Hans-Georg Gadamer
Ποίηση καί στίξη
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια ὁ Χρόνος, ὁ καταστροφικός;
Πότε τό κάστρο, πού στό βουνό γαληνεύει, θά τό συντρίψει;
Αὐτή τήν καρδιά πού στούς θεούς δίχως τέλος ἀνήκει,
πότε θά τή βιάσει ὁ Δημιουργός;
Εἴμαστε πράγματι τόσο εὔθραυστοι, φοβισμένοι,
ὅσο ποθεῖ νά μᾶς κάνει στ’ ἀλήθεια ἡ εἱμαρμένη;
Ἡ παιδική ἡλικία –ἀργότερα– μέσα στίς ρίζες σωπαίνει
αὐτή ἡ βαθιά, ἡ πολλά ὑποσχόμενη;
Ἄχ τό φάντασμα τοῦ ἐφήμερου,
σάν τόν καπνό διαπερνᾶ
τόν ἀνύποπτο, τόν δεκτικό.
Σάν τέτοιοι πού εἴμαστε, σάν διαβατάρικοι
ἰσχύουμε ὡστόσο ὅσο βαστᾶν οἱ δυνάμεις
συνήθεια κι ἀνάγκη κάποιου Θεοῦ.
(Rilke, Σονέτα στόν Ὀρφέα, 2, XXVII)
Ἡ στίξη ἀνήκει, ὅπως καί ἡ ὀρθογραφία, στίς συμβάσεις τοῦ γραπτοῦ λόγου. Κάθε συγγραφέας βιώνει ὡς σόκ τήν ἀπόρριψη, βάσει τοῦ Duden, μιᾶς ὀρθογραφικῆς ἐπιλογῆς του ἤ ἑνός σημείου στίξης πού ὁ ἴδιος προτείνει. Στό πεδίο αὐτῶν τῶν συμβάσεων θριαμβεύουν οἱ κανόνες. Μοιάζει ἀνεπίτρεπτη ἀκόμα κι ἡ ταπεινή ἀνάγκη διαφοροποίησης πού θά μποροῦσε νά ἐκδηλωθεῖ μέ μιάν ἀπόκλιση ἀπό τούς κανόνες. Κι ὅμως, πόση διαστροφή ἐμπεριέχεται σέ αὐτή τήν ἀντιμετώπιση! Σάμπως ἡ ὀρθογραφία, πολλῷ δέ μᾶλλον ἡ σήμανση, νά ἀνῆκαν ἀληθινά στήν ὁμιλία καί στό νόημά της, σάμπως νά ἦταν αὐτά τά πρωτεύοντα πού θά ὄφειλε κανείς νά τηρεῖ κι ὄχι τά δευτερεύοντα, τά συνοδευτικά τοῦ γραπτοῦ λόγου, ἕνα βοήθημα πού στόχο θά εἶχε νά διευκολύνει τή νοηματική ἄρθρωση τῆς ὁμιλίας. Ὡς γνωστόν, σέ καιρούς πού ἡ ἀνάγνωση φωναχτά ἀποτελοῦσε σταθερή συνήθεια, δέν χρησιμοποιοῦνταν καθόλου τό μέσον τῆς στίξης ἤ ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖται σέ μιά μεταγενέστερη φάση, καθ’ ὁδόν, θά λέγαμε, πρός τή σιωπηρή ἀνάγνωση. Ἀκόμη καί σέ λογοτεχνικές περιόδους κατά τίς ὁποῖες ἡ σιωπηρή ἀνάγνωση καθίσταται κυρίαρχη συνήθεια, ἡ ἀνάγνωση σημαίνει περισσότερα ἀπό ἁπλή ἑρμηνεία σημείων, συγκεκριμένα τήν ἀναπαραγωγή τοῦ λόγου ἐνώπιον τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀναγιγνώσκοντος. Αὐτό ὅμως συνεπάγεται ὅτι ἡ ἄρθρωση τοῦ λόγου εἶναι ἀπείρως πιό διαφοροποιημένη ἀπό ὅ,τι ὑποδηλώνουν τά φτωχά σημεῖα τῆς γραφῆς.
Ἀπό τήν ἐπίγνωση αὐτή θά πρέπει νά ἐξαχθοῦν οἱ συνέπειες γιά τήν ποιητική. Διότι εἶναι βέβαιον: Μόνον ἀπό πολύ μακριά ἡ εἰκόνα τοῦ γραπτοῦ ἤ ἡ εἰκόνα τῶν προτάσεων συνανήκουν στό ποιητικό φαινόμενο. Στήν αἰωρούμενη σχέση ἤχου καί νοήματος στήν ὁποία συνίσταται ἕνα ποίημα, τό σημεῖο στίξης δέν ἐπιτρέπεται νά διεισδύσει ὡς ἰσότιμος ἑταῖρος. Ὅ,τι δέν ἀκούγεται μέ τό ἐσωτερικό αὐτί τοῦ ἀναγνώστη, ὅ,τι δέν δύναται νά ὑπηρετήσει τή ρυθμική ἄρθρωση τῆς ἠχητικῆς καί νοηματικῆς μορφῆς τοῦ ποιήματος, δέν διαθέτει πραγματική ποιητική ὑπόσταση. Ἀποτελεῖ λοιπόν ἤδη ἀμφισβητήσιμο χαρακτηριστικό ὑψηλοῦ μανιερισμοῦ τό νά καθίστανται γενικότερα ἑταῖροι ἡ σφαίρα τοῦ γραπτοῦ καί ἡ πρωταρχική σφαίρα τῆς ὁμιλίας, ὅπως συμβαίνει παραδείγματος χάριν σέ μερικές μορφές τοῦ μπαρόκ ποιήματος. Ἤ, ἄν πάρουμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα: στήν Πέμπτη Ἐλεγεία τοῦ Ντουίνο, ὁ Ρίλκε ἀποτολμᾶ μιά παρόμοια ἀνάμειξη τῶν διαστάσεων:
Ἄγγελε! Πάρε το, δρέψε αὐτό τό βοτάνι, μέ τούς μικρούς του ἀνθούς.
Φτιάξε ἕνα βάζο, διατήρησέ το! Βάλτ’ το κι αὐτό στίς χαρές πού ἀκόμη
δέν ἔχουν ἀνοίξει γιά μᾶς· μέ ἐξαίσια ὑδρία νά τό τιμήσεις,
μέ κομψή καί περίτεχνη ἐπιγραφή: «Subrisio Saltat.»
Τό «βοτάνι μέ τούς μικρούς του ἀνθούς» τοῦ χαμόγελου τοῦ καλλιτέχνη, πού πρόκειται νά διατηρηθεῖ σέ ἕνα φαρμακευτικό δοχεῖο, φέρει τήν ἐπιγραφή «Subrisio Saltat.» Ἡ γραπτή εἰκόνα μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι ἡ συντομογραφία «Saltat.» θά πρέπει νά ἀναλυθεῖ ἐδῶ σέ «Saltatoris», πού θά πεῖ «τοῦ χορευτῆ». Αὐτή ὅμως ἡ συντομογραφία δέν ἀκούγεται, δέν ὑπάρχει γιά τό αὐτί, κι ἀπαιτεῖ κατά συνέπεια ὑπερβολικά πολλά ἀπό τόν ἀναγνώστη: τροπή τοῦ ἀναγνωσθέντος σέ κάτι δέον νά ἀκουστεῖ ἐσωτερικά, δόμηση αὐτοῦ τοῦ δέοντος νά ἀκουστεῖ ὡς πλήρους ὁρατότητας τοῦ σημαινόμενου, ἀνακάλυψη ἐπιγραφῆς καί γραφῆς ἐντός αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ἐπιπλέον δέ καί τήν ἀποφασιστική ἀξίωση νά εἶναι τό γραπτό σημεῖο πού βρίσκεται μπροστά στά μάτια μας, ἡ τελεία τῆς συντομογραφίας, ὄχι ἁπλή ἀρωγός ἀνάγνωσης παρά αὐτό τό ἴδιο τό παραστατικό παρόν ἐκείνης τῆς «κομψῆς καί περίτεχνης ἐπιγραφῆς».
Σάν κάθε ἀκρότητα, μιά τέτοια μανιερίστικη ἀκρότητα ἄλλο δέν κάνει ἀπό τό νά καθιστᾶ ὁρατή τή νόρμα. Αὐτή ἔγκειται στό ὅτι ἡ ἀνάγνωση ποιήσεων μᾶς ἐπαναφέρει σέ μιάν ἐλεύθερη ἀπό τίς συμβάσεις τοῦ γραπτοῦ λόγου προφορικότητα. Ἰσχύουν, κατά συνέπεια, ἐντελῶς ἄλλες ἐπιταγές στίξης γιά τόν ποιητή ἀπό ὅ,τι γιά τίς δοσοληψίες τῆς καθημερινότητας. Καθορίζονται οὐσιωδῶς ἀπό τό ρυθμό. Ἄς σκεφθοῦμε, γιά παράδειγμα, τό ἀσθμαῖνον στοιχεῖο στήν ξέφρενη βιασύνη τῆς φράσης τοῦ Kleist, πού συμβολίζεται ἀπό τή χρήση ἄφθονων κομμάτων. Παρατηροῦμε, ἀντιστρόφως, ὅτι, ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες, ὁ ποιητής περιφρονεῖ ἐντελῶς τή συμβατική σήμανση, ὅταν, συγκεκριμένα, πρόκειται γιά στίχους καί ἡ κατανόηση τῶν στίχων ἀπειλεῖται οὕτως ἤ ἄλλως ἀπό τό ὑφολογικό ἰδεῶδες ἑνός ψυχολογίζοντος νατουραλισμοῦ. Ἔτσι, ὁ Stefan George εἰσήγαγε μιά δική του, πολύ φειδωλά χρησιμοποιούμενη σήμανση, ἐν μέρει νοηματικά τονίζουσα, ἐν μέρει νοούμενη καθαρά ρυθμικά, παρεμποδίζοντας στό συρμό του νά συγχέεται ἡ λεκτική χειρονομία μέ τήν ψυχική ἀπεικόνιση.
Ὅπως καί νά ‘χει, ἡ στίξη δέν ἀνήκει στήν οὐσία τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Ἀποτελεῖ ἀναγνωστικό βοήθημα καί ὡς τέτοιο μέρος τῆς ἑρμηνείας. Αὐτό ἔχει θεμελιώδη σημασία γιά τό ζήτημα τῆς αὐθεντικότητάς της. Ἐδῶ δέν πρόκειται ἐπ’ οὐδενί νά λάβουμε θέση ὡς πρός τό δύσκολο πρόβλημα τοῦ σέ ποιό βαθμό ἐπιτρέπεται ἤ ἀκόμα καί ἐπιβάλλεται ἕνας ἐκμοντερνισμός τῆς στίξης στά κλασικά κείμενα. Ἄν ὅμως εὐσταθεῖ ὅτι ἡ στίξη πάντοτε ἀποτελεῖ ἤδη μέρος τῆς ἑρμηνείας, τότε ἡ αὐθεντικότητα τῆς σήμανσης δέν θά τά πάει καλά ὡς πρός κανένα ζήτημα ἑρμηνείας τῆς ποίησης γενικά. Εἶναι ἕνας συμβιβασμός πού δύσκολα ἐπιτυγχάνεται, ὅταν κάπου κάπου ὁ ποιητής ἀναζητᾶ μιάν ἰσορροπία ἀνάμεσα στίς συνήθειες στίξης τοῦ ἀναγνώστη καί στή δική του ἀνάγκη νά ἐκφραστεῖ, παίρνοντας καί κάποιες ἀποστάσεις ἀπό τούς κανόνες τῆς στίξης. Πολύ ριζικότερα ὡστόσο πλήττει μιά ἄλλη ἔνσταση, τή δεσμευτικότητα τῆς αὐθεντικῆς σήμανσης. Γιατί κατά βάση οἱ τέτοιου εἴδους ἐλευθερίες πού παίρνει ὁ ποιητής συνιστοῦν ἀκριβῶς ἕνα εἶδος αὐτοερμηνείας. Ὁ ποιητής ἐπιζητᾶ νά διασαφηνίσει πῶς κατανοεῖ ὁ ἴδιος τό ποίημά του – ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι χρησιμοποιεῖ συνειδητά τό μέσον τῆς σήμανσης, χωρίς νά τοῦ ἀποδίδει καί καμιά ἰδιαίτερα μεγάλη ἀξία σέ σύγκριση μέ ὅ,τι ἀκούει ὁ ἴδιος μέ τό ἐσωτερικό του αὐτί. Ἡ αὐτοερμηνεία παρουσιάζει ὁπωσδήποτε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά ὅλους, δέν μπορεῖ ὅμως νά ἀξιώσει πραγματική δεσμευτικότητα. Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει ἐδῶ ἀντικείμενο περαιτέρω αἰτιολογίας.
Ἔτσι σταθμίζοντας τά πράγματα προκαταρκτικά, νομιμοποιεῖται, μοῦ φαίνεται, ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες, νά δικαιοῦται κανείς νά ἑδράζεται στή ρυθμική προφάνεια ἑνός στίχου ἀκόμη καί ἐνάντια σέ μιά παραδεδομένη σήμανση. Ἄν ἀναλύσει κανείς ρυθμικά τούς δυό πρώτους στίχους τοῦ σονέτου πού παρατέθηκε πιό πάνω, δύσκολα θά ἀποφύγει τήν ἐντύπωση ὅτι, ὅσο κι ἄν εἶναι παράλληλα τά δύο ἐρωτήματα πού τίθενται, ἀκούγεται ταυτόχρονα μιά ἀποφασιστική ἀντίθεση στή γλωσσική χειρονομία. Τό πρῶτο ἐρώτημα μοιάζει νά ἔρχεται ἀπό μακριά, σάν ἀπάντηση στήν ἀέναη ἀμφιβολία, πού δέν ἀποτολμᾶ ἀκόμα νά ἀντικρούσει ἐντελῶς ὅτι ὁ χρόνος, ὁ καταστροφικός, ὑπάρχει. Ἀπό ρυθμική σκοπιά τό ἐρώτημα αὐτό: Ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια ὁ Χρόνος, ὁ καταστροφικός; εἶναι μιά κίνηση πλατιᾶς ροῆς, προερχόμενη ἀπό κάτι ἐκ προοιμίου ἀδιανόητο καί ἐκβάλλουσα σέ ἀπροσδιόριστα πέρατα. Ὁ δεύτερος στίχος ἀντίθετα, πού ἤδη χάρη στή μή-σύνδεσή του μέ τόν πρῶτο μοιάζει ἐπανάληψη τοῦ πρώτου ἐρωτήματος, κινεῖται ἐντελῶς διαφορετικά. Μέσῳ τῶν δύο κομμάτων τοῦ ποιητῆ, πού περικλείουν τό «πού στό βουνό γαληνεύει» καί πού σίγουρα δέν ἦταν ἀπαραίτητα ἀπό λογική ἄποψη, παίρνει ρυθμό ὥσπου νά γίνει ξέπνοος. Κι ἐδῶ καθίσταται πλέον πιεστικό τό ἐρώτημα: Μήπως καί λείπει ἄλλο ἕνα κόμμα;
Ἀποβλέπει ἄραγε ἡ ρυθμική συγκρότηση τῶν δύο στίχων σέ μιά ρυθμική ἐπανάληψη: «θά τό συντρίψει, τό κάστρο»; Τό ἰσχυρό ritardando, πού δίδεται μέσῳ τοῦ κόμματος μετά τό «πότε» καί μετά τό «βουνό», θά συνηρτᾶτο ἀπόλυτα πρός τήν ἑνότητα ἑνός στακάτου ρυθμοῦ ἄν τό «sie» τοῦ δεύτερου ἡμιστίχιου δέν ἀναφερόταν στό προηγούμενο ἀλλά στό ἑπόμενο: «τό κάστρο». Θά πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι, πρίν ἀκόμη ἐξαγάγω ὁποιαδήποτε συμπεράσματα, ποτέ δέν τά κατάφερα δίχως μιά τρίτη ἀναπνοή μετά τό «zerbricht sie» κατά τό ἐσωτερικό ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ στίχου. Ἐφόσον ἐξαγάγει κανείς τό συμπέρασμα, τό ὁποῖο ὑπαινίσσομαι μέ τήν τοποθέτηση τοῦ κόμματος, τότε αὐτό συνεπάγεται ὅτι τό «κάστρο» εἶναι ὑποκείμενο τοποθετημένο κατά παράθεση καί ὅτι τό «συντρίβει» «νοεῖται» ὡς ἀμετάβατο. Εἶναι αὐτό ὀρθό; Ἀληθεύει; Τό ἐρώτημά μου δέν ἐννοεῖ τό τί «ἐννοεῖ» ὁ ποιητής. Γιατί τό τί ἐννοοῦσε ὁ ποιητής οὔτε μπορεῖ οὔτε πρέπει νά μᾶς δεσμεύσει ἐδῶ. Ὅποιος θέλει νά καταλάβει ἕνα ποίημα, θέλει νά καταλάβει τί «ἐννοεῖ» τό ποίημα, αὐτό ὅμως σημαίνει μέ τί συναρμόστηκε, σέ ποιά μορφή εἰσῆλθε καί σέ ποιά κίνηση, καθώς ἡ προφορική κίνηση μορφοποιήθηκε καί παγιώθηκε μέσα ἀπό τήν ταλάντευση καί τήν αἰώρησή της, θέτοντας ἴσως τόν ποιητή ἐξίσου πρό ἐκπλήξεως ὅσο κι ἐμᾶς, ὡς ξένη συναρμογή. Θά μποροῦσε μήπως νά «ἐννοεῖται» κάτι σάν τό ἀκόλουθο;
Πῶς βιώνουμε ἐμεῖς, οἱ πεπερασμένοι ἄνθρωποι, τή φθαρτότητα; Πῶς θά ἔπρεπε νά τή βιώνουμε; Μέ φόβο; Ἀντιστεκόμενοι στήν καταστροφή, πού ἀπειλεῖ, μέσα στό κάστρο πού βρίσκεται ψηλά, κι ἔχει ἀντέξει τόσες πολιορκίες καί τόσες ἐφορμήσεις στό πέρασμα τοῦ χρόνου; Ἀντιστεκόμενοι στόν ἴδιο τό χρόνο, αὐτό τόν διαρκῶς ἐπιτεθέμενο πολιορκητή; Ἤ μήπως δέν ὑφίσταται καθόλου τοῦτος ὁ εἰσβολέας, μήπως εἶναι μή πραγματικός; Μήπως ἐν τέλει ἡ φθαρτότητά μας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοῦ εἴδους, ὄχι ἡ καταστροφή πού ἐπέρχεται ὅταν καμφθεῖ μιά ἀντίσταση πού ἐξασθενεῖ, ἀλλά μιά παρέλευση πού εἶναι «ὀρθή», μᾶλλον σχεδόν σάν ἔθιμο, πού σημαίνει κάτι πού συνηθίζεται καί ἀσκεῖται, σέ κάθε περίπτωση κάτι πού δέν διαθέτει πρωταίτιο πόσο μᾶλλον ἔνοχο, οὔτε καί «τό χρόνο»; Ἄν ἦταν αὐτή ἡ ἄποψη τοῦ ποιήματος, θά ἔμοιαζε τότε ὀρθότερο ἀπό ἀντικειμενική ἄποψη νά ἀντιληφθεῖ κανείς τόν παράλληλο ἦχο τοῦ πρώτου στιχουργικοῦ ζεύγους καί ὡς λογική ἁρμονία, ἀφοῦ θά προσλάμβανε τότε ὡς πρός καί τά δυό ἐρωτήματα πού τίθενται ἐκεῖ τήν ἴδια ἀμφιβολία γιά τήν ὀρθότητα τῆς γενικευμένης ἀντίληψης περί χρόνου καί φθαρτότητας.
Ὑπάρχει ὁ καταστροφικός χρόνος; Εἶναι ὀρθός ὁ διαρκής μας φόβος ὅτι τό εἶναι μας, πού τό ὑπερασπιζόμαστε πάνω στό βουνό πού γαληνεύει, θά ὑποκύψει μολαταῦτα μιά μέρα στήν καταστροφή; Αὐτό θά ἀποτελοῦσε ἀληθινό διπλασιασμό τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ συνήθης ἀντίληψη, πού μέσῳ τοῦ ἐλλείποντος κόμματος πρόδηλα δίνει τροφή στή φαντασία, θά ἔθετε ἀντίθετα ἤδη ἕνα νέο ἐρώτημα, ἀμέσως μετά τή γενική ἀμφιβολία τοῦ πρώτου ἐρωτήματος. Τό δεύτερο αὐτό ἐρώτημα θά προϋπέθετε κατά τά φαινόμενα ὅτι θά εἶχε κριθεῖ θετικά τό πρῶτο ἐρώτημα, ἀφοῦ δέν ρωτᾶ πλέον «ἄν» ἀλλά «πότε». Ἤ μήπως θά ἔπρεπε νά προκληθεῖ καί στή δεύτερη αὐτή ἐρώτηση «πότε;» μιά ἀπάντηση ἀρνητική, ἕνα «ποτέ»; Δύσκολο θά ἦταν κάτι τέτοιο. Ἡ ἀγωνία τοῦ πεπερασμένου πλάσματος δέν εἶναι ἁπλῶς ἀβάσιμη. Θά μποροῦσε, ὅμως, μολονότι ἡ βεβαιότητα τοῦ τέλους τοῦ καθενός μας ἀνήκει στίς ὑπαρξιακές μας βεβαιότητες, νά εἶναι μολαταῦτα ἐσφαλμένο νά θέλει κανείς, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ πρώτου ἐρωτήματος, νά ἀντισταθεῖ στό πεπρωμένο τοῦ πεπερασμένου μας ὅπως ἀντιστέκεται σέ ἕναν ἐχθρό. Μιά μέρα θά πάψουμε νά ὑπάρχουμε. Εἶναι ὅμως ὁ ἐχθρικός χρόνος πού δρᾶ ἐν προκειμένῳ καταστροφικά; Καί γενικότερα, εἶναι καταστροφή αὐτό πού μᾶς ἀπειλεῖ; Τό «συντρίψει» θά μποροῦσε νά νοηθεῖ ὡς ἀμετάβατο, ὡς ἑρμηνεία τῆς μυστηριώδους ἐκείνης βιοτικῆς κίνησης τῆς παρέλευσης, πού μόνον ἀπό τήν πλευρά τῆς βούλησης τοῦ κυρίου τοῦ κάστρου γιά ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ του –κι αὐτό σημαίνει κατά βάση ἐσφαλμένα– θά μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὡς συντριβή. Ἄν τοῦ προσδίδαμε τέτοιο μέτρο καί ρυθμό, τό τέλος τοῦ στίχου, «die Burg», θά προσλάμβανε τήν ἔμφαση πού ἡ τολμηρή αὐτή μεταφορά –ἐκφράζοντας ἄλλωστε τή λαθεμένη ἄποψη τῆς ὑπεράσπισης τοῦ ἑαυτοῦ– ἀπαιτεῖ μέ τρόπο κατά βάση ἐπιτακτικό, καθιστάμενη μιά παράθεση πού ἕπεται. Πράγματι, τί ἐκφράζει καλύτερα τή γεμάτη φόβο προσδοκία τοῦ γήινου: ὁ χαλαρός ἀπόηχος ἑνός ἐρωτήματος πού δέν διακόπτεται μέ τίς λέξεις τοποθετημένες ὅπως σέ ἕνα καθημερινό ἐρώτημα – ἤ τό ἐπαναλαμβανόμενο σταμάτημα, καθώς τραβᾶ κανείς γιά τό ἄγνωστο τοῦ ἐπικείμενου τέλους, πού θά ἀνακατασκευαζόταν μέσα στό στίχο μέσῳ συσσωρευόμενων τομῶν καί τῆς ἀνυπόμονης ἐκ τῶν προτέρων λήψης τοῦ ὑποκειμένου «sie», δηλαδή τοῦ «κάστρου»;
Μπορεῖ νά προσθέσει κανείς μερικές ἀκόμα παρατηρήσεις πού ὑποδεικνύουν μιά τέτοια ρυθμολογία. Γιά παράδειγμα, τήν ἀκόλουθη, ὅτι τό ἑπόμενο ζεῦγος στίχων περιλαμβάνει μία καί μόνη πρόταση – ἄρα ἀναμφίβολα μιά καί μόνη νοηματική ἄποψη. Αὐτό ὑποδηλώνει ὅτι καί τό πρῶτο στιχουργικό ζεῦγος εἶναι φτιαγμένο μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅτι δηλαδή μέ τήν ἐρώτηση «πότε» δέν εἰσάγεται κάποια νέα σκέψη, παρά παραλλάσσεται ἐκείνη τοῦ πρώτου στίχου. Ὅταν τό δεύτερο στιχουργικό ζεῦγος ἐπαναλαμβάνει ἀπό πλευρᾶς του τό ἀρχικό ἀμφισβητοῦν ἐρώτημα σέ ἐνεργητική μορφή, πού σημαίνει στή μεταβατική του ἐκδοχή, αὐτό δέν συνηγορεῖ ἐναντίον τῆς ἀντίληψής μας γιά τό πρῶτο στιχουργικό ζεῦγος, ἀφοῦ βέβαια τώρα δέν γίνεται πλέον λόγος ἀφηρημένα γιά τό χρόνο, παρά στή θέση τοῦ ἀφηρημένου αἰνίγματος τοῦ χρόνου ἔχει ὑπεισέλθει ἕνα μυθολογικό πρόσωπο, ἡ γνωστική ἔννοια τοῦ δημιουργοῦ. Δέν εἶναι μόνο ἐκφραστική παραλλαγή, ἀλλά μιά πρόοδος στή σκέψη, μιά ὑπαινικτική ἀναφορά σέ ὁλόκληρο θρησκευτικό σύστημα, πού χρεώνει τή δημιουργία τοῦ πλημμελοῦς αὐτοῦ κόσμου ὄχι στούς παντοδύναμους θεούς ἀλλά σέ μιά μυθική ἀντι-οντότητα. Καί στή δεύτερη αὐτή ἐρώτηση «πότε» ἡ ἀπάντηση θά εἶναι ἐν τέλει ἀναμφίβολα ἀρνητική – γιατί ἡ ἀντι-δύναμη ἐνάντια στό θεϊκό εἶναι, πού τόσο φόβο μᾶς προκαλεῖ, στήν πραγματικότητα δέν ὑφίσταται καθόλου. Πρόκειται γιά μιά ἐσφαλμένη γνωστική διδασκαλία, πού ἑρμηνεύει κατά τόν τρόπο αὐτό τό δικό μας ἀνθρώπινο πεπρωμένο μέ ἀφετηρία τή διαμάχη τῶν δυνάμεων.
Ἡ δεύτερη στροφή μοῦ φαίνεται πώς ἐπιβεβαιώνει ἐπίσης τήν παρατήρηση πού ἔκανα ἤδη. Ἐδῶ, πέρα ἀπό κάθε ἀμφιβολία, γίνεται λόγος γιά μᾶς ὡς τούς εὔθραυστους μέ τρόπο ἀμετάβατο. Τό ἐμφατικό «εὔθραυστοι» πού υἱοθετεῖ ἡ πρώτη ἐρώτηση δείχνει σαφέστατα πώς ἡ κρατούσα αὐτή γνώμη εἶναι ἐσφαλμένη. Πρόκειται προφανῶς γιά ἀπατηλό φαινόμενο πού μᾶς προκαλεῖ ἡ «εἱμαρμένη», αὐτή ἡ φαντασιοκοπία ἑνός ὄντος πού τρεκλίζει ἀνάμεσα στήν εὔνοια καί στή δυσμένεια, σέ μᾶς πού εἴμαστε συνεχῶς γεμάτοι ἐπιθυμίες καί γεμάτοι ἐλπίδα γιά τό εὐνοϊκό. Εἶναι τούτη ἡ πλάνη πού ξυπνᾶ μέσα μας τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί καταστροφικοῦ χρόνου. «Στή μοίρα ἀρέσει νά ἐφευρίσκει πρότυπα καί φιγοῦρες, ἡ ἴδια ἡ ζωή ὅμως εἶναι βαριά ἀπό ἁπλότητα» – ἡ φράση αὐτή ἀπό τόν «Μάλτε» θά πρέπει νά συνηχεῖ ὡς μότο ὅποτε ὁ ποιητής κάνει λόγο γιά εἱμαρμένη. Ἄν γίνεται ἐδῶ, ὅπως τόσο συχνά στόν Ρίλκε, λόγος περί τῆς παιδικῆς ἡλικίας καί περί τῆς βαθιᾶς ὑπόσχεσης πού αὐτή περιέχει, τότε τό ἀποφασιστικό στοιχεῖο ἔγκειται ἀκριβῶς στό ὅτι τό παιδί δέν γνωρίζει εἱμαρμένη. Ζεῖ δίχως αἴσθηση τοῦ χρόνου, ἔτσι πού γιά ἐκεῖνο νά εἶναι ὑπέροχο «νά εἶναι ἐδῶ». Μές στήν ἁπλότητά του καί στήν ἁρμονία μέ τόν ἑαυτό του ἀποτελεῖ μιάν ἀλήθεια, πού ἀποκαλύπτει τήν ἀναλήθεια τοῦ φόβου γιά τό χρόνο, μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε.
Κι ἀκολουθεῖ τώρα τό ζεῦγος τῶν στροφῶν πού κλείνει τό ποίημα ὡς ἀπάντηση στό ἀρχικό ἐρώτημα: Πῶς πρέπει νά βιώνουμε τό χρόνο; Στό ἐρώτημα αὐτό δίνεται μέ ἀπαράμιλλο τρόπο μιά ποιητική ἀπάντηση, μέ ἕνα ἐλεγειακό «Ἄχ», ἕνα «Ἄχ» πού τονίζει ἐπιπλέον τόν συνηθισμένο θρῆνο γιά τή φθαρτότητα – κι ὡστόσο αὐτόν τό θρῆνο ἀκριβῶς τόν ἀκυρώνει ἐκ βάθρων, σέ στίχους, ὁ πτωτικός ρυθμός τῶν ὁποίων ἐγκαθιδρύει ταυτόχρονα μιά μαγική ἁρμονία. Ὁ θρῆνος τρέπεται σέ δοξασμό. Γι’ αὐτόν πού εἶναι ἄδολα δεκτικός, πού δέχεται δηλαδή ὅ,τι ἔρχεται, ὅπως τά παιδιά, καί δέν τσιτώνεται μέ ἀκαμψία γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του μέ φόβο κι ἐλπίδα, ἡ φθαρτότητα δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο στ’ ἀλήθεια θά τόν φοβίσει. Ἀκριβῶς ἡ φθαρτότητα εἶναι τότε ἕνα «φάντασμα», πού σημαίνει: εἶναι ἡ ἴδια της μή πραγματική, ἐφήμερη σάν τόν καπνό. Ἐμεῖς, ἀντίθετα, θεωρούμαστε göttlicher Brauch [=θεϊκό ἔθιμο, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναγκαίας, γιά ἕναν θεό, συνήθειας, σ.τ.μ.], κάτι δηλαδή πού ἀνήκει στήν ἐπικράτεια τοῦ θείου κι ἄρα ὅσο κι ἄν εἶναι ἐφήμερα ὅλα, αὐτό παραμένει. Δέν ὑπάρχει ὁ χρόνος, πού καταστρέφει.
Τό ἀπαράμιλλο τούτων τῶν στίχων εἶναι ὅτι ἠχοῦν σάν θρῆνος ὄντας, ὡστόσο, παρηγοριά, καθώς ἡ κατάφαση τῆς φθαρτότητας προσλαμβάνει ἐντός τους μιά νέα ἰσχύ, πού διαρκεῖ. Πρόκειται γιά τόν πλέον ριλκεϊκό τόνο, αὐτόν πού καί στό τέλος τῶν Ἐλεγειῶν τοῦ Ντουίνο ἀκούγεται ὥρα πολλή νά σβήνει:
Κι ἐμεῖς, πού τή χαρά τή σκεφτόμαστε ἀνοδική,
θά νιώθαμε ἴσως αὐτή τή συγκίνηση,
πού μᾶς σαστίζει σχεδόν
ὅταν κάτι χαρούμενο πέφτει.
Το δοκίμιο δημοσιεύθηκε σε αυτό το τεύχος.