ΠΟΙΗΣΗ
Ingeborg Bachmann
Ἕξι ποιήματα
Εισαγωγή-Μετάφραση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Οντως
Στήν Ἄννα Ἀχμάτοβα
Ὅποιον ποτέ μιά λέξη δέν τοῦ ‘κοψε τήν ἀνάσα,
καί σᾶς τό λέω,
ὅποιος κοιτᾶ ἁπλῶς νά τά βολεύει
καί τό ἴδιο μέ τίς λέξεις –
αὐτός εἶναι χαμένος ἀπό χέρι.
Εἴτε τό σύντομο δρόμο διαλέξει
εἴτε τό μακρύ.
Μιά μόνο φράση νά κάνεις νά διαρκέσει,
νά κρατηθεῖ μές στήν ἀντάρα τῶν λέξεων.
Αὐτή ἡ φράση δέν γράφεται ἀπό κάποιον
πού δέν τήν ὑπογράφει.
Η Βοημία κειται πλάϊ στή θάλασσα
Ἄν τά σπίτια ἐδῶ εἶναι πράσινα, θά μπῶ καί σ’ ἕνα σπίτι.
Ἄν οἱ γέφυρες ἐδῶ βαστοῦν ἀκόμη, θά προχωρήσω πάνω σέ βάση
σταθερή.
Ἄν ἡ ἀγάπη ὅλες τίς ἐποχές εἶναι χαμένος κόπος, θά ‘θελα
νά τή χάσω ἐδῶ.
Ἄν δέν εἶμαι ἐγώ, θά ‘ναι κάποιος πού εἶναι σάν κι ἐμένα.
Ἄν συνορεύει ἐδῶ μ’ ἐμένα κάποια λέξη, θά τήν ἀφήσω νά συνορεύει.
Ἄν ἡ Βοημία κεῖται πλάι στή θάλασσα, θά πιστέψω τίς θάλασσες πάλι.
Κι ἄν πιστεύω ἀκόμα στή θάλασσα, τότε θά ἐλπίσω στή στεριά.
Ἄν εἶμαι ἐγώ, εἶναι καθένας πού εἶναι περίπου ὅπως ἐγώ.
Δέν θέλω πιά τίποτ’ ἄλλο. Θέλω νά πιάσω πάτο.
Πάτος – δηλαδή θάλασσα, ἐκεῖ θά ξαναβρῶ τή Βοημία.
Πρός τόν πάτο στραμμένη θά ξυπνήσω ἤρεμα.
Ἀπ’ τόν πάτο ἀνεβαίνοντας τώρα γνωρίζω, καί δέν ἔχω χαθεῖ.
Ἐλᾶτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ Βοημοί, ναυτικοί, πόρνες τῶν λιμανιῶν καί
πλοῖα
πού δέν ἀγκυροβολεῖτε πουθενά. Δέν θέλετε νά ‘στε ἀπ’ τή Βοημία,
ἐσεῖς Ἰλλυριοί, Βερονέζοι,
Βενετσιάνοι. Παῖξτε τίς κωμωδίες πού φέρνουν γέλιο
Κι εἶναι γιά κλάματα. Καί ξεγελαστεῖτε πάλι καί πάλι,
Ὅπως ξεγελιόμουνα ἐγώ καί δέν πέρναγα ποτέ τίς δοκιμασίες,
κι ὡστόσο τίς πέρασα, τή μιά μετά τήν ἄλλη.
Ὅπως τίς πέρασε ἡ Βοημία καί μιά ὡραία μέρα
τῆς δόθηκε ἡ χάρη νά φτάσει τή θάλασσα καί τώρα κεῖται πλάι στό νερό.
Συνορεύω ἀκόμα μέ μιά λέξη καί μιά ἄλλη χώρα,
συνορεύω, κι ἄς εἶναι λίγο αὐτό, μέ ὅλα ὅλο καί περισσότερο,
ἕνας Βοημός, ἕνας περιπλανώμενος, πού τίποτα δέν ἔχει, τίποτα
δέν τόν κρατάει,
ἔχοντας πιά μόνο τό χάρισμα νά βλέπει ἀπ’ τή θάλασσα, τή διαφιλονικούμενη,
κάποια στεριά τῆς ἐπιλογῆς μου.
Πράγα Γενάρης ’64
Μετά ἀπό κείνη τή νύχτα
περπατάω καί μιλάω πάλι,
ἀκούγεται σάν βοημικά,
λές κι εἶμαι πάλι σπίτι,
ἐκεῖ ὅπου ἀνάμεσα στό Μολδάβα, τό Δούναβη
καί τό ποτάμι τῶν παιδικῶν μου χρόνων
ὅλα ἔχουν μιά ἰδέα γιά μένα.
Τό περπάτημα ἐπανῆλθε βῆμα βῆμα
Τή θέαση, ἐνῶ μέ κοιτᾶνε, τήν ξαναέμαθα.
Σκυμμένη ἀκόμα, ἀνοιγοκλείνοντας τά μάτια,
κρεμόμουν στό παράθυρο,
ἔβλεπα τά σκιώδη χρόνια,
τότε πού κανένα ἀστέρι
δέν κρεμόταν στό στόμα μου,
ν’ ἀπομακρύνονται πίσω ἀπ’ τό λόφο.
Διασχίζοντας τό Χράντσανι
ἕξι ἡ ὥρα τό πρωί
οἱ ἄντρες ἀπ’ τά Τάτρα πού φτυαρίζουνε τό χιόνι
σκούπιζαν μέ τίς χεροῦκλες τους, τό δέρμα εἶχε σκάσει,
τά θρύψαλα ἀπ’ τό στρῶμα αὐτό τοῦ πάγου.
Κάτω ἀπ’ τούς ὄγκους πού σπάζαν
στό δικό μου, καί δικό μου ποτάμι
βγῆκαν τά νερά, λευτερωμένα.
Ν’ ἀκουστοῦν ὥς τά Οὐράλια.
Ενα ειδος απώλειας
Μοιραστήκαμε οἱ δυό μας: ἐποχές, βιβλία καί μιά μουσική.
Τά κλειδιά, τά φλιτζάνια τοῦ τσαγιοῦ, τό καλάθι γιά τό ψωμί,
σεντόνια κι ἕνα κρεβάτι.
Μιά προίκα ἀπό λέξεις, ἀπό χειρονομίες φέραμε,
χρησιμοποιήσαμε, ξοδέψαμε.
Ἕναν κανονισμό τηρήσαμε στό σπίτι. Τό ‘παμε. Τό κάναμε.
Καί πάντα ἁπλώναμε τό χέρι.
Χειμῶνες, ἕνα βιεννέζικο σεπτέτο καί καλοκαίρια
ἐρωτεύτηκα.
Χάρτες, μιά φωλιά στό βουνό, μιά ἀκρογιαλιά κι ἕνα κρεβάτι.
Μιά λατρεία τέλεσα μέ ἡμερομηνίες, εἶπα οἱ ὑποσχέσεις αὐτές
δέν ἀθετοῦνται,
βάφτισα Θεό μου ἕνα κάτι καί μ’ εὐλάβεια προσκύνησα ἕνα τίποτα,
(– τή διπλωμένη ἐφημερίδα, τήν κρύα στάχτη, τό σημείωμα στό τραπέζι)
θρησκευόμενη ἄφοβα, γιατί ἡ ἐκκλησία ἦταν τοῦτο τό κρεβάτι.
Ἀπ’ τή θέα τῆς θάλασσας ἐκκινοῦσε ἡ ἀνεξάντλητη ζωγραφική μου.
Ἀπ’ τό μπαλκόνι χαιρετοῦσα τούς λαούς, τούς γείτονές μου.
Μπροστά στό τζάκι, στή σιγουριά, ἔπαιρναν τά μαλλιά μου τό πιό
ἔντονό τους χρῶμα.
Τό κουδούνι τῆς πόρτας ἦταν ὁ συναγερμός γιά τή χαρά μου.
Δέν ἔχασα ἐσένα,
ἀλλά τόν κόσμο.
Αινιγμα
Στόν Χάνς Βέρνερ Χέντσε ἀπ’ τήν ἐποχή τῶν Ἀριόζι
Τίποτα πιά δέν θά ‘ρθει.
Ἡ ἄνοιξη πιά δέν θά ξαναφανεῖ.
Ἡμερολόγια χιλιετίας τό προφητεύουν στόν καθένα.
Οὔτε τό καλοκαίρι καί παραπέρα, ὅλα ὅσα ἔχουν ὀνόματα
τόσο ὡραῖα ὅπως «καλοκαιριάτικος» –
τίποτα δέν θά ‘ρθει πιά.
Δέν πρέπει ὅμως νά κλάψεις,
λέει μιά μουσική.
Ἄλλος
κανείς
δέν
λέει
κάτι.
Καθόλου νοστιμιές
Τίποτα δέ μ’ ἀρέσει πιά.
Πρέπει
νά στολίσω μιά μεταφορά
μέ ἄνθος μυγδαλιᾶς;
νά σταυρώσω τή σύνταξη
πάνω σ’ ἕνα φωτιστικό ἐφέ;
Ποιός θά σπάσει τό κεφάλι του
γιά πράγματα τόσο περιττά –
Ἔμαθα νά κατανοῶ
τίς λέξεις
πού ὑπάρχουνε
(γιά τήν κατώτερη τάξη)
πείνα
ντροπή
δάκρυα
καί
ζόφος.
Μέ τό λυγμό πού δέν τόν ξέπλυνα
μέ τήν ἀπελπισία
(κι ἀπελπίζομαι ἀκόμα ἀπό ἀπελπισία)
γιά τήν τόση ἐξαθλίωση,
τήν κατάσταση τῶν ἀρρώστων, τά ἔξοδα διαβίωσης,
θά τά βγάλω πέρα.
Δέν παραμελῶ τό γράψιμο,
ἀλλά τόν ἑαυτό μου.
Οἱ ἄλλοι ξέρουν
μά τό Θεό
νά βρίσκουν στήριγμα στίς λέξεις.
Ἐγώ δέν εἶμαι βοηθός τοῦ ἑαυτοῦ μου.
Πρέπει
νά συλλάβω μιά σκέψη,
νά τή μεταφέρω στό φωτισμένο κελί μιᾶς πρότασης;
νά ταΐσω μάτια καί αὐτιά
μέ μπουκιές ἀπό λέξεις πρώτης διαλογῆς;
νά ἐξερευνήσω τή λίμπιντο ἑνός φωνήεντος,
νά ὑπολογίσω τή συναισθηματική ἀξία τῶν συμφώνων μας;
Μέ τό κεφάλι τσακισμένο,
μέ τό χέρι αὐτό πιασμένο ἀπό τό γράψιμο,
τριακόσιες νύχτες ὑπό πίεση
νά σκίσω τό χαρτί,
νά διαλύσω τά μελοδράματα πού ἔστησα μέ τίς λέξεις,
ἔτσι νά τά ἐκμηδενίσω: ἐγώ ἐσύ καί αὐτός αὐτή αὐτό
ἐμεῖς ἐσεῖς;
(Πρέπει ἀσφαλῶς. Οἱ ἄλλοι πρέπει.)
Τό δικό μου μέρος ἄς χαθεῖ.
Λευτέρης Πούλιος
Νυχτωδία καί ἄλλα ποιήματα
ΣΙΡΓΙΑΝΙ
Ἀλλιώτικος ἄνθρωπος.
Βαδίζω κι οἱ δρόμοι τυλίγονται
σάν φίδια στά πόδια μου.
Τά σπίτια, στήν παλιά εὐταξία τους.
Φωτεινές ἐπιγραφές
μοιάζουν λουλούδια
Καί ἄνθρωποι νά μεθοῦν
καί νά φτύνουν
στά κατάμεστα καπηλειά.
Ἐγώ ἐπιστρέφω βιαστικά
σφίγγοντας στό χέρι ἀναρχικούς
χάρτες, στή μεγαλόπρεπη σπηλιά
τοῦ ἄβατου μεγαλείου μου.
ΝΥΧΤΩΔΙΑ
Ἡ νύχτα γκρεμίζεται ναρκωμένη
πλάι στό χαλασμένο τοῦ ρολογιοῦ
μάτι.
Φεύγει μέ τ’ οὐρανοῦ
τό ξερό κύλισμα
καί τῶν κεραυνῶν τόν ἄγριο,
φιδίσιο κυματισμό.
Σταματᾶ ἡ σύγχυση
στά σεντόνια τῆς ἀυπνίας
ὅπως σιωπηλά μπαίνει ἡ αὐγή
σάν μπαλαρίνα.
Τίποτα οὐσιαστικό
μέσα ἀπ’ τά ἀρχέτυπα.
Η ΦΛΟΓΕΡΗ ΓΗ
Λέξεις πού καῖνε
στήν ἀμετάβλητη σταθερότητα
τῆς γῆς.
Ὅπως: αἷμα, χρυσάφι, δάκρυα.
Ἐδῶ μιά κρίση φωτός καί ἄγχους
πού σημαδεύει ἄνθη καί φάτσες,
πού κάθε πρωί παίρνουν
τοῦ σκοταδιοῦ τή θέση.
Δέν μπορῶ νά σ’ ἀρνηθῶ
Θεέ τῶν ὄντων
Θεέ τῆς σιωπῆς.
Ὁ ἥλιος ἁπλώνει στόν τοῖχο
τήν ταυτότητά του
κι ἄνθρωποι ἐπισκευάζονται
καθημερινά
στά συνεργεῖα τῆς ἀθλιότητας.
ΤΟ ΑΕΝΑΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ὥρα τῶν τρυφερῶν σκέψεων.
Δῶσ’ μου μάτια καινούρια
ν’ ἀντιληφθῶ τό γαλανό.
Ἀργόσχολος μέ καλή διάθεση
ὑποκλίνομαι στόν αὐθάδη κόσμο.
Χλομή βραδιά ἁπλώνεται
μέσα μου.
Ὁ ἀέρας παίζει μέ τίς λεπίδες του.
Συνουσιασμοί κενταύρων περιτρέχουν
μιά μαρμάρινη μήτρα.
Μένω ἄγονος ἐδῶ
καί ὁ χρόνος ἕνα ἐρείπιο.
ΦΑΝΤΑΧΤΕΡΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ
Διάκοσμος – ἕνα νεκροταφεῖο.
Λέξεις κινοῦνται πάνω στούς σταυρούς.
Κουρασμένος ἀπ’ τῶν κορακιῶν
τήν εὐστροφία, ὀνειρεύομαι
τόν παράδεισο, πού δέν ἔχει σχέση
μέ τό ρυθμό τῆς κουλουριασμένης
εἰρήνης
στά μάτια τῶν ἀγαλμάτων.
Παράδεισος, εἶναι νά νιώθεις βαθιά.
Κάθομαι καί πίνω βότκα
διαβάζοντας μυστικιστές ποιητές.
ΟΔΗΓΗΣΕ ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΟ
Μέσα στό ἀτέρμονο κενό
δείλιασα μπροστά στό φῶς,
ὅταν μέ ἄγγιξε τό πνεῦμα
κι ὁ θάνατος χαμογέλασε.
Ὅ,τι μ’ ἐμπνέει εἶναι
ὁ ὑπερβατικός οἶκτος γιά ὅ,τι ζεῖ.
Ὁδήγησέ με ζωντανό.
Πρέπει νά ‘ναι κανείς στρατιώτης
τῆς ἀγάπης
τῆς δίχως τέλος νίκης.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΕΚΣΤΑΣΗ
Κάθε στιγμή κάτι καταστροφικό
σέ πρόσωπα σάν ἄστρα
πού τό χαμόγελο τῶν ἀγγέλων
ἐκμηδενίζει.
Στή δαγκωματιά τοῦ λύκου
ὑπέκυψε ὁ οἶκτος
καί τῆς εὐγένειας τό λιθοβολημένο νερό.
Ὅμοιοί μου, λύκοι καί πάνθηρες,
μαζί ξετυλίγουμε στήν ἀπεραντοσύνη
τῆς ἀπληστίας τίς ἀδηφάγες φλόγες
καί τή σημαία
ἑνός θριάμβου μυστηριώδικου.
Μ’ ἐξαντλεῖ ἐμένα
τό μονότονο χτύπημα τῶν φύλλων
πού ἀκούγεται στόν ἀέρα.
Ἡ ἴδια ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ
μᾶς τραβάει μπροστά.
ΠΑΡΑΦΟΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΞΕΣΠΑ ΣΤΟ ΚΡΑΝΙΟ
Μεσονύχτι.
Τώρα ἀκούγονται πνευμάτων ψίθυροι
στά παράθυρα. Κι ἐγώ
μέ θλίψη στήν καρδιά
σεργιανίζω.
Τό αἷμα μου σπαταλῶ στή δίψα μου.
Τό βῆμα τῆς τίγρης στό μυαλό,
σφυροκοπάει στ’ αὐτιά μου.
Στή γῆ ἐξαργυρώνω τό δῶρο σου
Κύριε τῶν λέξεων
κι ἀμπαρώνω στό σπίτι μου τήν ἐνοχή.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Ξάφνου βραδιάζει
μέ διαπερνάει μιά φωταχτίδα.
Ὁ δρόμος γιορτάζει τήν καινούργια ἄνοιξη
ἀφήνομαι στόν ἥσυχο ὕπνο.
Ὅλα πῆραν τέλος.
Ἀνάβει τῆς νύχτας τό ὕστατο ἄστρο.
Αὔριο ἀπό τό βάθος τοῦ καιροῦ
τέλειοι θά ξαναγεννηθοῦμε.
ΒΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΟΥ
Τό νά βγεῖς ἀπ’ τ’ ὄνειρο
τῆς παιδικότητάς σου
εἶναι ἡ αὐθεντική πράξη.
Ὁ ξυπνημένος Γνωρίζει
καί μέ χαρούμενη διάθεση
διασχίζει αὐτό πού οἱ ἀνόητοι θρησκευόμενοι
ἀποκαλοῦν ἁμαρτία.
Ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί εἶναι ἅγιοι.
Ὁ τέλειος ἦχος μιᾶς κιθάρας
φέρνει στό νοῦ
διαμάντια πού στροβιλίζονται.
Ἀλλά
ὑπάρχει παντοῦ θνητότητα.
»Πένητες γευτεῖτε Ἀθανασία»
εἶπε ὁ Γιεσούα ἀπό τή Ναζαρέτ.
ΝΕΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Νέοι τρόποι ἄς ἐλευθερώσουν
τόν καινούριο κόσμο.
Εἰρήνη καί Ἁρμονία.
Τά σιωπηλά ὅπλα τῆς ἀγάπης
ἄς πλήξουν τ’ ἀστέρια.
Κοσμική μουσική ἄς ἀκούσουμε
κι ἄς πάθει τό μυαλό μας.
Ὅλα τά παιδιά ἄς χορέψουν,
ὅλα τά παιδιά ἄς τή βροῦν,
ὅλα τά παιδιά ἄς «θυμώσουν
ἐνάντια στοῦ φωτός τό θάνατο».
ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ
Ἡ καινούργια ἐποχή
καθώς ἐγείρεται ἡ ἰδέα
τῆς σύντριψης.
Σ’ ἕνα διαλυμένο κόσμο.
Ἐδῶ πέρα, τόν πρῶτο λόγο
τόν ἔχει ὁ πόνος κι ἡ συμφορά.
Ἕνα θλιμμένο ρεμπέτικο
σάν ἀχτινοβόλα ρήση
ἑνός ἁγίου, ἀκούγεται
μέσα ἀπ’ τό μαῦρο τοῦνελ
στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μου.
ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΣΚΕΨΗ
Τό σκοτεινό ἐγώ μου
καί μετεμψυχωμένα βατράχια
κράζουν μέ μανία στό βάλτο
τῆς σκέψης.
Ὁ κόσμος βαδίζεται στό χρόνο,
στήν αἰωνιότητα ὁ ποιητής
καθώς προσεγγίζει τό ἄπειρο.
ΔΟΚΙΜΙΟ
Λάρς Γκούσταφσον: Συνηγορία ὑπέρ τῆς ποίησης
μετάφραση: Νίνα Μπούρη
Ο Λάρς Γκούσταφσον εἶναι ποιητής, πεζογράφος καί πανεπιστημιακός καθηγητής.
Γεννήθηκε τό 1936 στή Σουηδία. Τό 1978 πῆρε τό διδακτορικό του στή Θεωρητική Φιλοσοφία ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς Οὐψάλας. Ἀπό τό 1960 ὥς τό 1972 ἐργαζόταν ὡς συντάκτης στό λογοτεχνικό περιοδικό Bonniers Litterära Magasin. Τό 1972 πῆρε ὑποτροφία ἀπό τή Γερμανική Ὑπηρεσία Ἀκαδημαϊκῶν Ἀνταλλαγῶν (DAAD) καί μετακόμισε στό Βερολίνο. Μία δεκαετία ἀργότερα μετακόμισε στίς ΗΠΑ καί ὥς τό 2006 πού συνταξιοδοτήθηκε δίδασκε φιλοσοφία στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τέξας.
Ἐξέδωσε τό πρῶτο του μυθιστόρημα μέ τόν τίτλο «Vägvila: ett mysteriespel på prosa» ὅταν ἦταν εἴκοσι ἑνός ἐτῶν. Ἔχει τιμηθεῖ μέ πολλά βραβεῖα, μεταξύ τῶν ὁποίων τό Prix Européen de l’essai Charles Veillon (1983), τό Βραβεῖο Μπέλμαν τῆς Σουηδικῆς Ἀκαδημίας (1990) καί τό σουηδικό Βραβεῖο Πιλότ (1996).
Ὑπάρχουν πολλά εἴδη ποίησης καί δέν εἶμαι βέβαιος ἄν θέλω νά τά ὑπερασπιστῶ ὅλα. Τά ποιήματα διαφέρουν πάρα πολύ ὡς πρός τό περιεχόμενό τους. Μερικά ἀπό αὐτά, ἄν ὄχι ἡ πλειονότητα, εἶναι τόσο οἰκτρά πού δέν ἀξίζει νά ἀσχοληθοῦμε μαζί τους. Μάλιστα, θά μποροῦσε κανείς νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ὑποφερτό ἤ καλούτσικο ποίημα δέν ὑφίσταται. Τά ποιήματα, καί θά ἐπιστρέψω σ’ αὐτό τό θέμα ἀργότερα, μοῦ φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν μιά διανοητική λειτουργία πού μπορεῖ εἴτε νά ἐπιτύχει εἴτε νά ἀποτύχει. Δέν ὑπάρχουν μόνο κάκιστα ποιήματα, ὑπάρχουν καί δυσάρεστα ποιήματα, τά ὁποῖα θά προτιμούσαμε νά ἐξαφανίζονταν ἀπό προσώπου γῆς. Φυσικά, ἀναφέρομαι στή στρατευμένη ποίηση. Ὅμως ἄν ψάξει κανείς θά βρεῖ προφανῶς περισσότερα. Ἡ θρησκευτική ποίηση δέν εἶναι συλλήβδην ἀθώα· καί σχεδόν ὅποια πέτρα κι ἄν σηκώσεις στόν εὐρωπαϊκό μοντερνισμό θά βρεῖς μερικά πολύ ἐνδιαφέροντα ζουζούνια ἀπό κάτω. Μέ τόν Μαρινέτι τί θά κάνουμε;
Προφανῶς, ἡ ἔννοια «ποίηση» εἶναι πολύ γενική γιά νά κατορθώσει νά τήν ὑπερασπιστεῖ κανείς. Ἄς προσπαθήσουμε λοιπόν νά τήν ἀποσαφηνίσουμε!
Ἡ ποίηση δέν ἀξίζει ὑπεράσπιση σ’ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της, παρά μόνο στήν οὐσία της. Μόνο ὁ σκληρός πυρήνας μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ ἀσαφής περιοχή γύρω ἀπό αὐτόν τό σκληρό πυρήνα –τόν ὁποῖο στά σουηδικά μερικές φορές ἀποκαλούσαμε «centrallyrik»– δέν θά μᾶς ἀπασχολήσει.
Ἔχει λοιπόν ἡ ποίηση ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ὡς αὐτό πού εἶναι κεντρικό στήν ποίηση, ὡς ἐπιτυχής δηλαδή ποιητική λειτουργία, ἀνάγκη ὑπεράσπισης; Κι ἄν ναί, ἀπέναντι σέ ποιόν; Ποιές εἶναι οἱ σατανικές δυνάμεις πού ἀπειλοῦν τήν ποίηση;
Καί, ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν πράγματι, δέν θά εἶχαν ἐπιτύχει ἐδῶ καί καιρό; Ὅπως τά μαθηματικά, ἡ ποίηση μοῦ φαίνεται ἱκανή νά φροντίσει μόνη τόν ἑαυτό της.
Ὁ παραλληλισμός μεταξύ τῶν δύο παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον. Ὅπως ἡ ποίηση, ἔτσι καί τά μαθηματικά ἀποτελοῦν ἕνα πολύ παλιό, ἀποκλειστικό καί προφανῶς ἀπαραίτητο κομμάτι τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Τά μαθηματικά μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν σχεδόν σέ ὁποιαδήποτε δραστηριότητα, ἀπό τή συμπλήρωση τῶν φορολογικῶν δηλώσεων ὥς τόν ὑπολογισμό τῆς ἡλικίας τοῦ σύμπαντος. Δέν εἶναι πάντα δημοφιλῆ, γιατί εἶναι προσιτά μόνο σέ λίγους καί δύσκολα στήν ἐκμάθηση. Τά θαυμάζουμε γιά τήν ὀμορφιά τους. Στό μέτρο πού εἶναι σκέτα μαθηματικά, δέν ἐκφράζουν ἀπόψεις ἀπό μόνα τους. Εἶναι δύσκολο νά ὁρίσουμε ποῦ ἀκριβῶς συμβαίνουν: στόν φυσικό κόσμο, στό νοῦ μας ἤ σέ ἕναν κόσμο πέρα ἀπό τό χρόνο καί τό χῶρο. Ἡ πρόδηλα ἀπεριόριστη ἱκανότητά τους νά ἐπεκτείνονται ἀσκεῖ τρομερή γοητεία. Τά μαθηματικά, σέ ὅλες τίς μορφές τους ἐκτός ἀπό τήν πιό πρωτόγονη, δέν ἀποτελοῦν μέρος τῆς λαϊκῆς κουλτούρας. Οἱ μαθηματικές ἐργασίες ἐκδίδονται σέ περιοδικά πού θά παρουσίαζαν πάντα ἔλλειμμα ἐάν δέν ἐπιχορηγοῦνταν ἀπό διάφορες πηγές· ἡ ἐκθετική ἐπιτυχία ἑνός μαθηματικοῦ ἀποτελέσματος δέν σημαίνει ὅτι φτάνει στό εὐρύ κοινό, ἀλλά ὅτι ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅσους διαβάζουν μαθηματικές ἐκδόσεις. Φυσικά, μερικές φορές ὑπάρχει εὐρύ κοινό γιά τά μαθηματικά: ἕνα καλό παράδειγμα ἦταν οἱ λογαριθμικοί πίνακες, προτοῦ κατακλύσουν τήν ἀγορά τά κομπιουτεράκια. Ὅμως, τό εὐρύ κοινό δέν παίζει κανένα ρόλο στήν ἐπιτυχία στόν τομέα τῶν μαθηματικῶν.
Ἡ ποίηση ἰδωμένη ὡς θεμελιῶδες κομμάτι τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παρουσιάζει ἐνδιαφέρουσες ὁμοιότητες μέ τά μαθηματικά, ἀλλά καί ἀρκετές διαφορές.
Ἀπό τά παιδικά μου χρόνια θυμᾶμαι τή σχεδόν χειροπιαστή ἀπέχθεια πού περιέβαλλε τήν ποίηση. Νιώθω ἀκόμα ἴχνη τοῦ στίγματος πού σχετίζεται μέ τήν ποίηση, καί ἰδιαίτερα τήν ἰδέα νά γράφει κανείς ποίηση. Κάθε φορά πού φιλικοί καί ὁμιλητικοί ταξιτζῆδες μέ ρωτοῦν τί δουλειά κάνω, προτιμῶ νά τούς λέω ὅτι πέρασα τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια διδάσκοντας φιλοσοφία σέ ἕνα ἀμερικανικό πανεπιστήμιο.
Φίλοι μαθηματικοί μοῦ ἔχουν πεῖ ὅτι ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες. Διαισθάνονται ὅτι ἐάν συστηθοῦν ὡς μαθηματικοί θά σκοτώσουν κάθε συζήτηση. Ὁ κόσμος δέν ξέρει πῶς νά διαχειριστεῖ αὐτή τήν πληροφορία. Ὁ ποιητής συχνά βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Ἡ ποιητική καί τά ποιήματα μᾶλλον ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στήν ἐπικοινωνία παρά μέσο γιά τήν ἐπίτευξή της.
Ἄραγε εἶναι ἴδιοι οἱ λόγοι; Ἐν μέρει, ἴσως. Εἶναι ἐξεζητημένο νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι εἶναι «μαθηματικός» ἤ «ποιητής». Γιατί εἶναι ἐξεζητημένο; Γιατί προβάλλει ἀξιώσεις ποιότητας.
Κάπου ἐδῶ ὅμως τελειώνουν οἱ ὁμοιότητες. Τό μαθηματικό ἀποτέλεσμα καταρχήν δέν εἶναι δύσκολο νά κριθεῖ. Εἴτε εἶναι ἔγκυρο εἴτε δέν εἶναι. Εἶναι ἐξαιρετικά ὑπεροπτικό νά παρουσιάσει κανείς κάτι ὡς ποίημα. Ἀλλά ὄχι γιά τόν ἴδιο λόγο. Δέν ὑπάρχει γενικῶς ἀποδεκτή διαδικασία γιά νά ἀποφασίσουμε ἐάν κάτι εἶναι πράγματι ποίημα ἤ προσποιεῖται ὅτι εἶναι ποίημα. Ὑπάρχουν φυσικά διάφορες πράξεις ἀναγνώρισης. Μήπως τάχα δέν συμβαίνει συχνά νά συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνα ποίημα εἶναι σπουδαῖο χωρίς νά μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε γιατί; Ὁρισμένες φορές ἡ σπουδαιότητα ἑνός ποιήματος μοιάζει μυστηριώδης. Ὅπως στήν περίπτωση τοῦ «Über allen Gipfeln» τοῦ Γκαῖτε.
Ὅπως καί ἄλλες λέξεις, γιά παράδειγμα φυσικός, ζῶο, εὐρωπαϊκός, ἔτσι καί ἡ λέξη ποίημα ἔχει διττή σημασία. Ὄλες οἱ λέξεις πού ἀνέφερα γίνεται νά ἐννοηθοῦν μέ δύο τρόπους: κανονιστικά ἤ περιγραφικά. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο, ἀλλά δέν ἐπιτρέπεται νά συμπεριφέρεται σάν ζῶο. Ὅσα κάνει ἀνήκουν στή φύση, παρ’ ὅλα αὐτά μερικές πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἐξακολουθοῦν νά περιγράφονται ὡς «παρά φύσιν». Οἱ νομάδες τῆς κοιλάδας τοῦ Τέρνερ στήν Ἀλμπέρτα τοῦ Καναδᾶ καί οἱ κυνηγοί φώκιας ἀπό τή Γροιλανδία εἶναι, ἀπό οὐδέτερη περιγραφική ἄποψη, Εὐρωπαῖοι. Κανονικά ὅμως δέν τούς προσκαλοῦν στίς συσκέψεις πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική καί τήν πολιτιστική ἑνότητα τῆς Εὐρώπης. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, τό «Εὐρωπαῖος» γίνεται ἔγκυρη δήλωση ἄν συνδέεται μέ καθεδρικούς, μέ περίτεχνα διπλωμένες πετσέτες καί μέ τούς μύθους τοῦ Λά Φονταίν.
Μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἡ λέξη ποίημα μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά ὁτιδήποτε μοιάζει μέ ποίημα: γιά ψαλμούς, γιά ἐθνικούς ὕμνους καί γιά τούς λίγο-πολύ σπιρτόζικους στίχους τῶν διαφημιστικῶν σπότ· ὅμως ταυτόχρονα φυλάσσεται ἀποκλειστικά γιά μιά ἐπιτυχή λεκτική πράξη πού προκάλεσε ἤ προκαλεῖ κάτι στήν ἐμπειρία μας.
Μιά ἐνδιαφέρουσα ἰδιότητα τῶν ποιημάτων εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη δημοτικότητα ἤ ἡ μεγάλη χρησιμότητα δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ποιητική ἀξία. Ὑπάρχουν πιό ἄσκοπα ποιητικά κείμενα ἀπό τούς τετριμμένους ἐθνικούς μας ὕμνους; Κάνουν ἀκόμα καί τά «χιτάκια» τρίτης κατηγορίας νά φαντάζουν πρωτότυπα καί ἐνδιαφέροντα.
Καθώς περνοῦν τά χρόνια ἀποκτοῦν συναισθηματική ἀξία – μιά τρυφερή ἤ, σέ ἀκραῖες περιπτώσεις, ἐθιστική αἴγλη πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενό τους, ὅπως ἀκριβῶς τά φαστφουντάδικα κι οἱ ἀγαπημένες μας παραλίες. Αὐτά τά κείμενα γίνονται τόσο ἀκατανόητα ὅσο τά ἐμβλήματα στίς παλιές ἐθνικές σημαῖες. Ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν, λειτουργώντας σχεδόν ὅπως οἱ ἐπευφημίες στούς ἐθνικούς ἀθλητικούς ἀγῶνες. Κι ἔτσι τολμῶ νά πῶ ὅτι ἔχω ἀπαντήσει καί στό ζήτημα τῆς στρατευμένης ποίησης, πού αὐτή τή στιγμή χαίρει μεγάλης ἐκτίμησης. Ἀπό ποιητική ἄποψη τή θεωρῶ τόσο ἀδιάφορη ὅσο τά διαφημιστικά σλόγκαν, ὅσο ἐθιστικά κι ἄν φαίνονται ἐπί τοῦ παρόντος.
Σέ περιγραφικό ἐπίπεδο εἶναι δύσκολο νά ὁρίσουμε τί εἶναι ποίημα. Ὁ ὁρισμός «κείμενο μέ ἀκανόνιστο δεξί περιθώριο» σίγουρα δέν βοηθάει. Ἰδιαίτερα ἐπειδή ἡ ποίηση μπορεῖ νά ἀλλάξει πολλά προσωπεῖα. Ἡ πρόζα πού γνωρίζουμε ἀπό τόν Μπωντλαίρ, τόν Ἔκελεφ καί τόν Σιοράν μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς ποιητική φόρμα ἐξίσου καλά μέ τό σονέτο. Εἶναι δύσκολο νά βρεῖ κανείς μιά ἐπαναλαμβανόμενη ἰδιότητα πού χαρακτηρίζει ὅλα τά ποιήματα – κι ἴσως θά πρέπει νά ἀρκεστοῦμε σέ μιά ἁπλή «οἰκογενειακή ὁμοιότητα».
Ἐάν ἐγκαταλείψουμε τίς γενικές περιγραφές, ὅπου καθετί πού μοιάζει μέ ποίημα μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ποίημα, καί στραφοῦμε στόν κανονιστικό λόγο, δέν πρόκειται φυσικά νά ἀναγνωρίσουμε ὡς ποίημα ὁτιδήποτε μοιάζει μέ ποίημα. Ἕνα πραγματικό ποίημα πρέπει νά εἶναι ἐπιτυχημένο, ἐπιτυχημένη λεκτική πράξη, σχεδόν μέ τόν ἴδιο τρόπο πού μόνο μιά μαθηματική ἀπόδειξη πού πραγματικά ἀποδεικνύει κάτι μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μαθηματική ἀπόδειξη. Δέν ἀρκεῖ νά μοιάζει μέ ἀπόδειξη· πρέπει νά τό ἀποδεικνύει κιόλας. Ἔτσι καί τό ποίημα δέν ἀρκεῖ νά μοιάζει μέ ποίημα. Πρέπει νά ἐπιτυγχάνει κάτι.
Τί εἶναι αὐτό πού πρέπει νά ἐπιτύχει τό ποίημα ὥστε νά γίνει ποίημα;
Θεωρῶ ὅτι πρέπει νά ἀναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στό μέσο πού χρησιμοποιεῖ τό ποίημα: τή γλώσσα. Αὐτή τή φαινομενικά ἀπέραντη, ἀέναα μεταβαλλόμενη θάλασσα πού πλημμυρίζει σάν ἀτέρμονη μελωδία τή συνείδησή μας. Σ’ αὐτή τή θάλασσα κολυμπᾶμε, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Ὁτιδήποτε γνωρίζουμε ἤ μποροῦμε νά ποῦμε γιά τόν κόσμο, τό ψαρεύουμε ἀπ’ αὐτό τό ἰσχυρό ρεῦμα.
Ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση εἶναι ἐλαστική. Δέν ἐπιτρέπει καθόλου ἄδειο χῶρο. Ὁ χρηματιστής ἀσχολεῖται πυρετωδῶς μέ δύο τηλέφωνα ταυτόχρονα κι ἔχει τά μάτια καρφωμένα στήν ὀθόνη· ὁ φυλακισμένος πού ἐκτίει ποινή δύο χρόνων προσπαθεῖ φιλόδοξα νά ἐκπαιδεύσει μιά μύγα νά ἔρχεται ὅταν τῆς σφυρίζει: ὁ νοητικός χῶρος καί τῶν δυό γεμίζει στόν ἴδιο βαθμό.
Ἀπό αὐτό τό ἰσχυρό ποτάμι πού πάντοτε τείνει στήν πληρότητα προέρχεται ἡ ποίηση. Ὡς τέχνη. Ὡς ἐργαλεῖο γιά νά ἐνστερνιστοῦμε τόν κόσμο. Ἐπειδή τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποταμοῦ ἀποτελεῖται ἀπό γλώσσα.
Μέσω τῆς γλώσσας, ὁ ποιητής πλησιάζει τόν κόσμο κι ὁ κόσμος τόν ποιητή. Ὅμως ἡ ποιητική χρήση τῆς γλώσσας διαφέρει κατά πολλούς καί ἐνδιαφέροντες τρόπους ἀπό ἄλλα εἴδη λεκτικῶν πράξεων. Καί ὑπάρχουν πολλές ἀπ’ τίς ὁποῖες μποροῦμε νά ἐπιλέξουμε. Γιά παράδειγμα, μιά ρομαντική προσέγγιση εἶναι ὅτι ἡ ποίηση ἀπειλεῖται κατά κάποιο τρόπο ἀπό τόν ὀρθολογισμό, ἀπό τή λογική καί ἐμπειρική σκέψη. Προσωπικά, αὐτό μοῦ φαίνεται τόσο ἐξωπραγματικό ὅσο ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ τέχνη τοῦ ἀρτοποιοῦ ἀπειλεῖται ἀπό τίς ἐλαιογραφίες.
Ὁ ὀρθός λόγος ἔχει σκοπό νά μᾶς μεταφέρει ἀπό τόν ὑποκειμενικό χῶρο ὅπου ζοῦμε σέ ἕναν οὐδέτερο χῶρο ὅπου μποροῦμε νά συνυπάρξουμε. Σέ ἐπιστημονικά συμφραζόμενα, οἱ προσωπικές ἀντωνυμίες πασχίζουν νά περάσουν στό τρίτο πρόσωπο. Τά φαινόμενα πρέπει νά εἶναι ὁρατά στόν καθένα, τό πείραμα πρέπει νά δίνει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιός τό διεξάγει. Ἡ ὀρθολογική γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας δημιουργοῦν ἕναν οὐδέτερο γλωσσολογικό χῶρο μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τῆς ὑποκειμενικότητας.
Ὁ ποιητής ψαρεύει στό ἴδιο ποτάμι, δίχως νά προσπαθεῖ νά γενικεύσει τό αὐθεντικό βίωμα σέ κάτι παγκόσμιο πού θά ἰσχύει ἐξίσου γιά ὅλους. Ἐνῶ ἡ φυσική συνοψίζει μιά ἐμπειρία ἔτσι ὥστε νά ἰσχύει γιά ὅλους, ἡ ποίηση δέν μπορεῖ νά φιλοδοξεῖ παρά νά ἰσχύει γιά κάποιον. Ἐάν ὁ ποιητής προσπαθήσει νά ἐπιτύχει κάτι ἄλλο, τότε γίνεται ρήτορας. Στήν πραγματική ποίηση δέν ὑπάρχουν καθολικές γενικότητες.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιτυχημένης ποιητικῆς λειτουργίας εἶναι ἡ αἰχμαλωτισμένη ἐμπειρία. Ὄχι μιά ἐμπειρία σέ τρίτο πρόσωπο, ἀλλά μιά ἐμπειρία σέ πρῶτο πρόσωπο: τό ὑποκειμενικό στήν ἐμπειρία πρέπει νά ἐπιτύχει ἕνα εἶδος ἀντικειμενικότητας.
Ποίηση καί ἐμπειρία
Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτή ἡ μετάβαση; Πῶς ἡ ἐμπειρία μετατρέπεται σέ ποίημα; Τί κρατάει καί τί ἀπορρίπτει τό ποίημα;
Ὡς παράδειγμα μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τή χρήση τοῦ πρώτου προσώπου. Στόν πεζό λόγο, ἡ λέξη ἐγώ μπορεῖ καταρχήν νά ἀναφέρεται στόν ὁποιονδήποτε, ἕνα πραγματικό ἤ φανταστικό πρόσωπο· μέ ἄλλα λόγια, σέ ὁποιονδήποτε ὑποτίθεται ὅτι μιλάει. Τό «ἐγώ» στόν πεζό λόγο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά σύμβαση μεταξύ ἄλλων συμβάσεων. Στήν ποίηση ἡ λέξη αὐτή μπορεῖ νά ἔχει μία καί μόνο σημασία· εἰδάλλως δέν σημαίνει τίποτα.
Ξαφνικά, ἡ ζωή στέκεται
χαμογελώντας τρυφερά σάν κορίτσι
στήν ἄλλη πλευρά τοῦ ποταμοῦ
καί ρωτᾶ
(μέ τόν προκλητικό της τρόπο)
μά πῶς κατέληξες ἐκεῖ πέρα;
Ἐδῶ ἔχουμε μιά μεταφορά. Ὅλο τό ποίημα εἶναι μιά μεταφορά. Ἀπό τήν ἄλλη, δέν ὑπάρχει «ἐγώ». Κι αὐτό γιατί τό «ἐγώ» πού λείπει ἀπό τό ποίημα εἶναι αὐτός ἀκριβῶς μέσα ἀπ’ τά μάτια τοῦ ὁποίου βλέπουμε τά πάντα.
Εἶναι δυνατόν νά ξεχωρίσουμε δύο εἰδῶν «ἐγώ» στά ποιήματα. Tο ρητό «ἐγώ» πού ἀναφέρεται (ἀπό σημασιολογική ἄποψη) στό συγγραφέα. Καί τό ὑπονοούμενο «ἐγώ» πού δέν ἐμφανίζεται καθόλου ὡς λέξη ἀλλά ὡς προοπτική. Σ’ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει καί τό ποίημα πού σᾶς διάβασα. Περιέχει ἕνα κρυμμένο «ἐγώ». Τό «ἐγώ» τοῦ παρατηρητῆ.
«Τό ποίημα πρέπει νά ἐπικοινωνήσει προτοῦ γίνει κατανοητό».
(Τ.Σ. Ἔλιοτ)
Ὑπάρχει ἕνα παλιό ὅραμα πού ἐπανέρχεται περιοδικά στήν ἱστορία τῶν ἰδεῶν. Τό βρίσκουμε σέ μερικούς φιλοσόφους τῆς ἀναγέννησης στό πλαίσιο τῆς ἀναζήτησης γιά τήν πρωταρχική γλώσσα τῆς ἀνθρωπότητας. Τό βρίσκουμε στόν Λάιμπνιτς, ὡς τυποποιημένη παγκόσμια γλώσσα, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι καθιστᾶ ἀδύνατη τήν παρεξήγηση μεταξύ μας. Τό βρίσκουμε τέλος στή σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς πληροφορικῆς ὡς τό ὅραμα μιᾶς ἰδεογραμματικῆς ὑπεργλώσσας.
Αὐτό πού προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν ὅλες αὐτές –οἱ ἀνύπαρκτες φυσικά– γλωσσικές οὐτοπίες εἶναι μιά γλώσσα πού μεταφέρει τή σημασία της, ἔτσι ὥστε νά γίνεται ἄμεσα προσιτή, ὅπως τό πρόσωπο μεταφέρει τήν ἔκφρασή του. Τό σημεῖο θά πρέπει νά ταυτίζεται μέ τή σημασία του καί νά εἶναι ἄμεσα προσιτό σέ ὅλους. Φυσικά, αὐτό εἶναι ἀδύνατον.
Τά ἀλφάβητα φαίνονται πολύ ἑλκυστικά στούς μαθηματικούς. Μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν γιά νά προκαλέσουν ἐνδιαφέροντες μετασχηματισμούς, μποροῦν νά ἀναδιπλωθοῦν σέ περίπλοκες ἀντιστοιχίες, δημιουργώντας ὡς ἐκ τούτου τούς πιό περίπλοκους κώδικες. Ὅλα αὐτά εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί παράγουν ἀποτελέσματα ἀπό τά ὁποῖα μποροῦμε νά μάθουμε κάτι, ἰδιαίτερα ἐάν μεταχειριστοῦμε τόν κενό χῶρο μεταξύ τῶν γραμμάτων ὡς ἕνα πραγματικά ὑπαρκτό σημεῖο πού ὑπάρχει μαζί μέ ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ὅμως, ὅσο κι ἄν ἀναδιπλώνουμε, μεταθέτουμε καί μεταλλάσσουμε ἕνα φωνητικό ἀλφάβητο, δέν θά βροῦμε ποτέ τό μέσο μέ τό ὁποῖο ἡ συντακτική διάσταση θά μᾶς φέρει στή σημασιολογική. Μεταξύ τους ὑπάρχει μιά κατηγορηματική διαφορά.
«Τά βιβλία μου, πού στέκουν ἐδῶ στό ράφι, δέν ξέρουν ὅτι τά ἔχω γράψει», λέει ὁ Χόρχε Λουίς Μπόρχες σ’ ἕνα ἀξιοθαύμαστο ποίημα. Καμία πρόταση δέν ἔχει ἐκφράσει ποτέ μιά σκέψη. Τά φωνητικά σημεῖα καί τά φωνήματα δέν ἔχουν δικό τους ἐγγενές νόημα. Ἐμεῖς πού τά χρησιμοποιοῦμε μεταφέρουμε τή σημασία στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους. Ἡ σημασία προκύπτει ἀπό τίς λεκτικές πράξεις πού κάνουν οἱ χρῆστες τῆς γλώσσας. Τό σημεῖο ἀποκτᾶ τή σημασία πού μπορεῖ νά πάρει ἀποκλειστικά μέσω τῆς χρήσης του. Ἤ, ἴσως, γιά νά τό πῶ καλύτερα, μέσω τῆς ἱστορίας τῆς χρήσης του.
Ὑπάρχει μιά ποιητική οὐτοπία παρόμοια μέ τήν οὐτοπία τῆς παγκόσμιας γλώσσας, μιά ἐλπίδα ὅτι τό ποίημα ἴσως μπορεῖ νά λειτουργήσει μέ τήν εὐθύτητα μιᾶς εἰκόνας. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἐφικτό. Οὔτε κάν οἱ εἰκόνες δέν λειτουργοῦν εὐθέως. Ἑρμηνεύουμε τίς εἰκόνες μέσω συμβάσεων, ἀκόμα κι ὅταν δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε.
Ὁπότε τί μπορεῖ νά ἐννοεῖ ὁ Ἔλιοτ ὅταν λέει ὅτι τό ποίημα ἔχει ἤδη δημιουργήσει ἕνα σύνδεσμο μέ τόν ἀναγνώστη προτοῦ γίνει κατανοητό; Μπορεῖ ἄραγε ἕνα ποίημα νά αὐτοσυστηθεῖ; Ὑπάρχει ἄραγε ἕνα εἶδος ἁρμονικοῦ κλειδιοῦ πού φέρνει τό ποίημα πλάι στόν ἀναγνώστη ἤ στόν ἀκροατή του;
Ὁ Μπωντλαίρ συχνά ξεκινᾶ τά ποιήματά του σάν ἱστορίες: «Autour de moi le rue hurlait» («A une passante»). Ὅπως συχνά ἔχει εἰπωθεῖ, ἐδῶ συναντᾶμε μιά πολύ μοντέρνα τάση, μιά ἐπιρροή ἀπό τή δημοσιογραφία, καί μάλιστα ἀπό τόν κίτρινο τύπο. Γνωριζόμαστε μέ ἕνα ὑποκείμενο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιτρέπει νά μοιραστοῦμε ἕνα μέρος τοῦ κόσμου του καί τίποτε ἄλλο. Δέν γίνεται καμία προσπάθεια νά δημιουργηθεῖ ἡ προοπτική ἑνός πλαστοῦ τρίτου προσώπου. Ὑπάρχει ἕνας ποιητής, καί εἶναι αὐτός πού εἶναι. Ἴσως αὐτή ἀκριβῶς ἡ στάση κάνει τά ποιήματα τοῦ Μπωντλαίρ τόσο συναρπαστικά ἀπό τήν ἀρχή. Δέν μιμοῦνται τήν ἀντικειμενικότητα πού δέν ἔχουν. Δανειζόμαστε τά μάτια καί τά αὐτιά ἑνός παρατηρητῆ καί γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει μονάχα αὐτό τό πρόσωπο καί κανένας ἄλλος. Οἱ ἦχοι τοῦ δρόμου στό φόντο καί ὁ βόμβος ἀπό τίς μύγες μέσα στό τουμπανιασμένο κορμί μιᾶς ψόφιας ἀγελάδας μᾶς περιβάλλουν μέ τήν ἐνοχλητική, παράφωνη κι ὅμως γοητευτική μουσική τους.
Αὐτή εἶναι μία ἀπό τίς δυνατές ποιητικές λύσεις. Δόξα τῶ Θεῶ, ὑπάρχουν κι ἄλλες. Οἱ γρήγορες, ἀκριβεῖς μεταφορές τοῦ Τούμας Τράνστρεμερ πού, σάν τό φλάς τῆς φωτογραφικῆς μηχανῆς, γιά μιά μικρή στιγμή, φωτίζουν τό σκοτάδι. Καί οἱ παράξενες κατασκευές τοῦ Ρίλκε, ὅπου πολύ συχνά ἔννοιες πού κανένας ἄνθρωπος δέν θά σκεφτόταν ὅτι ἔχουν σχέση ἡ μία μέ τήν ἄλλη, ξαφνικά παράγουν καταπληκτικές εἰκόνες: ὁ Θεός γίνεται πύργος κι οἱ ἄγγελοι σκάλες κι ἡ μάσκα τοῦ λιονταριοῦ στήν παλιά κρήνη γίνεται στόμα πού μιλάει.
Κι ἔτσι ἐπιστρέφουμε στό κύριο θέμα μας: Τί εἶναι αὐτό πού ὑποτίθεται ὅτι χρειάζεται ὑπεράσπιση; Ἀπέναντι σέ τί; Αὐτό πού πρέπει νά ὑπερασπιστοῦμε εἶναι ἕνας τρόπος ἐπικοινωνίας, ὁ ὁποῖος εἶναι μοναδικός γιατί διατηρεῖ τήν ὑποκειμενικότητα μιᾶς ἐμπειρίας στήν ὑποκειμενικότητά της, καί παρ’ ὅλα αὐτά τήν καθιστᾶ προσιτή. Σέ ἕναν κόσμο ὅπου σχεδόν ὅλη ἡ ἐπικοινωνία πασχίζει νά πάρει τριτοπρόσωπη προοπτική, ἡ πρωτοπρόσωπη προοπτική γίνεται προφανῶς σημαντική ἁπλῶς καί μόνο ἐπειδή εἶναι σπάνια.
Μερικές φορές, βλέπει κανείς τήν ποίηση νά ἀναπαρίσταται σάν νά ἦταν θέση ἀντίθετη στόν ὀρθολογισμό, τήν τεχνολογία καί σέ ὅλες τίς πράξεις πού κυβερνῶνται ἀπό τή λογική. Μέ μιά μείξη ρομαντικῆς καί ψυχαναλυτικῆς ἔμπνευσης, ἡ ποίηση παρουσιάζεται ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ συναισθήματος, τοῦ πάθους, τῶν ὑποσυνείδητων ὁρμῶν· ὡς προπύργιο ἄμυνας ἀπέναντι σέ ὅ,τι ὑποτίθεται πώς εἶναι ἀποστειρωμένος ὀρθολογισμός. Φυσικά, αὐτά εἶναι ἀνοησίες. Ὑπάρχουν, ὅπως ἔδειξε, γιά παράδειγμα, ὁ Χάνς Λάρσον στή Λογική τῆς ποίησης, πολύ ἰσχυρά ὀρθολογικά στοιχεῖα στήν ἐπιτυχημένη ποίηση. Κι ὅσον ἀφορᾶ τά συναισθήματα, τά βρίσκουμε παντοῦ, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι. Ἡ ἰδέα ὅτι τά συναισθήματα θά πρέπει νά ἔχουν ἕνα εἰδικό ἄσυλο μέσα στήν ποίηση εἶναι συνέπεια μιᾶς αἰσθητικῆς πού ἀποκαλῶ «αἰσθητική τῆς ὀδοντόκρεμας». Τό ποίημα θεωρεῖται ὅτι ὑπάρχει μέσα σέ ἕνα σωληνάριο πού περιέχει πάθη καί ἀσταθή συναισθηματική ζωή. Ὅταν πιέζεις τό σωληνάριο, ἐκφράζονται συναισθήματα καί μετατρέπονται σέ ποιητική ἔκφραση.
Ὅ,τι κι ἄν πιστεύετε γι’ αὐτό τό μοντέλο, ὅπου κι ἄν ὁδηγεῖ, σίγουρα δέν ὁδηγεῖ στήν ποίηση.
Στίς τέχνες, ἡ ἀμφισημία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Ἡ συγχορδία μᾶς λέει ποῦ ἀνήκει μόνο ὅταν ἐμφανίζεται μέσα σέ μιά σειρά συγχορδιῶν· μιά πράσινη πινελιά στόν καμβά ἀλλάζει ριζικά ἐμφάνιση μόλις τοποθετηθεῖ πλάι σέ μιά κόκκινη πινελιά. Μιά φαινομενικά ἀσήμαντη πρόταση στήν ἀρχή ἑνός μυθιστορήματος μπορεῖ τελικά νά περιέχει τό κλειδί γιά ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν. Τό αἰωρούμενο στοιχεῖο, αὐτό πού ἐκκρεμεῖ ἀκόμα, αὐτό πού μόνο ἐκ τῶν ὑστέρων μπορεῖ νά σοῦ ἀποκαλύψει ποῦ θέλει νά πάει, εἶναι ὁ μυστικός πυρήνας τοῦ ποιήματος.
Ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο δέν εἶναι τερματικός σταθμός. Εἶναι διαδικασία.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη