν ἔχει βρέξει ἤ χιονίσει, εἶναι γλιστερός καί ἐπικίνδυνος. Σέ λίγα λεπτά βρίσκομαι στήν κορυφή ἑνός πυκνοφυτεμένου ὑψώματος, πού τήν ἄνοιξη εἶναι γεμάτο μέ μαργαρίτες, σπάρτα καί παπαροῦνες. Ἐδῶ, ἀνάμεσα στά πεῦκα, ὑπάρχει ἕνα παγκάκι, ἕνα τραπέζι καί Ὁ Μυστικός Δεῖπνος τοῦ Λεονάρντο ντά Βίντσι, πού εἶναι στερεωμένος ἀνάμεσα σέ σιδερένια δοκάρια. Κάθομαι στό παγκάκι καί παρατηρῶ ἐπί πολλή ὥρα αὐτό τόν πίνακα, πού εἶναι ἀλλοιωμένος ἀπό τίς βροχές, τό χαλάζι, τά χιόνια καί τούς ἀνέμους. Ἀνάλογα μέ τό φῶς, οἱ παραμορφωμένες μορφές τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαθητῶν παίρνουν ἀλλόκοτες στάσεις, ἐνῶ ἡ ὅλη σύνθεση θυμίζει περισσότερο σύγχρονη ζωγραφική παρά ἀναγεννησιακή. Τή μορφή τοῦ Χριστοῦ διασχίζουν ἀστραπές, οἱ μαθητές καί ἡ Μαγδαληνή θυμίζουν ὄντα βγαλμένα ἀπό ἐφιάλτη καί ἡ ὀροφή εἶναι κατακερματισμένη, ἕτοιμη νά καταρρεύσει στά κεφάλια τῶν εἰκονιζομένων. Ἕνας κοῦκος ἀκούγεται ἀπό μακριά καί τό βλέμμα μου βυθίζεται στήν ἀλλόκοτη ἐκείνη σύνθεση, τή διαπερνᾶ, γιά νά συναντήσει γεγονότα τοῦ παρελθόντος πού ἔχουν ξεθωριάσει, ἤ εἶναι ἀκόμα ζωντανά, χωρίς ὅμως νά θυμίζουν σέ τίποτα τήν ἀρχική τους μορφή.
Ἡ ψυχή μου σιγά σιγά γαληνεύει, νιώθω νά κολυμπάω στό σύμπαν, οἱ δυσάρεστες σκέψεις ὑποχωροῦν καί σάν ὑπνωτισμένος προχωρῶ πρός τό σταυρό, ἀπ’ ὅπου φαίνεται ὁ Ὀξύλιθος πού σκαρφαλώνει λάμποντας νωχελικά στό ἀντικρινό βουνό. Ἀνεβασμένος σ’ ἐκείνη τή μυρωμένη κορυφή, νιώθω διάφανος, σχεδόν γυάλινος, μέ μιά κατακόκκινη καρδιά νά χτυπάει ἀκόμα.
2

Ἀπ’ ὅλους τούς περιπάτους πού ἔκανα ὅταν πήγαινα στό γυμνάσιο, αὐτός πού χαράχτηκε μέ πιό ἔντονα χρώματα στή μνήμη μου εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος περίπατος πού ἄρχιζε ἀπό τό Κρόνιον καί κατέληγε στόν Σιδηροδρομικό Σταθμό μέ τά κίτρινα φῶτα καί τό ταβερνάκι, ὅπου σύχναζαν κυρίως φαντάροι. Περνούσαμε ἀπό τό Πάνθεον, τό Διοικητήριο, τό Ταχυδρομεῖο, τή Λέσχη Ἀξιωματικῶν, τίς φυλακές, τό Ρέξ, τόν Ἕσπερο καί τίς ταβέρνες τοῦ Καρεκλά καί τοῦ Μαρτίνοβιτς. Μετά ἡ πόλη τελείωνε, τά σπίτια γίνονταν ὅλο καί πιό ἀραιά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι, πού ὅσο περνοῦν τά χρόνια ἀραιώνουν μέ αὐξανόμενη ταχύτητα, γιατί τούς καταπίνει ἡ Νύχτα, ἡ Ἀδιαφορία, ἡ Λήθη ἤ ἡ ὁριστική Ἀπουσία. Κατεβαίνουν στό χῶμα καί μ’ ἕνα σάλτο βρίσκονται στήν ἀπέναντι ὄχθη, ὅπου τούς λούζει μιά ἀδιάκοπη θαλπωρή. Ἀρχίζουν νά αἰωροῦνται μέ ἰλιγγιώδεις ταχύτητες πού μετριοῦνται σέ ἔτη φωτός, διασχίζοντας μέ ἀδιανόητη γιά μᾶς εὐκολία αἰῶνες, πολιτισμούς καί γεγονότα.
Σ’ αὐτό τόν περίπατο πηγαίναμε μέ τόν Τάσο, τόν Γιῶργο, τόν Μιχάλη, τόν Λευτέρη καί μέ πολλούς ἄλλους, ἄλλοτε δυό δυό, ἄλλοτε τρεῖς ἤ καί περισσότεροι. Ἐκείνη τήν ἐποχή ἔκανα παρέα μέ παιδιά μεγαλύτερα ἀπό μένα, πού ὑποτίθεται πώς εἶχαν μεγαλύτερη πείρα σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε Ζωή. Φυσικά, τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολοῦσε κυρίως ἦταν ὁ ἔρωτας, τό σέξ, οἱ ἐρωτικές σχέσεις, τό ἄλλο φύλο πού ἔκρυβε τόσα μυστήρια! Ἐγώ, σάν παρθένος πού ἤμουν, ἔκανα πάμπολλες ἐρωτήσεις πού τίς περισσότερες φορές ἔμεναν ἀναπάντητες, γιατί οἱ ἐλάχιστα πεπειραμένοι σύντροφοί μου δέν ἤξεραν πῶς νά τίς ἀντιμετωπίσουν. Ἄλλωστε δέν βασανίζονταν ὅσο ἐγώ μέ σκέψεις πολύπλοκες καί σκοτεινές.
Συνήθως διηγοῦνταν ἐρωτικές ἱστορίες μέ φόντο τόν πευκόφυτο λόφο τοῦ Κουλᾶ, ὅπου, ὅταν πηγαίναμε ἐκδρομή μέ τό σχολεῖο, βρίσκαμε ἀμέτρητα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Αὐτά τά γλοιώδη πλαστικά, σωληνοειδή ἀντικείμενα διέγειραν σέ μεγάλο βαθμό τή φαντασία μου. Ὅταν μέναμε κοντά στόν Ἅγιο Ἀντώνιο, δίπλα στό σπίτι μας ὑπῆρχε μιά ἀλάνα ὅπου ἔρχονταν τή νύχτα νεαρά ζευγαράκια, πού τά παρακολουθοῦσα πίσω ἀπό τά κλειστά παντζούρια, χωρίς ποτέ νά μπορέσω νά δῶ τί ἔκαναν, γιατί κατάφερνα νά διακρίνω μόνο τά κεφάλια τους. Ἄκουγα ὅμως τά δυσνόητα ψιθυρίσματα, τά ἀγκομαχητά καί τίς μικρές κραυγές πού ἔβγαζαν κυρίως πρός τό τέλος. Αὐτές οἱ κραυγές εἶχαν τόση ἀγωνία καί παράπονο, πού σχημάτισα τήν ἰδέα πώς τό σέξ εἶναι κάτι λυπητερό, πού κρύβει πολύ πόνο καί θάνατο.
Οἱ συζητήσεις αὐτές μέ τούς συνοδοιπόρους μου μᾶς ὁδηγοῦσαν μοιραῖα στά θέματα τοῦ γάμου, τῶν παιδιῶν, τῆς οἰκογένειας. Ἄλλοι ἦταν ὑπέρ καί ἄλλοι προτιμοῦσαν τήν ἀνεξαρτησία τους. Ἐγώ τρελαινόμουν νά ἀκούω ἱστορίες γιά παθιασμένους ἔρωτες τῶν κατοίκων τῆς μικρῆς μας πόλης. Ἄκουγα ἐκστατικός γιά ζευγάρια πού κλέφτηκαν, πού ἐξαφανίστηκαν ἤ πού εἶχαν τραγικό τέλος. Συνήθως τό πρόβλημα ἦταν ταξικό, ὁ ἕνας προερχόταν ἀπό τά ἀνώτερα στρώματα τῆς ἀστικῆς τάξης καί ὁ ἄλλος ἀπό φτωχή οἰκογένεια. Ἔπλαθα μέ τή φαντασία μου ὁλόκληρα μυθιστορήματα, μυθοποιώντας αὐτά τά πρόσωπα πού θυσίαζαν τά πάντα στό βωμό τῆς ἀγάπης καί, ὅταν ἀργότερα τά συναντοῦσα στό δρόμο, παντρεμένα πιά νά σέρνουν ἕνα παιδικό καροτσάκι, ἔπεφτα ἀπό τά σύννεφα, γιατί οἱ ἥρωές μου ἔμοιαζαν ξαφνικά τόσο κοινοί καί ἀσήμαντοι.
Ἕνα ἄλλο θέμα πού μᾶς ἀπασχολοῦσε ἦταν τό μέλλον, τό ἀβέβαιο μέλλον πού δέν ξέραμε τί μᾶς ἐπιφύλασσε. Τί θά γινόταν ἄραγε μ’ ἐμᾶς; Πάντως ἐκείνη τήν ἐποχή τό μέλλον μᾶς φαινόταν αἰώνιο, σάν ἀχανής ἔκταση μέ ἀναρίθμητες δυνατότητες, ποικίλες σχέσεις καί προσδοκίες. Πιανόμασταν ἀγκαζέ, ὅπως κάνουν οἱ ἄντρες στήν Ἀλεξάνδρεια ἤ στήν Πόλη, πού περπατοῦν ἀκόμη πιασμένοι ἀγκαζέ. Ὑψηλές θερμοκρασίες διαπερνοῦσαν τά σώματα καί τά λόγια μας, πολύ συχνά τραγουδούσαμε ἤ κάναμε ἀστεῖα. Κολλούσαμε διάφορα παρατσούκλια ὁ ἕνας στόν ἄλλον: ἡ μαμή, ὁ ζουμπάς, ὁ ψηλέας, ἡ μοδίστρα, ὁ μισμίζης… Σ’ αὐτούς τούς περιπάτους διέπρεπε αὐτός πού ἔλεγε τά πιό πολλά ἀνέκδοτα. Δέν ὑπῆρχαν σιωπές, οἱ κουβέντες ἔτρεχαν θαρρεῖς ἀπό ρυάκι σέ ρυάκι, γιά νά καταλήξουν σέ κάποια διαφωνία, σέ ἕναν καβγά, σέ κάποια ἔξαρση ἤ ξέσπασμα. Πάντως ὅλοι προσπαθοῦσαν νά φαίνονται ἀρρενωποί, γιατί ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς φόβους τους ἦταν μήπως τούς ποῦν ἀδερφές.
Ὅταν φτάναμε στό Ἡρῶον, ἀφοῦ περιφερόμασταν ἀνάμεσα στά πανύψηλα δέντρα, καθόμασταν σ’ ἕνα παγκάκι καί λέγαμε ἱστορίες, φανταστικές τίς περισσότερες φορές, πού σκοπό εἶχαν νά ἐντυπωσιάσουν ἤ νά ξαφνιάσουν, καί τά γέλια μας ἀντηχοῦσαν μέσα στό εὐωδιαστό πάρκο. Ὅταν σκοτείνιαζε γιά τά καλά, ἄρχιζαν οἱ ἐξομολογήσεις, τά μυστικά, οἱ ἀπόκρυφες σκέψεις καί ἀγωνίες, τά προβλήματα μέ τούς γονεῖς, μέ τούς δασκάλους, μέ τά ἄλλα παιδιά, μέ τό πολύ αὐστηρό σχολεῖο. Ἡ παρέα μου κι ἐγώ πηγαίναμε συχνά στό σινεμά, ἔχοντας πάντοτε τό φόβο μήπως μᾶς τσακώσει ὁ γυμνασιάρχης. Τό κυρίαρχο συναίσθημα σ’ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς μου ἦταν ὁ φόβος. Μικρός φοβόμουν τούς δασκάλους, τούς γονεῖς μου καί τούς νταῆδες τῆς τάξης. Ἀργότερα φοβόμουν τούς ἀξιωματικούς καί τούς ὑπαξιωματικούς, τούς καθηγητές τοῦ Πολυτεχνείου, τούς προϊσταμένους. Φοβόμουν τήν ἀπόρριψη, τήν ἀπώλεια ἀγαπημένων προσώπων, φοβόμουν τούς ἀσυνείδητους ἐκδότες, τίς πολύξερες διορθώτριες, τούς φαντασμένους γκαλερίστες, τίς ἀρρώστιες, τή μοναξιά, τήν προδοσία, τήν κακία τῶν στερημένων, τίς συκοφαντίες. Αὐτό πού δέν μέ φόβισε ποτέ ἦταν ὁ θάνατος.
Ὅταν φτάναμε στόν Σιδηροδρομικό Σταθμό, κοιτάζαμε τά τρένα, τούς καπνούς, τόν Σταθμάρχη, τούς ταξιδιῶτες. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό τά κίτρινα φῶτα τῆς ἀποβάθρας, σωπαίναμε ξαφνικά, γιατί σ’ αὐτά τά μέρη ἐπικρατεῖ μιά περίεργη ἀτμόσφαιρα συγκινήσεων, ἀποχωρισμῶν καί δακρύων, πού μᾶς ἐπηρέαζε πολύ. Ὕστερα κάναμε μιά στάση στό ταβερνάκι πού ἔπαιζε λαϊκά, καί στό τέλος παίρναμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ὅπου συνήθως φιλοσοφούσαμε μιλώντας γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, τή θρησκεία, τόν Θεό καί τό θάνατο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἄρχιζαν τίς ἀτέλειωτες συζητήσεις γύρω ἀπό τό ποδόσφαιρο, ἐγώ σώπαινα γιατί ὁ τομέας αὐτός μοῦ ἦταν ἀδιάφορος. Στή Λεωφόρο Μεραρχίας χωρίζαμε κατάκοποι καί τρέχαμε στά σπίτια μας γιά νά ρίξουμε μιά τελευταία ματιά στά μαθήματα τῆς ἑπόμενης ἡμέρας.
Ὁ Τάσος ἦταν ὁ μόνος πού συνέχισα νά βλέπω τά ἑπόμενα χρόνια. Πέθανε πρίν ἀπό μιά πενταετία, ἐνῶ διάβαζε τήν ἐφημερίδα. Ἔγειρε τό κεφάλι του καί ἔσβησε. Δίπλα του βρέθηκε ὁ ἀρχινισμένος καφές, ἕνα βιβλίο μέ σελιδοδείκτη, ἕνα τασάκι μέ γόπες καί ἕνα λευκό χαρτί μέ τίς ὑποχρεώσεις τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Οἱ ὑπόλοιποι τί νά ἀπέγιναν ἄραγε; Τούς βλέπω σέ φωτογραφίες νά χαμογελοῦν, νά ἀγκαλιάζονται, νά στέκονται ἀνάποδα, νά μουντζώνουν, νά κάνουν γκριμάτσες. Κοιτάζουν πρός τό μέλλον, ἀλλά δέν ξέρω κάν ἄν εἶναι ἀκόμα ζωντανοί.
3

Ἐδῶ καί τριάντα ἑφτά χρόνια οἱ περίπατοι στό πρώην Δυτικό Βερολίνο δέν παρουσιάζουν μεγάλες ἐκπλήξεις, γιατί οἱ ἀλλαγές πού ἔχουν συντελεστεῖ εἶναι τόσο λίγες, πού μοιάζουν ἀνύπαρκτες. Αὐτό μοῦ προσφέρει μιά ἀνακουφιστική ἀσφάλεια, γιατί, ξεκινώντας γι’ αὐτή τήν πόλη, ξέρω ὅτι θά τή βρῶ ἀνάλλαχτη, πού σημαίνει στερεή, ἀπρόσβλητη. Στή συνείδησή μου ἔχουν ἀποτυπωθεῖ δύο διαφορετικές πολιτεῖες, πού τώρα σχηματίζουν μιά ἀχανή μητρόπολη. Τό Ἀνατολικό Βερολίνο ἦταν ἕνας χῶρος σιωπῆς, τρόμου, ἕνας χῶρος πού μύριζε ἀπολυμαντικό, μέ ἄσχημα κτίρια, μέ γκρίζα, μισοφωτισμένα μουσεῖα, μέ ἀφιλόξενα ἑστιατόρια, μισογκρεμισμένα σπίτια καί ἀπερίγραπτο κρύο. Ὅλα κινοῦνταν σ’ ἕνα θολό, ἐφιαλτικό τοπίο, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν φοβισμένοι καί στά καταστήματα ὑπῆρχαν μεγάλες οὐρές.
Ἡ πόλη πού ἀγάπησα καί ἐξακολουθῶ νά ἀγαπῶ εἶναι τό Δυτικό Βερολίνο, μέ τή συνεχή ζωντάνια, τούς ἀνοιχτούς ἀνθρώπους, τούς φαρδεῖς δρόμους καί τά ἀτελείωτα δάση. Ἐκεῖ ἔχουν συσσωρευτεῖ, συγχωνευτεῖ, καταχωνιαστεῖ μεγάλες φιλίες, μεγάλοι ἔρωτες, φλογερές νύχτες καί δροσερές ἡμέρες πού κυλοῦσαν προφυλαγμένες μέσα στά ὅρια τοῦ τείχους. Ὅταν πρωτοέφτασα στό Βερολίνο κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ τοῦ 1972, αἰφνιδιάστηκα εὐχάριστα, γιατί ὅλα ὅσα ἀντίκριζα ἔμοιαζαν οἰκεῖα καί γνωστά καί ξαναϊδωμένα. Εἶμαι σχεδόν σίγουρος ὅτι σέ κάποια προηγούμενη ζωή μου, σ’ αὐτές τίς ἴδιες ὁδούς τριγυρνοῦσα, στά ἴδια πάρκα καί στίς ἴδιες πλατεῖες. Τό τμῆμα πού βρισκόταν πίσω ἀπό τό τεῖχος σήμερα εἶναι ἀγνώριστο, σφύζει ἀπό ζωή, διαθέτει ὑπερμοντέρνα κτίρια, ἀλλά μοῦ εἶναι ὥς ἕνα βαθμό ξένο.
Στήν Ἑλλάδα ὅλα ἀλλάζουν μέ ταχύτατους ρυθμούς, ὅλα μετασχηματίζονται, μεταμορφώνονται καί πολύ συχνά παραμορφώνονται. Δέν προλαβαίνουμε νά ἐξοικειωθοῦμε μέ κάποια ἀλλαγή καί ἀμέσως ἀκολουθοῦν ἄλλες δέκα. Ὅταν ἐπισκέφθηκα τή Σκιάθο τό 1965, εἶχα ἐνθουσιαστεῖ ἀπό τή χαμηλόφωνη, σεμνή πολιτεία τοῦ Παπαδιαμάντη, πού δέν εἶχε καμία σχέση μέ τό τερατούργημα πού ἀντίκρισα τό 1995.
Εἶχες τήν ἐντύπωση πώς ἡ μικρή πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ εἶχε βομβαρδιστεῖ, καί στή θέση της εἶχε ἀνεγερθεῖ ἕνα ἔκτρωμα μέ μοντέρνες κατασκευές καί ἀμέτρητα κακόγουστα μπάρ πού ἐξέπεμπαν ἐκκωφαντική μουσική. Τό 1945 τό Βερολίνο ἀποτελοῦνταν μόνο ἀπό μπάζα καί καπνισμένα, χιλιοτρυπημένα ἐρείπια. Ἡ Gedächtniskirche, ἡ Ἐκκλησία τῆς Μνήμης, παρέμεινε ἄθικτη γιά νά θυμίζει τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή. Ὅμως οἱ Γερμανοί κατάφεραν νά ξαναχτίσουν τά γκρεμισμένα κτίρια ἀκριβῶς ὅπως ἦταν παλιά, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν πιστεύει ὁ ἐπισκέπτης τοῦ 1972 πώς ἀντικρίζει μιά πόλη μόλις εἴκοσι ἑφτά χρόνων.
Ἡ καρδιά τοῦ Βερολίνου χτυποῦσε τότε γύρω ἀπό τήν Κούρφύρστεννταμ, το δρόμο πού ἔχω διασχίσει ἄπειρες φορές εἴτε ἀρχίζοντας ἀπό τήν Γκενταίχτνισκίρχε ἤ ἀπό την Ἄντενάουερπλατς. Ἄλλωστε ὅλα τά σπίτια ὅπου κατοίκησα, ὅλα τά ξενοδοχεῖα ὅπου διέμεινα καί ὅλα τά διαμερίσματα ὅπου φιλοξενήθηκα βρίσκονταν στήν περιοχή αὐτή πού ἐκτείνεται ἀπό τό Σαρλόττενμπουργκ ὥς τόν Ζωολογικό Κῆπο. Τήν Κούνταμ τή βρίσκω ἐξίσου συναρπαστική ὅταν βαδίζω στό δεξί ἤ στό ἀριστερό πεζοδρόμιο, μέ βροχή, δυνατό ἀέρα, μέ χιονοθύελλα, μέ λιακάδα, μέ συννεφιά, μέ πρωινό, μεσημεριανό ἤ βραδινό φῶς. Ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς ὁδοῦ μέ τά βαριά κτίρια, τούς παλιούς κινηματογράφους, τά μεγάλα καταστήματα, τά καφέ καί τά ἀμέτρητα ρεστοράν, εἶναι μοναδική σέ ὅλη τήν Εὐρώπη καί ἔχει συνδεθεῖ μέ ποικίλα ἐπεισόδια τῆς ζωῆς μου, πού λάμπουν σάν πολύτιμοι λίθοι στή μνήμη μου. Γενικά, ὅ,τι σχετίζεται μέ τό Βερολίνο ἔχει μεγάλη ἀξία γιά τήν πορεία μου μέσα στό χρόνο.
Ὅταν βρέθηκα τόν περασμένο Μάιο ἐκεῖ, ἦταν βράδυ καί ξαφνιάστηκα, γιατί κυκλοφοροῦσε ἐλάχιστος κόσμος στά ἄνετα πεζοδρόμια τῆς πόλης, τά καφέ ἦταν μισοάδεια καί ὅλα ἦταν ὑποτονικά. Μόνο οἱ φωτισμένες βιτρίνες τῶν καταστημάτων θύμιζαν κάπως τό «ἔνδοξο» παρελθόν της. Μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ κίνηση ἔχει μεταφερθεῖ στό πρώην Ἀνατολικό Βερολίνο, στό Berlin Mitte. Ὡστόσο τήν ἑπομένη τό πρωί κάτω ἀπό ἕναν ὑπέροχο, ἀνοιξιάτικο ἥλιο, ξαναβρήκα τήν παλιά, γνώριμη εἰκόνα παλαιότερων ἐποχῶν.
Ἔμενα στήν Παρίζερστράσσε, κι ἔτσι ἦταν εὔκολο νά κάνω περιπάτους στή γύρω περιοχή. Ἀπό τό σπίτι πού μέ φιλοξενοῦσαν ὥς τό Μουσεῖο Καῖτε Κόλβιτς εἶναι δέκα λεπτά. Εἶχα πολλά χρόνια νά πάω σ’ αὐτό τό μουσεῖο, ὅπου πηγαίναμε μέ τήν Ἴνγκε καί τόν Πασχάλη γιά νά καταλήξουμε στό καφενεῖο τοῦ Σπιτιοῦ τῆς Λογοτεχνίας. Ἔχοντας στό νοῦ μου αὐτούς τούς δύο φίλους πού δέν ὑπάρχουν πιά, ἔκανα τήν ἴδια διαδρομή, γιά νά συνδεθῶ μαζί τους νοερά. Οἱ περισσότεροι περίπατοι στό Βερολίνο ἔχουν ἕνα χαρακτήρα ἐπανασύνδεσης μέ τό παρελθόν. Ἡ προσπάθεια αὐτή μοῦ προσφέρει τήν ψευδαίσθηση πώς διατηρῶ ζωντανές τίς ἀναμνήσεις πού ὅλο καί ξεθωριάζουν. Προχώρησα σάν ὑπνωτισμένος στή Φαζάνενστράσσε καί, ἀφοῦ ἔστριψα ἀριστερά στήν Κάντστρασσε, βρέθηκα στό Θέατρο τῆς Δύσης, πού με ὁδήγησε στή Σαβινύπλατς.
Ἡ Σαβινύπλατς, μέ τά πολλά βιβλιοπωλεῖα καί ἑστιατόρια, ἔχει μιά ξεχωριστή μυρωδιά, τή «μυρωδιά τῶν χαμένων φίλων», τή μυρωδιά τοῦ ἔρωτα καί τῆς φιλίας. Τά ραντεβού μας τά δίναμε συνήθως στή Σαβινύπλατς, γιατί μέναμε στούς παρακείμενους δρόμους, ἐγώ στήν Μπλάιμπτρόιστράσσε, ὁ Βόλφγκανγκ στήν Κνέζεμπεργκστράσσε, ἡ Ἴνγκε με τόν Πασχάλη στή Μόμζενστρασσε καί ἡ Κάριν στήν Μπουνταπέστερστράσσε, κοντά στό Europa Center.
Μετά ἀπό αὐτόν το νοσταλγικό περίπατο, πῆρα τό λεωφορεῖο καί κατέβηκα στή Λενίνερπλατς, ὅπου παραμένει ἀναλλοίωτο τό ὡραιότερο θέατρο τῆς πόλης, ἡ Σάουμπύνε, πού βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή ἀλλά συνδέεται μέ πάμπολλες ἀλησμόνητες θεατρικές ἐμπειρίες. Ἐκεῖ εἶδα τίς Βάκχες τοῦ Λύκ Μποντύ, τήν Ὀρέστεια τοῦ Πέτερ Στάιν, τίς Τρεῖς ἀδελφές, τόν Πρίγκιπα τοῦ Χόμπουργκ, τό Shakespeare Memory, καί πολλές ἄλλες παραστάσεις μέ μυθικούς ἠθοποιούς, τήν Ἔντιτ Κλέβερ, τή Γιούτα Λάμπε, τήν Ἄνγκελα Βίνκλερ καί τόν Ὄττο Ζάντερ. Ἐκεῖ εἶδα πολλές παραστάσεις ἑνός ἠθοποιοῦ πού παρακολουθῶ ἐδῶ καί τριάντα χρόνια, χωρίς νά μειώνεται ποτέ ὁ θαυμασμός μου γι’ αὐτόν. Μιλῶ γιά τόν Μπροῦνο Γκάντς, πού γερνάει δημιουργώντας μεγάλες ἑρμηνεῖες.
Οἱ περίπατοι στό Βερολίνο δέν ἔχουν τελειωμό. Στόν Ζωολογικό Κῆπο ἤ γύρω ἀπό τή Φιλαρμονική ἤ στήν Γκρούνεβαλντστράσσε κρύβουν πολλή νοσταλγία καί θλίψη γιά ὅ,τι χάθηκε ὁριστικά. Βλέποντας πρόσφατα γιά πολλοστή φορά τά Φτερά τοῦ ἔρωτα τοῦ Βίμ Βέντερς, σκέφτηκα πώς θά ἦταν ἀδύνατον νά γυριστεῖ ποτέ μία ταινία στήν Ἀθήνα, ὅπου θά πρωταγωνιστοῦσαν δύο ἄγγελοι. Ἡ ταινία αὐτή μοῦ θυμίζει ὅσο καμία ἄλλη τήν ἐποχή πού συχνάζαμε στό καφέ «Ἀινστάιν», στό «Παρίς» μπάρ, στό «Ρέστ Φιντέλ» καί στό «Ἀρζενάλκινο», τόν κινηματογράφο μέ τό πολύχρωμο, νεανικό κοινό, ὅπου πρωτοεῖδα μέ κομμένη ἀνάσα τόν Ἀντρέι Ρουμπλιόφ καθώς καί ἄλλα ἀριστουργήματα μέσα σέ ἐκστατική ἡσυχία.
Μοῦ ἄρεσε παλιά νά κάνω περιπάτους στό Κρόιτσμπεργκ, μιά περιοχή περισσότερο τούρκικη παρά γερμανική, πού μοῦ θύμιζε πολύ τήν Ἑλλάδα. Τίς Κυριακές πηγαίναμε στά δάση καί στίς λίμνες πού βρίσκονται γύρω ἀπό τό Βερολίνο, στή Βάνζέε, ὅπου ἐπισκεπτόμασταν τον τάφο τοῦ Κλάιστ, καί στή λίμνη Τέγκελ. Βαδίζαμε πολλές ὧρες δίπλα στό νερό, κάτω ἀπό τά δέντρα, καί ἡ ζωή ἦταν ὡραία. Ἦταν μιά ζωή μέ πολλές ἐλπίδες καί πολλές προοπτικές. Βλέπω καί ξαναβλέπω τό Μπερλίν Ἀλεξάντερπλατς τοῦ Ράινερ Βέρνερ Φάσμπίντερ, κυρίως τό ἐπεισόδιο ὅπου ὁ Ράινχολντ στραγγαλίζει τή Μῆτσε, γιατί μοῦ θυμίζει ἐκείνους τούς περιπάτους στά σχεδόν σκοτεινά δάση τοῦ Βερολίνου.
Ὅταν μέ ρωτοῦν γιατί ἀγαπῶ τό Βερολίνο, παραμένοντας σταθερός σ’ αὐτή τήν ἀγάπη πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες, προσπαθῶ νά βρῶ λογικές ἀπαντήσεις, ἄν καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν ὑπάρχουν ἀπαντήσεις μέ λογικό περιεχόμενο. Ἴσως ἕνας ἀπό τούς λόγους θά ἦταν ὅτι αὐτή ἡ μητρόπολη σέ ἀποδέχεται, σοῦ χαρίζει ἕνα φιλικό νεῦμα, σέ προσκαλεῖ καί σοῦ προσφέρει κάτι σάν προστασία. Εἰδικά γιά ἀνθρώπους μοναχικούς εἶναι ἕνα καταφύγιο, πού δέν ἐκτίθεται σέ ἀπειλές. Τό Βερολίνο εἶναι τό ἴδιο μοναχικό μέσα στή μεγάλη γερμανική οἰκογένεια. Τό τεῖχος πού τό χώρισε στά δύο μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει πιά, ἀλλά ἡ βαθιά οὐλή πού προκάλεσε θά παραμείνει ἐμφανής γιά πάρα πολλά χρόνια ἀκόμα – ἴσως γιά πάντα. Μέ συγκινεῖ τό γεγονός ὅτι εἶναι μιά πόλη σημαδεμένη, τραυματισμένη, πού δέν κάνει τίποτα γιά νά κρύβει τίς πληγές της. Ὅταν φτάνεις στό Τέγκελ ἤ στό Σαίνεφελντ, ἀκόμα κι ὅταν δέν σέ περιμένει κανείς, δέν σέ πειράζει, γιατί σέ περιμένει τό Βερολίνο.
4

Οἱ περίπατοι στόν Πύργο τῆς Τήνου σέ ὁδηγοῦν συχνά σέ ἀδιέξοδα, γιατί, παρασυρμένος ἀπό μιά καμάρα μέ βουκαμβίλιες, ἀπό μιά σκάλα, ἀπό κάποιο ἐνδιαφέρον κτίριο μέ πολλές ταράτσες πού προβάλλει στό βάθος, ἀπό ἕνα στηθαῖο, μιά θεσπέσια μυρωδιά, μιά γερόντισσα πού μισοφαίνεται ἀκουμπισμένη σ’ ἕναν τοῖχο κρατώντας ἕνα σπιράλ γιά τά κουνούπια, μιά ἄρια πού ἀκούγεται στό σοκάκι, εἶναι πολύ πιθανό νά βρεθεῖς σ’ ἕνα λαβύρινθο ἤ σέ κάποιο γκρεμό. Ἄν δέν ἔχεις χάρτη μαζί σου καί θελήσεις νά ἐπισκεφθεῖς καί τίς δεκατέσσερις ἐκκλησίες πού ὑπάρχουν ἐκεῖ, θά καταλάβεις πολύ σύντομα πώς αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Μπορεῖς βέβαια νά ρωτᾶς ἀνθρώπους πού συναντᾶς, ἀλλά ὑπάρχουν περιοχές ὅπου δέν ὑπάρχει ψυχή.
Ἔχω ταλαιπωρηθεῖ τόσες φορές τριγυρνώντας στούς ἐκτυφλωτικούς δρόμους τῆς λευκῆς πολιτείας, πού προτιμῶ, ὅποτε βρίσκομαι ἐντός της, νά ἀρκοῦμαι στό νά διασχίζω τό κεντρικό δρομάκι πού ὁδηγεῖ ἀπό τόν Πλάτανο ὥς τό φοῦρνο. Στήν κεντρική πλατεία, ὅπου συνυπάρχουν οἱ Τηνιακοί μέ τούς τουρίστες καί τούς βιαστικούς περαστικούς, ἐπικρατεῖ μιά ἑορταστική ἀτμόσφαιρα γιατί ὑπάρχει πάντα πολύς κόσμος πού κάθεται στά τέσσερα καφενεῖα καί στό ἑστιατόριο τοῦ Ἠλία, γιατί ὅλοι μιλᾶνε δυνατά, γελᾶνε ἤ ἀστειεύονται μεγαλόφωνα, μπαινοβγαίνουν, χειρονομοῦν, σχολιάζουν ἤ κραυγάζουν. Τά πιό θορυβώδη εἶναι τά ἀεικίνητα παιδιά, πού παίζουν τσιρίζοντας, κλαῖνε γοερά ἤ τρέχουν ἀπό τή μία ἄκρη τῆς πλατείας ὥς τήν ἄλλη.
Ὕστερα ἀπό δώδεκα χρόνια πού ἐπισκέπτομαι τήν Τῆνο ἔχω συνηθίσει τή μοναδική ὀμορφιά τοῦ Πλάτανου (ἔτσι ὀνομάζουν οἱ ντόπιοι τήν κεντρική πλατεία), ἀλλά τά πρῶτα χρόνια ἔμενα ἐπί πολλή ὥρα ἐκστατικός μπροστά σ’ αὐτό πού ἐμφανιζόταν ἄξαφνα μπροστά στά μάτια μου. Φτάνοντας ἀπό τόν κεντρικό δρόμο, βλέπεις ἀπέναντι τή μαρμάρινη Κρήνη μέ δύο στῆλες χαραγμένων ὀνομάτων. Ἀριστερά ἔχουν ἀπαθανατιστεῖ ΟΙ ΙΕΡΟΦΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑΣ (ὁ Χαλεπᾶς, ὁ Λύτρας, ὁ Φιλιππότης, ὁ Σῶχος, ὁ Δεσύπρης, ὁ Λαμέρας καί ἄλλοι), ἐνῶ δεξιά διαβάζεις τά ὀνόματα τῶν ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ (ἀπό τούς Τούρκους). Δίπλα στήν Κρήνη ὑπάρχει ἕνα δρομάκι πού ὁδηγεῖ στόν μεγαλοπρεπή ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καθώς καί στό νεκροταφεῖο, μέ τίς παμπάλαιες ταφόπλακες καί τούς μαρμάρινους τάφους πού ἀναπτύσσονται σέ τρία ἐπίπεδα.
Δέν ὑπάρχει ἴσως ἄλλος οἰκισμός στήν Ἑλλάδα ὅπου νά εἶναι τόσο ἔντονη ἡ παρουσία τοῦ μαρμάρου. Στόν Πύργο βλέπεις μαρμάρινες πλακοστρώσεις, μαρμάρινες ἐπενδύσεις, μαρμάρινα ὑπέρθυρα, μπαλκόνια, μαρμάρινες παραστάδες, μαρμάρινα σκαλοπάτια, χωρίσματα, ἀγάλματα, δοχεῖα, μαρμάρινες στῆλες. Ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος, κι ἐκεῖ λάμπει τίς περισσότερες ἡμέρες τοῦ χρόνου, τυφλώνεσαι ἀπό τήν ἀπαστράπτουσα λευκότητα πού σέ σφίγγει ἀπό παντοῦ. Ἄλλωστε, τά τελευταῖα χρόνια ὑπάρχει στόν Πύργο ἕνα ἐξαίρετο Μουσεῖο Μαρμαροτεχνίας.
Ἀφοῦ λοιπόν πιῶ τόν καφέ μου σέ ἕνα ἀπό τά τέσσερα καφενεῖα, εἰσέρχομαι στόν κεντρικό δρόμο, πού στό πιό εὐρύχωρο σημεῖο του δέν ξεπερνάει τά δυόμισι μέτρα. Ἀριστερά καί δεξιά ὑπάρχουν μαγαζιά μέ εἴδη δώρων, ἡ γκαλερί «Φοῦρνος», ἕνα παλαιοπωλεῖο μέ σπάνια ἀντικείμενα, μόνιμη ἔκθεση γλυπτικῆς τοῦ Φ. Καγιώργη καί τό Πνευματικό Κέντρο Πανόρμου Τήνου, ὅπου γίνονται συχνά πολύ ἐνδιαφέρουσες ἐκθέσεις Ἑλλήνων καί ξένων ζωγράφων, γλυπτῶν, φωτογράφων καί μαρμαροτεχνιτῶν. Ὁ Πύργος εἶναι ἡ πολιτεία τῶν καλλιτεχνῶν. Μετά τό κρεοπωλεῖο περνάω κάτω ἀπό μιά καμάρα καί βρίσκομαι στή μεγάλη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πού δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τόν καλλίγραμμο ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Περνάω μπροστά ἀπό τό καφέ ἄρτ «Βίνια», διασχίζω μιά πλατεία ὅπου δεσπόζει ἡ Ἁγία Τριάδα καί, ἀφοῦ ἀφήσω πίσω μου μιάν ἄλλη Κρήνη, καταλήγω στό φοῦρνο, πού τυλίγεται πάντα μέ μοσχοβολιές ἀπό ψημένα φαγητά, γλυκά καί ψωμιά.
Ὅπως ἀνέφερα παραπάνω, ὑπάρχουν δεκατέσσερις μικρές ἤ μεγάλες ἐκκλησίες, ἀλλά ἔχω συγκρατήσει στή μνήμη μου μόνο τήν ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, τήν Ἁγία Παρασκευή, τούς Τρεῖς Ἱεράρχες καί τήν Παναγία τήν Ἐλεούσα. Στό φοῦρνο κάνω τίς περισσότερες φορές μεταβολή, κουβεντιάζω μέ τίς γυναῖκες πού κάθονται στά κατώφλια τῶν σπιτιῶν ἤ μέ κάποιον γνωστό, ἀγοράζω τίς ἐφημερίδες μου ἀπό τό καπνοπωλεῖο πού βρίσκεται κοντά στόν Πλάτανο καί, ἀφοῦ στρίψω ἀριστερά, ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τά μουσεῖα τοῦ Χαλεπᾶ καί τῶν Τηνίων Καλλιτεχνῶν, βγαίνω στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν Πάνορμο.
Ὁ περίπατος ἀπό τόν Πύργο ὥς αὐτό τό ψαροχώρι ἔχει τίς περισσότερες φορές χαρακτήρα ἐξωπραγματικό, κυρίως ὅταν δύει ὁ ἥλιος. Ἡ γλαυκή ἀτμόσφαιρα πυκνώνει σιγά σιγά καθώς εἰσβάλλουν ἀπό παντοῦ σκιές μέσα σέ μεθυστικές εὐωδιές, τό ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτη Ἠλία γίνεται μολυβί, οἱ ξερολιθιές κατρακυλοῦν ἀργά μέσα σέ ἁρμονικούς σχηματισμούς, οἱ περιστερῶνες σέ ὑποδέχονται μέ διάτρητους χαιρετισμούς, ἡ ἀτμόσφαιρα καί οἱ ἀγροί τεντώνονται πρός τή θάλασσα ἀποκαμωμένοι ἀπό τό λιοπύρι τῆς μέρας. Πολύ συχνά συναντῶ κοπάδια ἀπό πρόβατα, καβαλάρηδες βοσκούς ἐπάνω σέ ἄσπρα ἄλογα καί ἀγρότες πού γυρίζουν ἀπό τή δουλειά. Μιά πολυφωνική συμφωνία καλύπτει τό τοπίο, κάνοντας τήν ψυχή μου νά πεταρίζει.
Ὅταν φτάνω στό λιμανάκι τοῦ Πανόρμου καί δέν φυσάει ὁ δαιμονισμένος ἀέρας τῆς Τήνου, κάθομαι στό καφενεῖο νά ξαποστάσω καί καταλήγω στό δωμάτιό μου, ἀπ’ ὅπου ἀγναντεύω τόν Πλανήτη, μιά μικρογραφία τῆς Μονεμβασιᾶς. Παλιότερα ἔκανα καμιά φορά τή διαδρομή ἀπό τόν Πάνορμο ὥς τόν Πύργο μέ τά πόδια, ἀλλά εἶναι τόσο ἀνηφορική ἡ κορδέλα πού σέ ὁδηγεῖ ὥς ἐκεῖ, πού τά τελευταῖα χρόνια δέν τόλμησα ποτέ νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο.
Ὅταν βρίσκομαι στήν Τῆνο τό καλοκαίρι, μένω πάντοτε στόν Πάνορμο, πάντα στό ἴδιο σπίτι, στό ἴδιο δωμάτιο μέ τό στενόμακρο μπαλκόνι, λίγα μέτρα ἀπό τή θάλασσα καί πηγαίνω καθημερινά στό Καβαλουρκό, ἀπό ὅπου ἐπιστρέφω ἀργά τό ἀπόγευμα. Προχωρῶ μέ γρήγορους ρυθμούς ἀκολουθώντας τό μονοπάτι πού διασχίζει τίς βάσεις τῶν φαλακρῶν βουνῶν μέ τίς ἁρμονικές καμπύλες, κατηφορίζω στή φιλόξενη ἀγκαλιά τῆς Ἁγίας Θάλασσας καί, ἀφοῦ κάνω μιά στάση στό ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀπ’ ὅπου τό βλέμμα μου ἀγκαλιάζει τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Αἰγαίου καί τά ἀντικρινά μισοσβησμένα βουνά, στρίβω ἀριστερά, ἐκεῖ ὅπου τό μονοπάτι χάνεται ἀνάμεσα στούς θάμνους. Συναντάω τότε δεκάδες ξαφνιασμένες σαῦρες πού χοροπηδοῦν πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ὥσπου φθάνω στόν ὅρμο τοῦ Καβαλουρκοῦ, σ’ ἕναν τόπο μυθικό, ὅπου ὅλα εἶναι συνταραχτικά καθώς συνυπάρχουν ἐδῶ καί αἰῶνες τό μεγαλειῶδες καί τό ταπεινό, ὁ Ἀπόλλων καί ὁ Διόνυσος, τό μελανό καί τό ἀλαβάστρινο, τό στιλπνό καί τό θαμπό, τό αἰχμηρό καί τό ἁπαλό, τό ὕψος καί τό βάθος, τό Ἐδῶ καί τό Ἐκεῖ.
Τίς ὧρες πού βρίσκομαι στό Καβαλουρκό εἶμαι ζαλισμένος ἀπό τήν ὀμορφιά πού σάν δῶρο τῶν θεῶν μέ ἀγκαλιάζει διεγείροντας τή φαντασία μου καί περιπλανιέμαι στά μυθολογικά βράχια, τούς ἀποκρυσταλλωμένους μάρτυρες τῆς αἰωνιότητας, ὥς τό νησάκι τοῦ Πλανήτη καί ὥς τή σπηλιά πού κρύβεται ψηλά στό μυστικό βουνό. Ὅταν κολυμπῶ ἀνάσκελα, παρατηρῶ τίς τερατώδεις χελῶνες, τούς Κύκλωπες καί τά ξωτικά πού ἔχουν πετρώσει συλλαβίζοντας τόν οὐρανό. Ὅταν ὁ ἀέρας εἶναι δυνατός, καί εἶναι συχνά δυνατός, ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα μεταμορφώνονται σέ στοιχειά, οἱ χελῶνες σέρνονται πρός τό νερό καί ὁ Πλανήτης σείεται μέσα σέ ὀργασμικούς παφλασμούς, προσπαθώντας νά σαλπάρει γιά κάποιο βόρειο προορισμό. Εἶναι τέτοιος ὁ ὀρυμαγδός, πού πονοῦν τά αὐτιά μου τά γεμάτα μέ ἄμμο καί τά μάτια μου, καθώς ἀντικρίζουν τό τοπίο νά μαστιγώνεται ἀνηλεῶς ἀπό μιά ἀνεξήγητη μανία.
Ὁ περίπατος πού ἄρχισε ἀπό τό Κρόνιον θά καταλήξει στήν Τῆνο, στόν Πύργο, ὅπου θά ἀναπαύομαι γιά πάντα, σεργιανώντας πάνω ἀπό τόν Πάνορμο, τήν Ἁγία Θάλασσα καί τό Καβαλουρκό. Ἔτσι ἡ Τῆνος θά γίνει ἡ Ἰθάκη μου καί οἱ συλλογισμοί μου θά μπερδεύονται μέ τά σύννεφα, τούς γλάρους καί τά περιστέρια, καθώς θά προσπαθοῦν νά λησμονήσουν σιγά σιγά τά τραύματα, τίς διαψεύσεις, τούς λυγμούς, τίς ἀρρώστιες καί τίς ἀτέλειωτες περιπέτειες τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μου.

 

Theo Dorgan

Ἀπό τή συλλογή «Ἑλληνικά»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΘΗΟ ΝΤΟΡΓΚΑΝ, μέλος πολυμελοῦς οἰκογένειας καθολικῶν, γεννήθηκε στό Κόρκ τῆς Ἰρλανδίας τό 1953. Σπούδασε ἀγγλική λογοτεχνία καί φιλοσοφία στό Πανεπιστημιακό Κολέγιο τοῦ Κόρκ, στό ὁποῖο ἐπίσης δίδαξε, παράλληλα μέ τήν πρώτη δουλειά ὡς ὑπεύθυνος λογοτεχνίας στό Triskel Arts Centre. Πρωτοεμφανίστηκε στά γράμματα τό 1991 μέ τή συλλογή The Ordinary House of Love (Salmon Poetry, Γκάλγουεϋ) καί ταυτόχρονα ὡς ἐπιμελητής τῶν ἀνθολογιῶν Revising the Rising (μαζί μέ τήν πανεπιστημιακό Μαϊρίν Νί Ντόνντσαντα (Máirín Ní Dhonnchadha) καί Leabhar Mór na hÉireann / The Great Book of Ireland (ἕνα μεγάλων διαστάσεων βιβλίο στό ὁποῖο συμμετέχουν 140 ποιητές καί 120 ζωγράφοι καί τό ὁποῖο ἐκδόθηκε μέ τήν εὐκαιρία τοῦ Δουβλίνου ὡς Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης 1991). Τόσο ἡ πρώτη ὅσο καί ἡ δεύτερη ποιητική συλλογή του (Rosa Mundi, Salmon Poetry, 1995) ἐξαντλήθηκαν γρήγορα καί δέν ἐπανεκδόθηκαν, παρ’ ὅλο τό ἐνδιαφέρον πού προκάλεσαν, παρά μόνο τό 2008, σέ ἕναν τόμο, ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο Dedalus Press. Τό 1998 ὁ Ντόργκαν τύπωσε στόν δικό του ἐκδοτικό οἶκο Wave Train Press τήν τρίτη του συλλογή Sappho’s Daughter (Ἡ κόρη τῆς Σαπφῶς) πού ἐντάχθηκε, στή συνέχεια, ὡς αὐτόνομη ἑνότητα στό τέταρτο βιβλίο του Greek (Ἑλληνικά) (2009), ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται τά ἀποσπάσματα πού παρουσιάζονται ἐδῶ. Φανατικός λάτρης τῆς θάλασσας, ὁ Ντόργκαν ἔχει γράψει ἐπίσης τά προσωπικά ἀφηγήματα Sailing for Home (Penguin Ireland, 2004), μιά ἐξιστόρηση τῆς διάσχισης τοῦ Ἀτλαντικοῦ μέ ἱστιοπλοϊκό ἀπό τέσσερα ἄτομα, ἀπό τήν Καραϊβική ὥς τήν Ἰρλανδία, πού ἐπαινέθηκε ἀπό τήν Ντόρις Λέσσινγκ (Doris Lessing), καί Time on the Ocean: A Voyage from Cape Horn to Cape Town, ὑπό ἔκδοση ἀπό τίς ἐκδόσεις New Island, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2010, καθώς καί ἕνα ἀνέκδοτο μυθιστόρημα μέ τίτλο Tom and Clare. Τό λιμπρέτο του Jason and the Argonauts, γιά τό ὁμότιτλο ἔργο τοῦ Χάουαρντ Γκούντωλ (Howard Goodall), παρουσιάστηκε στό Ρόγιαλ Ἄλμπερτ Χώλ τοῦ Λονδίνου, τό 2004, ἐνῶ στίχους του ἔχουν τραγουδήσει, μεταξύ ἄλλων, οἱ τραγουδιστές Ἄλαν Στίβελ (Alan Stivell), Τζίμμυ Κρόουλεϋ (Jimmy Crowley) καί Κόρμακ Μπρέθνακ (Cormac Breathnach).
Σέ ἀντίθεση μέ μιά περιορισμένη σέ ἔκταση ποιητική παραγωγή, ὁ Θῆο Ντόργκαν ὑπῆρξε γιά πολλά χρόνια πρόσωπο-κλειδί γιά τήν προώθηση τῶν ποιητικῶν πραγμάτων τῆς Ἰρλανδίας. Ἐπιμελήθηκε τίς ἀνθολογίες ποίησης Irish Poetry Since Kavanagh (Four Courts Press, 1996), Watching the River Flow (μέ τον Noel Duffy, Poetry Ireland, 1999), The Great Book of Gaelic (μέ τον Malcolm Maclean, Canongate, 2002) καί The Book of Uncommon Prayer (Penguin Ireland, 2007). Ταυτόχρονα, ὡς δραστήριος διευθυντής τοῦ Poetry Ireland / Éigse Éireann, ἦταν ὑπεύθυνος τοῦ περιοδικοῦ Poetry Ireland Review καί παρήγαγε λογοτεχνικές ἐκπομπές γιά τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση (ὅπως ἡ ἐκπομπή Poetry Now στό ραδιοσταθμό RTÉ Radio 1, καί ἀργότερα ἡ ἐκπομπή βιβλίου Imprint στήν τηλεόραση RTÉ TV). Διετέλεσε μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τοῦ Ἀνωτάτου Συμβουλίου Πολιτισμοῦ (The Arts Council) μεταξύ 2003-08, μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τοῦ Ὀργανισμοῦ Κόρκ Πολιτιστική Πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης 2005, καί ἱδρυτικό μέλος τοῦ Aosdána, ἑνός ὀργανισμοῦ μέ ἀποστολή τήν ὑποστήριξη τῶν καλλιτεχνῶν μέ σημαντική συμβολή στή σκηνή τῆς τέχνης στήν Ἰρλανδία. Στόν τομέα τῆς μετάφρασης διηύθυνε τά συλλογικά ἐργαστήρια μετάφρασης τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικτύου Μετάφρασης Ποίησης, στό ὁποῖο ἔλαβαν μέρος, μεταξύ ἄλλων, καί οἱ Ἕλληνες ποιητές Νίκος Φωκᾶς καί Δημοσθένης Ἀγραφιώτης. Μετέφρασε στά ἀγγλικά ποιήματα τῆς Σλοβένας ποιήτριας Μπάρμπαρα Κορούν (Barbara Korun) (σέ συνεργασία μέ τήν ποιήτρια Ana Jelnikar), πού ἐκδόθηκαν μέ τίτλο Songs of Earth and Light, μεταφράζει ἀπό τά γαελικά καί τά γαλλικά, ἐνῶ δικά του ποιήματα ἔχουν περιληφθεῖ σέ ἰταλικές καί ἱσπανικές ἐκδόσεις.
Ἡ ἔκδοση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς του Greek (πρώτη παρουσίαση: Ἀθήνα, Νοέμβριος 2009) σηματοδοτεῖ μιά στροφή στή σταδιοδρομία του, τά τελευταῖα χρόνια, μέ τή σταδιακή ἀποχώρησή του ἀπό τίς διοικητικές θέσεις καί τήν ἐπικέντρωσή του στήν ποιητική γραφή. Στά βήματα πολλῶν συμπατριωτῶν του ποιητῶν, ἀπό τόν Γ.Μπ. Γέητς καί τόν Σέημους Χῆνυ (Seamus Heaney) ὥς τόν Μάικλ Λόνγκλεϋ (Michael Longley) καί τόν Ντέρεκ Μαχόν (Derek Mahon), ἡ σχέση τοῦ Ντόργκαν μέ τή χώρα μας εἶναι παλιά καί βιωμένη: ἀπό τήν Κρήτη στήν ὁποία περιπλανήθηκε ὡς flâneur, μαζί μέ τή σύντροφό του, ποιήτρια Πώλα Μήχαν (Paula Meehan), τίς δεκαετίες τοῦ ’70 καί τοῦ ’80, ὥς τήν ἱστιοπλοΐα στά νησιά τοῦ Ἰονίου, ἀλλά καί τή θαλπωρή τῶν Θέρμων, στήν ἀνατολική Ἰκαρία, σταθερό σημεῖο συγγραφικῆς καταφυγῆς του τά τελευταῖα χρόνια. Τά Ἑλληνικά, ὅπως ὑποδηλώνει καί ὁ τίτλος, συγκεντρώνουν μέ «ἀπογραφικό» τρόπο ποιητικά ἐρεθίσματα, συνειδησιακές ὀφειλές καί θραύσματα ταυτότητας τῆς σχέσης αὐτῆς.
Ἡ συλλογή ἀρθρώνεται σέ τρεῖς ἑνότητες. Ἡ πρώτη, μέ τίτλο «Undying» (Ὅ,τι ἀρνεῖται νά πεθάνει), ἐκτυλίσσεται ὡς σπειροειδής συνειδησιακή ροή, πού ξεκινώντας ἀπό ἐρεθίσματα μυθολογίας, ἱστορίας καί τοπιογραφίας τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, ἐξελίσσεται σέ μιά συνεχή διαπραγμάτευση τοῦ ἐρωτήματος τῆς ταυτότητας ὡς ἐπιλογῆς. Στό εἰσαγωγικό ποίημα «Ξεκίνημα, ξεκίνημα ξανά», ἰδίως, ὁ ποιητής κατορθώνει νά ὑψώσει στό ἐπίπεδο τοῦ λόγου τή διαπίστωση What is my nation is not the same thing as what is my place (Ποιό εἶναι τό ἔθνος μου δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τό ποιός εἶναι ὁ τόπος μου). Ὁ Θῆο Ντόργκαν συναντιέται, μ’ αὐτό τόν τρόπο, μέ τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς φαντασιακῆς κοινότητας [Imagined Community, κατά Μπ. Ἄντερσον (B. Anderson)], ὅλων τῶν μή αὐτόχθονων ἐπισκεπτῶν τῆς Ἑλλάδας πού συνδέθηκαν μαζί της μέ βιωματικές σχέσεις ταυτότητας• ἀπό τόν Μπάυρον (Byron), τόν Λακαρριέρ (Lacarrière) καί τόν Φόουλς (Fowles), μέχρι τόν Ντάρρελ (Durrell), τόν Τσάτγουιν (Chatwin) καί τόν Λάξ (Lax). Ζητήματα μνημονικῶν καί ὑποσυνείδητων ἀποθησαυρίσεων, παιδικῆς ἡλικίας, διαλεκτικῆς τοῦ χρόνου, τῆς φθορᾶς καί τοῦ τέλους καί «καθαρῆς» ποιητικῆς εἰκονοποιίας διαπλέκονται ἐπίσης μέ τούς στίχους του στά ποιήματα αὐτά. Στή δεύτερη ἑνότητα, μέ τίτλο «Islands» (Νησιά), μέ πιό «συγκρατημένες» προθέσεις, μιά σειρά ἀπό ἐμπειρικά στιγμιότυπα ἀναδεικνύονται σέ μικρές, αὐτόνομες ποιητικές νησίδες. Ἡ τρίτη ἑνότητα, πού περιέχει αὐτούσια τή συλλογή του Ἡ κόρη τῆς Σαπφῶς, ἐκκινώντας ἀπό τήν ἱστορική πληροφορία ὅτι ἡ Σαπφώ εἶχε ἀποκτήσει μιά κόρη μέ τόν ἔμπορο ἀπό τήν Ἄνδρο Κερκύλα, τήν Κλεΐδα, ἐπιχειρεῖται ἡ ἀφήγηση τῆς μοναδικῆς ἑτεροφυλόφιλης ἐρωτικῆς σχέσης τῆς ποιήτριας, ὑπό τή διπλή ὀπτική, τοῦ ἄντρα ὅσο καί τῆς γυναίκας.

ΞΕΚΙΝΗΜΑ, ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΞΑΝΑ

1
Ἐπίπεδο σκληρό φῶς ἀπ’ τό ψηλό παράθυρο,
καινούρια παπούτσια νά χτυποῦν στό γυαλισμένο πάτωμα,
ἕνα αἰώρημα σκόνης κιμωλίας κρέμεται στόν ἀέρα.

Τό κεφάλι μου ἀκόμα γεμάτο καλοκαίρι,
νά τρέχει καί νά ἐξακοντίζεται, διάστημα.
Μιά καινούρια χρονιά ἁπλώνεται μπροστά μας.

Τό κεφάλι ἑνός Ἀργείου στό καινούριο βιβλίο,
μέ πανοπλία, γένια, ἕνα ναό ἀπό πάνω του,
μιά τριήρη κάτω στόν ὅρμο.

Φρέσκια μελάνη, φρέσκο χαρτί, ὁ κόσμος
ἀθόρυβα ν’ ἀνοίγεται πρός τό νότο.
Ἐκεῖ πού πᾶνε τά χελιδόνια.

Τριακόσιοι ἄντρες καί τρεῖς ἄντρες.
Σπάρτη. Τά νησιά τῆς Ἑλλάδας.
Θαλασσοδαρμένος Ὀδυσσέας. Ἀλέξανδρος.

Πλοῖα καί κόκκινο κρασί, φῶς τοῦ ἥλιου κάτω ἀπ’ τά πεῦκα,
σταφύλια καί πικρές ἐλιές, τραχιοί λαμπεροί τοῖχοι.
Ἡ παιδική ἡλικία τοῦ κόσμου.

Στρογγυλός πύργος στό σημειωματάριο• ἱστορίες τοῦ περασμένου χρόνου
γιά χειμωνιάτικες καταιγίδες, αἷμα καί ἁρπαγές.

Γύρισα τήν πλάτη μου στόν βόρειο ἄνεμο,
δέν ἐνδιαφέρομαι γιά τούς Βίκινγκς, γιά τό θάνατο γιά χρυσό.
Ὁ νότος κέρδισε ὅλη τήν καρδιά μου.

* * *
Αὐτόν τό χειμώνα κατάλαβα ὅτι ἤμασταν φτωχοί,
ἀνεβαίνοντας στό Φέαρ Χίλ μέσα ἀπ’ τήν πλαϊνή βροχή
μέ παπούτσια πού ἔσταζαν, γιά νά χαθοῦμε βιαστικά στή λάσπη καί τό κρύο•
εἶδα τόν ἑαυτό μου νά γερνάει σ’ ἕναν μικρό κόσμο
καί ἀρνήθηκα. Ἕνα ὄνειρο τοῦ ἀλλοῦ ὑπερίσχυσε.

2
Καί τότε, χρόνια ἀπ’ τή ζωή πού ὀφείλουμε νά λέμε ἀληθινή.
Ἡ Ὑπόθεση τῆς Ἰρλανδίας, ἡ μακρά πορεία
μέσα ἀπό δουλειά καί ἀγάπη,
ὁ φόνος πού ἁλμυρίζει τόν πικρό ἄνεμο, τά στενάχωρα
εἰλικρινή ἐπιχειρήματά μας, ἡ ἀργή σκέψη,
πού προσπαθεῖ μέ μικρούς τρόπους νά κάνει τό καλό• χρόνια
σκαψίματος ἐκεῖ πού στέκεσαι καί τί εἶναι
τό ἔθνος μου; Μονοτονία καί χαρά στό ἴδιο μέτρο,
τά περισσεύματα ἡλικίας καί ὀργῆς καίγονται σιωπηλά•
δουλειά καί ἀπόδραση, δουλειά καί ἀπόδραση,
ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ ὅ,τι σέ διεκδικεῖ καί σ’ αὐτό πού ἐσύ διαλέγεις.

Ἡ μεγάλη, «πλάγια» ἐλευθερία τῆς τέχνης μας•
τά ἐπινοοῦμε ὅλα. Οἱ λέξεις μέ διαλέγουν
κι ἐγώ τίς δέχομαι, πεισματάρης μέ ὄρθια πλάτη:
Σούνιον. Σάντον. Ἑρμῆς. Ἀθήνα. Σπίτι.

Τά δίχτυα ἀπ’ ὅπου δραπετεύουμε, κι αὐτά πού βρίσκουμε• κι αὐτό πού μᾶς βρίσκει.

Τό σπίτι εἶναι ἐκεῖ πού μεγαλώνει ἡ καρδιά,
κι ἐκείνη ἔχει ὅλη τήν καρδιά μου πού μόλις καί μετά βίας ἤλπιζα νά μάθω•
τό πόδι της μέ τό δικό μου σέ γλυκιά ἁρμονία
ἐκεῖ πού οἱ μικρές βάρκες πλησιάζουν τήν ἀποβάθρα
καί τό ἀρνί καπνίζει στή σούβλα τό ἀπόγευμα
καθώς περιπλέκουμε τό ἀλφάβητο, οἰκεῖο καί ξένο,
καί ἡ ζέστη τῆς μέρας μαλακώνει τά κόκαλά μας τό σούρουπο.

3
Τά γνώριμα μονοπάτια τῆς Ἐρεσοῦ εἶναι τά μονοπάτια πού ὀνειρευόμουν
βαδίζοντας στά γνώριμα μονοπάτια τῆς γενέθλιας πόλης.
Τά πλοῖα στό λυκόφως στούς δρόμους τοῦ Πειραιᾶ
εἶναι πλοῖα πού κάθισαν βαριά μέ τή νύχτα στό Πένροουζ Κί.
Τά πεῦκα στό Φαουντενστόουν στήν ἀσβεστολιθική χαράδρα
στέκουν στήν ἴδια βαθιά μοναξιά ὅπως στά Θέρμα,
εἶμαι ἐκεῖνο τό ἀγόρι ἀκόμα, σέ δυό μέρη ταυτόχρονα,
πού χτυπάει τά πόδια του καί ἀνεβαίνει στίς σκεπές.

Θά ξάπλωνα κάτω ἀπ’ τό φεγγάρι τοῦ Κυνηγοῦ,
ὁ ἀέρας βαρύς ἀπό τή γύρη, τό νησί ἕνας ψίθυρος,
καί θά ξαναγύριζα μέ λόγια πίσω τή μέρα ἐκεῖ ὅπου ξυπνήσαμε
στό κρύο τοῦ πρωινοῦ, μέρα δροσερή μέ μυρωδιά ρετσινιοῦ.
Πρωινό στό καφενεῖο, μέλι καί γιαούρτι,
τά μάτια σου κρύα σάν τό Αἰγαῖο πιό κάτω, τό χέρι σου
νά ψάχνει τό δικό μου ὅπως καθόμαστε δίπλα στή θάλασσα.
Χτές τό βράδυ ὀνειρεύτηκα ὅτι ἤμασταν πίσω στήν Κάτω Ζάκρο,
νά περπατᾶμε τό ἐρειπωμένο παλάτι στό φεγγαρόφωτο,
τά ταξί νά μαρσάρουν στήν τελευταία ταβέρνα, τά γκαρσόνια
νά φλυαροῦν γιά τό Δουβλίνο μέ κάποιον ἡλιοκαμένο.

Τά ψάρια στό Σάντον ἔλαμπαν πάνω ἀπό τή φωτισμένη στίς ἄκρες κορφή τῶν κυμάτων,
ὑπῆρχαν παῖκτες τοῦ χέρλινγκ πού στριμώχνονταν καί φώναζαν στήν πέτρινη παραλία.

Ὁ ταχυδρόμος μᾶς ξύπνησε, ἅπλωσες νά χαϊδέψεις τά χείλη μου
καί χαμογέλασες: Καλή μέρα, εἶπες. Καλή μέρα μοναδική μου ἀγάπη.

4
Ἐρχόμαστε καί φεύγουμε.

Τό νά ζεῖς τή ζωή σου δέ εἶναι τόσο ἁπλό ὅσο νά διασχίζεις τή θάλασσα.
Ἡ φωνή ἀπ’ τήν ὁποία φεύγεις μακριά κάποια στιγμή θά σ’ ἀνακαλύψει.

Ἀφήσαμε τόν Ἅγιο Κήρυκο, πρίν ἀπό πόσο, δυό μέρες;
Θαλασσοδαρμένος καί διαυγής, μ’ ἕνα παλιό τραγούδι στό κεφάλι.

Torann na dtonn le sleasaibh; na long
ag tarraingt go teann ‘n ár gceann fé sheol.

Ἐκείνη ἡ σχολική τάξη ξανά, μιά μακριά προοπτική ν’ ἀνοίγεται πρός τά πίσω –
οἱ λόφοι τοῦ δυτικοῦ Κόρκ, ἡ βαθιά δαντελωτή ἀκτή
καί πλοῖα στή θάλασσα, ἀπό τό νότο καί τή δύση,
ἀπό τήν ἀνατολή• ἡ γαλάζια εἰσβολή τῆς ἱστορίας,
ἔξοδος τοῦ ἐμπορίου.

Ἀνοίγοντας πανιά σήμερα τό πρωί στούς δρόμους ἔξω ἀπ’ τόν Πειραιά,
ἕνας γέρος κινεῖται μέσα μου, τυλίγοντας τίς γραμμές.

* * *

Ἡ φίλη μας ἀπό τά Θέρμα περπατάει μαζί μας στήν ἀγορά,
ὑπάρχει κάτι ἀπό τή μητέρα μου σ’ αὐτή,
ὁ τρόπος πού μετράει τά πράγματα, βυθισμένη στή δίνη τῆς συζήτησης,
τά μάτια της λαμπερά καί ἔξυπνα, τό χέρι της ράμφος πουλιοῦ
τινάζεται ν’ ἀγγίξει τά φρέσκα φροῦτα, νά τραβήξει κέρματα ἀπ’ τό πορτοφόλι της.
Καί κάτι ἀπό τόν πατέρα μου στόν Στέφανο ἀπό τόν Ἀγριόλυκο,
πού βγαίνει κολυμπώντας στήν ἀκτή, ἀκόμη γαλανά τά μάτια του, θαλερός στά ὀγδόντα.
Κλειδώθηκες μαζί μέ τό ρυθμό στό κεφάλι μου, μουρμούρισες
Measaim gur súbhach don Mhumhain an fhuaim…
τά δάχτυλά σου σφίχτηκαν στά δικά μου• κάτι ξεκαθάρισε:

Ποιό εἶναι τό ἔθνος μου δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τό ποιός εἶναι ὁ τόπος μου.

Ἀνάμεσα σέ μιά στιγμή καί τήν ἑπόμενη, μιά ἀνάσα εὐγνωμοσύνης.
Βρήκαμε τό βῆμα μας, περνώντας ἀπό τό φῶς στή σκιά
καί πάλι ἔξω στό φῶς, μαχόμενοι τήν κυκλοφορία,
ἀπορροφημένοι ἀπ’ τό λίκνισμα τῆς συζήτησης ἐκεῖ ὅπου βάδισε ὁ Πλάτωνας.
Μιά συνηθισμένη μέρα στήν Ἀθήνα τοῦ Μάνστερ, στήν Ἀττική μέ τά μαλακά φωνήεντα,
σχολική τάξη τῆς πόλεως καί τοῦ ναοῦ, γενέθλιο τόπο τῆς σκέψης.

Ἡ λευκή πόλη τῆς παιδικῆς ἡλικίας πού εἶναι παντοῦ ἡ ἴδια.
Αὐτή μόνο ἡ ζωή πού εἶναι παντοῦ τό βαθιά ριζωμένο ἴδιο.

ΚΑΤΩ ΖΑΚΡΟΣ
Τό λένε τό Φαράγγι τῶν Νεκρῶν.
Ψηλά πάνω ἀπ’ τό κεφάλι τά ταφικά σπήλαια
εἶναι τρυπημένα σέ κίτρινο βράχο.

Ἄμμος κάτω ἀπ’ τά πόδια, καί σκόνη, ὅλα καθαρά, ἀκριβή.

Τά πόδια σου μέ τά σαντάλια σκοντάφτουν ἐκεῖ, κι ἐκεῖ, κι ἐκεῖ –
ὑπνωτική διαύγεια πέτρας καί ἀσφοδέλων,

τό ἀκριβές γαλάζιο τοῦ μαντιλιοῦ πού δένει τά μαλλιά σου.
Κρατᾶς ἕνα κυρτό μπαστούνι σά νά ‘ταν τόξο,
καί λάμπεις στίς ἄκρες, τό φῶς βγαίνει ἀπό μέσα σου.

Ἔχεις τόν σταθερό δρασκελισμό τοῦ κυνηγοῦ, ἕτοιμη νά πᾶς
ὁπουδήποτε, νά ριψοκινδυνέψεις τά πάντα μέ τό ἔνστικτο,
κι ἐγώ χρειάζομαι νερό, χρειάζομαι θάρρος, χρειάζομαι ξεκούραση.

Ἀκολουθῶ τό γαλάζιο ἔμβλημα καί τά μαλλιά σου,
τό κεφάλι σου φωτεινό πουλί πού ὁρμάει στό Φαράγγι
σκύβοντας τώρα, καί τώρα, καί τώρα.

Θραύσματα ἀγγείων, ἕνα κομμάτι στομίου, ἕνα κούτσουρο-λαβή,
σκύβω νά τά μαζέψω, ὁ ἥλιος ψηλά ἀνάμεσα στά τοιχώματα,
καί τό κεφάλι μου πονάει ἀπ’ τή ζέστη.

Κροταλίζω τά φυλαχτά μου, ἐλπίζοντας νά σέ κάνω νά γυρίσεις,
λιπαίνοντας τό ἀποτύπωμα τοῦ ἀγγειοπλάστη μέ τό δικό μου.
Πόσο καθαρά εἶναι ὅλα, χωρίς πνοή ἀέρα

ὥσπου χτυπᾶς τά πνευμόνια μου μ’ ἕνα βλέμμα.
Οἱ καρδιές ἀναπηδοῦν, τό ξέρω, τό ἔνιωσα, ἀκόμη τό νιώθω –
ἐδῶ στό σκοτάδι, ἀκολουθώντας τά ἴχνη σου μέσα ἀπ’ τό φῶς.

ΙΘΑΚΗ
Στόν Leonard Cohen
Ὅταν θά φύγεις ἀπ’ τήν Ἰθάκη ξανά,
ἄς εἶναι φθινόπωρο, νωρίς, τά πλατανόφυλλα νά πέφτουν καθώς θά φεύγεις,
γιατί ἡ ἄνοιξη θά σέ τάραζε μέ τήν ἐπιτάχυνσή της,
τούς ψιθύρους της τῆς νιότης.

Θά ἔχεις κερδίσει ἐπάξια τό δρόμο ὥς τό λιμάνι,
ἀπαλλαγμένος ἀπό ὑποχρεώσεις, ὁ φόρος ἐργασίας πληρωμένος,
τό σπίτι τέσσερα τετράγωνα, ὁ γιός σου πατέρας,
ἡ μητέρα του, ἡ πολυ-αγαπημένη, θά ἔχει ἀναχωρήσει γιά τίς σκιές.

Βάδισε δίπλα στίς ἐξώπορτες, μήν κοιτάξεις δεξιά ἤ ἀριστερά,
μήν εἰσπνεύσεις τόν καπνό τοῦ ξύλου,
τή δειλή λάμψη τῶν νέων κοριτσιών,
τό ρετσίνι καί τό πεῦκο τοῦ σπιτιοῦ.
Στάσου ἐκεῖ καί κράτησε τό βλέμμα τους,
ἦταν καλοί γείτονες.

Κάθε σανίδα νά ταιριάζει μέ τήν ἄλλη, ἀργή δουλειά καί σίγουρη,
τό κατάρτι ἴσιο ὅπως ἡ πλάτη σου.
Νερό καί κρασί, λάδι, ἁλάτι καί ψωμί.
Πάρε ἕνα χέρι στά δικά σου, γιά τύχη.

Κόψε τά σχοινιά χωρίς οὔτ’ ἕνα βλέμμα πρός τά πίσω
καί κάθισε στό πανί.
Θά ὑπάρξουν λιμάνια, προστατευμένα ἀπ’ τόν καιρό•
θά ὑπάρξουν μακριά ἄδεια περάσματα πέρα ἀπ’ τή στεριά.
Μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀγάπη ἤ καλοσύνη, μή βασίζεσαι σ’ αὐτά
ἀλλά δέξου τα σάν πιθανότητα.
Νά εἶσαι ἕτοιμος γιά θύελλες.

Ὅταν θά φεύγεις ἀπό τήν Ἰθάκη, κινήσου κυκλικά νότια
κι ἔπειτα ἀπομακρύνου πρός τήν Κίρκη, τήν Καλυψώ,
ὅ,τι θυμᾶσαι, ὅ,τι πρέπει νά κρατήσεις στό μυαλό.
Πίστεψε στήν πορεία σου, πού ‘χει ἀπό καιρό καθοριστεῖ γιά σένα.
Δέν ἔγινε ποτέ λόγος γιά ἐπιστροφή.
Ὅλοι ὅσοι ἔκαναν τό ταξίδι μαζί σου,
αὐτοί πού ἔπεσαν στή λάμψη τοῦ χαλκοῦ,
αὐτοί πού στράφηκαν σέ ἄλλα πεπρωμένα,
ἔχουν ἀπό καιρό γίνει ἀσφόδελοι καί σκόνη.
Θά ταξιδέψεις χωρίς συντρόφους, ἀλλά πήγαινε πρέπει.

Θά ὑπάρξει χρόνος στίς μακριές μέρες καί νύχτες,
τίς ζαλισμένες ἀπό τόν ἥλιο ἤ τίς ὁδηγημένες ἀπ’ τά ἀστέρια,
νά ξετυλίξεις τό κουβάρι τῆς ζωῆς σου.
Θά μάθεις πάλι αὐτό πού πάντα ἤξερες –
ὅτι ὁ ἄνεμος σκορπίζει τά πάντα στό πέρασμά του.

Ὅταν θά ξεκινήσεις ἀπ’ τήν Ἰθάκη ξανά,
δέν χρειάζεται νά ρωτήσεις ποῦ πᾶς.
Δῶσε στήν κάθε μέρα τήν ἀπερίσπαστη προσοχή σου –
στό ἀνέβασμα καί τήν ἐναλλαγή τοῦ κύματος στά πλάγια τοῦ πλοίου,
στήν προσέλκυση σέ μικρά λιμάνια –
καί μήν ξεχνᾶς τήν Ἰθάκη, ἔχε τήν Ἰθάκη στό μυαλό σου.
Ὅλα αὐτά πού ἦταν καί εἶναι, καί θά εἶναι χωρίς ἐσένα.

Νά εἶσαι εὐγνώμων γιά τά μέρη πού βρέθηκες,
γιά ὅσους ἔμειναν στό πλευρό σου,
γι’ αὐτούς πού σέ προσπέρασαν
ἤ ἔμειναν πίσω βλέποντάς σε νά φεύγεις.
Νά εἶσαι εὐγνώμων γιά τή λεπτότητα στό ἀρωματισμένο σκοτάδι
ἀπ’ τήν ὁποία ἀργά ἤ γρήγορα θά σαλπάρεις ξανά.

Κάποιο πρωί, κάποια καθαρή νύχτα,
θά φτάσεις στίς Ἡράκλειες Στῆλες.
Πέρασέ τες ἄν θέλεις. Εἶσαι ἐλεύθερος νά γυρίσεις πίσω.
Πήγαινε μπροστά στήν πλώρη, βάλε τό χέρι σου στό κατάρτι,
ἄκουσε τόν ἄνεμο στό βραχίονά του πού χτυπάει.
Τώρα εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό σπίτι καί ταξίδια,
ἄθυρμα στήν ἄκρη τῆς παλίρροιας.
Ἡ Ἰθάκη εἶναι μπροστά σου, ἡ Ἰθάκη εἶναι πίσω σου.
Ὁ ἄντρας εἶναι γεννημένος χωρίς σπίτι, φτιαγμένος γιά τή θάλασσα.
Πρέπει νά κάνεις ὅ,τι εἶναι καλύτερο.
[Ἀπό τήν ἑνότητα «Ὅ,τι ἀρνεῖται νά πεθάνει»]

SURVIVOR
Ἀθηναῖος δικηγόρος, σέ διακοπές στά νησιά.
Τοῦ προσφέρω τσιγάρο, γεμίζει δυό ἀκόμα ποτήρια κονιάκ.
Ὁ σερβιτόρος σκορπίζει τό ψωμί στό νερό,
ἐξακολουθοῦμε νά καθόμαστε στό μοναχικό φῶς πού ἔχει ἀπομείνει νά καίει.
Τό θέμα εἶναι ὁ ἐμφύλιος πόλεμος• ἔχουμε μιλήσει γιά τή φτωχή μου χώρα, μοῦ ζητάει νά ἐξηγήσω τό «ἀσυνήθιστα προσηνής», ὅταν, σ’ ἕναν διαυγή αἰφνιδιασμό ἐμπιστοσύνης, τόν ρωτάω πῶς ἦταν ἐδῶ, κάτω ἀπ’ τούς συνταγματάρχες;

Κρατάει τά μάτια μου στά δικά του, σφίγγει τή γροθιά.
Βετεράνος καί βλοσυρός, μέ τόν παράμεσο νά λείπει.

ΝΙΚΟΣ
Στόν Νίκο Φωκᾶ
Κάθε μέρα κολυμπάει ἴσια ἔξω ἀπό τήν παραλία.
Ἕνα μίλι μακριά. Ἕνα μίλι πίσω.
Κάθε μέρα ἡ Ἀγγέλα κάθεται ἐδῶ καί παρατηρεῖ.
Πενήντα χρόνια τό ἴδιο.
Ὡς δῶρο ἀναχώρησης, τῆς ἀφήνω τά κιάλια μου.
Πέφτει σέ μιά ἤπια, εὐγενική σύγχυση.
Γιά νά τόν δεῖς νά πνίγεται, λέω.
Χαμόγελο, μακρύ ἀργό χαμόγελο.
Ἀνασηκώνει τό πιγούνι. Ἐκεῖνος γελάει, γυρίζει νά φύγει.

ΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Καιρός γιά τούς ἀνήσυχους νεκρούς νά βροῦν τό λόγο τους.
Ἀφήνω τά ὅπλα μου κάτω, φεύγω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Μιά γυναίκα φωνάζει, Ἀλέξανδρε! Ἀλέξανδρε!
Ἡ σιωπή ἀστράφτει μές στή σκοτεινή ἀγορά.
Ἕνα ἀγόρι μπαίνει φωτισμένο ἀπό πίσω μέσα ἀπ’ τήν ἁψίδα τῆς εἰσόδου,
ἕνα ἀνέμελο, φωτεινό παιδί, ὅλο χαμόγελα, παχύ σάν κουτάβι.
Παρ’ ὅλα αὐτά ψάχνουμε τά μάτια του καθώς περνάει δίπλα μας,
ἐμεῖς πού ἔχουμε δεῖ τυράννους σέ νεαρή ἡλικία καί ἄλλοτε.

ΟΙΝΟ-ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Ὁ Γιάννης δέν θά ‘πρεπε νά πίνει τό ἀπόγευμα,
τόν κάνει ἀνιαρό καί ἐριστικό, δύσθυμο ὅπως ἐγώ:

Τί μέ νοιάζει πῶς βλέπεις τόν Ἀκταίωνα,
γιά πολιτιστικό τουρισμό θά μιλᾶμε; Πές μου γιά τήν Ἰρλανδία,
τί βλέπεις ὅταν διασχίζεις τούς δρόμους,
ποιά φαντάσματα ὑποκινοῦν τούς φόνους σου, ποιές σκιές
ἔσβησαν οἱ ἐκτελεστές σου ἀπ’ τό φῶς;
Ἔχετε τούς φτωχούς καί τούς ἀστυνομικούς σας,
ἔγκλημα, πολιτική καί δικηγόρους –
ἡ μελαγχολία εἶναι πραγματική, γράψε γι’ αὐτό.

Ἔχει δίκιο, νομίζω, ἔχει ἕνα δίκιο…

καί ἡ Ἄρτεμις χτυπάει τό τραπέζι, μακό μπλουζάκι καί μπλουτζίν,
ἕνα διαμάντι μέ ἀνταύγειες στό ἕνα αὐτί, τό τηλέφωνο στό ἄλλο.
Περνάει ἀγέρωχα, αὐτοκρατορική κι ἀπόμακρη,
ἀκτινοβολώντας στήν πρώτη της ἔκρηξη ἀθανασίας.

ΜΕΤΑΒΛΗΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Αὐτός ὁ βράχος ἔξω ἀπ’ τούς Φούρνους, παραδείγματος χάρη, σήμερα βρίσκεται στή μισή ἀπόσταση
ἀπ’ ὅ,τι χτές, αὔριο ἴσως νά ἔχει πάει πίσω.
Μπορεῖ ὁ Ἕκτορας νά ἔχει δίκιο, εἶναι ἕνα παιχνίδι τοῦ φωτός
καί τῆς ὑγρασίας στόν ἀέρα. Τά νησιά δέν κινοῦνται καθόλου,
λέει, κουρνιασμένος στήν καρέκλα του ἔξω ἀπό τήν τελευταία ταβέρνα.

Δέν εἶμαι σίγουρος. Ρώτησα τή Μαρία γιά τόν Ἕκτορα σήμερα.
Αὐτός; εἶπε, αὐτός; παράτησε τό σχολεῖο τό 1963, πουλάει ψάρια
καί κάθεται ἔξω ἀπό αὐτό τό μέρος ὅταν κλείνει τό μαγαζί.
Ἀπό τό 1963, φαντάσου, στό σπίτι ἤ στό μαγαζί ἤ σ’ αὐτή τήν καρέκλα.
Δέν ἔχει πάει πουθενά, ὁ Ἕκτορας. Μήν τόν ἀκοῦς.
[Ἀπό τήν ἑνότητα «Νησιά»]

 

Yves Bonnefoy

Μεγάλος χιονιάς

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ἐκεῖ ὅπου ἡ πνευματικότητα συναντᾶ τή φύση καί τήν πραγματικότητα ἀρχίζει ἡ ποίηση τοῦ Ὕβ Μποννφουά. Σ’ αὐτό τό ἰδιότυπο τρίστρατο γράφονται τά ποιήματά του, στή συνάντηση ἐδῶ τῆς πίσω καί τῆς πρόσω χώρας. Τά ποιήματα τοῦ Μποννφουά δέν εἶναι παρά ἡ ἐπιτομή μιᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας στιγμῶν πού βρίσκονται στά χέρια καθενός ἀλλά ξεγλιστροῦν σάν ἀόρατο νερό. Ὁ ποιητής γνωρίζει νά ἀποτυπώνει τό ἱερό στήν πιό ἁπλοϊκή, καθημερινή καί ἀνθρώπινη ἐκδοχή του, ἐκδοχή πού γνωρίζει ἐπίσης νά ὑψώνει τό χθαμαλό καί τό ἀσήμαντο σέ ὕψιστη στιγμή τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης, στό πλέον πολύτιμο ἀγαθό της. (Σ.τ.Μ.)
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΧΙΟΝΙΑΣ
Πρῶτο χιόνι, νωρίς τό πρωί. Ἡ ὤχρα, τό πράσινο
βρίσκουν καταφύγιο κάτω ἀπό τά δέντρα.

Δεύτερο χιόνι, πρός τό μεσημέρι. Τό μόνο
χρῶμα πού ἀπομένει
εἶναι οἱ βελόνες τῶν πεύκων
πού πέφτουν κι αὐτές κάπου κάπου πιό πυκνές κι ἀπ’ τό χιόνι.

Μετά, πρός τό βράδυ,
ἀκινητεῖ ὁ ζυγός τοῦ φωτός.
Σκιές καί ὄνειρα ἔχουν τό ἴδιο βάρος.

Λίγος ἄνεμος
γράφει μέ τήν ἄκρη τοῦ ποδιοῦ μιά λέξη
ἔξω ἀπ’ τόν κόσμο.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Χθές ἀκόμη
τά σύννεφα περνοῦσαν
στόν σκοτεινό βυθό τῆς κάμαρας.
Ἀλλά τώρα ὁ καθρέφτης ἔχει ἀδειάσει.

Χιονίζει
ἀποσυναρμολογεῖται ὁ οὐρανός.

ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ
Πέντε ἡ ὥρα. Χιονίζει πάλι. Ἀκούω φωνές
στήν πλώρη τοῦ κόσμου.

Ἕνα ὑνί
σάν μιά σελήνη στό τρίτο τέταρτο
λάμπει, ἀλλά τό σκεπάζει
ἡ νύχτα μέ μιά πτυχή ἀπό χιόνι.

Κι αὐτό τό παιδί, ἀπό δῶ καί πέρα,
ἔχει ὅλο τό σπίτι δικό του. Πάει
ἀπό τό ἕνα παράθυρο στό ἄλλο. Πιέζει
τά δάχτυλα πάνω στό τζάμι. Βλέπει
νά σχηματίζονται σταγόνες ἐκεῖ ὅπου παύει
νά φυσάει τήν ἄχνα τῆς ἀνάσας του πρός τόν οὐρανό πού πέφτει.

ΛΙΓΟ ΝΕΡΟ
Σ’ αὐτή τή νιφάδα
πού πάνω στήν παλάμη μου ἀποτίθεται, ποθῶ
τό αἰώνιο νά βεβαιώσω
κάνοντας τή ζωή μου, τή θέρμη μου,
τό παρελθόν μου, αὐτές τίς μέρες τοῦ παρόντος,
ἁπλῶς μιά στιγμή: τούτη τή στιγμή, δίχως ὅρια.

Ἀλλά αὐτή εἶναι ἤδη
λίγο νερό, πού χάνεται
στήν ἀχλή τῶν σωμάτων πού πᾶνε μές στό χιόνι.

* * *

Χιόνι
φευγαλέο πάνω στό σάλι, πάνω στό γάντι
σάν αὐτή τήν αὐταπάτη, τό κοχύλι,
στήν παλάμη πού ὀνειρεύτηκε, τό περασμένο καλοκαίρι
στό μονοπάτι ἀνάμεσα στίς ξερολιθιές,
πώς τό ἀπόλυτο εἶναι στό χέρι τοῦ κόσμου.

Κι ὅμως, τί ὑπόσχεση
σ’ αὐτό τό νερό, τί ἐλαφριά ἐπαφή, ἀφοῦ ἦταν,
γιά μιά στιγμή, τό φῶς! Ὁ οὐρανός τοῦ καλοκαιριοῦ
δέν ἔχει καθόλου σύννεφα γιά νά μισανοίξει
πιό καθαρό μονοπάτι κάτω ἀπό πιό σκοτεινούς θόλους.

Ἡ Κίρκη
κάτω ἀπό τήν κρεβατίνα της ἀπό σκιές, φωτισμένη,
δέν εἶχε πιό κόκκινους καρπούς.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ
Ὅλα, τώρα,
ζεστά ζεστά
κάτω ἀπό τό ἐλαφρύ σου πέπλο,
σχεδόν μόνον ἀπό ἀχλή καί κεντίδια,
Παναγία τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ χιονιοῦ.

Πάνω στό σῶμα σου
κοιμοῦνται, γυμνά,
τά ὄντα καί τά πράγματα, καί τά δάχτυλά σου
κλέβουν ἀπό τή λάμψη τους αὐτά τά κλειστά βλέφαρα.

Ο ΚΗΠΟΣ
Χιονίζει.
Κάτω ἀπό τίς νιφάδες ἡ πόρτα
ἀνοίγει ἐπιτέλους πιό πολύ στόν κῆπο
παρά στόν κόσμο.

Προχωρῶ. Ἀλλά πιάνεται
ἡ ἐσάρπα μου σέ σκουριασμένο
σίδερο, καί σχίζεται
μέσα μου τό ὑφάδι τοῦ ὀνείρου.

ΤΑ ΜΗΛΑ
Καί τί νά σκεφτεῖς
γι’ αὐτά τά κίτρινα μῆλα;
Χθές, ἀποροῦσαν, περιμένοντας ἔτσι, γυμνά
ἀφοῦ εἶχαν πέσει τά φύλλα,

σήμερα μαγεύουν
τόσο οἱ ὦμοι τους
ἔχουν, ταπεινά, ὑπογραμμιστεῖ
ἀπό ἕνα περίγραμμα χιονιοῦ.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΑΛΙ
Προχωρῶ μέσα στό χιόνι, μέ κλειστά
μάτια, ἀλλά τό φῶς ξέρει νά διαπερνάει
τά πορώδη βλέφαρα, κι ἀντιλαμβάνομαι
πώς μέσα στίς λέξεις μου καί πάλι τό χιόνι
στροβιλίζεται, συστρέφεται, σκίζεται.

Χιόνι,
ψηφίο πού ξαναβρίσκουμε καί ξετυλίγουμε,
καί τό μελάνι του ἔχει ξασπρίσει καί στά σημεῖα
ἡ ἀδεξιότητα τοῦ πνεύματος
πού δέν ξέρει παρά νά ἀποσυναρμολογεῖ τίς φωτεινές σκιές του
εἶναι ὁρατή.

Καί προσπαθοῦμε νά διαβάσουμε, καί δέν καταλαβαίνουμε
ποιός νοιάζεται γιά μᾶς στή μνήμη,
ἄν ὄχι τό καλοκαίρι πάλι, καί βλέπουμε
κάτω ἀπό τίς νιφάδες τά φύλλα, καί τή ζέστη
ν’ ἀνεβαίνει ἀπό τό ἀπόν ἔδαφος σάν ὁμίχλη.

* * *

Θά ‘λεγες πολλά ἄηχα ἔψιλον σέ μιά φράση.
Αἰσθάνεσαι πώς δέν τούς ὀφείλουμε
παρά σκιές μεταφορῶν.

Θά ‘λεγες,
μόλις ἀρχίζει νά πέφτει πιό πυκνό τό χιόνι,
μ’ αὐτά τά χέρια πού ἀπωθοῦν ἄλλα χέρια
παίζουν ὅμως μέ τά δάχτυλα πού ἀρνοῦνται.

* * *

Νιφάδες,
παροράματα χωρίς συνέπειες τοῦ φωτός.
Ἡ μία ἀκολουθεῖ τήν ἄλλη κι ἄλλες ἀκόμη, σάν
τό νά κατανοεῖς νά μή μετροῦσε πιά, τό νά γελᾶς περισσότερο.

Καί τό ‘λεγε ὁ Ἀριστοτέλης
κάπου στήν Ποιητική του πού τόσο ἄσχημα διαβάζουμε,
Ἡ ἀξία εἶναι στή διαφάνεια,
στίς φράσεις πού εἶναι σάν βουερό μελίσσι, σάν γάργαρο νερό.

DE NATURA RERUM
Τό ‘ξερε ὁ Λουκρήτιος:
Ἄνοιξε τό καλάθι,
θά δεῖς, εἶναι γεμάτο χιόνι
πού στροβιλίζεται.

Καί μερικές φορές δύο νιφάδες
συναντιοῦνται, ἑνώνονται,
ἤ μᾶλλον ἡ μία γυρίζει μέ χάρη τά νῶτα
μέσα στόν ἐλάχιστο θάνατό της.

Ἀπό ποῦ πηγάζει ὅτι φωτίζει
σέ μερικές λέξεις
ὅταν ἡ μία δέν εἶναι παρά σκοτάδι,
ἡ ἄλλη, ὄνειρο;

Ἀπό ποῦ ἔρχονται αὐτές οἱ δύο σκιές
ποῦ πᾶνε, γελώντας,
ἡ μία κουκουλωμένη
μέ κόκκινη μάλλινη κάπα;

Η ΣΤΟΛΗ
Χιονίζει. Ψυχή, τί ἤθελες
πού δέν εἶχες αἰώνια γέννηση;
Κοίτα, ἔχεις ἐκεῖ
γιά τόν ἴδιο τό θάνατο μιά φορεσιά γιορτῆς.

Μιά στολή ὅπως στήν ἐφηβεία,
ἀπό κεῖνες πού πιάνεις μέ προσοχή στά χέρια
γιατί τό ὕφασμά της εἶναι διάφανο καί μένει
στά δάχτυλα πού τήν ξετυλίγουν μέσα στό φῶς,
καί ξέρουμε πώς εἶναι εὔθραυστη ὅπως ὁ ἔρωτας.

Ἀλλά μέ κάλυκες, μέ φύλλα εἶναι κεντημένη,
κι ἤδη ἀκούγεται ἡ μουσική
στήν πλαϊνή, φωτισμένη αἴθουσα.
Μιά ζέση μυστηριώδης σέ παίρνει ἀπό τό χέρι.

Προχωρεῖς, μέ καρδιοχτύπι, στόν μεγάλο χιονιά.

NOLI ME TANGERE
Διστάζει ἡ νιφάδα στόν γαλανό οὐρανό
ἡ τελευταία νιφάδα τοῦ μεγάλου χιονιᾶ καί πάλι.

Κι εἶναι σάν νά ‘μπαινε στόν κῆπο ἐκείνη πού
θά εἶχε σίγουρα ὀνειρευτεῖ αὐτό πού θά μποροῦσε νά εἶναι,
αὐτό τό βλέμμα, αὐτός ὁ ἁπλός θεός, χωρίς μνήμη
τοῦ μνήματος, χωρίς σκέψη ἄλλη ἀπό τήν εὐτυχία,
χωρίς μέλλον ἄλλο
ἀπό τή σπατάλη της στό γαλάζιο τοῦ κόσμου.

‛‛Ὄχι, μή μέ ἀγγίζεις’’, θά τοῦ ἔλεγε,
ἀλλά ἀκόμα καί το ὄχι της θά ἦταν φωτεινό.

* * *

Λίγο πρίν τήν αὐγή
κοιτάζω μέσα ἀπ’ τά τζάμια, καί μοῦ φαίνεται πώς καταλαβαίνω
ὅτι ἔπαψε τό χιόνι. Μιά γαλάζια λακκούβα
ἁπλώνεται, λάμποντας λίγο, μπροστά ἀπ’ τά δέντρα,
ἀπό τό ἕνα τεῖχος τῆς νύχτας στό ἄλλο.

Βγαίνω.
Κατεβαίνω προσεκτικά τήν ξύλινη σκάλα
τά σκαλοπάτια της ἔχουν ἀλφαδιαστεῖ ἀπό τό φρέσκο χιόνι.
Τό κρύο πολιορκεῖ καί διαπερνάει τά ξυλοπάπουτσά μου,
φαίνεται πώς τό πνεῦμα εἶναι πιό καθαρό ἀπ’ αὐτό,
πού ἀντιλαμβάνεται καλύτερα τή σιωπή τῶν πραγμάτων.

Κοιμᾶται ἀκόμα
μέσα στόν ἀποσυναρμολογημένο σωρό ἀπό ξύλα
πού στοιβάζονται κάτω ἀπό τό παράθυρο,
ὁ σκίουρος, ὁ ἀγαθός μας γείτονας,
ἤ περιπλανιέται ἤδη μές στούς κριγμούς καί μές στό κρύο;
Βλέπω ἐλάχιστα σημάδια μπροστά στήν πόρτα.
[Ἀπό τό βιβλίο Ἀρχή καί τέλος τοῦ χιονιοῦ, 1991]

 

ΔΟΚΙΜΙΟ

George Steiner

 

«Τῆς νύξης καί τῆς ἀναστολῆς»
(γιά τόν Σάμιουελ Μπέκετ)

Ὁρισμένες φορές στή λογοτεχνία, ἕνας συγκεκριμένος συγγραφέας μοιάζει νά ἐνσαρκώνει τήν ἀξιοπρέπεια καί τή μοναξιά ὅλου τοῦ ἐπαγγέλματος. Ὁ Χένρυ Τζέημς δέν ἦταν «ὁ Δάσκαλος» μόνο, ἤ ἀκόμα καί κυρίως, λόγω τῶν χαρισμάτων του, ἀλλά καί ἐπειδή ὁ τρόπος ζωῆς του, τό στίλ του, ἀκόμα καί σέ ἀσήμαντες περιστάσεις, ἐξέφραζε τήν ψυχαναγκαστική λειτουργία τῆς μεγάλης τέχνης. Σήμερα ὑπάρχει λόγος νά ὑποθέτουμε πώς ὁ Σάμιουελ Μπέκετ εἶναι ὁ κατεξοχήν συγγραφέας, ὅτι ἄλλοι θεατρικοί συγγραφεῖς καί μυθιστοριογράφοι βρίσκουν σέ αὐτόν τήν πυκνή σκιά τῶν ἐπιδιώξεων καί τῶν στερήσεών τους. Ὁ μεσιέ Μπέκετ εἶναι –ὥς τό μεδούλι τῆς μεστῆς, φευγαλέας του ὕπαρξης– κορυφή. Δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε καμιά περιττή κίνηση, καμιά πομπώδη δημόσια χειρονομία, καμιά παραχώρηση –ἤ καμιά πού νά ἀναγγέλλεται– στήν τύρβη καί τίς ἀνακρίβειες τῆς ζωῆς. Τά πρῶτα χρόνια τοῦ Μπέκετ διέπονται ἀπό τήν αὔρα μιᾶς σκόπιμης μαθητείας (στά εἴκοσι ἕνα του ἦταν γραμματέας τοῦ Τζόυς). Οἱ πρῶτες του δημοσιεύσεις, τό δοκίμιο «Δάντης… Μπροῦνο… Βίκο… Τζόυς» τοῦ 1929, ἡ μονογραφία τοῦ 1931 γιά τόν Προύστ, μιά συλλογή ποιημάτων πού ἐκδόθηκε τό 1935 ἀπό τόν Europa Press –ἕνα ὄνομα συμπτωματικό– ἀποτελοῦν ἀκριβή προκαταρκτικά βήματα. Ὁ Μπέκετ χαρτογραφεῖ, σέ σχέση μέ τίς ἴδιες του τίς ἀνάγκες, τά παρεμφερή προσόντα τοῦ Τζόυς καί τοῦ Προύστ• ἀπορρίπτει αὐτό πού τόν ἐπηρεάζει περισσότερο. Στό More Pricks than Kicks (Λονδίνο, 1934) παίζει τή δική του ξεχωριστή νότα. Ὁ πόλεμος ἔφτασε σάν κοινότοπη παρεμβολή. Περιέβαλε τόν Μπέκετ μέ μιά σιωπή, μιά ρουτίνα παραφροσύνης καί θλίψης ἐξίσου ἁπτῶν μέ ἐκεῖνες πού ἤδη μποροῦσε νά μαντέψει κανείς στήν τέχνη του. Μέ τόν Μολλόυ τό 1951 καί τό Περιμένοντας τόν Γκοντό ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὁ Μπέκετ πέτυχε αὐτή τήν ἐλάχιστα ἐνδιαφέρουσα ἀλλά ἀναγκαιότατη συνθήκη – τήν ἀκριβή χρονική στιγμή. Ὁ χρόνος εἶχε προφτάσει• μείζων καλλιτέχνης εἶναι ἀκριβῶς αὐτός πού «προπορεύεται στά ὄνειρα».
Ὁ Χένρυ Τζέημς ἦταν ἀντιπροσωπευτικός λόγω τοῦ ἐπιβλητικοῦ μεγέθους τοῦ ἔργου του, λόγω τῆς πεποίθησης, ἔκδηλης σέ ὅλα ὅσα ἔγραψε, ὅτι ἡ γλώσσα, ὅταν τήν ἐπιδιώκει κανείς μέ μιά ἀρκούντως σχολαστική δύναμη, δύναται νά πραγματώνει καί νά μεταδίδει τό σύνολο τῆς ἐμπειρίας πού ἀξίζει. Ἡ ἐλλειπτικότητα τοῦ Μπέκετ, ἡ ἰδιοφυΐα του στό νά λέει λιγότερα, ἀποτελοῦν τήν ἀντίθεση. Ὁ Μπέκετ χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις ὡσάν ἡ καθεμιά νά πρέπει νά ἐξαχθεῖ ἀπό ἕνα χρηματοκιβώτιο καί νά ἔρθει λαθραῖα στό φῶς ἀπό ἕνα ἀπόθεμα ἐπικίνδυνα χαμηλό. Ἄν ἡ ἴδια λέξη κάνει, χρησιμοποίησέ την πολλές φορές ὥσπου νά στιλβωθεῖ καί νά γίνει ἀνώνυμη. Ἡ ἀνάσα εἶναι μιά κληρονομιά πού δέν πρέπει νά χαραμίζεται• οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ἀρκοῦν ὁποιαδήποτε μέρα. Δόξα στίς τελεῖες• γλιτώνουν ἐμᾶς τούς ἀφειδεῖς μωρολόγους ἀπό τή χρεία. Ἡ ἰδέα ὅτι μποροῦμε νά ἐκφράσουμε στόν κωφό ἑαυτό μας, πόσο μᾶλλον νά κοινωνήσουμε στόν ὅποιον ἄλλον ἄνθρωπο, τυφλό, κωφό, ἀναίσθητο καθώς εἶναι, μιά πλήρη ἀλήθεια, ἕνα γεγονός ἤ μιά αἴσθηση –τό ἕνα πέμπτο, τό ἕνα δέκατο, τό ἕνα ἑκατομμυριοστό ἀπό μιά τέτοια ἀλήθεια, ἕνα γεγονός ἤ μιά αἴσθηση– ἀποτελεῖ ἀλαζονική μωρία. Ὁ Τζέημς πίστευε σαφῶς ὅτι αὐτό ἦταν ἐφικτό• ὁμοίως ὁ Προύστ, καθώς καί ὁ Τζόυς ὅταν, σέ μιά τελική, θεότρελη ἐκσφενδόνιση, ἅπλωσε ἕνα δίχτυ ἀπό λαμπερές, ἠχηρές λέξεις σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Τώρα οἱ πύλες τοῦ πάρκου εἶναι κλειστές, τά ἡμίψηλα καί ἡ ρητορική σαπίζουν σέ ἄδεια παγκάκια. Μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ ψηλά, κύριε, εἶναι πολύ δύσκολο γιά ἕναν ἄνθρωπο νά ἀνέβει τίς σκάλες, πόσο μᾶλλον νά τό πεῖ:

Τά σκαλοπάτια δέν ἦταν πολλά. Τά εἶχα μετρήσει χιλιάδες φορές, ἀνεβαίνοντας ἤ κατεβαίνοντας, ἀλλά πόσα ἦταν τό μυαλό μου δέν τό συγκρατοῦσε. Ποτέ δέν κατάλαβα ἄν πρέπει νά πεῖς ἕνα, μέ τό ἕνα πόδι στό πεζοδρόμιο, δύο ὅταν τό ἄλλο πόδι πατᾶ στό πρῶτο σκαλοπάτι, καί οὕτω καθεξῆς, ἤ μήπως τό πεζοδρόμιο δέν θά πρέπει νά ὑπολογίζεται. Στό ἴδιο δίλημμα σκόνταφτα καί στό κεφαλόσκαλο. Καί ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή ἀπό τήν κορυφή πρός τά κάτω, τό ἴδιο ἦταν, ἡ ἔκφραση ὑστερεῖ. Δέν ἤξερα ἀπό ποῦ ν’ ἀρχίσω καί ποῦ νά τελειώσω, αὐτό ἦταν τό πρόβλημα. Κατέληξα λοιπόν σέ τρεῖς ἐντελῶς διαφορετικούς ἀριθμούς, χωρίς ποτέ νά μάθω ποιός ἀπ’ ὅλους ἦταν ὁ σωστός. Κι ὅταν λέω ὅτι δέν ἔχω συγκρατήσει τόν ἀριθμό στό μυαλό μου, θέλω νά πῶ πώς ἐκεῖ, στό μυαλό μου, δέν βρίσκεται πιά κανείς ἀπό τούς τρεῖς ἀριθμούς.

Ἡ μπεκετική reductio [ἀναγωγή] τῆς γλώσσας –ὁ τίτλος ἑνός ἀπό τά πρῶτα ποιητικά του βιβλία, Echo’s Bones [Τά κόκαλα τῆς ἠχῶς], τό δηλώνει τέλεια– σχετίζεται μέ πολλά στοιχεῖα πού διακρίνουν τό νεωτερικό αἴσθημα. Ἡ φράση «τό ἴδιο ἦταν, ἡ ἔκφραση ὑστερεῖ» παρουσιάζει τήν ἔντονα παιγνιώδη κατάσταση τῆς γλωσσικῆς φιλοσοφίας. Στόν Μπέκετ ὑπάρχουν χωρία σχεδόν ἐναλλάξιμα μέ τίς «γλωσσικές ἀσκήσεις» στίς Ἔρευνες τοῦ Βίττγκενσταϊν• ἀμφότερα ἐναντιώνονται στόν ἀνούσιο πληθωρισμό καί τήν ἀνακρίβεια τῆς καθημερινῆς μας ὁμιλίας. Τό Πράξη χωρίς λόγια (1957) εἶναι γιά τό δράμα ὅ,τι τό «Μαῦρο σέ μαῦρο» γιά τή ζωγραφική, μιά ἐπίδειξη τελικῆς λογικῆς. Οἱ σιωπές τοῦ Μπέκετ, ἡ σαρκαστική του ἀπόφανση ὅτι ἕνα ρόδο μπορεῖ πράγματι νά εἶναι ἕνα ρόδο, ἀλλά ὅτι μόνο ἕνας ἀνόητος θά θεωροῦσε δεδομένη μιά τόσο σκανδαλώδη πρόταση ἤ θά τή μετέφραζε μέ αὐτοπεποίθηση σέ τέχνη, σχετίζονται μέ τούς μονοχρωματικούς καμβάδες, τά στατικά ἔργα τοῦ Γουῶρχολ καί τή μουσική τῆς σιωπῆς.
Ἀλλά μέ μιά διαφορά. Στόν Μπέκετ ὑπάρχει μιά καταπληκτική ἀντίστροφη εὐφράδεια. Οἱ λέξεις, καταχωνιασμένες καί ξεφτισμένες καθώς εἶναι, χορεύουν γι’ αὐτόν ὅπως γιά ὅλους τούς Ἰρλανδούς βάρδους. Αὐτό ὀφείλεται ἐν μέρει στήν ἐπανάληψη πού καθίσταται μουσική• ἐν μέρει πηγάζει ἀπό μιά πανούργα λεπτότητα τοῦ μπρός-πίσω, ἕνα ρυθμό ἐναλλαγῆς πού βασίζεται στή φαρσοκωμωδία. Ὁ Μπέκετ σχετίζεται μέ τή Γερτρούδη Στάιν καί τόν Κάφκα. Ὡστόσο ὁ Βλαδίμηρος καί ὁ Ἐστραγκόν, ἤ ὁ Χάμ καί ὁ Κλόβ, ἔχουν μάθει περισσότερα ἀπό τούς ἀδελφούς Μάρξ. Ὑπάρχουν φοῦγκες διαλόγου στό Περιμένοντας τόν Γκοντό –ἄν καί ἡ λέξη διάλογος, καθώς ὑποδηλώνει μιά ἀποτελεσματική ἐπαφή, εἶναι ὀδυνηρά ἐσφαλμένη– οἱ ὁποῖες προσεγγίζουν περισσότερο ἀπ’ ὅλα στή σύγχρονη λογοτεχνία τήν καθαρή ρητορική:

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ἔχουμε τούς λόγους μας.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Τίς πεθαμένες φωνές.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Κάνουν ἕνα σούσουρο σάν φτερά.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σάν φύλλα.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Σάν ἄμμος.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σάν φύλλα.
Σιωπή.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μιλᾶνε ὅλες μαζί.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Καθεμιά γιά πάρτη της.
Σιωπή.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μᾶλλον ψιθυρίζουν.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Θροΐζουν.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μουρμουρίζουν.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Θροΐζουν.
Σιωπή.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Τί λένε;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Λένε γιά τόν ἑαυτό τους.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δέν τούς φτάνει πού ἔζησαν.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Πρέπει καί νά μιλᾶνε γι’ αὐτό.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δέν τούς φτάνει πού πέθαναν.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Δέν εἶναι ἀρκετό.
Σιωπή.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Κάνουν ἕνα σούσουρο σάν πούπουλα.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σάν φύλλα.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Σάν στάχτες.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σάν φύλλα.
Μεγάλη σιωπή.

Θέμα γιά μελλοντικές διατριβές: χρήσεις τῆς σιωπῆς στόν Βέμπερν καί στόν Μπέκετ. Στά Κείμενα γιά τό τίποτα (1955) μαθαίνουμε ὅτι δέν μποροῦμε ἁπλῶς νά συνεχίζουμε νά μιλᾶμε γιά ψυχές καί σώματα, γιά γεννήσεις, ζωές καί θανάτους• πρέπει νά συνεχίζουμε δίχως τίποτε ἀπό αὐτά ὅσο καλύτερα μποροῦμε. «Ὅλα αὐτά νέκρωσαν μέ τίς λέξεις, μέ τήν πληθώρα τῶν λέξεων, τίποτε ἄλλο δέν μποροῦν νά ποῦν, λένε πώς δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο». Ἀναζητῶ, λέει ὁ Μπέκετ, τή «φωνή τῆς δικῆς μου σιωπῆς» [σ. 174]. Οἱ σιωπές πού διαστίζουν τό λόγο του, τά μεγέθη καί οἱ ἐντάσεις τῶν ὁποίων εἶναι διαμορφωμένες ἐξίσου προσεκτικά μέ ἐκεῖνες στή μουσική, δέν εἶναι ἄδειες. Ἐνέχουν, σχεδόν ἀκουστή, τήν ἠχώ ἀνείπωτων πραγμάτων. Καί λέξεων εἰπωμένων σέ μιάν ἄλλη γλώσσα.
Ὁ Σάμιουελ Μπέκετ κατέχει ἄριστα δύο γλῶσσες. Αὐτό εἶναι ἕνα νέο καί βαθιά ὑποδηλωτικό φαινόμενο. Μέχρι πολύ πρόσφατα ἕνας συγγραφέας ἦταν, σχεδόν ἐξ ὁρισμοῦ, ἕνα ὄν ριζωμένο στό γηγενές του ἰδίωμα, μιά εὐαισθησία πού ἐνδιέτριβε πιό κοντά, πιό ἀναπόφευκτα ἀπό τόν μέσο ἄνθρωπο, μές στό κέλυφος μιᾶς καί μόνης γλώσσας. Τό νά εἶναι κανείς καλός συγγραφέας σηματοδοτοῦσε μιά ἰδιάζουσα οἰκειότητα μέ ἐκείνους τούς ρυθμούς ὁμιλίας πού βρίσκονται βαθύτερα ἀπό τήν τυπική σύνταξη• σήμαινε τό νά ἔχει καλό «αὐτί» γιά ἐκεῖνες τίς πολυάριθμες συνδηλώσεις καί τίς θαμμένες ἀντηχήσεις ἑνός ἰδιώματος πού κανένα λεξικό δέν μπορεῖ νά μεταδώσει. Ἕνας ποιητής ἤ μυθιστοριογράφος, τόν ὁποῖο ἡ πολιτική του ἐξορία ἤ ἡ προσωπική του καταστροφή εἶχε ἀποκόψει ἀπό τή μητρική του γλώσσα, ἦταν ἕνα πλάσμα σακατεμένο.
Ὁ Ὄσκαρ Γουάιλντ ἦταν ἕνας ἀπό τούς πρώτους νεωτερικούς «δυϊστές» (ἡ διευκρίνιση εἶναι ἀπαραίτητη, καθώς ἡ διγλωσσία μέ τά λατινικά καί τήν ἑκάστοτε καθομιλουμένη ἀσφαλῶς ὑφίστατο ἐν γένει στήν ὑψηλή κουλτούρα τῆς μεσαιωνικῆς καί ἀναγεννησιακῆς Εὐρώπης). Ὁ Γουάιλντ ἔγραφε ὡραῖα στά γαλλικά, ἀλλά ἐκκεντρικά, προκειμένου νά ἐπιδεικνύει τήν ἀθεμελίωτη κομψότητα καί εἰρωνεία ἀπέναντι στίς παγιωμένες ἀντιθέσεις πού σημάδευαν συνολικά τό ἔργο καί τήν καριέρα του. Ὁ Κάφκα βίωνε τίς ταυτόχρονες πιέσεις καί τούς ποιητικούς πειρασμούς ἀπό τρεῖς γλῶσσες – τσέχικα, γερμανικά καί γίντις. Μερικές ἀπό τίς ἱστορίες καί τίς παραβολές του μποροῦν νά διαβάζονται ὡς συμβολικές ἐξομολογήσεις ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἔχει κατοικοεδρεύσει ἐντελῶς στή γλώσσα τήν ὁποία ἐπέλεξε, ἤ στήν ὁποία ἀναγκάστηκε, νά γράφει. Ὁ Κάφκα σημειώνει στό ἡμερολόγιό του μέ ἡμερομηνία 24 Ὀκτωβρίου 1911:

Χτές κατάλαβα πώς ὁ μόνος λόγος πού δέν ἀγαποῦσα πάντα τή μητέρα ὅσο τό ἄξιζε κι ὅσο μποροῦσα ἦταν ἐπειδή μέ ἐμπόδιζε σ’ αὐτό ἡ γερμανική γλώσσα. Ἡ Ἑβραία μητέρα δέν εἶναι Mutter, ὁ χαρακτηρισμός Mutter τήν κάνει λιγάκι κωμική […] Ἡ Mutter εἶναι γιά τόν Ἑβραῖο ἰδιαίτερα Γερμανίδα […] ἡ Ἑβραία γυναίκα πού ἀποκαλεῖται Mutter γίνεται ἔτσι ὄχι μόνο κωμική, ἀλλά καί ξένη.

Ὡστόσο ὁ συγγραφέας ὡς γλωσσικά πολυμαθής, ὡς αὐτός πού νιώθει σάν στό σπίτι του σέ διάφορες γλῶσσες, εἶναι πρόσφατο φαινόμενο. Τό γεγονός ὅτι οἱ τρεῖς πιθανές μεγαλοφυΐες στή σύγχρονη μυθοπλασία –ὁ Ναμπόκοφ, ὁ Μπόρχες καί ὁ Μπέκετ– διαθέτουν μιά δεξιοτεχνική εὐγλωττία σέ διάφορες γλῶσσες, ὅπως καί τό γεγονός ὅτι ὁ Ναμπόκοφ καί ὁ Μπέκετ ἔχουν παραγάγει μείζονα ἔργα σέ δύο ἤ περισσότερες ἄκρως διαφορετικές γλῶσσες, ἔχουν τεράστιο ἐνδιαφέρον. Τό τί συνεπάγεται αὐτό ὅσον ἀφορᾶ τόν νέο διεθνισμό τῆς κουλτούρας, μόλις πού τό ἔχουμε ἀντιληφθεῖ. Ἡ ἐπίδοσή τους καί, σέ μικρότερο βαθμό, ἐκείνη τοῦ Ἔζρα Πάουντ –μέ τό σκόπιμο στρίμωγμα γλωσσῶν καί ἀλφάβητων– ὑποδηλώνουν ὅτι τό μοντερνιστικό κίνημα μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μιά στρατηγική μόνιμης ἐξορίας. Ὁ καλλιτέχνης καί ὁ συγγραφέας εἶναι ἀκαταπόνητοι τουρίστες πού χαζεύουν τίς βιτρίνες σέ ὁλόκληρο τό φάσμα τῶν διαθέσιμων μορφῶν. Οἱ συνθῆκες τῆς γλωσσικῆς σταθερότητας, τῆς τοπικῆς, ἐθνικῆς αὐτοσυνείδησης ὅπου ἡ λογοτεχνία εὐδοκιμοῦσε ἀνάμεσα στήν Ἀναγέννηση καί, φέρ’ εἰπεῖν, τή δεκαετία τοῦ 1950 δέχονται πλέον σφοδρότατη πίεση. Ὁ Φῶκνερ καί ὁ Ντύλαν Τόμας ἐνδέχεται μιά μέρα νά θεωρηθοῦν οἱ τελευταῖοι μείζονες «ἰδιοκτῆτες» στή λογοτεχνία. Ἡ ἀπασχόληση τοῦ Τζόυς στό Μπέρλιτς καί ἡ διαμονή τοῦ Ναμπόκοφ σέ ξενοδοχεῖο μποροῦν ἴσως νά θεωροῦνται σημάδια τῶν καιρῶν. Κάθε πράξη ἐπικοινωνίας μεταξύ ἀνθρώπων μοιάζει ὁλοένα καί περισσότερο μέ πράξη μετάφρασης.
Προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε τήν παράλληλη, ἀμοιβαίως διαποτίζουσα δεξιοτεχνία τοῦ Μπέκετ, χρειαζόμαστε δύο βοήθειες: τήν κριτική βιβλιογραφία πού σταχυολόγησαν ὁ Ρέημοντ Φέντερμαν καί ὁ Τζόν Φλέτσερ (Samuel Beckett: His Works and His Critics, πρός ἔκδοση ἀργότερα τούτη τή χρονιά ἀπό τό University of California Press) καί τήν τρίγλωσση ἔκδοση τῶν θεατρικῶν τοῦ Μπέκετ, τήν ὁποία ἐξέδωσε ὁ ἐκδοτικός οἶκος Suhrkamp στή Φραγκφούρτη στά 1963-64. Μέχρι τό 1945 περίπου, ὁ Μπέκετ ἔγραφε στά ἀγγλικά• ὕστερα, κυρίως στά γαλλικά. Ὡστόσο ἡ κατάσταση περιπλέκεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Watt (1953) ἔχει μέχρι τώρα ἐμφανιστεῖ μόνο στά ἀγγλικά, καθώς καί ἀπό τή διαρκή πιθανότητα ἕνα ἔργο πού δημοσιεύτηκε στά γαλλικά νά ἔχει πρῶτα γραφτεῖ στά ἀγγλικά, καί τανάπαλιν. Τά ἔργα Περιμένοντας τόν Γκοντό, Τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ, Μολλόυ, Ὁ Μαλόν πεθαίνει, Ὁ ἀκατονόμαστος, καί τό πρόσφατο Têtes Mortes ἐμφανίστηκαν πρῶτα στά γαλλικά. Τά περισσότερα ἀπό αὐτά τά κείμενα, ὄχι ὅμως ὅλα, τά μετέφρασε ὁ Μπέκετ στά ἀγγλικά (μήπως κάποια τά συνέλαβε στά ἀγγλικά;), συνήθως μέ τροποποιήσεις καί περικοπές. Ἡ βιβλιογραφία τοῦ Μπέκετ εἶναι ἐξίσου λαβυρινθώδης μέ ἐκείνη τοῦ Ναμπόκοφ ἤ μέ κάποια ἀπό τά πολύγλωσσα œuvres [ἔργα] πού ὁ Μπόρχες ἀπαριθμεῖ στίς Μυθοπλασίες του. Τό ἴδιο βιβλίο ἤ ἀπόσπασμα μπορεῖ νά ζεῖ πολλές ζωές• κομμάτια κινοῦνται ὑπογείως καί ἐπανεμφανίζονται πολύ ἀργότερα, μέ λεπτές μετατροπές. Προκειμένου νά μελετήσει κανείς σοβαρά τήν ἰδιοφυΐα τοῦ Μπέκετ, πρέπει νά ἀντιπαραβάλει τίς γαλλικές καί τίς ἀγγλικές ἐκδοχές τοῦ Περιμένοντας τόν Γκοντό ἤ τοῦ Ὁ Μαλόν πεθαίνει, ὅπου ἡ γαλλική ἐκδοχή ἔχει πιθανότατα προηγηθεῖ τῆς ἀγγλικῆς, ὕστερα νά κάνει τό ἴδιο μέ τό Ὅλοι ἐκεῖνοι πού πέφτουν ἤ τίς Εὐτυχισμένες μέρες, ὅπου ὁ Μπέκετ ἀντιστρέφει τόν ἑαυτό του καί ἀναπλάθει τό ἀγγλικό κείμενό του στά γαλλικά. Ὕστερα ἀπό αὐτά, κάπως κατά τό ὕφος τοῦ μπορχεσιανοῦ θρύλου, πρέπει νά περιστρέψει κανείς τά ὀχτώ κείμενα γύρω ἀπό ἕνα κοινό κέντρο ὥστε νά ἀκολουθήσει τίς ἀντιμεταθέσεις τῆς εὐφυΐας καί τῆς εὐαισθησίας τοῦ Μπέκετ μές στό καλούπι δύο σπουδαίων γλωσσῶν. Ἔτσι μόνο θά ἐντοπίσει κανείς σέ τί βαθμό τό ἰδίωμα τοῦ Μπέκετ –οἱ λακωνικές, ἁψιδωτές, ἀλαφροπάτητες διακυμάνσεις τοῦ ὕφους του– εἶναι ἕνα pas de deux [χορευτικό ντουέτο] γαλλικῶν καί ἀγγλικῶν, μαζί μέ μιά ἰσχυρή δόση ἰρλανδικῆς μπουρδολογίας καί ἀπόκρυφης θλίψης.
Ὁ διπλός ἔλεγχος τοῦ Μπέκετ εἶναι τέτοιος ὥστε μεταφράζει τά ἴδια του τά ἀστεῖα ἀλλάζοντάς τα, βρίσκοντας στήν ἐναλλακτική γλώσσα του ἕνα ἀκριβές ἀντίστοιχο στίς ὑποδηλώσεις, τούς ἰδιωματικούς συνειρμούς ἤ τό κοινωνικό πλαίσιο τοῦ πρωτοτύπου. Κανένας ἄλλος μεταφραστής δέν θά εἶχε ἐπιλέξει τίς ἀντιστοιχίες πού βρῆκε ὁ Μπέκετ γιά τό διάσημο κρεσέντο στή Δεύτερη Πράξη τοῦ Περιμένοντας τόν Γκοντό: τό ‛‛Andouille! Tordu! Crétin! Curé! Dégueulasse! Micheton! Ordure! Archi…tecte!’’ δέν μεταφράζεται, μέ την ὅποια κοινή ἔννοια, μέ τό ‛‛Moron! Vermin! Abortion! Morpion! Sewerrat! Curate! Cretin! Crritic!’’ Ἡ λέξη ‛‛Morpion’’ εἶναι ἕνα εὐφυές δάνειο ἀπό τά γαλλικά, πού σημαίνει τόσο ἕνα εἶδος ψύλλου ὅσο καί ἕνα παιχνίδι ἀνάλογο μέ τή στοίχιση τῶν προσβολῶν ἀπό τόν Βλαδίμηρο καί τόν Ἐστραγκόν, ἀλλά ὄχι ἕνα δάνειο ἀπό τό ἀρχικό γαλλικό κείμενο τοῦ ἴδιου τοῦ Μπέκετ! Ἡ ἐπιτάχυνση τῆς ὀργῆς πού μεταδίδει ὁ ἦχος τοῦ cr στήν ἀγγλική ἐκδοχή δέν πηγάζει ἀπό τά γαλλικά μέσω μετάφρασης ἀλλά μέ ἐνδόμυχη ἀνάπλαση• ὁ Μπέκετ μοιάζει ἱκανός νά ἀναβιώνει εἴτε στά γαλλικά εἴτε στά ἀγγλικά τίς ποιητικές, συνειρμικές διαδικασίες πού παρήγαγαν τό ἀρχικό κείμενο. Συγκρίνοντας λοιπόν τόν παλαβό μονόλογο τοῦ Λάκυ στή γαλλική καί τήν ἀγγλική μορφή του, δίνει κανείς ἕνα ἀξιομνημόνευτο μάθημα γιά τή μοναδική ἰδιοφυΐα ἀμφότερων τῶν γλωσσῶν, καθώς καί γιά τήν εὐρωπαϊκή τους ἀλληλεπίδραση. Ἕνας πλοῦτος πανούργας ἀκρίβειας κρύβεται πίσω ἀπό τή «μετάφραση» τοῦ Seine-et-Oise, Seine-et-Marne σέ Feckham Peckham Fulham Clapham. Ὁ θάνατος τοῦ Βολταίρου γίνεται, προσφυῶς, κι ὅμως μέ μιά διακριτή μετατροπή στήν ἔμφαση, θάνατος τοῦ δρ. Τζόνσον. Οὔτε κάν ἡ Κονεμάρα δέν μένει στή θέση της• ὑφίσταται μιά θαλάσσια μεταλλαγή σέ ‛‛Normandie on ne sait pourquoi’’.
Οἱ Ἱστορίες καί κείμενα γιά τό τίποτα, πρόσφατα ἐκδομένο ἀπό τον Grove Press, εἶναι ἕνα σχετικό παράδειγμα. Αὐτή ἡ συλλογή τριῶν σύντομων μυθοπλασιών καί δεκατριῶν μονολόγων εἶναι ἕνα πολύπλοκο παιχνίδι. Οἱ ἱστορίες φαίνεται πώς γράφτηκαν στά γαλλικά τό 1945 καί σχετίζονται τόσο μέ τό Μολλόυ ὅσο καί μέ τό Ὁ Μαλόν πεθαίνει. Οἱ μονόλογοι καί οἱ ἱστορίες δημοσιεύτηκαν στό Παρίσι τό 1955, ἀλλά τουλάχιστον μία εἶχε ἤδη δημοσιευτεῖ σέ περιοδικό. Ἡ ἀγγλική ἐκδοχή τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, μέ τόν τίτλο No’s Knife, Collected Shorter Prose, περιέχει τέσσερα κομμάτια πού δέν περιλαμβάνονται στήν ἔκδοση Grove Press, μεταξύ αὐτῶν τό «Πίνγκ», ἡ παράξενη μινιατούρα γιά τήν ὁποία ὑπάρχει μιά ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση στό τεῦχος Φεβρουαρίου τοῦ Encounter. Ἡ ἔκδοση Grove, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀλλοῦ, δέν κολακεύει τήν αὐστηρή σχολαστικότητα τοῦ Μπέκετ σέ ζητήματα χρονολογίας καί βιβλιογραφίας. Οἱ λίγες ἐπισημάνσεις πού δίνονται εἶναι ἐσφαλμένες ἤ ἀτελεῖς. Εἶναι ἕνα συναρπαστικό ἀλλά ἔλασσον ἔργο. Ἐν μέρει ἐπειδή ὁ Μπέκετ ἐπιτρέπει κάποιες ἐπιρροές ἤ κάποια ξένα σώματα νά ἐπιβληθοῦν. Ὁ Τζόναθαν Σουίφτ, πάντα ἕνας φασματικός πρόγονος, ξεπροβάλλει στήν αἰσχρολογία καί τίς παραισθήσεις στό «Τέλος». Ὑπάρχει περισσότερος Κάφκα, ἤ μᾶλλον περισσότερος ἀμασκάρευτος Κάφκα, ἀπό ὅσο μᾶς ἐπιτρέπει συνήθως ὁ Μπέκετ νά ἀνιχνεύσουμε: «Ἐκεῖ συνεδριάζει ἀπόψε τό δικαστήριο, στά βάθη τοῦ νυχτερινοῦ θόλου, ἐκεῖ κρατῶ τήν πένα καί τά πρακτικά, δέν καταλαβαίνω τί ἀκούω, δέν γνωρίζω τί γράφω» [σ. 147]. Στόν «Διωγμένο» ἔχουμε πολύ Τζόυς, ἰρλανδική μπαλάντα, τό τέλος μιᾶς χειμωνιάτικης μέρας, ἱππήλατη ἅμαξα καί ὅλα αὐτά. Στό «Ἠρεμιστικό» διαβάζουμε ὅτι «ἦταν πάντα ἡ ἴδια πόλη» [σ. 72] καί ἐννοεῖται μιά δίπτυχη ἑνότητα, τό Δουβλίνο-Παρίσι, τόπος τοῦ μέγα δασκάλου καί πλέον καί τοῦ ἴδιου τοῦ Μπέκετ.
Παρότι ὅμως αὐτά εἶναι θραύσματα, ἀσκήσεις μέ τέσσερα δάχτυλα, τά οὐσιώδη μοτίβα περνοῦν. Τό πνεῦμα σέρνεται σάν ρακοσυλλέκτης ἀναζητώντας λέξεις πού δέν ἔχουν μασηθεῖ ὥς τό μεδούλι, πού ἔχουν διατηρήσει κάτι ἀπό τή μυστική τους ζωή παρά τήν ἀνειλικρίνεια τῆς ἐποχῆς. Ὁ δανδής ὡς ἀσκητής, ὁ ἀπαιτητικός ζητιάνος – αὐτά εἶναι τά φυσικά προσωπεῖα τοῦ Μπέκετ. Ὁ κεντρικός ἄξονας ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα αὐθεντικό κι ὅμως ἐλαφρῶς θρασύ σάστισμα: «Δέν χρειάζεσαι καί περισσότερα γιά ν’ ἀρχίσεις ν’ ἀναρωτιέσαι μήπως βρίσκεσαι σέ λάθος πλανήτη. Σ’ ἐγκαταλείπουν ἀκόμα καί οἱ λέξεις, καί μή χειρότερα» [σ. 118]. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ὁ θάνατος τῆς ὁμιλίας (ἀπηχώντας τή ρητορική μά ὄχι λιγότερο ἔσχατη ἀπόγνωση τοῦ Βασιλιᾶ Λήρ):

[…] ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς δέν θά ἀρκοῦσαν, στό τέλος τῶν δισεκατομμυρίων θά χρειαζόσουν ἕνα θεό, ἁμαρτύρητο μάρτυρα τῶν μαρτύρων, τί εὐλογία χάθηκαν ὅλα, ποτέ τίποτα ὅσο γιά μιά ἀρχή, ποτέ τίποτα παρά τίποτα καί ποτέ, ποτέ τίποτα παρά ἄψυχες λέξεις. [σ. 184]

Κι ὅμως, ἐνίοτε σέ τοῦτο τό βασίλειο τῶν σκουπιδοτενεκέδων καί τῆς βροχῆς «ξαναέβρισκα τίς λέξεις, μαζί καί τόν τρόπο νά τίς κάνω νά ἠχοῦν» [σ. 86-87].
Ὅταν φωτίζει αὐτή ἡ πεντηκοστιανή οἰκονομία, ὁ Μπέκετ κυριολεκτικά τραγουδᾶ μέ μιά χαμηλή, διαπεραστική φωνή, τρομερά πανούργα στό ρυθμό της. Τό ὕφος τοῦ Μπέκετ κάνει τή σύγχρονη πεζογραφία νά μοιάζει ξιπασμένη:

[…] ξέρω γιά τί μιλῶ, ἤ μονόχειρας, ἀκόμα καλύτερα, δίχως μπράτσα, δίχως χέρια, ἀσύγκριτα καλύτερα, γέρος ὅσο κι ὁ κόσμος καί ἐξίσου ἀποκρουστικός, ἀπό ὅλες τίς πλευρές ἀκρωτηριασμένος, ὄρθιος πάνω στά ἔμπιστά μου κούτσουρα, ἕτοιμος νά σκάσω ἀπό […] παλιές προσευχές, παλιά μαθήματα, ψυχή, μυαλό καί κουφάρι τό ἕνα δίπλα στ’ ἄλλο, γιά νά μήν ἀναφέρω τίς ροχάλες, ὀδυνηρή στ’ ἀλήθεια ἀναφορά, τ’ ἀναφιλητά πού μύξες ἔγιναν, ἀναβλύζοντας ἀπό τήν καρδιά, τώρα ἔχω μιά καρδιά, τώρα εἶμαι ὁλοκληρωμένος […] Βράδια, βράδια, τί βράδια κι ἐκεῖνα, ἀπό τί ἦταν φτιαγμένα, καί πότε ἔγινε αὐτό, δέν ξέρω, φτιαγμένα ἀπό φιλικές σκιές, φιλικούς οὐρανούς, ἀπό χρόνο χορτάτο, εἶχε καταβροχθίσει καί ἀναπαυόταν, ἕως τό κρέας τοῦ μεσονυκτίου, δέν ξέρω, περισσότερα ἀπό ὅ,τι τότε, ὅταν συνήθιζα νά λέω, ἀπό μέσα, ἤ ἀπέξω, ἀπό τή νύχτα πού ἐρχόταν ἤ κάτω ἀπό τό χῶμα. [σ. 178-179]

Τό λακωνικό εὐφυολόγημα «ψυχή, μυαλό καί κουφάρι τό ἕνα δίπλα στ’ ἄλλο» θά ἀρκοῦσε γιά νά σηματοδοτήσει τό χέρι ἑνός μείζονος ποιητῆ. Ὁλόκληρος αὐτός ὁ ἑνδέκατος μονόλογος ἤ ψιθυριστός στοχασμός ἀποτελεῖ ὑψηλή ποίηση, γυρεύοντας τόν Σαίξπηρ μέ μιά ἀπόμακρη, πειραχτική ἠχώ («ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, σέ δυό ὄνειρα ἀνάμεσα πού οἱ δρόμοι τους χωρίζουν, κανέναν δέν ξέρω, κανείς δέν μέ ξέρει» [σ. 181]).
Τό τοπίο τοῦ Μπέκετ εἶναι παγερά μονοχρωματικό. Τό θέμα τοῦ μονότονου τραγουδιοῦ του εἶναι ἡ ἀκαθαρσία, ἡ μοναξιά καί ἡ φασματική αὐτάρκεια πού προκύπτει ὕστερα ἀπό μακρά νηστεία. Ἐντούτοις εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἀναντικατάστατους καταγραφεῖς μας, καί τό ξέρει: «Ἀλλά κούκου, ἐδῶ εἶμαι πάλι, ἀκριβῶς τή στιγμή πού ἤμουν ἀπολύτως ἀναγκαῖος, σάν τή ρίζα τοῦ μεῖον ἕνα στό τετράγωνο, ἔχοντας περατώσει τίς κλασικές μου σπουδές» [σ. 177-178]. Μιά πυκνή, θαυμαστά εὔστοχη πρόταση. Ἡ ρίζα τοῦ μεῖον ἕνα στό τετράγωνο εἶναι ἀνύπαρκτη, φασματική, κι ὅμως τά μαθηματικά τήν ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη. Τό «περατώσει» εἶναι ἕνας σκόπιμος γαλλισμός: δείχνει ὅτι ὁ Μπέκετ κατέχει πλήρως τήν ἀνθρωπιστική παιδεία (αὐτά τά κείμενα βρίθουν ἀπόκρυφων ὑπαινιγμῶν), ὅτι ἔχει κάνει μιά πανεπιστημιακή καταγραφή τοῦ πολιτισμοῦ προτοῦ κλείσει τό καπάκι καί πετσοκόψει τόν ἑαυτό του ὥς τό κόκαλο. Τό «περατώνω» σηματοδοτεῖ ὅμως καί τό τέρμα, τό Τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ, τήν Τελευταία μαγνητοταινία τοῦ Κράπ. Αὐτή ἡ τέχνη εἶναι τερματική, καθιστώντας τήν περισσότερη κριτική ἤ τό σχολιασμό μιά περιττή εὐτέλεια.
Τό ὅραμα πού ἀναδύεται ἀπό τό σύνολο τῶν γραπτῶν τοῦ Μπέκετ εἶναι στενό καί ἐπαναληπτικό. Εἶναι συνάμα ζοφερά ἱλαρό. Μπορεῖ νά μήν εἶναι πολύ, ἀλλά, ὄντας τόσο ἔντιμο, μπορεῖ κάλλιστα νά ἀποδειχτεῖ τό καλύτερο, τό σταθερότερο πού διαθέτουμε. Ἡ ἰσχνότητα τοῦ Μπέκετ, ἡ ἄρνησή του νά δεῖ στή γλώσσα καί τή λογοτεχνική μορφή ἐπαρκεῖς πραγματώσεις τῆς ἀνθρώπινης αἴσθησης ἤ κοινωνίας, τόν καθιστοῦν ἀντίποδα τοῦ Χένρυ Τζέημς. Ὡστόσο ἀντιπροσωπεύει τό παρόν ἐλαττωμένο φάσμα μας, ὅσο ὁ Τζέημς ἀντιπροσώπευε μιά χαμένη εὐρυχωρία. Γι’ αὐτό ταιριάζει καί στούς δύο ὁ ἀποχαιρετισμός τοῦ Γ.Χ. Ὦντεν στό νεκροταφεῖο τοῦ Μάουντ Ὄμπερν: «Δάσκαλος τῆς νύξης καί τῆς ἀναστολῆς».