Rainer Maria Rilke: Ὤ ἔλα φύγε

Rainer Maria Rilke

Ὤ ἔλα φύγε

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

 

Συνεχίζοντας τή μετάφραση τῶν Σονέτων στόν Ὀρφέα, θεώρησα χρήσιμο, γιά λόγους πού θά ἀντιληφθεῖ, εἶμαι βέβαιη, ὁ ἀναγνώστης, νά μεταφράσω ἐπίσης τό ἀκόλουθο σύντομο ὑποκεφάλαιο ἀπό τήν ἐκτενή μονογραφία «O komm und geh» Skeptische Lektüren der «Sonette an Orpheus» von Rilke, πού δημοσίευσε τό 2014 (ἐκδόσεις Wallstein) ὁ Christoph König (γενν. 1956), διακεκριμένος γραμματολόγος καί πανεπιστημιακός δάσκαλος. Καθώς στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα τό ἐπιχείρημα ἀναπτύσσεται σέ στενή συνάφεια καί διαρκή ἀναφορά πρός τό πρῶτο σονέτο τοῦ πρώτου μέρους, θεώρησα σκόπιμο νά ἐπαναλάβω καί ἐδῶ τή δημοσίευση τῆς μετάφρασής του, πού πραγματοποιήθηκε γιά πρώτη φορά στό τεῦχος 13 τῆς Ποιητικῆς. Δέν περιέλαβα στή μετάφραση τοῦ ὑποκεφαλαίου τοῦ Κένιχ τίς ὑποσημειώσεις –  πρόκειται μόνο γιά ἀπόσπασμα καί ἡ συμπερίληψή τους θά προκαλοῦσε μᾶλλον σύγχυση παρά διαύγεια. Ἀκολουθεῖ, λοιπόν, πρῶτα τό μεταφρασμένο σονέτο, ἀκολούθως τό συναφές ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κένιχ (ὑποκεφάλαιο 4.2.3. μέ τίτλο «Ὀρφικές ποιητικές παραδόσεις») καί, στή συνέχεια, λίγα ἀκόμη σονέτα, μέ τά ὁποῖα συνεχίζω τό ἐγχείρημα τῆς μετάφρασης τοῦ ἔργου αὐτοῦ.

 

Σονέτα στόν Ὀρφέα

Μέρος Πρῶτο

Ι

Δέντρο ὑψώθηκε. Ὦ καθαρότατη ὑπέρβαση!

Ὤ τραγουδᾶ ὁ Ὀρφέας! Ὦ δέντρο ψηλό στό αὐτί!

Κι ὅλα σωπάσαν. Στήν ἀποσιώπηση ὡστόσο, ἀκόμα κι ἐκεῖ,

ἔτρεχε νέα ἀρχή, νεῦμα, μεταβολή.

 

Ζῶα φτιαγμένα ἀπό γαλήνη ξεμύτισαν μέσα ἀπό δάσος

λυμένο, διαυγές, ἀπό λημέρια, φωλιές·

φάνηκε τότε πώς οὔτε ὁ δόλος οὔτε ὁ φόβος

δέν ἦταν πού τά ‘κλεινε τόσο ἀθόρυβα στόν ἑαυτό τους,

 

μά ἤτανε τ’ ἄκουσμα. Οὐρλιαχτά καί κραυγές,

μουγκρητά στήν καρδιά τους φανῆκαν μικρά.

Κι ἐκεῖ πού δέν εἶχε οὔτε καλύβι νά τά δεχτεῖ ὅλ’ αὐτά,

 

κατάλυμα πόθου πολύ σκοτεινοῦ,

νά δονοῦνται στήν πρόσβαση οἱ παραστάτες –

ἐσύ γιά χάρη τους ποίησες ἕναν ναό τοῦ αὐτιοῦ.

 

 

Christoph König

Ὀρφικές ποιητικές παραδόσεις

 

Στό ποίημα ὁ Ὀρφέας δέν ἐκφράζεται εὐθέως. Ἡ θέση τοῦ ποιητῆ τῶν προηγούμενων ἐποχῶν καταδεικνύεται ἔτσι, ὅπως δείξαμε παραπάνω, ἐκ προοιμίου ὡς δευτερογενής: Ἀντανακλᾶ αὐτός τήν κίνηση τῆς φύσης («Ὦ δέντρο ψηλό στό αὐτί!») καί ἐκκινεῖ ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι αὐτή ἡ ἀντανάκλαση ἀποτελεῖ μαρτυρία ὑπέρ τοῦ Ὀρφέα. Σέ αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τό τρέχον γλωσσικό ὑλικό τοῦ μεταγενέστερου ποιητῆ. Ἀλλά καί ὑπό μιά δεύτερη ἔννοια ἡ θέση του μοιάζει δευτερογενής· ὑπάρχουν πειστικές ἐνδείξεις περί τοῦ ὅτι ὁ ποιητής, ὡς αὐτήκοος μάρτυρας, δέν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος στή θέση αὐτή. Μ’ ἄλλα λόγια: δέν πῆρε ὡς ἀφετηρία τόν Ὀρφέα ἀλλά τήν ἀντίδραση (ἤ τή διέγερση ἐνόψει κάποιας ἐποπτείας) ἀκόμη παλαιότερων ποιητῶν. Ἡ ἀνάλυση δέν ἰσχύει γιά τό τραγούδι τοῦ Ὀρφέα ἀλλά γιά τήν ὀρφική ποιητική παράδοση, στήν ὁποία μπορεῖ πάντοτε νά ἀνάγεται ὁ αὐτήκοος μάρτυρας. Ὁ Ρίλκε τό ἐκφράζει αὐτό μέ τολμηρή σύνταξη: Ἡ ἴδια ἡ ἐπίκληση κυβερνᾶ ὡς ὑποκείμενο τήν πρόταση, καθώς ἀπουσιάζει τό κόμμα: Αὐτός πού τραγουδᾶ εἶναι ἡ προσφώνηση «Ὤ τραγουδᾶ ὁ Ὀρφέας!» Δέν ἐκφράζεται τό ἐμφατικό ἐπιφώνημα ὅσων ἄκουσαν τόν Ὀρφέα ἀλλά ἡ ἔκπληξη τῶν πολλῶν, πού γνωρίζουν τόν Ὀρφέα ἔχοντας ἀκούσει νά μιλοῦν γι’ αὐτόν. Ἡ ἔμφαση, πού ἀποτυπώνεται κατόπιν μέ τό θαυμαστικό, εἶναι ἡ ἔμφαση τοῦ λυρικοῦ ὑποκειμένου ἐνόψει τοῦ ἐνθουσιασμοῦ κάποιων ἄλλων· προβάλλει ὡς ἡ πράξη τοῦ ποιήματος, ὡς σχόλιο πρός τόν ἐσωτερισμό πού θά ὑπέβαλλε ἕνα ἀπευθείας ἄκουσμα τοῦ Ὀρφέα. Τό σχόλιο λέει: Ὁ ἐσωτερισμός μεταδιδόταν πάντοτε καί μόνον μέσῳ τοῦ τραγουδιοῦ στούς ἀνθρώπους πού, μέσῳ τοῦ τραγουδιοῦ, ἀποκτοῦσαν πρόσβαση σέ αὐτόν. Στήν ἀποστροφή «Ὤ τραγουδᾶ ὁ Ὀρφέας!» (στ. 2) ἐκδηλώνεται ἤδη ἡ τομή πού πραγματώνεται μέ τό θάνατο τοῦ Ὀρφέα, κάτι πού γίνεται κατόπιν ρητά ἀντικείμενο στό Σονέτο Ι.26. Σήμερα – σύμφωνα μέ τό λυρικό ὑποκείμενο–  δέν μπορεῖ νά αἰνεῖ κανείς πλέον τό τραγούδι τοῦ Ὀρφέα [Ὤ, (κόμμα) ὁ Ὀρφέας τραγουδᾶ!]· παρά ὁ θαυμασμός (τόν ὁποῖον ἐννοεῖ τό θαυμαστικό) πηγάζει ἀπό τόν σημερινό ἀναστοχασμό σχετικά μέ τήν ποιητική παράδοση. Τό γεγονός ὅτι, ἀπό συντακτική ἄποψη, ἡ κλητική «Ὦ Ὀρφέα!» πρέπει νά εἶναι ὑποκείμενο, ἀντικρούει τήν ἀνάμνηση τοῦ συμβατικά ὀρθοῦ κόμματος μετά τό «Ὤ». Ἡ ἔμφαση τοῦ ἐγώ ἀποδίδεται κατά συνέπεια στήν ἀφαίρεση τῆς ἐπαναλαμβανόμενης ἔκπληξης, ἀντικείμενο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ «ὑπέρβαση» (ἕνας ἀναστοχασμός) πού, ὡς δευτερογενής ἐνθουσιασμός, βρίσκει συνέχεια στό αὐτί τοῦ ποιητῆ μάρτυρα. Τό κέλευσμα γιά δημιουργικότητα περιλαμβάνεται πραγματικά στό ἐμφατικό ἐπιφώνημα. Μπορεῖ κανείς νά δικαιώσει τό μετέωρο στοιχεῖο τῆς διατύπωσης ὡς ἑξῆς: «Ὤ ὁ Ὀρφέας (τ’ ἀκούει κανείς παντοῦ –  κι ἔτσι τό θυμᾶται καί) τραγουδᾶ!» Τό νόημα τοῦ φωνήεντος «ο», πού ἐμφανίζεται πέντε φορές [Σ.τ.μ.: στό γερμανικό πρωτότυπο] στόν δεύτερο στίχο, εἶναι ἡ προσωδιακή ἐπιδοκιμασία μιᾶς δευτερογενοῦς χαρᾶς. Ὅλα αὐτά εἶναι σάν νά ἐκφέρονται μπροστά σέ γνῶστες ἤ μπροστά σέ ἕνα κοινό τό ὁποῖο γνωρίζει τά περί τῆς ἐπανερχόμενης ἐμφάνισης τῆς μορφῆς τοῦ Ὀρφέα στήν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας.

 

Ὁ ποιητής μάρτυρας ἀναφέρεται σέ μιά «ὑπέρβαση», μιά σκέψη σχετικά μέ τήν κίνηση τοῦ δέντρου, πού δημιουργήθηκε στήν παράδοση καί ἀποτελεῖ σταθερό συστατικό μέρος της. Ὁ τόνος μπαίνει στό πρόθημα «ὑπέρ-» καί στό ἐπίθετο «καθαρή» [1](στ. 1) πού, τοποθετημένο σέ τέτοια ἐγγύτητα, προέρχεται ἀπό τό «pur» καί καθιστᾶ ἀκριβέστερο τό ἀφηρημένο νόημα τῆς γαλλικῆς αὐτῆς λέξης: Ἡ καθαρότητα ὁρίζεται μέσῳ τῆς ἀπόσπασης, ἄρα μέσῳ τοῦ μή ἀναμεμειγμένου. Μπορεῖ νά ἀναγάγει κανείς τήν καθαρότητα στή σχέση ἀκούσματος καί παραγωγικῆς σιωπῆς. Ὁ ποιητής, πού ἀκούει στό αὐτί του τό δέντρο, εἶναι σιωπηλός. Αὐτό τό μαρτυρᾶ ὅλο τό ὑπόλοιπο ποίημα. Ἤδη στούς πρώτους δύο στίχους διατυπώνονται τά αἴτια: Στό βαθμό πού τό ἄκουσμα (στήν ἐνέργεια τῆς ἀφαίρεσης) εἶναι παραγωγικό, δημιουργεῖ σιωπή. Τό σιωπηρό ἄκουσμα ἤ τό ἄκουσμα πού συμμαχεῖ μέ τή σιωπή ἀνάγει τά πράγματα σέ μιά πρότερη «pureté», μέ βάση τήν ὁποία μπορεῖ τό λυρικό ἐγώ νά τά διατυπώσει. Ἀπό τή σιωπή προκύπτει ἡ τέχνη, γιατί τό νόημα τῆς σιωπῆς εἶναι οἱ ἀφαιρέσεις. Μέσα ἐκεῖ πραγματώνεται – δυνάμει τοῦ καθαροῦ, γαλήνιου «ὑπέρ»–  ἡ «ἀνάβαση». Τούτη ἡ ἐπικράτεια εἶναι προσβάσιμη μονάχα γιά τήν τέχνη. Ὁ αὐτήκοος μάρτυρας προσλαμβάνει, ἀκούγοντας παραγωγικά, ποίηση. Αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῶν πρώτων στίχων τοῦ σονέτου. Τό ἀποτέλεσμα δείχνει ὅτι οἱ στίχοι ὑπηρέτησαν τήν ἀνάλυση τῆς ποιητικῆς ἔμπνευσης.

Ἡ ἔμπνευση αὐτή εἶναι ἐκμοντερνισμένη, ἑρμηνεύεται μέ ἀναφορά στήν ὀρφική παράδοση καί κατά τοῦτο ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τόν Ὀρφέα, πού δέν τόν ἐπικαλεῖται πλέον. Θά μποροῦσε ἁπλούστατα νά εἶναι ἕνας ἄλλος ποιητής. Γιατί ὁ Ρίλκε σκέφτεται κοσμικά καί παίρνει ὡς ἐκ τούτου θέση ὡς πρός τή μυθοποίηση τοῦ Ὀρφέα ἐντός τῆς παράδοσης. Κατά βάση ὁ Ρίλκε ἱστορικοποιεῖ μέ τήν ποιητική του ἐπικαιροποίηση καί δικαιώνει τό χαρακτήρα τῶν ὀρφικῶν μυστηρίων. Αὐτά προέκυψαν ἐπειδή ὁ Ὀρφέας δέν ἀνῆκε στήν παραδοσιακή μυθολογία. Ὁ Ὀρφέας δέν ἐμφανίζεται στόν Ὅμηρο, ἀποτελεῖ μᾶλλον μιά μετα-ἐπική ἐπινόηση ἀνθρώπων πού καταγίνονταν μέ κείμενα: τῶν Ὀρφικῶν, γιά τούς ὁποίους τό λογοτεχνικό στοιχεῖο νοηματοδοτοῦνταν στή διάπλαση τοῦ βίου. Καλύτερα λοιπόν νά ἀντιληφθεῖ κανείς τά ὀρφικά μυστήρια ὡς πνευματικές ἀσκήσεις, οἱ ὁποῖες πλέον – ἀντίστροφα, ἐκκινώντας ἀπό τά Σονέτα τοῦ Ρίλκε–  μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς ἀσκήσεις ὕφους ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Δέν εἶναι ἡ ζωή πού θά βρισκόταν (καί στήν περίπτωση τοῦ Ρίλκε: βρίσκεται) στό ἐπίκεντρο ἀλλά ἡ κατασκευή της ἐντός τῆς τέχνης.

 

* * *

 

Σονέτα στόν Ὀρφέα

Μέρος Πρῶτο

V

 

μνήμη Δημήτρη Μαρωνίτη

 

Μή στήνετε μνημεῖο. Ἀφῆστε τό τριαντάφυλλο μονάχα

κάθε χρόνο γιά χάρη του ν’ ἀνθίζει.

Γιατ’ εἶν’ αὐτό ὁ Ὀρφέας. Ἡ μεταμόρφωσή του σ’ ἐτοῦτο

καί σ’ ἐκεῖνο. Ὄχι ἄλλος μόχθος γιά ὀνόματα.

 

Μία γιά πάντα, εἶν’ ὁ Ὀρφέας, ὅταν ἀκοῦς

τραγούδι. Ἔρχεται, φεύγει. Δέν εἶναι ἤδη πολύ

νά ζεῖ καμιά φορά λιγάκι παραπάνω

ἀπό τά τριαντάφυλλα, πού κολυμποῦν μές στό γυαλί;

 

Μά γιά νά τό συλλάβετε, ὤ, εἶν’ ἀναγκασμένος νά χαθεῖ!

Κι ἄς τόν κυριεύει φόβος γι’ αὐτόν του τό χαμό.

Καθώς ὁ λόγος του τήν ξεπερνᾶ τήν ὕπαρξή του ἐδῶ,

 

βρίσκετ’ αὐτός κιόλας ἐκεῖ, πού δέν τό φτάνετε.

Τά χέρια του δέν φυλακίζει τῆς λύρας ὁ ζυγός.

Καί ὑπακούει, ξεπερνώντας.

 

VI

Ἄραγε ἀνήκει ἐδῶ; Ὄχι, βλασταίνει

ἡ εὐρεία του φύση καί ἀπ’ τά δύο

βασίλεια. Ὅποιος τή ρίζα τῆς λυγαριᾶς

ἔχει ζήσει, αὐτός γνωρίζει πῶς τά κλαριά νά λυγίσει.

 

Ὅταν πλαγιάζετε νά μήν ἀφήνετε γάλα ψωμί

στό τραπέζι· τραβᾶ τούς νεκρούς– .

Ὅμως αὐτός, πού τούς ξορκίζει, σέ καθετί ὁρατό

ἄς ἀναμείξει κι αὐτούς, φανερούς, κάτω ἀπό βλέφαρο

 

πράο. Κι εἴθε ἡ μαγεία τοῦ ἀπήγανου

καί τοῦ καπνόχορτου νά ‘ναι γι’ αὐτόν ἀληθής

ὅσο τό τέντωμα, τό πεντακάθαρο, μιᾶς χορδῆς.

 

Τίποτε δέν θά μπορέσει νά πλήξει γι’ αὐτόν τήν ἰσχύ

τῆς εἰκόνας· θές ἀπ’ τόν τάφο θές ἀπ’ τήν κάμαρη αὐτός

θά ὑμνεῖ δαχτυλίδι, κανάτι καί πόρπη.

 

XV

Σταθεῖτε…, ἡ γεύση καλή… Τράπηκε κιόλας αὐτό σέ φυγή.

… Λίγη μονάχα μουσική, ποδοβολητό, βουητό– :

Κορίτσια ἐσεῖς θερμά, κορίτσια ἐσεῖς βουβά,

χορέψτε τή γεύση τοῦ βιωμένου καρποῦ!

 

Χορέψτε τό πορτοκάλι. Ποιός τό ξεχνᾶ,

ὅπως πνιγόμενο ἐντός του στό γλυκασμό του

παλεύει ν’ ἀντισταθεῖ. Τό ‘χετε κυριευμένο.

Τό ‘χετε ἐξαίσια προσηλυτισμένο.

 

Χορέψτε τό πορτοκάλι. Τοπίο θερμό

ἀπό μέσα σας ρίχτε το, νά λάμψει τ’ ὥριμο

σ’ αἰθέρες τῆς πατρίδας! Πυρακτωμένο, ἀρώματα

 

κι ἄλλα ἀρώματα νά ξετυλίγει. Κάντε συγγένεια

μέ τό φλοιό, τόν καθαρό, πού ἀντιστέκεται κι ἄλλο,

μέ τό χυμό πού τόν πληροῖ, τόν εὐτυχή!

 

XVI

Μοναχικός εἶσαι φίλε μου, ἐσύ, ἐπειδή…

Μέ λέξεις καί δείχνοντας μέ τό δάχτυλο ἐμεῖς

τόν κόσμο κερδίζουμε, σιγά σιγά,

ἴσως τό πιό ἀδύναμο μέρος, τό πιό ἐπικίνδυνο.

 

Ποιός μέ τό δάχτυλο δείχνει μιά μυρωδιά;

Κι ὅμως, ἀπ’ τίς δυνάμεις πού μᾶς ἀπείλησαν,

νιώθεις πολλές… Γνωρίζεις τούς πεθαμένους,

τρομάζεις στό ξόρκι τό μαγικό.

 

Μισές δουλειές καί κομμάτια τώρα μᾶς λένε

νά τ’ ἀνεχθοῦμε μαζί, σάν νά ‘ταν τό Ὅλον.

Δύσκολο θά ‘ναι νά σοῦ σταθῶ. Προπάντων:

 

μή μέ φυτέψεις μές στήν καρδιά. Βλασταίνω πολύ

γοργά. Τοῦ δικοῦ μου ὡστόσο κυρίου τό χέρι θά

τ’ ὁδηγήσω, θά πῶ: Ἐδῶ. Ὁ Ἡσαῦ, μέσα στό τρίχωμά του.

 

XX

Ὅμως, ἐσύ, πές μου Κύριε, τί νά προσφέρω

σ’ ἐσένα πού ‘χεις διδάξει στήν πλάση τ’ αὐτί;

Τή θύμησή μου μιᾶς ἀνοιξιάτικης μέρας,

τή βραδιά της, στή Ρωσία– , ἕνα ἄλογο…

 

Ἐρχόταν πέρα ἀπ’ τό χωριό κατάλευκο, μόνο,

μ’ ἕνα παλούκι στό πόδι του τό μπροστινό,

γιά νά ‘ναι τή νύχτα μονάχο του μές στά λιβάδια·

πῶς τοῦ χτυποῦσε ἡ χαίτη σγουρή τό λαιμό

 

στό ρυθμό τοῦ ἀγέρωχου ὕφους καθώς

χοντροκομμένο τό ἐμπόδιο στόν καλπασμό.

Πῶς ἀναβρύζαν τοῦ εὐγενικοῦ αἵματός του οἱ πηγές!

 

Τίς ἐσχατιές, αὐτό κι ἄν τίς ἔνιωθε!

Αὐτό τραγουδοῦσε καί ἄκουγε αὐτό– , ἐντός του

κλεισμένος ὁ κύκλος σου ὁ ἐπικός.

Τή δική του εἰκόνα: προσφέρω.

 

XXI

Ἦρθε ἡ Ἄνοιξη πάλι. Εἶναι ἡ Γῆ

σάν παιδί πού ποιήματα ξέρει νά πεῖ·

ποιήματα, ἕνα σωρό… Ἤτανε κόπος μεγάλος

ἡ μάθηση, τώρα θά πάρει ἀμοιβή.

 

Δάσκαλο εἶχε αὐστηρό. Τό λευκό

στή γενειάδα τοῦ γέροντα ἦταν καλό.

Τώρα, λοιπόν, τή ρωτᾶμε νά πεῖ πῶς λένε

τό πράσινο, τό γαλανό: τό μπορεῖ, τό μπορεῖ!

 

Γῆ, τυχερή, πού ‘χεις σχόλη, τώρα νά

παίξεις μέ τά παιδιά. Ἄχ θά σέ πιάσουμε, Γῆ,

τρελο-Γῆ. Ἀπό τόν πιό εὐτυχή θά πιαστεῖ.

 

Ὅ,τι τῆς ἔμαθε ὁ δάσκαλος, τόσο πολύ, κι ὅ,τι

στίς ρίζες θά βρεῖ χαραγμένο καί στόν κορμό

τόν μακρύ, τόν βαρύ: τραγουδώντας αὐτή θά τό πεῖ!

 

Μέρος Δεύτερο

XXVIII

Ὤ ἔλα φύγε. Σχεδόν παιδί, ἀκόμη, ἐσύ,

γιά μιά στιγμή σέ καθαρό ἀστερισμό συμπλήρωσε

ἐκείνη τή φιγούρα, τή χορευτική,

ἀπ’ τούς χορούς αὐτούς ὅπου ἐμεῖς, ἐφήμερα,

 

ὅ,τι μέ τρόπο ἀμβλύ διευθετεῖ ἡ φύση ξεπερνᾶμε.

Γιατί μονάχα στό τραγούδι τοῦ Ὀρφέα τέντωσ’ αὐτή

στ’ ἀλήθεια τ’ αὐτί. Ἤσουν ἀκόμη ἡ ἀπό τότε Κινημένη,

καί λίγο παραξενεμένη πού ὥρα πολλή τό σκέφτηκε

 

ἕνα δέντρο, μέ τό αὐτί μαζί σου νά συμπορευθεῖ.

Εἶχες ἀκόμη, ἐσύ, γνώση τοῦ τόπου, ὅπου ἡ λύρα

ἐγέρθηκε ἠχώντας– · κέντρο ἀνήκουστο.

 

Γιά ἐκεῖ προσπάθησες τά ὡραῖα βήματά σου

κι ἔλπισες, μία φορά στήν ἱερή γιορτή,

τό βῆμα καί τό πρόσωπο τοῦ φίλου νά στραφεῖ.

 

Σημείωση: Σύμφωνα πάντοτε μέ τά σχόλια τῆς ἔκδοσης Rainer Maria Rilke, Werke, Band 2, Gedichte 1910 bis 1926, Herausgegeben von Manfred Engel und Ulrich Fülleborn, Insel Verlag, 1996, χρήσιμο εἶναι νά γνωρίζει ὁ ἀναγνώστης ὅτι: τό «καπνόχορτο» [Erdrauch] στό Σονέτο VI τοῦ πρώτου μέρους εἶναι, σύμφωνα μέ τή λαϊκή δοξασία, ἕνα βοτάνι πού καθιστᾶ ὁρατούς τούς πεθαμένους καί ὁ ἀπήγανος καλεῖται «νεκροβότανο»· τό Σονέτο XVI τοῦ πρώτου μέρους ἀπευθύνεται, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Ρίλκε, σέ ἕναν σκύλο, ἐνῶ ὁ «κύριος» τοῦ ποιητῆ εἶναι, ἀντίστοιχα, ὁ Ὀρφέας. Ὁ ποιητής ζητᾶ ἀπό τόν κύριό του, τόν Ὀρφέα, νά εὐλογήσει καί τό σκύλο, ὅπως θά εὐλογοῦνταν χάρη στό τρίχωμά του ὁ Ἡσαῦ, καθώς ὁ σκύλος ἐπιθυμεῖ καί αὐτός, ὅπως καί ἐκεῖνος, νά μοιραστεῖ μιά κληρονομιά πού δέν τοῦ ἀνήκει, δηλαδή καθετί ἀνθρώπινο, μέ τίς χαρές καί τίς λύπες του· τέλος, στό Σονέτο XXVIII τοῦ δεύτερου μέρους ὁ ποιητής ἀπευθύνεται στή χορεύτρια Wera Ouckama Knoop (1902-1921), στήν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένο ὅλο τό ἔργο «Σονέτα στόν Ὀρφέα». Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο τόν Ρίλκε, στήν πρόωρα χαμένη χορεύτρια ἀπευθύνονται εὐθέως τά προτελευταῖα σονέτα τοῦ πρώτου καί τοῦ δεύτερου μέρους, δηλαδή τά XXV καί ΧΧVIII.

 

 


[1] Στή μετάφραση προτίμησα ὡστόσο τό «καθαρότατη», πού ἀποδίδει ἀκριβέστερα τό νόημα στά συγκεκριμένα συμφραζόμενα.