ΠΟΙΗΤΙΚΗ Τεύχος δεύτερο (επιλογές)

ΠΟΙΗΣΗ

Anne Sexton

Ὁδός Ἐλέους Ἀριθμός 45

Εισαγωγή-Μετάφραση: Αθηνάκης Δημήτρης –  Παναγιώτου Ευτυχία

Δουλειά μου εἶναι οἱ λέξεις. Οἱ λέξεις εἶναι σάν ἐμβλήματα,
ἤ κέρματα, ἤ μάλλον σάν σμῆνος μελισσῶν.
Ὁμολογῶ ὅτι ἔχω καταρρεύσει ἀπ’ τῶν πραγμάτων τό βάθος•
θαρρεῖς κι οἱ λέξεις νά ‘ταν μέλισσες νεκρές σέ μιά σοφίτα,
ἀποκομμένες ἀπό τά κίτρινα μάτια καί τ’ ἄνυδρα φτερά τους.
Πρέπει πάντα νά ξεχνῶ πῶς μιά λέξη μπορεῖ νά ξεδιαλέγει
μία ἄλλη, πῶς τή χειρίζεται, μέχρι πού ἔχω μπροστά μου
κάτι πού θά ‘ναι σάν νά ‘χω πεῖ…
ἀλλά δέν εἶπα.

Δουλειά σου εἶναι νά παρακολουθεῖς τίς λέξεις μου. Κι ὅμως καμιά μου
πόρτα δέν ἀνοίγω. Δουλεύω μέ τίς δυνάμεις μου ὅλες, νά ἕνα παράδειγμα,
ὅταν μπορῶ νά γράψω τήν ὠδή μου σ’ ἕνα παιγνίδι τύχης,
ἐκείνη τή νύχτα στή Νεβάδα: λέγοντας πῶς τό μαγικό τζάκ πότ
μοῦ ‘ρθε καμπάνες κουδουνίζοντας, τρεῖς τόν ἀριθμό, πάνω στήν τυχερή ὀθόνη.
Ἀλλά ἄν θά ‘πρεπε νά πεῖς ὅτι αὐτό ‘ναι κάτι πού δέν εἶναι,
τότε φυτρώνω ἀσθενική, ἀνακαλώντας πῶς τά χέρια μου ἀστεῖα τά ‘νιωσα
καί γελοῖα συνάμα καί μαζί πιεστικά, γεμάτα μ’ ὅλα
τά πιστευτά νομίσματα.
[»Εἶπε ὁ ποιητής στόν ψυχαναλυτή», To Bedlam and Part Way Back, 1960]

*

Ὄχι ὅτι ἦταν ὄμορφο,
ἀλλ’ ὅτι, στό τέλος, ὑπῆρχε
μιά συγκεκριμένη αἴσθηση τάξης ἐκεῖ•
κάτι πού ν’ ἀξίζει νά μάθω
σ’ αὐτό τό στενόχωρο ἡμερολόγιο τοῦ μυαλοῦ μου,
στούς κοινόχρηστους χώρους τοῦ ἀσύλου
ὅπου ὁ ραγισμένος καθρέφτης
ἤ ὁ ἴδιος ὁ ἐγωιστής μου θάνατος
μ’ ἀνάγκασαν νά ὑποκύψω.
Κι ἄν δοκίμαζα
κάτι ἄλλο νά σοῦ δώσω,
κάτι ἔξω ἀπό μένα,
δέ θά καταλάβαινες
ὅτι τό χειρότερο κομμάτι καθενός
μπορεῖ, στό τέλος, νά ‘ναι
μιά σύμπτωση ἐλπίδας.
Χτύπησα τό ἴδιο μου τό κεφάλι•
ἦταν γυαλί, γυάλα ἀνεστραμμένη.
Ἕνα ἐλάχιστο πραγματάκι,
ὅσος εἶσαι, νά ‘ναι μιά γυάλα ὅλο κι ὅλο.
Στήν ἀρχή, ἦταν ὁλοδικό μου.
Μετά, ἦταν κάτι πέρα ἀπό μένα•
ἦταν ἐσύ, ἤ τό σπίτι σου
ἤ ἡ κουζίνα σου.
Κι ἄν γυρίσεις νά φύγεις μακριά
γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε ἐδῶ νά μάθεις
θά κρατήσω τήν ἄτεχνή μου γυάλα,
μ’ ὅλα τά σπασμέν’ ἀστέρια της νά λάμπουν
σάν ἕνα μπερδεμένο ψέμα,
καί θά δέσω ἕνα καινούργιο δέρμα γύρω της
θαρρεῖς πορτοκάλι νά ‘ντυνα
ἤ ἕναν ἥλιο παράξενο.
Ὄχι ὅτι ἦταν ὄμορφο,
ἀλλά ὅτι βρῆκα μιά κάποια τάξη ἐκεῖ.
Ἐκεῖ θά πρέπει νά ὑπάρχει κάτι μοναδικό
γιά κάποιον
σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐλπίδα.
Αὐτό ‘ναι κάτι πού ποτέ δέ θά ‘βρισκα
σέ μέρος ὀμορφότερο, ἀγαπητέ μου,
παρόλο πού ὁ φόβος σου εἶναι σάν τοῦ καθενός τό φόβο,
σάν ἕνα ἀόρατο πέπλο σ’ ὅλους μας ἀνάμεσα…
καί κάποιες φορές μοναχικά,
στήν κουζίνα μου, στήν κουζίνα σου,
μές στό πρόσωπό μου, μές στό πρόσωπό σου.
[«Γιά τόν Τζόν, πού μ’ ἐκλιπαρεῖ νά μή ρωτῶ παραπάνω»,
To Bedlam and Part Way Back, 1960]

*

1.
Κλείνω τά τριάντα τόν Νοέμβριο.
Ἐσύ εἶσαι μωρό ἀκόμα, στό τέταρτό σου ἔτος.
Στεκόμαστε κι ἀτενίζουμε τά κίτρινα φύλλα ν’ ἀρρωσταίνουν,
πετώντας μές στή χειμωνιάτικη βροχή,
πέφτοντας φαρδιά πλατιά καί πλυμένα. Καί θυμᾶμαι
πιό πολύ ἀπό ὅλα τά τρία φθινόπωρα πού δέν ζοῦσες ἐδῶ.
Εἶπαν πώς δέν θά σέ ξανάπαιρνα ποτέ πίσω.
Σοῦ λέω τίς ἀλήθειες πού δέν πρόκειται νά μάθεις:
οἱ ἰατρικές εἰκασίες ὅλες,
τά ἐγκεφαλογραφήματα, δέν θά εἶναι τόσο ἀληθινά ὅσο
τά χτυπημένα φύλλα πού ἀφήνονται νά πέσουν.

Ἐγώ, πού διάλεξα δυό φορές
νά σκοτωθῶ, σέ εἶχα φωνάξει μέ τό ὑποκοριστικό σου
τούς κλαψιάρικους μῆνες πού πρωτοῆρθες•
μέχρι πού ροχάλισε ἕνας πυρετός
στό λαιμό σου καί κινήθηκα μέ χειρονομίες παντομίμας
στό προσκεφάλι σου. Ἄγγελοι ἀσχημομούρηδες μοῦ μίλησαν. Τό φταίξιμο,
τούς ἄκουσα νά λένε, ἦταν δικό μου. Φλυαροῦσαν
μές στό κεφάλι μου σάν πράσινες μάγισσες, ἀφήνοντας τήν κατάρα
νά στάζει σάν σπασμένη βρύση•
λές καί ἡ κατάρα εἶχε πλημμυρίσει τήν κοιλιά μου καί γέμισε τό λίκνο σου,
ἕνα παλιό χρέος πού πρέπει ν’ ἀναλάβω.

Ὁ θάνατος εἶναι πιό ἁπλός ἀπ’ ὅσο νόμιζα.
Τή μέρα πού ἡ ζωή σ’ ἔκανε γερή καί δυνατή
ἄφησα τίς μάγισσες νά μοῦ πάρουν τήν ἐνοχική ψυχή.
Παρίστανα τή νεκρή
ὡσότου οἱ ἄντρες στά λευκά τό δηλητήριο μοῦ ἄδειασαν ἀπ’ τήν καρδιά,
καθηλώνοντάς με ξεμανίκωτη καί ξεπλυμένη ἀνάμεσα στίς ἀσυναρτησίες
ὁμιλούντων κιβωτίων καί τό ἠλεκτρικό κρεβάτι.
Γέλασα σάν εἶδα τό ἰδιωτικό σίδερο σ’ ἐκεῖνο τό ξενοδοχεῖο.
Σήμερα τά κίτρινα φύλλα
ἀρρωσταίνουν. Μέ ρωτᾶς ποῦ πᾶνε. Λέω τό σήμερα
στόν ἑαυτό του πίστεψε, ἤ ὅπου ἔπεσε.

Σήμερα, μικρό μου παιδί, Τζόυς,
ἀγάπα τόν ἑαυτό τοῦ ἑαυτοῦ σου ὅπου κατοικεῖ.
Δέν ὑπάρχει εἰδικός Θεός στόν ὁποῖο ν’ ἀπευθύνεσαι• ἤ ἄν ὑπάρχει
γιατί σέ ἄφησα νά μεγαλώσεις
σέ ἄλλον τόπο. Δέν γνώρισες τή φωνή μου
ὅταν γύρισα πίσω νά φωνάξω. Ὅλοι οἱ ὑπερθετικοί
τοῦ αὐριανοῦ χιονισμένου δέντρου καί τοῦ γκί
δέν θά σέ κάνουν νά μάθεις τίς γιορτές πού ἔπρεπε νά χάσεις.
Τήν ἐποχή ἐκείνη πού δέν ἀγαποῦσα
τόν ἑαυτό μου, ἀκολουθοῦσα τά χνάρια τῶν περιπάτων σου• κρατοῦσες τό γάντι μου.
Καί μετά ἀπό αὐτό, ἦρθε νέο χιόνι.

2.
Μοῦ ἔστειλαν γράμματα μέ τά νέα
σου καί ἔφτιαξα μοκασίνια, πού ποτέ δέν θά χρησιμοποιοῦσα.
Ὅταν μεγάλωσα ἀρκετά γιά νά ἀνέχομαι
τόν ἑαυτό μου, ἔζησα μέ τή μητέρα μου. Πολύ ἀργά,
πολύ ἀργά γιά νά ζήσεις μέ τή μητέρα σου, εἶπαν οἱ μάγισσες.
Μά δέν ἔφυγα. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἔφτιαξα
τό πορτρέτο μου.

Στά μισά τοῦ δρόμου ἀπό τό Μπέντλαμ
πῆγα στό σπίτι τῆς μητέρας μου στό Γκλοῦστερ
τῆς Μασαχουσέτης. Κι ἔτσι ἔγινε καί
τή γράπωσα• κι ἔτσι ἔγινε καί τήν ἔχασα.
Δέν μπορῶ νά σοῦ συγχωρήσω τήν αὐτοκτονία, εἶπε ἡ μητέρα μου.
Καί ποτέ δέν μπόρεσε. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἔφτιαξε
τό πορτρέτο μου.

Ζοῦσα σάν κάποιος ὀργισμένος φιλοξενούμενος,
σάν κάτι μισοεπιδιορθωμένο, ἕνα παιδί παραμεγαλωμένο.
Θυμᾶμαι πώς ἡ μητέρα μου ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε.
Μέ πῆγε στή Βοστόνη νά μοῦ ἀλλάξουν τό στίλ τῶν μαλλιῶν.
Ἔχεις τό χαμόγελο τῆς μητέρας σου, εἶπε ὁ καλλιτέχνης.
Δέν φαινόταν νά νοιαζόμουν. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἔφτιαξα
τό πορτρέτο μου.

Ὑπῆρχε μιά ἐκκλησία στό μέρος πού μεγάλωσα
μέ τά λευκά της ντουλάπια ὅπου μᾶς κλείδωναν,
στή σειρά, σάν σεμνότυφους ἤ πλήρωμα
πού τραγουδοῦν σέ συμφωνία. Ὁ πατέρας μου ἔκανε γύρο τό δίσκο.
Πολύ ἀργά τώρα γιά συγχώρεση, εἶπαν οἱ μάγισσες.
Δέν μέ συγχώρεσαν ἀκριβῶς. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἔφτιαξαν
τό πορτρέτο μου.

3.
Ὅλο τό καλοκαίρι ἐκεῖνο, τά ραντιστήρια ἔσκυβαν
πάνω στό γρασίδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς.
Κουβεντιάζαμε γιά τήν ἀνομβρία
ὅταν ὁ κατάξερος σάν ἁρμύρα
ἀγρός γλυκάθηκε πάλι. Γιά νά περάσει ἡ ὥρα
προσπάθησα νά κουρέψω τό γκαζόν
καί τό πρωί ἔφτιαξα τό πορτρέτο μου,
παγώνοντας τό χαμόγελό μου ὥστε νά γίνει ἐπίσημο.
Μιά φορά σοῦ ταχυδρόμησα τή φωτογραφία ἑνός κουνελιοῦ
καί μιά καρτποστάλ μέ τό Μοτίβο Νούμερο Ἕνα,
λές καί εἶναι φυσιολογικό
νά εἶσαι μητέρα καί νά εἶσαι ἀπούσα.

Κρέμασαν τό πορτρέτο μου στό ψυχρό
βόρειο σέλας, μέ συνταίριαξαν
γιά νά συντηροῦμαι.
Μόνο ἡ μητέρα μου ἀρρώστησε.
Μοῦ γύρισε τήν πλάτη, λές κι ὁ θάνατος εἶναι μεταδοτικός,
λές καί μεταφέρεται,
λές κι ὁ πεθαμός μου τῆς εἶχε φάει τά σωθικά.
Τόν Αὔγουστο ἐκεῖνο ἤσουν δύο ἐτῶν, μά ἐγώ μετροῦσα τίς μέρες μου μέ ἀμφιβολία.
Τήν 1η τοῦ Σεπτέμβρη μέ κοίταξε
καί εἶπε πώς τῆς ἔδωσα τόν καρκίνο.
Τῆς σμίλεψαν τούς γλυκούς λόφους
καί ἀκόμη κι ἔτσι δέν μποροῦσα ν’ ἀπαντήσω.

4.
Ἐκεῖνο τό χειμώνα
ἐπανῆλθε κάπως
ἀπό τήν ἀποστειρωμένη της κουστωδία
τῶν γιατρῶν, τόν γεμάτο ναυτία
περίπλου τῆς ἀκτινογραφίας,
τήν ἀριθμητική τῶν κυττάρων
πού εἶχε ἀγριέψει. Ἐλλιπής ἐγχείρηση,
παχύ μπράτσο, κακή πρόγνωση, τούς ἄκουσα
νά λένε.

Καθώς μάνιαζε ἡ θάλασσα
εἶχε τόν ἑαυτό της
βάλει γιά πορτρέτο.
Μιά κρύπτη ἑνός καθρέφτη
τοποθετημένη στόν νότιο τοῖχο•
ταιριαστό χαμόγελο, ταιριαστό περίγραμμα.
Καί μοῦ ἔμοιαζες• ἀγνοώντας
τό πρόσωπό μου, τό φόρεσες. Μά ἤσουν δική μου
στήν τελική.

Ἔβγαλα τό χειμώνα στή Βοστόνη,
ἄτεκνος νύμφη,
χωρίς τίποτα γλυκό νά μοιραστῶ
μέ τίς μάγισσες στό πλευρό μου.
Ἔχασα τήν ἐποχή πού ἤσουνα μωρό,
δοκίμασα μιά δεύτερη αὐτοκτονία,
δοκίμασα τό ἑπτασφράγιστο νοσοκομεῖο γιά ἕναν ἀκόμη χρόνο.
Τήν πρωταπριλιά μοῦ τήν ἔφερες. Γελάσαμε, κι αὐτό
ἦταν καλό σημάδι.

5.
Βγῆκα τελευταία φορά
τήν πρώτη τοῦ Μάη•
ἀποφοιτώντας ἀπό τίς ὑποθέσεις τοῦ μυαλοῦ,
μέ τό «ἐντάξει» τοῦ ψυχαναλυτῆ μου,
μ’ ἕτοιμο τό βιβλίο μου μέ τά στιχάκια,
τή γραφομηχανή καί τίς βαλίτσες μου.

Τό καλοκαίρι ἐκεῖνο ὁλόκληρο ἔμαθα τή ζωή
πίσω στά ὁλοδικά μου
ἑφτά δωμάτια, ἐπισκέφτηκα τίς βαρκοῦλες,
τήν ἀγορά, ἀπάντησα στό τηλέφωνο,
σέρβιρα κοκτέιλ ὅπως μιά καλή
σύζυγος, ἔκανα ἔρωτα ἀνάμεσα στά μισοφόρια μου

καί τό μαύρισμα τ’ Αὐγούστου. Κι ἐρχόσουν κάθε
Σαββατοκύριακο. Μά λέω ψέματα.
Σπάνια ἐρχόσουν. Ἁπλῶς σέ παράσταινα,
μικρό γουρουνάκι, πεταλούδα
κορίτσι μέ δειλά παιδικά μαγουλάκια
ἀνυπάκουο τρίχρονο, ὑπέροχή μου

ξένη. Κι ἔπρεπε νά μάθω
γιατί ἔπρεπε καλύτερα
νά πεθάνω ἀπ’ τό ν’ ἀγαπήσω, πώς ἡ ἀθωότητά σου
θά πόναγε καί πῶς μαζεύω μέσα μου
ἐνοχές ὅπως ἕνας νέος εἰδικευόμενος
τά συμπτώματά του, τίς βέβαιες ἐνδείξεις του.

Ἐκείνη τή μέρα τοῦ Ὀκτώβρη πού πήγαμε
στό Γκλοῦστερ, οἱ κόκκινοι λόφοι
μοῦ θύμισαν τό ξερό κόκκινο ἀπό γούνα ἀλεποῦς
παλτό πού δοκίμαζα ὅταν ἤμουν παιδί• τελείως ἀκίνητη
σάν ἀρκούδα ἤ σάν σκηνή,
σάν μιά τεράστια τρύπα πού καγχάζει ἤ ἕνα κόκκινο τρίχωμα ἀλεποῦς.

Περάσαμε δίπλα ἀπ’ τό χοιροτροφεῖο,
τήν καλύβα πού πουλᾶ δολώματα,
δίπλα ἀπ’ τό Πίτζιον Κόουβ, δίπλα ἀπ’ τό Ναυτικό Ὅμιλο, δίπλα ἀπ’ τό Σκουώλ
Χίλ, πρός τό σπίτι πού περιμένει
ἀκίνητο, στήν κορφή τῆς θάλασσας,
καί δυό πορτρέτα κρέμονταν σέ τοίχους ἀντικριστούς.

6.
Στό βόρειο σέλας, τό χαμόγελό μου εἶναι μόνιμο,
ἡ σκιά τονίζει τή ραχοκοκαλιά μου.
Καί τί δέ θά ὀνειρευόμουν ὅσο καθόμουν ἐκεῖ,
ὁλόκληρη νά περιμένω μ’ ὀρθάνοιχτα τά μάτια, τό περίγραμμα
τοῦ χαμόγελου, τό νεαρό πρόσωπο,
τήν παγίδα τῆς ἀλεποῦς.

Στό νότιο σέλας, τό χαμόγελό της εἶναι μόνιμο,
τά μάγουλά της μαραίνονται σάν διψασμένη
ὀρχιδέα• ὁ περιπαιχτικός μου καθρέφτης, ἡ ἀναποδογυρισμένη μου
ἀγάπη, τό πρῶτο μου εἴδωλο. Μοῦ ρίχνει ματιές μέσ’ ἀπ’ αὐτό τό πρόσωπο,
αὐτό τό πέτρινο κεφάλι τοῦ θανάτου
πού ‘χω μεγαλώσει.

Ὁ καλλιτέχνης μας στήν κατάλληλη στιγμή•
χαμογελούσαμε στό ζωγραφιστό μας σπίτι
πρίν διαλέξουμε τούς προδιαγεγραμμένους μας δρόμους.
Τό ξερό κόκκινο ἀπό γούνα ἀλεποῦς παλτό φτιάχτηκε γιά νά καεῖ.
Σαπίζω πάνω στόν τοῖχο, προσωπικέ μου
Ντόριαν Γκρέυ.

Κι αὐτό ἦταν τό σπήλαιο τοῦ καθρέφτη
ἐκείνη ἡ διπλή γυναίκα πού κοιτάζει ἐπίμονα
τόν ἑαυτό της, σάμπως ἀπολιθωμένη
μές στό χρόνο – δύο κυρίες πού κάθονται σέ σκοτεινές καρέκλες.
Φίλησες τή γιαγιά σου
κι ἐκείνη ἔκλαψε.

7.
Δέν μποροῦσα νά σ’ ἔχω
παρά μόνο τά Σαββατοκύριακα. Ἐρχόσουν
κάθε φορά, σφίγγοντας τή φωτογραφία τοῦ κουνελιοῦ
πού σοῦ ‘χα στείλει. Γιά τελευταία φορά ἀδειάζω
τά πράγματά σου. Ἀγγιζόμαστε ἀπό συνήθεια.
Στήν πρώτη ἐπίσκεψη ρώτησες τ’ ὄνομά μου.
Τώρα μένεις γιά πάντα. Θά ξεχάσω
πῶς ἐκτιναχτήκαμε μακριά ἡ μία ἀπ’ τήν ἄλλη σάν μαριονέτες
πάνω στίς κλωστές. Δέν ἦταν τό ἴδιο
μέ τήν ἀγάπη, ἀφήνοντας τά Σαββατοκύριακα νά μᾶς
περικλείουν. Ξύνεις τό γόνατό σου. Μαθαίνεις τ’ ὄνομά μου,
ταλαντευόμενη στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, φωνάζοντας καί κλαίγοντας.
Μέ φωνάζεις μητέρα καί θυμᾶμαι τή μητέρα μου ξανά,
κάπου στά περίχωρα τῆς Βοστόνης, νά πεθαίνει.

Θυμᾶμαι πού σέ εἴχαμε ὀνομάσει Τζόυς
ἔτσι πού νά μποροῦμε νά σέ φωνάζουμε Τζόυ.
Ἦρθες σάν σκαιός ἐπισκέπτης
ἐκείνη τήν πρώτη φορά, τυλιγμένη καί ὑγρή
καί παράξενη στό βαρύ μου στῆθος.
Σέ εἶχα ἀνάγκη. Δέν ἤθελα ἀγόρι,
μόνο κορίτσι, ἕνα μικρό γλυκό σωματάκι
κοριτσιοῦ, ἤδη ἀγαπημένο, πού θορυβοῦσε ἤδη
στό σπίτι τοῦ ἑαυτοῦ του. Σέ εἴχαμε ὀνομάσει Τζόι.
Ἐγώ, πού δέν ἤμουν ποτέ ἀκριβῶς σίγουρη
γιά τό ἄν ἤμουν κορίτσι, εἶχα ἀνάγκη μιάν ἄλλη
ζωή, ἕνα ἄλλο εἴδωλο νά μοῦ τό θυμίζει.
Κι αὐτό ἦταν ἡ χειρότερή μου ἐνοχή• δέν μποροῦσες νά τή γιατρέψεις
οὔτε νά τήν ἁπαλύνεις. Σ’ ἔκανα γιά νά μέ βρεῖς.
[«Διπλό εἴδωλο», To Bedlam and Part Way Back, 1960]

*

Ἀλήθεια. Ὅλα ἀπολύτως ἀληθινά. Στή ζωή πάντα ἔλειπα ἀπ’ τό σπίτι.
Ὅλη μου ἡ φθορά συντελέστηκε ἐν ὀνόματι ἑνός παιδιοῦ.
Σώλ Μπέλλοου, Henderson the Rain King

Ὅταν ξαπλώνω γιά ἔρωτα,
ἡ καρδιά τοῦ γερο-νάνου τό κεφάλι της κουνᾶ.
Σάν κάθε ἠλίθιος, γεννήθηκε γριά.
Τά μάτια της τραμπαλίζουν, ὅπως τριάντα μία χοντρές
δίπλες δέρματος ἀνοίγουν νά μέ ἀγριοκοιτάξουν στό κρεβάτι τῆς ἡδονῆς.
Ξέρει ἀπό τί εἴμαστε πλασμένοι, τήν παρακμή.

Ὅταν εἶναι πληγωμένη, εἶναι ἀπότομη.
Τώρα εἶναι συμπαγής σάν λίπος,
ἀναπνέοντας μέ δυσκολία σάν πράσινη κότα
στή σκόνη. Μά ἄν ὀνειρευτῶ πώς κάνω ἔρωτα, τότε
τά ὄνειρά μου εἶναι ἕνα κουβάρι ξένων.&I; Αὐτή&D; τό ὀνειρεύεται…
ἀλλόκοτη, ἀλλόκοτη καί ἀνήθικη.

Θεούλη μου, πόσα πράγματα ξέρει!
Καί τό χειρότερο εἶναι πού πληγές φέρει
στά χέρια της, μαζεμένες σάν φωλιά
ἀπό ἕνα λιβάδι ἐγκαταλειμμένο. Στά καλύτερά της
εἶναι ὅλη ἕνας κόκκινος μῦς, πού συσπᾶται μέσα ἔξω, ψημένη
ἀπ’ τό χρόνο. Ὅπου πάω πάει.

Ὦ! τώρα μέ ξαπλώνω γιά ἔρωτα,
πόσο ἀμήχανα λύνονται τά χέρια της,
πόσο ὑπομονετικά ξεπλέκω τούς καρπούς της
σάν κόμπους. Παλιό στολίδι, παλιά γυμνή γροθιά,
καί ἑβδομήντα πανωφόρια νά φόραγα, δέν θά μποροῦσα νά σέ καλύψω…
ἀπό μητέρα, ἀπό πατέρα εἶμαι πλασμένη.
[«Ἡ καρδιά τοῦ γερο-νάνου», All My Pretty Ones, 1962]

*

Ἄχ, ἀγάπη μου, γιατί τσακωνόμαστε ἔτσι;
Μέ κούρασαν τά ταπεινά σου λόγια.
Μέ κούρασαν καί ὅλοι οἱ νεκροί.
Δέν καταδέχονται ν’ ἀκούσουν,
γι’ αὐτό παράτα τους.
Εἶσαι μέ τό ‘να πόδι στόν τάφο, βγές
ἐκεῖνοι εἶναι ἀπασχολημένοι μέ τό νά ‘ναι νεκροί.

Πάντα κάποιος ἔφταιγε:
τό τελευταῖο ἄδειο πέμπτο ποτό,
τά σκουριασμένα νύχια καί τά πούπουλα κότας
κολλημένα στή λάσπη πάνω στό κατώφλι τῆς πίσω ἐξώπορτας,
τά σκουλήκια πού ἔφτιαξαν φωλιά πίσω ἀπ’ τό αὐτί τῆς γάτας
καί ὁ φλύαρος ἱεροκήρυκας
πού δέν καταδεχόταν νά τηλεφωνήσει
ἐκτός ἀπό μιά φορά, μιάν ἀργόσχολη μέρα
ὅταν ἐμφανίστηκε σέρνοντας τά πόδια του μέσα ἀπ’ τήν αὐλή
ψάχνοντας γιά τό ἐξιλαστήριο θύμα.
Κρύφτηκα στήν κουζίνα κάτω ἀπό τήν κουρελού.

Δέν καταδέχομαι νά θυμᾶμαι τούς νεκρούς.
Καί οἱ νεκροί ἔχουν βαρεθεῖ τό ὅλο πράγμα.
Ἀλλά ἐσύ – ἐσύ προχώρα,
προχώρα, γύρνα πίσω, ἐκεῖ κάτω
στόν τάφο,
ξάπλωσε καταγῆς, ὅπου νομίζεις πώς εἶναι τά πρόσωπά τους•
ἀντιμετώπισε τούς παλιούς σου ἐφιάλτες.
[«Μιά κατάρα κατά τῆς ἐλεγείας», All My Pretty Ones, 1962]

*

Κάποιες γυναῖκες παντρεύονται νοικοκυριά.
Εἶναι ἕνα ἄλλο εἶδος δέρματος• ἔχει μιά καρδιά,
ἕνα στόμα, ἕνα συκώτι, καί κινήσεις ἐντέρου.
Οἱ τοῖχοι εἶναι μόνιμοι καί ρόζ.
Κοίτα πῶς γονατίζει κάθε μέρα,
ὑπάκουα ξεπλένοντας, λές, τόν ἑαυτό της.
Οἱ ἄντρες εἰσέρχονται βίαια, σπρωγμένοι πίσω σάν τόν Ἰωνᾶ
στίς εὐτραφεῖς τους μάνες.
Μιά γυναίκα εἶναι ἡ μάνα της.
Αὐτό εἶναι τό θέμα.
[«Νοικοκυρά», All My Pretty Ones, 1962]

*

Ἤμουν
τό κορίτσι τῆς ἁλυσιδωτῆς ἀλληλογραφίας,
τό κορίτσι γεμάτο λόγια γιά φέρετρα καί κλειδαρότρυπες,
αὐτή τῶν λογαριασμῶν τηλεφώνου,
ἡ τσαλακωμένη φωτογραφία καί ἡ κομμένη σύνδεση,
αὐτή πού ἔλεγε συνέχεια –
Ἄκουσε! Ἄκουσε!
Ἐμεῖς ποτέ δέν πρέπει! Ἐμεῖς ποτέ δέν πρέπει!
καί ὅλα ἐκεῖνα τά πράγματα…

αὐτή
μέ τά μάτια της μισοκρυμμένα κάτω ἀπ’ τό παλτό,
μέ τά μεγάλα μπλέ-μάτια-πολυβόλο
μέ τή λεπτή φλεβίτσα στήν καμπύλη τοῦ λαιμοῦ της
πού βούιζε σάν διαπασῶν,
μέ τούς ὤμους της τόσο γυμνούς ὅσο ἕνα κτίριο,
μέ τό λεπτό της πέλμα καί τά λεπτά της δάχτυλα,
μ’ ἕναν παλιό κόκκινο γάντζο μέσα στό στόμα της,
τό στόμα τῆς ἀκατάπαυστης αἱμορραγίας
μές στῆς ψυχῆς της τό στίβο τόν τρομακτικό…

αὐτή
πού ὅλο τήν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος,
παμπάλαιη ὅσο μιά πέτρα ἦταν,
κάθε χέρι καί κομμάτι τσιμέντο,
γιά ὧρες καί ὧρες
καί μετά ξυπνοῦσε,
μετά τόν μικρό θάνατο,
καί τότε ἦταν μαλακή ὅπως,
ἁπαλή ὅπως…

μαλακή καί ἁπαλή ὅπως
τό φῶς πού περισσεύει,
διόλου ἐπικίνδυνο,
σάν ζητιάνος πού τρώει
ἤ ἕνα ποντίκι στήν ὀροφή
χωρίς καταπακτή,
μέ τίποτα πιό εἰλικρινές
ἀπ’ τό χέρι σου στό χέρι της –
μέ κανέναν, μέ κανέναν, μόνο ἐσένα!
καί ὅλα αὐτά τά πράγματα.
κανείς, κανείς, μόνο ἐσύ!
Ὦ! Δέν μεταφράζεται
αὐτός ὁ ὠκεανός,
αὐτή ἡ μουσική,
αὐτό τό θέατρο,
αὐτή ἡ πεδιάδα τῶν πόνι.
19 Ἀπριλίου 1963
[«Ἐρωτικό τραγούδι», Live or Die, 1966]

*

Γιά τή Σύλβια Πλάθ
Ἄχ, Σύλβια, Σύλβια,
μ’ ἕνα φέρετρο γεμάτο πέτρες καί κουτάλια,

μέ δυό παιδιά, δυό μετεωρίτες
πού περιφέρονται ἄσκοπα στό μικρούλι παιδικό δωμάτιο,

μέ τό στόμα σου μές στό σεντόνι,
μές στό δοκάρι τῆς σκεπῆς, μές στή βουβή ἱκεσία,

(Σύλβια, Σύλβια,
ποῦ πῆγες
μετά πού μοῦ ‘γραψες
ἀπ’ τό Ντέβονσιρ
γιά τίς πατάτες πού καλλιεργοῦσες
καί τά μελίσσια πού συντηροῦσες;)

τί ἄντεξες,
πῶς ἁπλῶς ἀποδέχτηκες ταπεινωτικά τήν ἥττα;

Κλέφτρα! –
πῶς σύρθηκες δῶ μέσα,

πῶς σύρθηκες μόνη
μές στό θάνατο πού πόθησα τόσο ἀπελπισμένα καί γιά τόσον καιρό,

τό θάνατο πού εἴπαμε πώς κι οἱ δυό μας θά νικούσαμε,
ἐκεῖνον πού φοράγαμε πάνω στό ἰσχνό μας στῆθος,

ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο μιλάγαμε τόσο συχνά κάθε φορά πού
κατεβάζαμε μονορούφι τρία ἔξτρα ντράι μαρτίνι στή Βοστόνη,

τό θάνατο πού εἰπώθηκε ἀπό ψυχαναλυτές καί θεραπεῖες,
τό θάνατο πού εἰπώθηκε σάν τίς νύφες πού σχεδίαζαν συνωμοσίες,

τό θάνατο πού στήν ὑγειά του εἴχαμε πιεῖ,
τά κίνητρα καί μετά τό σιωπηλό κατόρθωμα;

(Στή Βοστόνη
θανατερή
ἡ βόλτα μέ τό ταξί,
ναί ὁ θάνατος πάλι,
ἐκείνη ἡ διαδρομή πρός τό σπίτι
μέ το&I; δικό μας&D; ἀγόρι.)

Ἄχ, Σύλβια, θυμᾶμαι τόν νυσταγμένο τυμπανιστή
πού χτύπαγε στά μάτια μας μιά παλιάν ἱστορία,

πόσο θέλαμε νά τόν ἀφήσουμε νά ἔρθει
σάν σαδιστή ἤ σάν μιά νεράιδα τῆς Νέας Ὑόρκης

νά κάνει τή δουλειά του,
κάτι χρήσιμο, ἕνα παράθυρο σ’ ἕναν τοῖχο ἤ σέ μιάν ἀποθήκη,

κι ἀπό κείνη τή στιγμή ἐκεῖνος καιροφυλακτοῦσε
κάτω ἀπ’ τήν καρδιά μας, τό ἑρμάρι μας,

καί τώρα καταλαβαίνω ὅτι τόν ταΐζαμε
χρόνο μέ τό χρόνο, παλιές αὐτοκτονίες

καί γνωρίζω μέ τήν εἴδηση τοῦ θανάτου σου,
μιάν ἀπαίσια γεύση γι’ αὐτό, σάν ἁλάτι.

(Κι ἐμένα,
κι ἐμένα ἐπίσης.
Καί τώρα, Σύλβια,
ἐσύ ξανά
μέ τό θάνατο πάλι,
αὐτή ἡ διαδρομή πρός τό σπίτι
μέ το δικό μας ἀγόρι.)

Καί λέω μόνο
μέ τά χέρια μου τεντωμένα σέ τοῦτο τό ἀπολιθωμένο μέρος,

ὅτι αὐτό πού εἶναι ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε
παρά ἕνα παλιό βιός,

ἕνα τρωκτικό πού λιποτάκτησε
ἀπό ἕνα ἀπ’ τά ποιήματά σου;

(Ἄχ, φιλενάδα,
ὅταν τό φεγγάρι εἶναι ἄσχημο,
κι ὁ βασιλιάς εἶναι νεκρός,
κι ἡ βασίλισσα χάνει τά λογικά της
ὁ μέθυσος πρέπει νά τραγουδήσει!)

Ἄχ, τοσοδούλα μητέρα,
κι ἐσύ μαζί!
Ἄχ, ἀστεία δούκισσα!
Ἄχ, ξανθό πραγματάκι!
[«Ὁ θάνατος τῆς Σύλβια», Live or Die, 1966]

*

Ἐδῶ καί μῆνες τό χέρι μου ἔχει σφραγιστεῖ
μές σ’ ἕνα τενεκεδάκι. Τίποτα δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄλλο ἀπό
ὑπόγειες σιδηροτροχιές
Ἴσως καί νά ‘ναι μωλωπισμένο, σκέφτηκα,
καί γι’ αὐτό νά τό ‘χουνε κλειδώσει.
Ἀλλά σάν κοίταξα μέσα ἦταν ἀπλωμένο ἐκεῖ ἥσυχα.
Μπορεῖς νά μαντέψεις τό χρόνο ἀπό αὐτό, σκέφτηκα,
σάν ρολόι, ἀπό τούς πέντε κόμπους τῶν δαχτύλων του
καί τίς λεπτές, κρυφές φλέβες.
Κεῖται ἐκεῖ σάν μιά λιπόθυμη γυναίκα
ταϊσμένη ἀπό σωλῆνες τούς ὁποίους ἀγνοοῦσε.

Τό χέρι κατέρρευσε,
ἕνα μικρό ξυλιασμένο περιστέρι
πού κλείστηκε στήν ἀπομόνωση.
Τ’ ἀναποδογύρισα καί ἡ παλάμη ἦταν γερασμένη,
οἱ γραμμές του μοιάζαν μέ ἴχνη κεντημένα ἀπό λεπτή βελόνα
καί ραμμένα τελεσίδικα ἀνάμεσα στά δάχτυλα.
Ἦταν χοντρό καί μαλακό καί τυφλό σέ κάποια σημεῖα.
Τίποτε ἄλλο ἀπό εὐάλωτο.

Καί ὅλα αὐτά εἶναι μιά μεταφορά.
Ἕνα κοινό χέρι – ἁπλῶς ἔρημο
γιά νά ἀκουμπήσει κάτι
πού ἀνταποδίδει μέ ἁφή.
Ἡ σκύλα ἀρνεῖται νά τό κάνει.
Ἡ οὐρά της παιχνιδίζει στό βάλτο γιά ἕνα βάτραχο.
Δέν εἶμαι τίποτα παραπάνω ἀπό μιά περίπτωση σκυλοτροφῆς.
Τῆς ἀνήκει ἡ ἴδια της ἡ πείνα.
&I;Οἱ ἀδερφές μου ἀρνοῦνται νά τό κάνουν.
Ζοῦν στήν ἐποχή τοῦ σχολείου μέ ἐξαίρεση τά διακριτικά
καί τά δάκρυα νά τρέχουν λεμονάδα.
Ὁ πατέρας μου ἀρνεῖται νά τό κάνει.
Ἔρχεται πακέτο μέ τό σπίτι, μέχρι καί τή νύχτα
ζεῖ σέ μιά μηχανή, κατασκευασμένη ἀπ’ τή μητέρα μου
καί εἶναι καλολαδωμένος ἀπ’ τή δουλειά του, τή δουλειά του.

Τό πρόβλημα εἶναι
πού ἐγώ θ’ ἄφηνα τίς χειρονομίες μου νά παγώσουν.
Τό πρόβλημα δέν ἦταν
στήν κουζίνα ἤ στίς τουλίπες
ἀλλά ἀποκλειστικά στό κεφάλι μου, τό κεφάλι μου.

Ὅλ’ αὐτά γίναν παρελθόν μετά.
Τό χέρι σου βρῆκε τό δικό μου.
Ἡ ζωή ὅρμησε στά δάχτυλά μου σάν θρόμβος αἵματος.
Ὦ! ξυλουργέ μου,
τά δάχτυλα ξαναχτίστηκαν.
Χορεύουν μέ τά δικά σου.
Χορεύουν στή σοφίτα καί στή Βιέννη.
Τό χέρι μου εἶναι ζωντανό παντοῦ στήν Ἀμερική.
Οὔτε ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά τό σταματήσει,
ὁ θάνατος στάζει τό αἷμα της.
Τίποτα δέν θά τό σταματήσει, γιατί τοῦτο εἶν’ τό βασίλειο
καί τό βασίλειο τό ἐπερχόμενο.
[«Τό ἄγγιγμα», Love Poems, 1969]

*

Ὅποια ζωή κι ἄν ἔχεις ἐπιλέξει
ἡ παρθενία εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ:
μάγουλα τόσο εὔθραυστα ὅσο τό τσιγαρόχαρτο,
χέρια καί πόδια φτιαγμένα ἀπό πορσελάνη Λιμόζ,
χείλη σάν κρασί Vin Du Rhône,
στριφογυρίζοντας τά μπλέ γυάλινα μάτια της σάν κούκλας
ἀνοιχτά καί κλειστά.
Ἀνοιχτά γιά νά πεῖ,
Καλημέρα, Μαμά,
καί κλειστά γιά τήν ἐπίθεση
τοῦ μονόκερου.
Εἶναι ἄφθαρτη.
Εἶναι τόσο ἄσπρη ὅσο τό ψάρι λευκίσκος.
Κάποτε ὑπῆρξε μιά ποθεινή παρθένα
ὀνόματι Χιονάτη.
Ἄς ποῦμε ὅτι ἦταν δεκατριῶν.
Ἡ μητριά της,
μιά αὐτοαποκαλούμενη καλλονή,
ὡστόσο φαγωμένη, βέβαια, ἀπ’ τά χρόνια,
δέν θ’ ἀνεχόταν καμιά ὀμορφιά νά ξεπερνάει τή δική της.
Ἡ ὀμορφιά εἶναι ἕνα ἁπλό πάθος,
μά, ἄχ φίλοι μου, στό τέλος
θά χορέψετε μέ τή φωτιά φορώντας σιδερένια παπούτσια.
Ἡ μητριά εἶχε ἕναν καθρέφτη στόν ὁποῖο προσέτρεχε –
κάτι σάν τήν πρόγνωση τοῦ καιροῦ –
ἕναν καθρέφτη πού φανέρωνε
τή μοναδική καλλονή τῆς χώρας.
Θά ρώταγε,
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου,
ποιά εἶναι ἡ ὀμορφότερη ἀπ’ ὅλες μας;
Κι ὁ καθρέφτης θ’ ἀπάνταγε,
Ἐσύ εἶσαι ἡ ὀμορφότερη ἀπ’ ὅλες μας.
Περηφάνια συμπιεσμένη μέσα της σάν δηλητήριο.

Ξάφνου μιά μέρα ὁ καθρέφτης ἀπάντησε,
Ἀρχόντισσα, εἶσαι πανέμορφη, αὐτό εἶν’ ἀλήθεια,
ὅμως ἡ Χιονάτη εἶναι ὀμορφότερη ἀπό σένα.
Μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἡ Χιονάτη
δέν εἶναι καμιάν ἀξία περισσότερη
ἀπ’ τό ποντίκι πού ζοῦσε μές στή σκόνη κάτω ἀπ’ τό κρεβάτι.
Ἀλλά τώρα ἡ ἀρχόντισσα εἶδε καφετιές κηλίδες στό χέρι της
καί τέσσερις μεγάλες τρίχες πάνω ἀπ’ τό χεῖλι της
ἔτσι πού καταράστηκε τή Χιονάτη
νά κομματιαστεῖ μέχρι θανάτου.
Φέρε μου τήν καρδιά της, εἶπε στόν κυνηγό,
καί θά τήν ἁλατίσω καί θά τή φάω.
Ὁ κυνηγός ὅμως ἄφησε ἐλεύθερη τή φυλακισμένη του
καί πῆγε πίσω στό κάστρο τήν καρδιά ἑνός ἀγριογούρουνου.
Ἡ ἀρχόντισσα τή μάσησε σάν κομμάτι κρέας.
Τώρα εἶμαι ἡ ὀμορφότερη, εἶπε,
τρίβοντας τά λεπτά ἄσπρα δάχτυλά της.

Ἡ Χιονάτη περπάτησε στ’ ἄγριο δάσος
γιά βδομάδες καί βδομάδες.
Σέ κάθε στροφή ἐμφανίζονταν εἴκοσι πόρτες
καί σέ καθεμιά στεκόταν ἕνας πεινασμένος λύκος,
μέ τή γλώσσα του νά πλαταγίζει σάν σκουλήκι.
Τά πουλιά τήν προκαλοῦσαν χυδαῖα,
μιλώντας σάν ρόζ παπαγάλοι,
καί τά φίδια κρέμονταν σάν βρόχια,
τό καθένα μιά θηλιά γιά τόν γλυκό λευκό της τό λαιμό.
Τήν ἕβδομη βδομάδα
βρέθηκε στό ἕβδομο βουνό
κι ἐκεῖ βρῆκε τό νανόσπιτο.
Ἦταν τόσο ἀστεῖο ὅσο ἕνα ἐξοχικό γιά τό μήνα τοῦ μέλιτος
κι ἀπολύτως ἐξοπλισμένο μέ
ἑφτά κρεβάτια, ἑφτά καρέκλες, ἑφτά πιρούνια
κι ἑφτά δοχεῖα νυκτός.
Ἡ Χιονάτη ἔφαγε ἑφτά συκώτια κότας
καί ξάπλωσε, στό τέλος, γιά νά κοιμηθεῖ.

Οἱ νάνοι, αὐτοί οἱ μικροί φιγουρατζῆδες,
περπάτησαν τρεῖς φορές ἕνα γύρο ἀπ’ τή Χιονάτη,
τήν παρθένα κοιμωμένη. Ἦταν σοφοί
καί μέ προγούλι σάν μικροί τσάροι.
Ναί. Εἶναι ἕνας καλός οἰωνός,
εἶπαν, καί θά μᾶς φέρει τύχη.
Σηκώθηκαν στίς φτέρνες τους γιά νά δοῦν
τή Χιονάτη νά ξυπνᾶ. Τούς μίλησε
γιά τόν καθρέφτη καί τή φόνισσα ἀρχόντισσα
κι αὐτοί τῆς ζήτησαν νά μείνει καί νά φροντίζει τό νοικοκυριό.
Πρόσεχε τή μητριά σου,
εἶπαν.
Σύντομα θά μάθει ὅτι εἶσαι δῶ.
Ὅταν θά ‘μαστε ἔξω στά ὀρυχεῖα
κατά τή διάρκεια τῆς μέρας, ἐσύ δέν πρέπει
ν’ ἀνοίξεις σέ κανέναν.

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…
Ὁ καθρέφτης μίλησε
κι ἔτσι ἡ ἀρχόντισσα ντύθηκε μέ κουρέλια
καί βγῆκε ἔξω σάν γυρολόγος γιά νά παγιδέψει τή Χιονάτη.
Πέρασε μέσα ἀπό ἑφτά βουνά.
Ἕφτασε στό νανόσπιτο
κι ἡ Χιονάτη ἄνοιξε τήν πόρτα
κι ἀγόρασε ἕνα κομμάτι κορσέ.
Ἡ ἀρχόντισσα τόν ἔδεσε σφιχτά
γύρω ἀπ’ τό στῆθος της,
τόσο σφιχτά ὅσο ἕναν ἐπίδεσμο
τόσο σφιχτά πού ἡ Χιονάτη λιποθύμησε.
Σωριάστηκε στό πάτωμα, μιά μαδημένη μαργαρίτα.
Ὅταν οἱ νάνοι ἐπέστρεψαν ἔλυσαν τόν κορσέ
κι ἐκείνη ξαναζωντάνεψε σάν ἀπό θαῦμα.
Ἦταν τόσο γεμάτη ζωή ὅσο ἡ σόδα μέ σιρόπι.
Πρόσεχε τή μητριά σου,
εἶπαν.
Δέν θά τό βάλει κάτω.

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…
Γι’ ἄλλη μιά φορά ὁ καθρέφτης μίλησε
καί γι’ ἄλλη μιά φορά ἡ ἀρχόντισσα ντύθηκε μέ κουρέλια
καί γι’ ἄλλη μιά φορά ἡ Χιονάτη ἄνοιξε τήν πόρτα.
Αὐτή τή φορά ἀγόρασε μιά δηλητηριώδη χτένα,
ἕναν κυρτωμένο ὀχτάιντσο σκορπιό,
καί τήν ἔβαλε στά μαλλιά της καί ξαναλιποθύμησε.
Οἱ νάνοι ἐπέστρεψαν καί τῆς ἔβγαλαν τή χτένα
κι ἐκείνη ξαναζωντάνεψε σάν ἀπό θαῦμα.
Ἄνοιξε τά μάτια της τόσο πλατιά ὅσο ἡ Ἄννι ἡ Ὀρφανή.
Πρόσεχε, πρόσεχε, εἶπαν,
ἀλλά ὁ καθρέφτης μίλησε,
ἡ ἀρχόντισσα ἦρθε,
ἡ Χιονάτη, τό κουτό κουνελάκι,
ἄνοιξε τήν πόρτα
καί δάγκωσε ἕνα δηλητηριῶδες μῆλο
κι ἔπεσε λιπόθυμη γιά τελευταία φορά.
Ὅταν οἱ νάνοι ἐπέστρεψαν
ἔλυσαν τόν κορσέ της,
ἔψαξαν γιά τή χτένα,
ἀλλά μάταια.
Παρόλο πού τήν ἔνιψαν μέ κρασί
καί τήν ἔτριψαν μέ βούτυρο
δέν ὑπῆρξε κανένα ὄφελος.
Ἔμεινε ξαπλωμένη τόσο ἀκίνητη ὅσο ἕνα κομμάτι χρυσοῦ.

Οἱ ἑφτά νάνοι δέν μποροῦσαν νά καταφέρουν
νά τή θάψουν στό μαῦρο χῶμα
ἔτσι ἔφτιαξαν ἕνα γυάλινο φέρετρο
καί τό ‘βαλαν πάνω στό ἕβδομο βουνό
ἔτσι πού ὅλοι ὅσοι πέρναγαν ἀπό κεῖ
μποροῦσαν νά ρίξουν ἕνα κρυφό βλέμμα στήν ὀμορφιά της.
Ἕνας πρίγκιπας ἔφτασε μιά μέρα τοῦ Ἰούνη
καί δέν ἔλεγε νά φύγει.
Ἔμεινε τόσο πολύ πού τά μαλλιά του πρασίνισαν
καί πάλι δέν μποροῦσε νά φύγει.
Οἱ νάνοι τόν λυπήθηκαν
καί τοῦ ‘δωσαν τή γυάλινη Χιονάτη –
μέ τά μάτια της σάν κούκλας ἑρμητικά κλειστά γιά πάντα –
γιά νά τήν κρατήσει στό μακρινό του κάστρο.
Καθώς οἱ ἄντρες τοῦ πρίγκιπα κουβαλοῦσαν τό φέρετρο
σκόνταψαν καί τούς ἔπεσε
καί τό χοντρό κομμάτι τοῦ μήλου τινάχτηκε ἔξω
ἀπ’ τό λαιμό της κι ἐκείνη ξύπνησε σάν ἀπό θαῦμα.

Κι ἔτσι ἡ Χιονάτη ἔγινε ἡ γυναίκα τοῦ πρίγκιπα.
Ἡ κακούργα ἀρχόντισσα εἶχε προσκληθεῖ στή δεξίωση τοῦ γάμου
κι ὅταν ἔφτασε ὑπῆρχαν
κατακόκκινα σιδερένια παπούτσια,
ὅπως εἶναι τά κατακόκκινα τροχοπέδιλα,
πού ἴδια μέγγενη ἔσφιξαν τά πόδια της.
Πρῶτα τά δάχτυλά σου θά καπνίσουν
καί μετά οἱ φτέρνες σου θά γίνουν μαῦρες
καί θά τηγανιστεῖς ὁλόκληρη σάν βάτραχος,
ἔτσι τῆς εἶπαν.
Κι ἔτσι χόρεψε μέχρι θανάτου,
μιά ὑποχθόνια μορφή,
μέ τή γλώσσα της νά χτυπᾶ ἐλαφρά μέσα κι ἔξω
σάν μπέκ γκαζιοῦ.
Ἐν τῶ μεταξύ ἡ Χιονάτη κέρδισε τό σεβασμό,
στριφογυρίζοντας τά μπλέ γυάλινα μάτια της σάν κούκλας ἀνοιχτά καί κλειστά
καί μερικές φορές προστρέχοντας στόν καθρέφτη της
ὅπως κάνουν οἱ γυναῖκες.
[«Ἡ Χιονάτη καί οἱ ἑφτά νάνοι», Transformations, 1971]

*

Ἄννα – πού ἦταν τρελή,
ἔχω ἕνα μαχαίρι στή μασχάλη μου.
Ὅταν στέκομαι στίς μύτες τῶν ποδιῶν μου ἀντλῶ μηνύματα.
Μήπως εἶμαι κάποιο εἶδος ἰοῦ;
Σέ ὤθησα στήν τρέλα;
Κατέστρεψα τήν ἡδύτητα τῆς μουσικῆς;
Σοῦ εἶπα νά πηδήξεις ἀπ’ τό μπαλκόνι;
Συγχώρα. Συγχώρα.
Πές δέν ἐγώ εἶπα
Πές δέν.
Πές.

Μίλησε μέ τά λόγια τῆς Παρθένου μές στό μαξιλάρι μας.
Πάρε με, τό ἀδέξιο δωδεκάχρονο,
στή βαθιά σου ἀγκαλιά.
Θρόισε σάν νεραγκούλα.
Φάε με. Καταβρόχθισέ με σάν πουτίγκα.
Πάρε με μέσα.
Πάρε με.
Πάρε.

Δῶσε μου διάγνωση γιά τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Δῶσε μου μιά πλήρη ἀναφορά τῶν πράξεών μου.
Δῶσε μου ἕνα ἐπικίνδυνο λουλούδι καί θά τό ἀφουγκραστῶ.
Βάλε με σέ μιά γυάλα καί ἔχε με ὡς τουριστικό ἔκθεμα.
Ἀρίθμησε τά ἁμαρτήματά μου στή λίστα μέ τά φαγώσιμα καί ἄσε με νά ἀγοράσω.
Σέ ὤθησα στήν τρέλα;
Δυνάμωσα τήν ἔνταση τοῦ ἀκουστικοῦ σου καί ἄφησα μέσα μιά σειρήνα νά σοῦ
διαπεράσει τό τύμπανο;
Ἄφησα τήν εἴσοδο ἀνοιχτή γιά τόν μυστακοφόρο ψυχίατρο
πού σέ ἔσυρε διά τῆς βίας ἔξω σάν καροτσάκι;
Σέ ὤθησα στήν τρέλα;
Ἀπ’ τόν τάφο γράφε μου, Ἄννα!
Δέν εἶσαι τίποτε ἄλλο ἀπό στάχτη, ὅμως, ὅπως καί νά ‘χει
πάρε τον Πάρκερ πού σοῦ χάρισα.
Γράφε μου.
Γράφε.
[«Ἄννα – πού ἦταν τρελή», Book of Folly, 1972]

*

1. ΟΝΕΙΡΑ

Ἤμουν ἕνα παιδί τοῦ πάγου.
Ἔγινα γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ.
Τά δάκρυά μου ἔγιναν δυό γυάλινες χάντρες.
Τό στόμα μου ἔγινε ἄκαμπτο σ’ ἕνα βουβό οὐρλιαχτό.
Λένε ὅτι ἦταν ὄνειρο
ὅμως ἐγώ θυμᾶμαι αὐτή τή σκλήρυνση.

Ἡ ἀδερφή μου στά ἕξι της
εἶδε σέ ὄνειρο νυχτερινό τό θάνατό μου:
«Τό μωρό ἔγινε πάγος.
Κάποιος τήν ἔβαλε στό ψυγεῖο
κι ἔγινε τόσο σκληρή ὅσο ἕνα παγωτό ξυλάκι».

Θυμᾶμαι τήν ἀπαίσια μυρωδιά τοῦ λουκάνικου ἀπό συκώτι.
Πῶς κάθισα πάνω σέ μιά πιατέλα καί ξάπλωσα
ἀνάμεσα στή μαγιονέζα καί τό μπέικον.
Ἡ τάξη τοῦ ψυγείου
εἶχε διασαλευτεῖ.
Τό μπουκάλι μέ τό γάλα σφύριζε σάν φίδι.
Οἱ ντομάτες ξέρναγαν τά σωθικά τους.
Τό χαβιάρι ἔγινε λάβα.
Τά τυριά φιλιόνταν σάν τοῦ ἔρωτα θεοί.
Κινιόμουν σάν ἀστακός,
ὁλοένα καί πιό ἀργά καί πιό νωχελικά.
Ὁ ἀέρας ἦταν ψιλός.
Ὁ ἀέρας δέν μοῦ ἔκανε.

*

Ἤμουν στό πάρτι τῶν σκύλων.
Ἤμουν τό κόκαλό τους.
Εἶχα πέσει ἀναίσθητη στό σπιτάκι τους
σάν φρέσκια γαλοπούλα.
Αὐτό ἦταν τ’ ὄνειρο τῆς ἀδερφῆς μου
ὅμως ἐγώ θυμᾶμαι αὐτή τή διαίρεση στά τέσσερα•
θυμᾶμαι τή μυρωδιά τοῦ κρεβατιοῦ τοῦ πόνου
τοῦ πατώματος πού ‘ταν γεμάτο πριονίδια, τά ρόζ μάτια,
τίς ρόζ γλῶσσες καί τά δόντια, ἐκεῖνα τά νύχια.
Μ’ ἔσυραν σάν τόν Μωυσῆ
καί μ’ ἔκρυψαν ἀπ’ τά πόδια
δέκα μπούλ τεριέ ἀπ’ τή Βοστόνη,
δέκα ἄγριων ταύρων
πού ἀναπηδοῦσαν σάν τεράστιες κατσαρίδες.
Στήν ἀρχή εἶχα τριφτεῖ,
σκληρή σάν γυαλόχαρτο.
Ἔγινα πολύ καθαρή.
Μετά τό χέρι μου ἔλειπε.
Κοβόμουν σέ κομμάτια.
Μ’ ἀγαποῦσαν μέχρι
νά πεθάνω.

2. Η ΚΟΥΚΛΑ DY-DEE

Ἡ κούκλα μου Dy-dee
πέθανε δυό φορές.
Μιά, ὅταν τράβηξα ἀπότομα
τό κεφάλι της
καί τ’ ἄφησα νά ἐπιπλέει στήν τουαλέτα
καί μιά, κάτω ἀπ’ τή λάμπα ἡλιοθεραπείας
προσπαθώντας νά ζεσταθεῖ
ἔλιωσε.
Ἦταν ἀπελπιστική,
μέ τό πρόσωπό της ν’ ἀγκαλιάζει
τά μικρά κυρτά χεράκια της.
Πέθανε μέσα σ’ ὅλη τή λαστιχένια της στωικότητα.

3. ΕΦΤΑ ΦΟΡΕΣ

Πέθανα ἑφτά φορές
μ’ ἑφτά τρόπους
ἀφήνοντας στό θάνατο νά μοῦ δώσει σημάδι,
ἀφήνοντας στό θάνατο ν’ ἀφήσει τό σημάδι του στό μέτωπό μου,
σταυρωμένο, σταυρωμένο.

Κι ὁ θάνατος ἔβγαλε ρίζες σ’ αὐτό τόν ὕπνο.
Σ’ ἐκεῖνο τόν ὕπνο κρατοῦσα ἕνα μωρό τοῦ πάγου
καί τό νανούριζα
καί μέ νανούριζε.
Ὦ Μαντόνα μου, κράτα με.
Εἶμαι μιά μικρούλα χούφτα.

4. ΜΑΝΤΟΝΑ

Ἡ μητέρα μου πέθανε
χωρίς νανούρισμα, χωρίς νά τή νανουρίσουν.
Βδομάδες στό νεκροκρέβατό της
κοιτάζοντας τόν ἑαυτό της νά τραντάζεται πάνω στίς μεταλλικές ράβδους,
σάν ἕνα ψάρι πού σπαρταρᾶ στ’ ἀγκίστρι
κι ἐμένα χαμηλά ὅπως μέ κοίταγε ἀπό ψηλά,
ἀφήνοντας τήν ἱέρεια νά χορεύει μόνη,
θέλοντας νά κλείσει τό κεφάλι μου στήν ἀγκαλιά της
ἤ ἀκόμη καί νά τήν πάρω στά χέρια μου κάπως
καί νά χαϊδέψω τά μπλεγμένα γκρίζα της μαλλιά.
Ὡστόσο τό κουνιστό της ἀλογάκι ἦταν πόνος
μ’ ἐμετό ν’ ἀχνίζει ἀπ’ τό στόμα της.
Ἡ κοιλιά της ἦταν φουσκωμένη μ’ ἕνα ἀκόμη μωρό,
μωρό τοῦ καρκίνου, μεγάλο σάν μπάλα ποδοσφαίρου.
Ὁ πόνος μου ἀθεράπευτος.
Μέ κάθε ἐξόγκωμα καί κάθε ράγισμα
ἡ Μαντόνα ὅλο καί λιγόστευε
μέχρι πού αὐτές οἱ παράξενες ὠδίνες τήν πῆραν.
Τότε τό δωμάτιο χρεοκόπησε.
Αὐτό ἦταν ἡ ἀποπληρωμή της.

5. ΜΑΞ

Ἡ Μάξ κι ἐγώ
δυό ἀδερφές ἔξαλλες,
δυό συγγραφεῖς ἔξαλλες,
δυό καταπονημένες,
κάναμε μιά συμφωνία.
Νά νικήσουμε τό θάνατο μ’ ἕνα ξυλαράκι.
Νά τοῦ ἐπιβληθοῦμε.
Νά χτίσουμε τό θάνατό μας σάν ξυλουργοί.
Ὅταν ἔσπασε τήν πλάτη της,
κάθε βράδυ χτίζαμε τόν ὕπνο της.
Μιλώντας ἀκατάπαυστα στό τηλέφωνο
μέχρι πού τά μάτια πέφταν σάν σκιές.
Καί συμφωνήσαμε σ’ αὐτά τά σιωπηλά μακρά τηλεφωνήματα
ὅτι ὅταν θά ‘ρθει ἡ στιγμή
θά μιλᾶμε ὀρθά-κοφτά,
θά ἐκσφενδονίζουμε λέξεις κατευθείαν ἀπ’ τό ἔνδον μας,
θά τό πάρουμε ὅπως ἔρχεται.
Ναί,
ὅταν ὁ θάνατος ἔρθει μέ τήν κουκούλα του
δέν θά ‘μαστε εὐγενικές.

6. ΜΩΡΟ

Θάνατε,
ξαπλώνεις στήν ἀγκαλιά μου σάν χερουβείμ,
τόσο βαρύς ὅσο ἡ ζύμη τοῦ ψωμιοῦ.
Τά πάλλευκα φτερά σου εἶναι τόσο ἀκίνητα ὅσο τό πλαστικό.
Τά μαλλιά τόσο ἁπαλά ὅσο ἡ μουσική.
Τά μαλλιά στό ἠχόχρωμα τῆς ἅρπας.
Καί μάτια φτιαγμένα ἀπό γυαλί,
τόσο εὔθραυστα ὅσο ὁ κρύσταλλος.
Κάθε φορά πού σέ νανουρίζω
νομίζω ὅτι θά σπάσεις.
Νανουρίζω. Νανουρίζω.
Μάτι γυαλί, μάτι πάγος,
ἀρχέγονο μάτι,
μάτι λάβα,
μάτι καρφί,
μάτι πού σπάει,
πῶς μέ καρφώνεις μέ τά μάτια σου!

Σάν τό βλέμμα τῶν μικρῶν παιδιῶν
ξέρεις τά πάντα γιά μένα.
Ἔχεις φορέσει τά ἐσώρουχά μου.
Ἔχεις διαβάσει τήν ἐφημερίδα μου.
Ἔχεις δεῖ τόν πατέρα μου νά μέ χτυπᾶ μέ καμτσίκι.
Μ’ ἔχεις δεῖ νά σπάω τό καμτσίκι τοῦ πατέρα μου.

Νανουρίζω. Νανουρίζω.
Βυθιζόμαστε μπρός καί πίσω
ὁ ἕνας μές στόν ἄλλον.
Εἴμαστε πέτρα.
Εἴμαστε καμπυλωτοί, μιά πιετά
πού λικνίζεται, πού λικνίζεται.
Ἔξω, ὁ κόσμος εἶναι ἕνας ψυχρός στρατός.
Ἔξω, ἡ θάλασσα ἔχει γονατίσει.
Ἔξω, τό Πακιστάν ἔχει γίνει μιά χαψιά.

Νανουρίζω. Νανουρίζω.
Εἶσαι τό πέτρινο παιδί μου
μέ μάτια μαρμαρωμένα.
Ὑπάρχει ἕνας θάνατος μωρό
γιά κάθε ἕναν ἀπό μας.
Μᾶς ἀνήκει.
Ἡ μυρωδιά του εἶναι ἡ μυρωδιά μας.
Προσοχή. Προσοχή.
Ὑπάρχει μιά τρυφερότητα.
Ὑπάρχει μιά ἀγάπη
γι’ αὐτόν τό βουβό ταξιδιώτη
πού περιμένει στά ροζουλί του σκεπάσματα.
Κάποια μέρα,
βαριά ἀπ’ τόν καρκίνο καί τόν ὄλεθρο
θά κοιτάξω πρός τή Μάξ
καί θά πῶ: Ἦρθε ἡ ὥρα.
Δῶσ’ μου τόν θάνατο μωρό
καί τότε θά πληρωθεῖ
τό ἔσχατο νανούρισμα.
[«Ὁ θάνατος μωρό», The Death Notebooks, 1974]

*

Στό ὄνειρό μου, πού διαπερνοῦσε τό μεδούλι
τοῦ ὀστοῦ μου ὁλόκληρου,
στό ἀληθινό μου ὄνειρο,
περπατῶ πάνω-κάτω τό Μπέηκον Χίλ
ψάχνοντας γιά ἕνα ὁδόσημο
μέ τό ὄνομα Ὁδός Ἐλέους.
Ὄχι ἐκεῖ.

Δοκιμάζω στό Μπάκ Μπέυ.
Ὄχι ἐκεῖ.
Ὄχι ἐκεῖ.
Κι ὅμως ξέρω τόν ἀριθμό.
Ὁδός Ἐλέους Ἀριθμός 45.
Ξέρω τό παράθυρο τοῦ φουαγιέ
μέ τό ὑαλογράφημα,
τίς τρεῖς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ
μέ τά παρκέ πατώματα.
Ξέρω τά ἔπιπλα καί
μαμά, γιαγιά, προγιαγιά,
τούς ὑπηρέτες.
Ξέρω τό πορσελάνινο ἑρμάρι,
τό δοχεῖο, σάν παγωμένη βάρκα, ἀτόφιο ἀσήμι,
ὅπου κάθεται τό βούτυρο σέ ὁμοιόμορφες γωνίες
σάν τά δόντια παράξενου γίγαντα
στό μεγάλο τραπέζι ἀπό μαόνι.
Τό ξέρω καλά.
Ὄχι ἐκεῖ.

Ποῦ πῆγες;
Ὁδός Ἐλέους Ἀριθμός 45,
μέ τήν προγιαγιά
νά γονατίζει μέ τήν μπανέλα τοῦ κορσέ
καί νά προσεύχεται ἁπαλά μά ἄγρια
στό νιπτήρα,
στίς πέντε τό ἀπόγευμα
τό μεσημέρι
νά λαγοκοιμᾶται καθιστή στήν ντυμένη κουνιστή πολυθρόνα,
ὁ παπποῦς νά παίρνει ἕναν ὑπνάκο στό κελάρι,
ἡ γιαγιά νά πατᾶ τό κουμπί νά ‘ρθει ἡ ὑπηρέτρια ἀπό κάτω,
καί ἡ Νάνα νά κουνάει μπρός-πίσω τή Μαμά μέ ἕνα τεράστιο λουλούδι
στό μέτωπό της νά καλύπτει τήν μπούκλα
τῆς ἐποχῆς πού ἦταν φρόνιμη καί ὅταν ἦταν.
Καί ὅπου ἦταν γεννήτορας
καί σέ μιά γενιά
ἡ τρίτη πού θά γεννήσει,
ἐμένα,
μέ τό σπέρμα τοῦ ἄγνωστου νά σφύζει
μές σ’ ἕνα λουλούδι πού λέγεται Φρικτό.

Περπατῶ φορώντας ἕνα κίτρινο φόρεμα
καί κρατώντας ἕνα σημειωματάριο στριμωγμένο μέ τσιγάρα,
ἀρκετά χάπια, τό πορτοφόλι μου, τά κλειδιά μου,
καί ὄντας εἴκοσι ὀχτώ, ἤ μήπως σαράντα πέντε;
Περπατῶ. Περπατῶ.
Κρατῶ σπίρτα στίς πινακίδες τῶν δρόμων,
γιατί εἶναι σκοτεινά,
τόσο σκοτεινά ὅσο οἱ ἄκαμπτοι νεκροί
κι ἔχω χάσει τό πράσινο Φόρντ μου,
τό σπίτι μου στά προάστια,
δυό μικρά παιδιά
ἀπορροφήθηκαν ὅπως ἡ μέλισσα τή γύρη μέσα μου
κι ἕνας σύζυγος
πού ἔχει σκουπίσει τά μάτια του
γιά νά μή δεῖ τό μέσα μου ἔξω
κι ἐγώ περπατῶ καί κοιτάζω
κι αὐτό δέν εἶναι ὄνειρο
μόνον ἡ λιγδιασμένη μου ζωή
ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄλλοθι
κι ὁ δρόμος εἶναι ἄφαντος γιά μιάν
ὁλόκληρη ζωή.

Κατάστρεψε τούς ἴσκιους –
δεκάρα δέν δίνω!
Κλειδαμπάρωσε τήν πόρτα, ἔλεος,
σβῆσε τό νούμερο,
ξέσκισε τήν πινακίδα τῆς διεύθυνσής μου,
καί τί θ’ ἀλλάξει,
καί τί θ’ ἀλλάξει σ’ αὐτόν τό μίζερο
πού θέλει νά κάνει δικό του τό παρελθόν
πού συντρίφτηκε σ’ ἕνα νεκρό πλοῖο
καί μ’ ἄφησε μόνο μέ χαρτί;

Ὄχι ἐκεῖ.

Ἀνοίγω τό σημειωματάριό μου,
ὅπως κάνουν οἱ γυναῖκες,
καί τά ψάρια κολυμπᾶνε μπρός καί πίσω
ἀνάμεσα στά δολάρια καί τό κραγιόν.
Τά βγάζω ἔξω,
ἕνα πρός ἕνα,
καί τά πετῶ στίς πινακίδες τῶν δρόμων,
καί ἐκτινάσσω τό σημειωματάριό μου
στόν ποταμό Τσάρλς.
Μετά, ξεμπερδεύω μέ τ’ ὄνειρο
καί πετάγομαι μέ πάταγο πάνω στόν τσιμεντένιο τοῖχο
τοῦ ἄχαρου ἡμερολογίου
ὅπου μέσα του ζῶ,
ἡ ζωή μου,
καί τ’ ἀνακατωμένα της
τετράδια.
[«Ὁδός Ἐλέους Ἀριθμός 45», 45 Mercy Street, 1976
(δημοσιευμένο μετά θάνατον)]

*
Ἀγαπημένε μου Φόξυ,

Εἶμαι μέσα σ’ ἕνα ξύλινο καφάσι,
τό καφάσι πού ἦταν κάποτε δικό μας,
γεμάτο ἄσπρα πουκάμισα καί σαλατικά,
τό ψυγεῖο χτυπᾶ μέ τ’ ἀπολαυστικά μας χτυπήματα,
καί φόρεσα ταινίες στά μάτια μου,
καί σύ φοροῦσες αὐγά στήν τρύπα σου,
καί κυλιστήκαμε στά πατώματα, στά πατώματα, στά πατώματα
ὅλη μέρα, ἀκόμη καί στό μπάνιο σάν σεληνιασμένοι.
Μά σήμερα ἔβαλα φωτιά στό κρεβάτι
κι ὁ καπνός πνίγει τό δωμάτιο,
ἀρχίζει καί γίνεται ἀρκετή ζέστη ἐδῶ μέσα ὥστε νά λιώσουν οἱ τοῖχοι,
καί τό ψυγεῖο, ἕνα γλιτσιασμένο ἄσπρο δόντι.

Φορῶ μιά μάσκα γιά νά γράψω τίς τελευταῖες μου λέξεις,
κι εἶναι μόνον γιά σένα, καί θά τίς βάλω
στό ψυγεῖο φυλάγοντάς τες γιά τη βότκα καί τίς ντομάτες,
κι ἴσως νά κρατήσουν ἔτσι.
Ἡ σκύλα ὅμως ὄχι. Τά στίγματά της θά λιγοστέψουν.
Τά παλιά γράμματα θά λιώσουν μέσα σέ μιά μαύρη μέλισσα.
Τά νυχτικά ἤδη κομματιάζονται
χάρτινα θαρρεῖς, τό κίτρινο, τό κόκκινο, τό μόβ.
Τό κρεβάτι – ἐδῶ πού τά λέμε, τά σεντόνια ἔχουν γίνει χρυσαφένια–
βαρύ, βαρύ χρυσάφι, καί τό στρῶμα
φιλιέται μές σέ μιά πέτρα.

Ὅσο γιά μένα, ἀγαπημένε μου Φόξυ,
τά ποιήματά μου γιά σένα μπορεῖ, μπορεῖ καί ὄχι, νά φτάσουν τό ψυγεῖο
καί τή φερέλπιδα αἰωνιότητά του,
γιά σένα αὐτό δέν φτάνει;
Αὐτό ὅπου ὀνοματίζεις
τ’ ὄνομά μου ἀκριβῶς ἔξω δίπλα στή θέση τοῦ παραλήπτη;
Ἄν τά δάχτυλα τῶν ποδιῶν μου δέν ἦταν σάν ἁρπακτικοῦ
θά ‘λεγα ὅλη τήν ἱστορία –
ὄχι μόνον τήν ἱστορία γιά τά σεντόνια
ἀλλά τήν ἱστορία γιά τόν ἀφαλό,
τήν ἱστορία μέ τά βλέφαρα πού ἦταν δύσκολο ν’ ἀνοίξουν,
τήν ἱστορία τῆς-πικρῆς-ἀπ’-τό-οὐίσκι-θηλῆς –
καί θά φτυάριζα τήν ἀγάπη μας πίσω ἐκεῖ ὅπου ἀνῆκε.

Παρ’ ὅλα τά γάντια μου ἀπό ἀμίαντο,
ὁ βήχας μέ πνίγει μ’ ἀπελπισία,
καί μιά κόκκινη σκόνη κυλᾶ μέσ’ ἀπ’ τίς φλέβες μου,
τό μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ἀνοιχτά
καί χωρίς νά τό θέλει, βλέπεις,
σημαίνει μιά μοναχική πράξη,
τήν ἀποτέφρωση μιᾶς ἀγάπης,
ἀλλά ἀντίθετα μοιάζουμε νά καταρρέουμε
ἀκριβῶς στή μέση τοῦ ρωσικοῦ δρόμου,
οἱ φλόγες κάνουν τόν ἦχο τοῦ
ἀλόγου πού τό χτυπᾶς καί τό χτυπᾶς,
τό μαστίγιο λατρεύει τόν ἀνθρώπινό του θρίαμβο
τήν ὥρα πού οἱ μύγες περιμένουν, τίναγμα τό τίναγμα,
ἀκριβῶς κατευθείαν ἀπ’ τήν ἑταιρεία United Fruit.
[«Ἐρωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ἕνα φλεγόμενο κτίριο»,
Τελευταία ποιήματα, 27 Σεπτεμβρίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – τό τελευταῖο της)]

Ἀλέξανδρος Ἴσαρης

Ποιήματα

ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ

Στόν Κυριάκο Βλασσόπουλο

Νά εἶναι κάποιος ἐκεῖ στή γωνία

μέ μιά ἀναπνοή ἀνθρώπου νά κάθεται

μέ ὅλο του τό αἷμα

χωρίς νά μιλᾶ νά κάθεται

στή γωνία, νά καπνίζει

ἤ ν’ ἀκούει ραδιόφωνο

νά εἶναι λουσμένος στό φεγγαρόφωτο

καί νά ἀναπνέει

μ’ ἕνα δάκρυ σάν αἷμα

κοντά στό παράθυρο

μέ ὅλο του τό σῶμα

νά κλαίει ἤ νά γελάει

καί νά εἶναι ἐκεῖ, νά τρέφεται

νά μέ θρέφει ἡ μυρωδιά του.

Νά ἐποπτεύει τόν πόνο

τίς τροφές, τήν πέψη, τή θερμοκρασία

τήν κανονική ἀφόδευση

τόν ἱδρώτα πού δροσίζει.

Ἄν μέ φιλήσει θά ξαπλώσω

σ’ ἕνα κρεβάτι ἀπό χόρτα

ὀρθάνοιχτος.

Τώρα πού γερνάω, κανείς πιά δέν πλαγιάζει

δέν χαϊδεύει τήν πλάτη

τούς μηρούς, τά σπλάχνα, τήν καρδιά.

Κανένας δέν μέ σφίγγει, δέν μοῦ τραγουδᾶ

κανένας δέν μετράει τό σφυγμό

δέν κουνᾶ τά χέρια ὅταν φεύγω.

Νά εἶναι κάποιος ἐκεῖ στή γωνία

σάν φρουρός, σάν κυπαρίσσι, σάν πλάτανος

μέ σκιά ἱερή, σάν ἀρχαία ἐλιά

μέ μιά καρδιά κατακίτρινη

ἀνάμεσα στίς παπαροῦνες.

Μέ στῆθος κάτασπρο

νά ζωγραφίζει νότες

στούς κουρασμένους μου σπονδύλους

κι ἐγώ νά γίνομαι κλεψύδρα

νά φωνάζω ὅπως φωνάζουμε στόν ὕπνο!

Ὅλο βοήθεια φωνάζω στά ὄνειρά μου.

Βλέπω γκρεμούς νά ψηλώνουν

ἤ νά στέκομαι δίπλα στό λάκκο

πού γεμίζει φίδια καί ρόδα.

Ἄλλοτε πάλι νά ἀνοίγει ὁ βράχος στά δύο

καί νά βγαίνουν νυφίτσες

πού ὁρμοῦν νά μέ φᾶνε.

Ἄν αὐτός πλησιάσει

μέ μιά θέρμη στά μάτια

μέ ἀγγίγματα ἄλλων καιρῶν

μέ πυκνή ὑγρασία

νά κυλᾶ στίς μασχάλες

θά κατέβω τό λόφο

σέ βροχή δυνατή

πού θά φέρει τή μνήμη.

Μπορεῖ καί νά ζήσω.

Ἄν εἶναι κάποιος ἐκεῖ στή γωνία

πού δέν θά φοβᾶται

μέ ὅλο του τό αἷμα

τό πάγκρεας, τήν οὐροδόχο κύστη

κάποιος πού θ’ ἀναπνέει

θά βήχει, θά νυστάζει, θά μεθάει

θά κατουράει ἔξω ἀπό τό νεκροταφεῖο

Μέ ἤχους μεταλλικούς δίπλα στόν τοῖχο.

Ἡ βαριά σελήνη

θά φωτίζει τά μαλλιά, τίς γάμπες

τό ρεμβασμό, τή θλίψη, τήν ἀνακούφιση.

Θά βγάλω φύλλα – ἴσως

πολύχρωμα – ἴσως.

Μπορεῖ καί ἄνθη.

Μπορεῖ, λέω, καί φοβᾶμαι.

ΟΙ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ

Ἔφτασα κατά τίς ὀχτώ

κρυμμένος μέσα στό κίτρινο παλτό του φθινοπώρου.

Ἡ πόρτα δέν γράφει ὄνομα, οὔτε ἀριθμό.

Σέ λίγο θά νυχτώσει καί μόνο ἡ μισή σελήνη.

Ὁ φόβος μέ μικρές δαγκωματιές

σκάβει μεθοδικά τίς νύχτες.

Ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια;

Κρύβεται στά μελλούμενα;

Στίς ἄκρες τῶν δασῶν;

Σκύβει μπάς καί τή δῶ;

Κλαίει; Γελάει; Ἀπαντᾶ;

Κυλᾶ στίς φλέβες τοῦ Θεοῦ;

Μόνο κοιτάζει.

Μέ μάτια κουκουβάγιας ἤ τσαλαπετεινοῦ.

Πάω νά τή φιλήσω καί τραβιέται.

Σφίγγει τά χείλη

γίνεται πηλός.

Τή ντύνω μέ φορέματα, τή σακατεύω

χάνομαι ἐντός της καί διψῶ.

Μέσα στό τρένο νύσταζα

καμιά φορά κοιτοῦσα τό τοπίο.

Ὅταν κοιμόμουν ἔβλεπα λιμάνι μέ φωτιές

νά μοιάζει μέ ὄνειρο

μέσα στό ὄνειρο, μέσα στό λάκκο

ὅπου ἔριχναν κουφάρια.

Μιά ἀγωνία ἔξυνε τό σβέρκο μου

κατάπινα σιρόπια, χάπια γιά νά ζήσω.

Ἔλεγα: Θεέ μου, ἄς φτάσω πρῶτα.

Ἔπειτα κοίταζα ἀπέναντι.

Πρόσωπα κόκκινα, μαῦρα, μέ γκρίζες τρίχες.

Βλέμματα ἀνήκουστα μέ βέλα μέ βεντάλιες

μέ πυρετό. Ἔβγαζαν τό θερμόμετρο καί διάβαζαν.

Μέ δυνατή φωνή διάβαζαν φράσεις διφορούμενες.

Στήν ἄκρη τοῦ διαδρόμου συμπιέζονταν

κάνοντας ἔρωτα τελείωναν πάνω σέ πένθιμες κραυγές.

Ὕστερα τά πρόσωπά τους ἔκλειναν σάν κουτιά

μέ μιά δυσοσμία, ὅπως οἱ κοῦκλες, σκέφτηκα.

Ἔσερνα τίς πόρτες

καί κατρακυλοῦσαν οἱ Πνιγμένοι:

ὁ Χάινερ, ἡ Μιράντα, ἡ Σίνθια.

Ὅλοι οἱ φίλοι, ἀγαπημένα σώματα

στούς διαδρόμους σωριασμένα:

ἡ Κική, ὁ Γιῶργος, ὁ Σπύρος, ὁ Πετρόπουλος.

Πόδια, κεφάλια, ἔντερα, χολές, μιά μάζα

πού ἐξατμιζότανε πρός τά βουνά.

Τό τρένο σφύριζε μέσα στή νύχτα.

Ὅμως ἔφτασα!

Οὔτε ἀριθμός, οὔτε τίποτα. Τά παράθυρα ἀνοιχτά.

Ἡ μέρα χαροπαλεύει, οἱ μουσικές σταμάτησαν

κουρτίνες ἔρχονται πετώντας ἀπ’ τό παρελθόν.

«Ἔ, σεῖς!» φωνάζω. «Πατέρα!» φωνάζω

«Ἀδέρφια» φωνάζω. «Γιορτές, γενέθλια, καβγάδες,

Κυριακές και ἀγκαλιάσματα!»

Γέρνω στό δέντρο, σκύβω στόν καθρέφτη

καί τί νά δῶ; Τή θεία Μαρίκα νά παίζει μαντολίνο!

«Θεία Μαρίκα, πόσο σ’ ἀγαποῦσα κάποτε;» Καί κλαίω.

Τώρα μαζεύει ἀμύγδαλα

μαζεύει μοῦρα, βγάζει νερό ἀπ’ τό πηγάδι.

Νύχτωσε. Ἡ ἐρημιά ἀνέβηκε ὥς τό σαράντα.

Οὔτ’ ἕνα χέρι. Οὔτε μιά λίμνη. Οὔτε μιά μπάντα

νά παίζει τά πρωινά. Οὔτε ὁ κύρ Νίκος

νά φέρνει τό γάλα στίς ἑφτά.

Δάση, μονάχα δάση πού ἄλλοτε βρέχονται

ἄλλοτε ἀσπρίζουν

ἄλλοτε βγαίνουν ἀπ’ τό κάδρο, κι ἄλλοτε γερνοῦν.

Ξεθωριασμένα πρόσωπα, ἀσπρόμαυρα αἰσθήματα

καί τό κίτρινο παλτό νά μέ σφίγγει παντοῦ.

Ὅλοι ἔφυγαν. Πῆραν μονοπάτια καί κατέβηκαν.

μπῆκαν σέ ἀεροπλάνα, σέ πλοῖα

Μπῆκαν στή γῆ, μαύρισαν στά ὑπόγεια καί σάπισαν.

Οἱ φωνές τους τρίφτηκαν, ἔγιναν σάν τό τάλκ.

Ἕνα σκάφος μέ πανιά σχίζει τήν ψυχούλα μου στά δυό.

«Μαμά;»

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ

Ὅταν γεννήθηκα

ἐκεῖνο τό κτίριο ἦταν στέρεο, στιλπνό

καί τό ποτάμι ἄστραφτε

καθώς χυνόταν ἀπό τά φωτεινά δωμάτια.

Χυνόταν καί σπαρταροῦσε σάν μουσική ἀπό δελφίνια

ἀπό κεῖνες τίς ἀκοίμητες πού μοῦ τρυπούσανε τ’ αὐτιά.

Ὅταν ὁ παφλασμός μεγάλωνε, ἔμπαιναν στρατοί ὁλόκληροι

μές στό κρανίο, πού τό πολιορκοῦσαν.

Τό σῶμα λούφαζε ἀνυπόμονο

κάτω ἀπό καλπασμούς ἀλλόπιστων ἀνδρῶν.

Ἡ μάνα μου ἄνοιγε τά παράθυρα, τά ἔκλεινε μέ θόρυβο

ἅπλωνε τό μέλλον μου στά σχοινιά

καί πετροβολοῦσε τά κακά πνεύματα.

Τό σῶμα ψήλωνε, διαστελλόταν καί μουρμούριζε

τοῦ ποταμοῦ τούς ἤχους

πού ἄλλοτε ἔπεφταν ἤ μ’ ἔπαιρναν στήν ἀγκαλιά τους.

Ὅποτε φύτρωνα στούς ἀγρούς

τό νερό μέ χάιδευε, ἔφτανε ὥς τήν κοιλιά

ὥς τό λαιμό σκαρφάλωνε

κι ἔπειτα λούφαζε σέ μιά χούφτα.

Κατρακυλοῦσε στό γυμνό κορμί

γεννώντας λάγνα τέρατα

ἤ μᾶς ἔλουζε σάν κερασιά

στῆς κλίνης τούς λειμῶνες

μέ κόκκινα πετράδια.

Ὁ ποταμός ἔπεφτε σάν μανδύας καί μέ σκέπαζε.

Σκάλιζε τό δέρμα, ἔβαφε τά μαλλιά

πού ὅλο καί ξεθώριαζαν στόν ἥλιο.

Τό σπίτι ἔτρεμε ἀπό ἡδονή οὐρλιάζοντας

μέσα σέ σάλια, σπέρματα

ἤ δάκρυα χύνοντας πρός τό δειλινό

ὅταν ἡ μέρα ἔγερνε νωθρή κατά τή θάλασσα.

Τριγύρω τά βουνά ριγοῦσαν

κοιτώντας τήν Ἀνατολή.

Ἀρρώστιες ἔμπαιναν ἀπό παντοῦ

μέ νύχια ἔσχιζαν τό χρόνο

καθώς ἐγώ δαγκώνοντας τά χείλη μου περίμενα

νά κάνει καλοσύνη καί νά σταθῶ καί πάλι.

Ἡ μάνα δίπλα στό κρεβάτι στύλωνε τά χέρια της

στούς ὤμους μου καί μέ κοιτοῦσε.

Ἀπό τά μάτια της κυλούσανε ἀνταύγειες

μ’ ἕνα μαντίλι δροσερό στό βλέμμα.

Τό σπίτι στένευε βαρύ μέσα στούς δρόμους

κάνοντας τήν καρδιά νά σπαρταρᾶ

μά ὅταν ξέφευγα, κινοῦσα γιά τά πεῦκα

τ’ ἀνήσυχα λιμάνια, τούς σκοτεινούς δρυμούς.

Σφαγές ζωγράφιζα πού μ’ ἔμαθαν νά τραγουδῶ

κάτι ἀλλότριες φωνές σέ στίχους νά ἐντοιχίζω.

Οἱ τρυφερότητες μέ πήγαιναν στά σύννεφα

ὅταν ὁ ὁρίζοντας ἄνοιγε τά φτερά του

καί τά φιλιά στίς ρῶγες, στίς μασχάλες

στά τσίνορα καί στό λαιμό

ἄνθιζαν σάν πασχαλιές.

Βούλιαζα σέ ὁλόγλυκες σπηλιές

ρουφοῦσα τά ἀγάλματα

καί δέν ρωτοῦσα πρός τά ποῦ ἀρμενίζει ἡ Ἀγάπη.

Κατέβαινα τά σκαλοπάτια τοῦ νεροῦ

ἀνάμεσα σέ μαῦρα ψάρια, σέ νύμφες

καί σέ βράχους μυτερούς.

Ἐκεῖ κουρνιάζουνε τά ὄνειρα

ὅταν ἐγκαταλείπουν τούς ἀνθρώπους.

Ἐκεῖ μαζεύονται καί οἱ νεκροί

πού στό κεφάλι μου ἔκοβαν ξύλα τραγουδώντας.

Ἀμέτρητοι νεκροί χιλιάδες, ἀπ’ ὅλες τίς φυλές

νά χάνονται σέ ἀχανῆ πηγάδια

νά διασχίζουνε σπηλιές καί λαβυρίνθους

πού ὁδηγοῦν στή Νύχτα.

Διδάσκοντας τό μάθημα τῆς Ἀντοχῆς

ἐγώ γερνοῦσα γρήγορα

δύσκολα στρέφοντας τό βλέμμα

ἐκεῖ πού τό ποτάμι θά συνεχίσει νά κυλᾶ.

Τώρα ἀπόκαμα νά τό κοιτῶ.

Κουράστηκα νά σέρνομαι ζητώντας.

Τό σπίτι ράγισε καί πέφτει – Σιωπή.

Οἱ ἱστορίες πάλιωσαν πιά.

Τό φῶς τῆς μέρας τίς μασᾶ καί τίς ξερνᾶ ἀμέσως.

Ὁ τοῖχος ψήλωσε, κρώζουν τά πουλιά

μουρμουρητά μυρμήγκια γέμισαν τό χῶρο.

Μίμης Σουλιώτης

Μέ τήν 1η σταγόνα τῆς βροχῆς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΤΑ ΕΡΩΤΥΛΑ

(ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

Ἄς μή βρέξη ποτέ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

1.

Προσηλώσου στά οὐράνια,

πλακῶσαν οἱ μελανίες

μέ σκοῦρες πύκνες, μέ ἀνίες

καί ἡ ράβδος ἐν γωνία,

θά βρέξει.

2.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀναλήφθηκε τό καλοκαίρι. Στερνή φορά

τό εἴδανε στή Λέσβο ἤ στή Σίκινο

ὅπου τίς ἰδέες του ὅλες ἐνησιώτιζε,

τό εἶχαν ρίξει πιά στήν Ἀγορά–

καί ὥσπου νά πεῖς «Πρά, ὠρέ, πρά!»

«ἀσβός», «τζεζβές», ἤ ὅ,τι σέ φώτιζε

θά βαλάντωνες μέ κύμινο.

3.

Σταγόνα εἶναι ἡ σταγμένη στάλα

ἐνῶ στάλα εἶναι ἡ σταγόνα

πάνω στό πέσιμο–  στό σβέρκο, ὅπως σκύβω.

Σταλιά εἶναι τό χαϊδευτικό τῆς στάλας,

σταλίτσα τό ντιμινουτίβο.

4.

Μέ τήν πρώτη τιριτόμπα τῆς βροχῆς

ἀπανωτές σταγόνες σάν Μακριά γαϊδούρα

καβάλαγαν τίς κορυφογραμμές, πού ἀχνίζανε

ἐξάχνωση ἀλαργινή, μέ θυμιατίζανε

σάν ἀπόμακρα ποῦρα.

5.

Πέφταν πλήθια οἱ σταγόνες

πάνω στό κοπάδι πού μηρύκαζε ἀνεπηρέαστο:

στίς ράχες, στά βουνά.

6.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

«Πέσατε θύματ’, ἀδέλφια, ἐσεῖς»

τοῦ περιβάλλοντος, τῆς ἐποχῆς.

7.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα

γιατί τό σκότωσαν γιατί.

8.

Σταγόνα σιναχόχρωμη, νερουλή, νεγρουλή,

στή νεκρολίμνη τοῦ Καϊάφα τή λυγρή.

9.

Μιά ἄλλη σταγόνα

πού εἶχε ξεμείνει ἀπό παλιά ἰσχιαλγία

ἔπεσε τώρα ἀνάκουστη

σάν ξεχασμένο σκουφάκι ἀπ’ τήν κρεμάστρα

τοῦ πεθαμένου: plusquamperfectum–

ἔχω τό ντοσιέ μέ τά ἔνσημα καί μέ τό ΦΕΚ του–

δουλεύουμε τούς στίχους μας προσηλωμένοι,

μή γινόμαστε μαλαγάνες τῆς νοσταλγίας,

σκοπεύουμε νά ξανοιχτοῦμε καί πρός τ’ ἄστρα,

ἀλλιῶς δέ μᾶς βγαίνει.

10.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σκοτώθηκε τό καλοκαίρι–

Ἄς πρόσεχε.

11.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σκοτώθηκε, πῦρ!, τό καλοκαίρι, πῦρ!•

ληγμένες λέξεις,

‘τί δέν τ’ς ἀποτελειώσατε.

12.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀλαφιάστηκε τό καλοκαίρι,

ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο

ἀπό κλοτσιά κεραυνοῦ στόν καβάλο.

13.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

διψάσαμε τό μεσημέρι

μά, ὁ ἀχός κουφός.

14.

Φυσᾶ καί βρέχει πλαγιαστά ἐπί τῶν ἀνθέων

σάν νά ἔβρεχε ἐξ ὑπαρχῆς,

ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἐκ βαθέων.

15.

Πού, ὅπως ἐξαχνώθηκε τό καλοκαίρι

μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἔτσι μιά ἀέρινη ψιχάλα νά σέ κάμει

νά μοῦ στείλεις ἕνα βλέμμα ψυχῆς.

16.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα,

πάρ’ το κάτω τό καλοκαιράκι.

17.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

θρονιάστηκε ὡς γενική κτητική στό βάθρο

σάν «στιγμή, σπειρί τῆς ἄμμου»

ἀντί γιά γενική τοῦ εἴδους χωρίς ἄρθρο,

ὅπως «ἔθνος θνητῶν», «σωρείτης ἄμμου»,

ἡ γενική τοῦ δημιουργοῦ: «πλύστρα οὐρανοῦ καί γῆς».

Τί λέω, χάιτ’ ἀπό κεῖ χάμου–

αὐτήκοος πρῶτα καί μετά αὐτόπτης,

πρῶτα ἡ ἀκοή καί μετά τό λάπ-τόπ της.

18.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

«Βροχούλα εἶναι κι ἄς βρέχεται,

βροχούλα ‘ναι κι ἄς πέφτει»

θολή γιά ὧρες σάν φυματική

τήν ἔκανε τή βουνοπλαγιά σάν σαλιαρίστρα

ἐνῶ πάνω στή θάλασσα τήν ἀτμοσείστρα

ἔβρεχε ἀργά καί σκόρπια σάν ἀπό ὑποχρέωση:

δέν ἔβρεχε–  ψιχάλιζε γρήγορα.

19.

«Καί μέ τή νιοστή σταγόνα

τά πάντα γίνηκαν λαμπίκος»

εἶπ’ ἕνας φιρφιρίκος.

20.

Πολλές σταγόνες ἡ βροχή,

μέ χίλιες βρύσες χύνεται

ἀπό μύριες κρῆνες ἀνεμοπαίρνεται

καί μέ νεκροσυρμή μᾶς σβολοδέρνει.

21.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

τό ποτήρι ξεχείλισε, πού λέει κι ὁ ποιητής:

«Ἡ βάρκα τῆς ζωῆς μας ἔσπασε»

μά καί τί μποροῦσε νά κάμει,

ξανοίχτηκε στό κόκκινο πέλαγος–

ὄχι σάν τούς δωματιάρηδες πού ὑποχονδριάζουν

στήν Κηφισιά, στά θερινά νησιά, καί στό Μπραχάμι.

22.

Μέ τήν πρώτη ἐπίσχεση τῆς βροχῆς

«τό ψυχρόν της ἀργύριον»,

τήν ἐπίνευση, τήν ἀργυρή σαγήνη,

τήν ἀγέραστη ἀργυρόχροη ψύχρα της

διηθεῖ ἡ σελήνη.

23.

Hommage à Κωστής Παλαμᾶς

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀλάφιασμα κυκλογυρίστρας ἐποχῆς,

γοργό καιροῦ ἀκροβόλισμα στά φύλλα,

αἰχμή, ἀκίδα, στρίφωμα στήν ξεραΐλα,

τῆς στύψας κλωθογύρισμα, θεριεύ’ ἡ ἅψα, ἡ κάψα,

καί χαμηλώνουν, γιά τοῦ χινοπώρου τό ριπλέι, μαῦροι χλιδανοί

ἰδεῶν ἰδέες οἱ συνόκαιροι οὐρανοί•

καί δές, ἀστράψαν.

24.

Hommage à Τέλλος Ἄγρας

Τήν ἑπόμενη στιγμή τό χόρεψε, καντρίλιαζε χιονόνερο,

ὕστατο ἀλλαξογνώμισμα ὁλόπεφτης βροχῆς•

φεγγρίζει ὁ ἥλιος πίσω ἀπό τό σελοφάν,

παλιόκαιρος, ψύχρανε, βάλε μπουφάν

κι ἔβγα σεριάνι στήν πολεοδομική μελαγχολία•

Σεπτέμβριος, στυγερή κατατονία…

ἄβαφα ξανανοίγουν τά σχολεῖα.

25.

Ἦλθες, ἦλθες, καλοκαίρι

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

πάνω στό ξεροπάγι μιᾶς παλιᾶς σιωπῆς

ἄνθισε ἡ ἄνοιξη κι ἦρθε τό καλοκαίρι.

26.

Μέ τήν πρώτη ἠλεκτρόλυση τῆς βροχῆς τά ἀνιόντα καί τά κατιόντα στό μεϊντάνι.

27.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

μάσε τά ἀπομπούγαδα τῆς πίσω αὐλῆς,

τῆς βεράντας, τῆς ἁπλώστρας

τῆς πτυσσόμενης καί τῆς σταθερῆς.

28.

Μέ τό πρῶτο σαλιγκάρι τῆς μεταβροχῆς

ξεαποχαυνώθηκε τό καλοκαίρι.

29.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σοῦ ‘κατσε στή ρώγα διάνα

καί μετεωριζόταν

ὅπως ἡ μπίλια τῆς ρουλέτας

πάνω στήν ξύλινη φετούλα,

ἀνάμεσα σέ δύο νούμερα.

30.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

στήν ἀξέσπαστην ἔνταση τοῦ ἀέρα.

31.

Μέ τόν πρῶτο μελανία τῆς ἐποχῆς

κι ὅταν τό σφίξει σέ κροκάλα σάν-φιστίκ

πού σπάει στ’ ἀπονευρωμένα δόντια,

μπαίνουμε σέ φθινόπωρο ρουστίκ,

σέ ἥλιο μέ σύθαμπα τά φόντια–

πάνω ἀπό τά περιπτέρια σάν καταδρομεῖς

χαμοπετοῦν τά πυκνοφτέρια χελιαηδόνια.

32.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς, καί σ’ τό ‘λεγα μέ δυσλεξίες

«Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, δέν ὑπάρχουν ἀξίες»:

πλατάγισε μές στό ἐσπρεσάκι μου πού ἄχνιζε,

βρῆκε ἀεροδιάδρομο καί μοῦ τό μπλιάχνισε

ἡ μπούφα σταγόνα, πού νά μήν ἔσωνε–

Ἄς ὄψεται ὁ νόμος τοῦ Νεύτωνε

πού Ὅλα, λέει, πέφτουνε.

33.

Στά καλά τοῦ καθουμένου, ἐκεῖ πού σερβίριζαν

νά σ’ την καί σκάει ἡ πρώτη σταγόνα

ὅπου διπλῶναν τά τραπεζομάντιλα στό μπράτσο:

«Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, στραπάτσο!»

εἶπαν οἱ ἀνασφάλιστοι ἐποχικοί καί ἀισιχτίριζαν.

34.

Τοῦτο τό καλοκαίρι μᾶς ὑπερθέρμανε,

ραγιάδες, ραγιάδες…

35.

Μία σταγόνα σύν μία σταγόνα

μᾶς κάνουν μία σταγόνα,

ἀλλά ὁ περιεχομενιστής Ντοστογιέφσκι

ὑποστήριξε ὅτι Μερικές φορές ἕνα σύν ἕνα

μᾶς κάνουν ἑνάμισι, ἀκόμη καί δυόμισι,

καί «αυτό εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο πραματάκι».

36.

Μέ τίς ἐφήμερες λιμνοῦλες τῆς βροχῆς

καί μέ τά χιόνια στή λευκόχρυση ἐφεδρεία

σαλτάρουμε πρός τήν ἀλληγορία.

Ὅτι σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, πάντως,

εἶναι ἀπόδειξη μιᾶς ἐνοχῆς

χωρίς πτῶμα, πού δέν εὐνοεῖ τήν ἀλεγρία.

37.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς,

Πέ-Χά!,

ὁ μελανίας ἐσήμανε ἠλεκτρόλυση.

38.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ξεκουμπίστηκε ἡ κουφόβραση

καί λιμπίστηκα φθινόπωρο.

39.

Ὦ βάναυσες σταγόνες

στ’ ἀπερπάτητα παπούτσια τοῦ κουτιοῦ,

σταξιές, πιτσιλιές, λάσπες καί δάκρυα!

40.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ὁ οὐρανός ἔβγαλε τή σάπια ἀπόχρωση

ἀπό ζουληγμένα πύα

πού κανονικά τήν παίρνει τό χειμώνα

στήν πουπουλόχιονη σιγή

τότε πού ἀχνίζουν τά βρύα στά κεραμίδια

καί ξαποσταίνω γιά μεσημέρι ἀξέντυτος

μέ τό τσιγάρο καί τίς σταχτίλες πεφτάμενες,

μέ τά ἀρθριτικά μου, τά ρευματικά μου,

ἀπό τά βάθη μου ἀτενίζοντας τή λίμνη.

41.

Μέ τόν πρῶτο ὀρυμαγδό τῆς βροχῆς

πάει ὁ ὕπνος: «Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι,

Καιρός γιά κα’νά φθινόπωρο!»,

σηκώθηκα, νίφτηκα, σκουπίστηκα, φταρνίστηκα

στριφώνοντας τό λιανό μου μές στ’ αὐτί, ντύθηκα,

χτενίστηκα, ἀνασηκώθηκα στίς μύτες, φτερνίστηκα,

καί ὕστερα νικοτίνιαζα

γουλιάζοντας τόν ὀρθρινό καφέ πού τονώνει

τήν πρώιμη γενική αἴσθηση τοῦ κόσμου,

ρουφοῦσα καί μπόλικη νικοτίνη

μέ ὑλιστική κατάνυξη

ὅπως βοσκαρίζουν τά πρόβατα στό χορταράκι,

νικοτίνη μέ καφεΐνη, τό ντάμπλ.

42.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς,

στό ἀνοιχτό σου φέρετρο ἄν πιτσιλιστεῖς

μάιδε σοῦ στάξει στό παπούτσι ἤ στό πέτο

τοῦ μαύρου κοστουμιοῦ, πού τό φορεῖς

(Δέν ἠμπορεῖς καί νά προβάλεις βέτο

ὅταν σοῦ καταθέτουν σκονισμένα στεφάνια οἱ φορεῖς),

τοῦ κοστουμιοῦ πού σ’ τό ἀλλάξαν νεκροθάφτες,

τοῦ ὄχι ἄσπρου κοστουμιοῦ, πού σοῦ ἀρέσει

καί στήν ντουλάπα μέ τίς ναφθαλίνες καί τίς βάτες δέν θά ξανακρεμαστεῖ – τελεσίδικα σ’ τό ‘χουν φορέσει–

τά βλέφαρα σοῦ τά ‘κλεισαν τελετουργικά αὐτοί

ἤ ἔχουν, σάν χαλασμένα κεπέγκια, καταπέσει.

43.

Non, non  –  L’état c’est toi

Μέ τήν πρώτη ἐξόρμηση τῆς βροχῆς,

χασμήθηκες καί πᾶς νά κοιμηθεῖς•

ρολάρουν ὥς τά πέρατα οἱ βροντές,

τό κάμαν μέρα οἱ ἀστραπές

κι οἱ κεραυνοί σκᾶν ὁλοσούμπιτοι

ἀλλά ὅπως πλάγιασες μισθωτή καί μπαϊλντισμένη

στριφογύριζες γιά ἕνα ζάπινγκ στά ὄνειρα

μισή νοικοκυρά, μισή βιβλιοδέτις καί γιαγιά,

ὑγρίλα μουσκεμένη ἀέναα.

44.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

τό πρόσωπό σου μεγαλώνει,

ἡ ψυχή σου γίνεται φανερωμένη

καί ὁ καιρός ζουπιέται, συγχέεται,

ξανανιώνεις μέ ἀντίχρονο πεῖσμα.

45.

Τεράστια πλατεία, μυοχαλάρωση

στήν ἄφεση μιᾶς καφετέριας, ὅλα ἐξαιρετικά

κι ἀνηφορικά ἀπάνεμο τ’ ἀγέρι,

μέχρι πού σχηματίζοντας τόν μαγικό σου ἀριθμό

μοῦ ξελιγώθηκε ἡ κινητή τηλεφωνία

καί ξέμεινα

μέ τήν 1η στγ. τς. βρχ’ς στό χέρι.

Eugenio Montale

Δεκαεπτά ποιήματα

Εισαγωγή-Μετάφραση: Παππάς Η. Γιάννης

[V]

ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

1.

Ἕνας μικρός μαῦρος γάτος

ἦρθε νά μᾶς βρεῖ δυό ἤ τρεῖς φορές.

Κανένας ἀπό μᾶς δέν τόν ἤθελε.

Μετά χάθηκε,

πρέπει νά ἔγινε ἄγριος.

Καλύτερα γι’ αὐτόν.

2.

Καί μεῖς φτωχοδιάβολοι, πεινασμένοι

γιά δεσμά

ἔχουμε ἀνταλλάξει τά πρωτοτόκια

ἀντί ἑνός φτωχοῦ πινακίου φακῆς,

πού δέν τρώγονται, ἀλλά εἶναι σίγουρες.

[VII]

Ἀπό νωρίς

ἔρχονται τά κοτσύφια στήν ταράτσα

γιά νά τσιμπήσουν κάτι

φτωχά ἀθῶα κοτσύφια

σάν κι ἐμᾶς

[ΧV]

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Μιά ὁλόκληρη οἰκογένεια γάτων,

μητέρα καί παιδιά

σκαρφαλώνουν πάνω στά δέντρα, μετά ξαναπέφτουν.

Εἶναι 4.50, τό πρόβλημα εἶναι

νά πάει 7,7 1/2, ἡ ὥρα

πιό καλή γιά νά ἀποχωριστοῦμε.

Εἶναι καλύτερα ἐάν στή χάση καί στή φέξη, ἴσως

γιά δέκα λεπτά μόλις ἡ ζωή μπορεῖ νά φανεῖ

ὅπως εἶναι, ὅπως δέν εἶναι, καταπληκτική.

Ἀλλά πιό συχνά τό +++ , μέ ἐξαντλοῦν μέ τίς ἐρωτήσεις

γιά τόν τρόπο πού βλέπω τά πράγματα, πού σκέφτομαι.

Καί δέν μπορῶ νά ἀπαντήσω Κύριοι

δέν ὑπάρχω, δέν ὑπῆρξα ποτέ μου

καί αὐτή εἶναι ἡ μόνη βεβαιότητα.

Ὅμως εἶναι ἀδύνατο.

[XVIA]

Ἡ ζωή εἶναι ὅπως ἕνα ποῦρο

πού καπνίζει μόνο του

ὅταν εἶναι ἀναμμένο καί παρατημένο στό τασάκι.

Μερικές φορές μοιάζει νά σβήνει

μετά ξανανάβει ξαφνικά

καί τότε ὁ χρόνος ὁ αἰώνας ἡ χιλιετία

λέξεις πού ἔχουν κάποια σημασία

γιά μᾶς, ὄχι γιά κεῖνον πού ἀφήνει

τό ποῦρο νά καπνίζει μόνο του

νά καπνίζει

νά καπνίζει…

[XVIB]

Ὅπως ἕνα ποῦρο Ἀβάνας

ἡ γῆ καπνίζει μόνη της

ἀλλά στό τασάκι μένει ἡ στάχτη.

Γιά τήν ὥρα ἡ στάχτη εἴμαστε ἐμεῖς

ὅμως ὁ δεύτερος νόμος τῆς θερμοδυναμικῆς

μᾶς βεβαιώνει

πώς δέν εἶναι ποτέ πολύ νωρίς

γιά νά γεννηθοῦμε

δέν εἶναι ποτέ πολύ ἀργά

γιά νά πεθάνουμε.

ΜΙΚΡΟ ΛΥΡΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

 

ΑΛΚΑΙΟΣ

1.

Σύ, τό πιό ὄμορφο ποτάμι, ὁ Ἕβρος, πλάι στήν Αἶνο,

κυλᾶς καί φτάνεις στή σκοτεινή τή θάλασσα

καλπάζοντας μέσα ἀπ’ τή γῆ τῆς Θράκης.

Καί πίσω σου ἀκολουθοῦν τόσες παιδοῦλες

– μηροί καί χέρια ἁπαλότατα–

τό θεῖο νερό σου ἀπολαμβάνοντας σάν μύρο.

2.

Ἄχ, ρίξε μύρο στό βασανισμένο μου κεφάλι

καί στό γέρικο τό στῆθος μου, παιδί μου…

3.

Δέν μπορῶ νά καταλάβω ποῦ μᾶς σπρώχνουν οἱ ἄνεμοι.

Τό ἕνα κύμα μᾶς τουμπάρει ἐδῶ, ἐκεῖ τό ἄλλο.

Κι ἐμεῖς ἀνάμεσα. Μᾶς κουβαλάει μαῦρο καράβι

παλεύοντας κόντρα σέ ἄγρια τρικυμία.

Φτάσανε τ’ ἀπονέρια στό κατάρτι μας.

Διάτρητο τό παλιό πανί μας ἤδη

κρέμεται ἀπό ψηλά κουρελιασμένο.

Τά δυό μου πόδια μπερδεμένα στά σκοινιά,

αὐτό μονάχα μέ κρατάει ἀκόμη. Μά τά φορτία

λασκάρανε, ἐδῶ κι ἐκεῖ κουτρουβαλᾶνε…

4.

Αὐτός ὁ ἄντρας, ὁ τρελός γιά ἐξουσία, τήν πόλη

θά τήν ἀναποδογυρίσει! Ἤδη μπατάρει!

5.

Τόν Πιττακό, τόν παρακατιανό,

σ’ αὐτή τή δύσμοιρη, ξεψυχισμένη πόλη,

σύσσωμοι ἔκαναν τύραννο μετά πολλῶν ἐπαίνων!

6.

Λένε, κάποτε ὁ Ἀριστόδημος στή Σπάρτη

εἶπε μιά σοφή κουβέντα, τούτη:

«Τό χρῆμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, Κανένας

φτωχός δέν ἔχει ἀποδοχή οὔτε κύρος».

7.

Ἦλθες ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς κρατώντας

χρυσό σπαθί, ἀδελφέ μου, φίλντισι ἡ λαβή του!

Σύμμαχος τῶν Βαβυλωνίων ἐπιτέλεσες

μέγα ἄθλο, ἀπό δεινά λυτρώνοντάς τους.

Στό θάνατο ἔστειλες πολέμιον ἄντρα,

τέσσερις πήχεις βασιλικούς τό ἀνάστημά του!

8.

Τά τίναξε ὁ Μύρσιλος! Ἔ, τώρα πρέπει

μέχρι σκασμοῦ νά πιῶ καί νά μεθύσω!

9.

Γιατί φωτίζει τό κρασί τόν ἄνθρωπο ἀπό μέσα.

10.

Μήν ἀφήνουμε μέσα στόν πόνο τήν ψυχή μας.

Τόσο θλιμμένοι οὔτε βῆμα μπρός δέν πᾶμε.

Φίλε μου Βάκχι, ἄς φέρουμε κρασάκι

καί ἄς μεθύσουμε! Τί τέλειο φάρμακο εἶναι…

11.

Γιατί νά περιμένουμε ὥς τή νύχτα; Μένει ἕνα δαχτυλάκι μέρα, ἄς πιοῦμε.

Φέρε ἐδῶ κάτω ἐκεῖνα τά μεγάλα τά ποτήρια, τά περίτεχνα.

Γιά νά ξεχνᾶμε τό κρασί μᾶς τό ἔδωσε ὁ Διόνυσος.

Φτιάξε το στή σωστή ἀναλογία, ξεχείλισέ τα,

κι ἄς σπρώχνει πιά τό ἕνα ποτήρι τ’ ἄλλο.

12.

Βρέχει ὁ θεός μέ τό θεό! Ἀπ’ τά οὐράνια

Πλάκωσε βαρυχειμωνιά. Ἔχουν παγώσει τά ποτάμια

ἕνα γύρω…

Βάλ’ τον κάτω τό χειμώνα! Τή φωτιά φούντωσέ την!

Κέρνα μας δίχως τσιγκουνιές κρασί κεχριμπαρένιο

καί κουκουλώσου ὥς τ’ αὐτιά μέ ροῦχο ἁπαλό…

13.

Παρακαλῶ, καλέστε καί τόν Μένωνα, τόν ὄμορφο,

ἄν θέλετε νά μ’ ὠφελήσει τό συμπόσιο…

14.

Μούσκευε μέ κρασί τά σωθικά σου: Τό ἄστρο ἀνατέλλει

δύσκολη ἐποχή, διψᾶν τά πάντα, καῖνε.

Ἡδονικός μέσα ἀπ’ τά φύλλα ὁ ἀχός τοῦ τζίτζικα

χύνει τ’ ἀδιάκοπο, τό διαπεραστικό του τό τραγούδι

κάτω ἀπό τά φτερά του, ἐνῶ ὁλόφλογο

πέφτει τό καλοκαίρι καί ὑπνωτίζει.

Ἀνθεῖ τό ἀσπράγκαθο. Ὑγραίνονται ἀπό πόθο οἱ γυναῖκες.

Μά οἱ ἄνδρες ἀνήμποροι. Ὁ Σείριος

γόνατα καί κεφάλι ἀποστραγγίζει…

ΑΛΚΜΑΝ

 

(Ἀποσπάσματα ἀπό ἕνα παρθένειο. Πιθανότατα, χορός κοριτσιῶν μέ ἐξάρχουσες τήν Ἀγιδώ καί τήν Ἁγησιχόρα συναγωνίζονται νικηφόρα, στό πλαίσιο θρησκευτικῆς ἑορτῆς, ἄλλο χορό κοριτσιῶν. Πρέπει νά ὑποτεθοῦν δύο ἡμιχόρια.)

α.

Εἶναι εὐτυχισμένος ὅποιος

μέ περίσκεψη τή μέρα

τήν περνάει χωρίς νά κλάψει.

Τώρα ὅμως τραγουδάω

γιά τό φῶς τῆς Ἀγιδῶς μας

πού τή βλέπω σάν τόν ἥλιο.

Ὦ, ἡ Ἀγιδώ μᾶς πείθει

πώς ὁ ἥλιος ἀνατέλλει.

Μά ἐμένα δέν μ’ ἀφήνει

οὔτε νά τήν ἐπαινέσω

οὔτε νά τῆς βρῶ ψεγάδια

ἡ ὀμορφιά τῆς κορυφαίας.

Πόσο ἐξαίσια φαντάζει!

Ὅπως σέ κοπάδι ἀλόγων

νικηφόρο ἄτι καλπάζει

δυνατό, σάν νά ξεφεύγει

ἀπό πέτρινη γῆ ὀνείρων.

Δέν τίς βλέπετε ἀλήθεια;

Ἡ μιά ἐνετικό φαρί εἶναι

μά καί τῆς Ἁγησιχόρας,

τῆς δικῆς μου ξαδελφούλας,

καθαρό χρυσάφι ἡ χαίτη

σ’ ἕνα πρόσωπο ἀσημένιο.

Νά τη, νά τη ἡ Ἁγησιχόρα!

Μά μετά τήν Ἀγιδώ μας

σ’ ὀμορφιά! Μαζί τροχάζουν

τό χορό ν’ ἀντιπαλέψουν

τῶν Πλειάδων πού κομίζουν

στήν Ἀρτέμιδα τό πέπλο

κι ἀναδύονται, λαμπρά ἄστρα,

μές σέ νύχτα ἀθανασίας.

β.

Θαρροῦν, τάχα, πώς μᾶς λείπει

τόσος πλοῦτος τῆς πορφύρας;

Ἤ χρυσός δράκων ἀτόφιος

λαμπερός στό χέρι; Ἤ ζώνη

ἐξωτική, πού τά κορίτσια

μέ τό βλέμμα τους χαϊδεύουν;

Λείπει τῆς Ναννῶς ἡ κόμη;

Τῆς Ἀρετῆς ἡ θεία ὄψη;

Ἡ Θυλακίς, ἡ Κλεησισήρα

λείπουν; Ἡ Αἰνισημβρότα

σπίτι ἔχει ἀπομείνει;

Πρέπει τάχα νά φωνάξεις

«ἄχ, καί νά ‘χα τήν Ἀστάφη,

ἡ Φίλυλλα νά μέ κοιτοῦσε,

ἡ γλυκιά μου ἡ Δημαρέτη

κι ἡ Ἰανθέμιδα ποῦ εἶναι;

Μά μέ λιώνει ἡ Ἁγησιχόρα!»,

ὥστε νά νικήσουμε;

γ.

Μά ἐδῶ δέν εἶναι, τάχα,

μέ τά ὡραῖα της τά πόδια,

ἡ Ἁγησιχόρα δίπλα

πάντοτε στήν Ἀγιδώ μας;

Καί δέν ψάλλουν στή γιορτή μας;

Ὦ θεοί, τίς προσευχές τους

εἰσακοῦστε! Ἔργο σας εἶναι

ἡ πληρότητα τοῦ βίου.

Κι ἐσύ, τοῦ χοροῦ μας πρώτη,

μάθε το, χωρίς ἐσένα,

μάταια σάν τήν κουκουβάγια

θά ἔκρωζα πάνω στίς στέγες,

φοβισμένο κοριτσάκι.

Τώρα ὅμως τῆς θεᾶς μας

τήν εὐμένεια γυρεύω,

πού ἀνακούφιση χαρίζει

πάντοτε στούς κόπους μας.

Καί νά, ὅλες οἱ κοπέλες

στή γλυκιά εἰρήνη φτάνουν

χάρη στήν Ἁγησιχόρα,

ἄλογο στήν ἅμαξά μας.

Ἐγώ τοῦ χοροῦ τούς κύκλους

ἀπ’ αὐτήν διδάχτηκα.

Ὅταν εἶσαι στό καράβι,

ὑπακοῦς στόν κυβερνήτη

πιό μελωδική κι ἄς εἶναι

ἡ φωνή τῶν θείων Σειρήνων.

Τώρα ἀπ’ τά ἕντεκα κορίτσια

οἱ δέκα ἄς τραγουδήσουμε

τιτιβίζοντας σάν κύκνοι

στά νερά τοῦ Σκάμανδρου.

Κι ἄς ἱερουργεῖ ἐκείνη,

στέμμα, οἱ χρυσές της μποῦκλες.

……………………………………………………………..

2. (ἄλλο ἀπόσπασμα)

Ἐμένα πιά, γλυκόλαλα κορίτσια, εὐλογημένα,

δέν μέ κρατοῦν τά πόδια μου… Ἄχ, νά ‘μουνα κηρύλος,

πού πετᾶ πάνω ἀπ’ τό κύμα στά φτερά τῶν ἀλκυόνων

δίχως φόβο στήν καρδιά του, τ’ ἅγιο, πλουμιστό πουλάκι…

 Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη