Η ενοχή της ύπαρξης και η ποινή της γραφής: μια καταστατική συνθήκη στην ποιητική ανθρωπολογία του Σταύρου Ζαφειρίου – Κατερίνα Κώστιου

Ἡ ἐνοχή τῆς ὕπαρξης καί ἡ ποινή τῆς γραφῆς:
μιά καταστατική συνθήκη στήν ποιητική ἀνθρωπολογία τοῦ Σταύρου Ζαφειρίου

 

Ἴσως νά ὑπάρχει κάτι ἀκόμη νά εἰπωθεῖ. Μά μοῦ ξεφεύγει. Καί μοῦ ξεφεύγει, σκέφτομαι, ἐπειδή καμία λέξη δέν μπορεῖ νά σπρώξει ὥς τήν κορφή της τήν ἀνάγκη.

Σταῦρος Ζαφειρίου, Ἐνοχικόν, 2010

 

Ἡ ρητά καφκικῆς καταγωγῆς ποιητική σύλληψη τοῦ Σταύρου Ζαφειρίου Ἐνοχικόν (Ὁ μονόλογος ἑνός δράστη), 2010, ἀποτελεῖ ἀπό πολλές ἀπόψεις τήν ἀπαρχή μιᾶς ποιητικῆς κορύφωσης πού συνεχίζεται ἐπιτυχῶς καί στίς δύο ἑπόμενες συλλογές του, Πρός τά ποῦ (2012) καί Δύσκολο (2014): ὡς πρός τή μορφή, τό βιβλίο συνιστᾶ μιά ὑβριδική ποιητική σύνθεση ἡ ὁποία δοκιμάζει, καί μέ τίς δύο ἔννοιες, τά ὅρια τῶν εἰδῶν· ὡς πρός τή θεματική διευρύνει, ἀλλά καί συνοψίζει καί συνθέτει θέματα πού ἔχουν ἀπασχολήσει τόν ποιητή σέ προηγούμενες συλλογές του: τήν ἐνοχή τῆς ὕπαρξης, τή διερεύνηση τῆς γραφῆς ὡς ἐπικύρωση τοῦ ὑπάρχειν, τή χαρτογράφηση τῆς καταστατικῆς συνθήκης τοῦ ἀνθρώπου, τίς ὁρίζουσες τῆς ἀνθρωπινότητας, τό μή νόημα τῆς σεξουαλικῆς πράξης, τήν ταυτότητα τοῦ ὄντος, μέ ὅλα τά ἐπιμέρους μοτίβα πού συνέχουν τήν ἰδιαίτερη ἀνθρωπολογία του: τά ἀδέσποτα, τό λύκο, τήν Ἱστορία καί τίς ἱστορίες, τά σύνορα, τή φθορά, τό θάνατο, τή γραφή· ὡς πρός τή βασική ποιητική μέθοδο, ἡ κατασκευή προσωπείων, πού ἀποτέλεσε τήν κατεξοχήν ποιητική τεχνική στή συλλογή Ἡ δεύτερη πεταλούδα καί ἡ φωτιά (1992), ἐδῶ πυκνώνει σέ ἕνα πρωτεϊκό ποιητικό ὑποκείμενο, τόν «δράστη», πού μέ τό μονόλογό του κατευθύνει τόν γνωσιοθεωρητικό προσανατολισμό καθεμιᾶς ἀπό τίς δεκαπέντε ἑνότητες.

Παράλληλα, ἡ βιωματική διάσταση τοῦ ποιητικοῦ λόγου, πού κυριαρχοῦσε στίς πρῶτες συλλογές του καί ἰδίως στό Εὐλύγιστο πέλμα (1983) ἕως καί Τά κατοικίδια (1997), μέ ἤδη ἀπό τότε γόνιμες ἐξακτινώσεις στή φιλοσοφική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης – παρά τή συμβατή μέ τήν ἡλικία ἔξαψη τῆς συνάντησης μέ τόν Ἄλλο, ἰδίως τόν ἐρωτικό Ἄλλο, καί τή συνακόλουθα ἀνήσυχη ρητορική– , δέν ἐγκαταλείπεται τελείως, ἀλλά μέσα ἀπό μιά πολύτροπη καί πολύσημη γλώσσα ἀναπτύσσεται ἕνας λόγος βαθιά ριζωμένος στήν ἰδιοσυστασία τῆς φυλῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη, ἡ ἐξαρχῆς διακριτή καί σέ μεγάλο ποσοστό ρητή μέσῳ τῶν σημειώσεων τοῦ ἴδιου διακειμενική σύσταση τοῦ ποιητικοῦ του λόγου, ἐδῶ γίνεται ὁ συνταγματικός ἄξονας τῆς γραφῆς. Καί ἡ αὐτοαναφορική διάσταση τῆς ποιητικῆς γλώσσας ὑποστασιώνει ὀργανικά τήν ποιητική ὕλη. Τέλος, ἡ θεατρικότητα πού συχνά διέπει τήν ποιητική του, ἐδῶ παίρνει τή μορφή τῆς σκηνικῆς διευθέτησης τοῦ χωροχρόνου καί τῆς αὐτοσκηνοθέτησης: τό ποιητικό ὑποκείμενο σκηνοθετεῖ τόν ἑαυτό του, ξεκινώντας μέ τό παράδοξο τῆς ἀνάγνωσης ἑνός χαμένου χειρογράφου ἤ μᾶλλον κάποιων ἐκτυπωμένων σελίδων Α4 πού ἀνεξήγητα ἔπαψαν νά βρίσκονται στήν κατοχή του, σ’ ἕναν ἀπροσδιόριστο χρόνο ὅπου ἐμπεριέχεται καί ἡ διαδικασία γραφῆς τους.

Στή συνέχεια ξετυλίγεται μέ ἐπιμονή καί συνέπεια ὡς πρός τούς συμβολισμούς καί τίς ἀλληγορικές ἐκβολές τοῦ λόγου, ὁ προβληματισμός πού ἐνοικεῖ στό χαμένο χειρόγραφο, ἐκ προοιμίου ἀκυρωμένος ἀφοῦ κατά τόν συντάκτη του δέν μπορεῖ νά ἐνδιαφέρει κανέναν ἕνα κείμενο ὅπου «δέν συντελεῖται τό παραμικρό». Μέσα σέ μιά καφκική ἀτμόσφαιρα ἀσφυκτικοῦ ἐγκλεισμοῦ, σέ ἀόριστο χωροχρόνο πού περιγράφεται ἐπιμελῶς γιά νά ἀκυρωθεῖ μέσα ἀπό τόν διαχρονικό ὀντολογικό προβληματισμό πού ἀκολουθεῖ, τό ποιητικό ὑποκείμενο θά ὁρίσει ἐξαρχῆς τή διακειμενική του σταθερά, τά Μπλέ Τετράδια τοῦ Kafka, ἕνα ὁδοιπορικό ἀνθρωπογνωσίας καί αὐτογνωσίας, καί τήν Ἀποικία τῶν τιμωρημένων, ἔργο γραμμένο ἀκριβῶς πρίν ἀπό ἕναν αἰώνα, μιά ἀνατομία τῶν ἐννοιῶν τῆς ἐνοχῆς, τῆς τιμωρίας, τῆς ἐξουσίας καί κάθε μορφῆς ὁλοκληρωτισμοῦ, ἐννοιῶν πού διατρέχουν καί τήν ποιητική σύνθεση τοῦ Ζαφειρίου.

Σέ μιά δυστοπία ὅπου κυριαρχεῖ ἡ καταστροφή, τό ποιητικό ὑποκείμενο χαρτογραφεῖ τόν ἀφανισμό τοῦ παλιοῦ κόσμου, τή συντελεσμένη ἥττα τοῦ ἑπόμενου κόσμου, καί φυσικά τήν Πτώση τοῦ ἀνθρώπου «στούς ἀμείλικτους καιρούς», διερευνώντας τή φυσιολογία τοῦ πρίν καί τοῦ μετά, ἀπό τήν ἀθωότητα τοῦ λύκου στήν ἐνοχή τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς γλώσσας. «Ἡ ὑποτιμημένη ἐπιτάχυνση μιᾶς προδιαγεγραμμένης ἐντροπίας», «οἱ στρατιές τῶν ψευδαισθήσεων» πού «περνοῦν τά σύνορα», «οἱ ἀνύποπτοι σκλάβοι» πού «βαδίζουν μέσα στίς ἐνέδρες» ἀποτελοῦν ἐκβολή ἑνός διαρκῶς αὐτοαναιρούμενου ποιητικοῦ ὑποκειμένου πού ἀπορεῖ, μέ τή διπλή σημασία τῆς λέξης (διαλογίζεται καί συγχρόνως ἐπιδεικνύει τό ἀδιέξοδο τοῦ διαλογισμοῦ του πάνω στήν ἀνθρώπινη συνθήκη). Ἐντεταλμένη νά στοιχειοθετήσει τήν πλάνη της ἀλλά καί νά ἐνορχηστρώσει τήν παρανάγνωση τῆς πλάνης, νά ἐπιτελέσει τήν ποιητική γραφή ἀποκαλύπτοντας τούς ἁρμούς της, ἡ ποιητική περσόνα πού κατασκευάζει ὁ Ζαφειρίου κατάγεται ἀπό τόν γερμανικό ρομαντισμό, ἀφοῦ τό βασικότερο καταγωγικό της συστατικό εἶναι ἡ εἰρωνεία, ἡ ὁποία διαποτίζει ποικιολοτρόπως ὅλο τό κείμενο ἀλλά καί προεξαγγέλλεται ἤδη μέ τήν ἀσύμβατη ὁμαδοποίηση μιᾶς ἐγγραφῆς τοῦ Κάφκα στά Ἡμερολόγιά του, ἡ ὁποία χρησιμεύει ὡς ἐπιγραφή τῆς συλλογῆς: «Ἡ Γερμανία κήρυξε τόν πόλεμο στή Ρωσία. Τό ἀπόγευμα κολυμβητήριο».

Ἀνήμπορο νά «ἐναντιωθεῖ στό διαρκῶς καί πιό ἀκατανόητο», τό ποιητικό ὑποκείμενο ἐπανέρχεται μέσα ἀπό μιά σπειροειδή κίνηση συλλογισμῶν, ἀπό τό συγκεκριμένο πρός τό γενικό, ἀπό τήν τραγωδία τοῦ Ἄουσβιτς στήν καμένη σάρκα τῆς Ἱστορίας, ἀπό τήν παρατήρηση τοῦ Ἄλλου στήν αὐτοέκθεση, ἀπό τήν ἄρνηση τῆς ἔμπνευσης, στήν καταγωγική ἀνίχνευση τοῦ λόγου τῆς τέχνης ὡς ἐσκεμμένου ψεύδους πού προστατεύει ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀπό τή ρεαλιστική ἀπεικόνιση στήν ἀλληγορική μεταποίηση τῶν εἰκόνων, ἀπό τήν καταδηλωτική λειτουργία τῆς γλώσσας στή μεταγλωσσική της περιδίνηση. Χαρτογράφηση τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας ὡς βιωμένου λόγου καί συνάμα δοκίμιο πάνω στό λόγο ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας, τό Ἐνοχικόν καταδεικνύει τήν εἰρωνική του ὑπόσταση ἤδη ἀπό τήν πρώτη σημείωση μέ τήν ὁποία σημαίνεται ἡ αὐθαιρεσία τοῦ τίτλου καί νομιμοποιεῖται ἡ ἀποκλίνουσα ἑρμηνεία του: «Παρά τήν ἐπισήμανση φίλων νομικῶν, ὅτι τό Ἐνοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τίς ἔννομες σχέσεις μέ βάση τίς ὁποῖες ἕνα πρόσωπο ὀφείλει νά προβεῖ σέ μιά πράξη ἤ σέ μιά παροχή πρός ἕνα ἄλλο καί δέν καλύπτει τήν ἔννοια τῆς ἐνοχῆς ὡς ἀποτέλεσμα ἄνομης πράξης – πολύ περισσότερο δέ ὡς συναίσθημα– , προτίμησα ἐντούτοις νά διατηρήσω τόν τίτλο ‛‛Ἐνοχικόν’’, σάν μιά ἐπιπλέον αὐθαιρεσία μεταξύ τῶν ἄλλων μου αὐθαιρεσιῶν». Ἐξίσου εἰρωνικοί οἱ τίτλοι τῶν δεκαπέντε ἑνοτήτων, λατινικές φράσεις μέ γνωμική ἰσχύ, ὅπως ὁ ἴδιος πληροφορεῖ τόν ἀναγνώστη, οἱ ὁποῖες ἀνάγονται σέ ἕνα μεγάλο φάσμα κειμένων, ἐπισχολιάζουν εἰρωνικά τό περιεχόμενο τῆς ἑνότητας πού ἐπιστέφουν.

Ἡ εἰρωνική αὐτοέκθεση τῆς ποιητικῆς δυστοκίας μέσῳ τῆς ὑπονόμευσης τῆς μεταφυσικῆς ἑρμηνευτικῆς στό πέμπτο κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «ita res est» («Ἔτσι ἔχει τό πράγμα»), φράση πού ἐπανέρχεται σέ μεσαιωνικά λατινικά σχόλια τῶν Μεταφυσικῶν τοῦ Ἀριστοτέλη, ὕστερα ἀπό ἀλλεπάλληλο ὁμόλογο καί ὁμόκεντρο στοχασμό καί ἀναστοχασμό τῆς συγγραφῆς τοῦ χειρογράφου, καταλήγει στό παρακάτω αὐτοαναφορικό σχόλιο, μιᾶς ἀκραῖα εἰρωνικῆς γλώσσας: «Ὅ,τι προεῖχε στίς συνθῆκες πού διαμόρφωνε ἡ παρούσα δυνητική συγκυρία, ἦταν ἡ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἐπαναδιαπραγμάτευση τοῦ ἀρχικοῦ μου μύθου, τοῦ ἀρχικοῦ μου θέματος, μία ἐκ νέου διευθέτηση τοῦ χαρίεντος χώρου τῶν ἀντιφάσεων καί παραδοξοτήτων, ἔτσι ὥστε ὅλα νά στοιχηθοῦν ἐπιτέλους στήν τάξη τῆς κοινῆς παραδοχῆς, μέ ὅρους πλέον μιᾶς μητροπολιτικῆς διαλεκτικῆς, ἀπαλλαγμένης ἀπό τ’ ἀδίκαστα ἐγκλήματα, τά σκάνδαλα καί τίς παρανοήσεις τῆς ἄποικης γλώσσας». Παραιτημένο ἀπό τή μάταιη προσπάθεια ἐλέγχου «κάθε εἴδους χρονικῆς προβολῆς αἰτίας καί ἀποτελέσματος, πάνω στήν ὁποία θά στήριζε τό θέμα του καί τήν ἀνάπτυξή του», τό ποιητικό ἐγώ ἀναδιευθετεῖ τά ὑλικά του, δηλαδή τίς αὐτοαναφορικές του διερωτήσεις καί τίς βιωματικές του ἀφορμήσεις, θέτοντας ξανά μέ νέο τρόπο τά ὀντολογικά του ἐρωτήματα γιά τήν πολλαπλή ἐνοχή τοῦ ὄντος μέσα ἀπό δύο διευρυμένες μεταφορές: τῶν ἀδέσποτων καί τοῦ λύκου. Τά πρῶτα ἐπανέρχονται ὡς σύμβολο σοφίας ἀφοῦ «πάντα γνωρίζουν πώς ὁ δρόμος ἔχει τήν κατεύθυνση ἐκείνη πού ὁ ἴδιος τοῦ δίνεις» ἀντίθετα μέ τούς ἀνθρώπους, πού «ἄν καί γνωρίζουν τόν ἀκριβή τους προορισμό, ἄν καί ἤδη ἀπό τή στιγμή πού κόβεται ὁ ὀμφάλιος λῶρος τους βρίσκονται ἀναπόδραστα στή διαδρομή πρός τόν ἀκριβή τους προορισμό, προσπαθοῦν μέ τούς πιό ἔνοχους καί ἀνακόλουθους τρόπους νά διαταράξουν αὐτή τήν πορεία, προσπαθοῦν ἐντελῶς τραγικά καί ἀδιανόητα, ἤ καί ἀνόητα πολλές φορές, καί μάλιστα τό προσπαθοῦν σέ ὅλη τους τή ζωή, νά λοξοδρομοῦν ἀπ’ αὐτή τήν πορεία». Ὁ λύκος ἀποτελεῖ κομβική ἔννοια ὄχι μόνο στό ἕκτο κεφάλαιο τῆς συλλογῆς, πού ἐπιγράφεται «homo homini lupus» («ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἄνθρωπο λύκος»), κατά τή γνωστή ρήση τοῦ Ἄγγλου φιλοσόφου Thomas Hobbes, ἀλλά καί στό ἔνατο κεφάλαιο, ὅπου ἐξελίσσεται σέ εὑρηματική μεταμόρφωση τῆς ποιητικῆς περσόνας. Ὅπως εἶναι γνωστό, κατά τή φροϋδική ἀντίληψη, ὁ ἄνθρωπος καταδικασμένος νά παράγει πολιτισμό, πρέπει νά ἐγκαταλείψει τήν αὐθεντικότητα τοῦ λύκου καί νά ἐξημερωθεῖ, δηλαδή νά γίνει γλώσσα καί συνείδηση. Στό Ἐνοχικόν ὁ λύκος γίνεται μιά πολύσημη μεταφορά, ὑπερβαίνοντας τίς συνήθεις σημάνσεις του ὡς σύμβολο τοῦ ὁρμέμφυτου καί τοῦ ἐνστίκτου.

Μέσα ἀπό ὁριακούς ἐννοιολογικούς διασκελισμούς, καί μέ καλά χορδισμένη ρητορική, ὁ Ζαφειρίου ἐνορχηστρώνει μιά ποιητική μεταγλώσσα δύστροπη, ἀπαιτητική, κάποτε παράδοξη, διερευνώντας τήν καταγωγική σύσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, φύσης ἐν φύσει, κλεισμένης «στόν κλοιό τῆς ματαιότητάς» της. Συνεχίζοντας μέ ἐμμονή τήν πορεία διερεύνησης τοῦ ὀντολογικοῦ προβληματισμοῦ τοῦ Κάφκα περί ἐνοχῆς, στό ἕβδομο κεφάλαιο πού αὐτοσαρκαστικά ἐπιγράφεται «difficilles nugae» («δύσκολες φλυαρίες»), φράση ἀπό ἐπίγραμμα τοῦ Μαρτιάλη, ὁ ποιητής συνδέει ἀριστοτεχνικά καί στή σωστή δοσολογία τή φροϋδική σκέψη πού ὑποστασιώνει τό μοντέλο γιά τό ἔνστικτο τῆς καταστροφῆς μέ τήν καφκική ὀντολογία καί μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη γιά νά μετατρέψει μέσα στή δική του κοσμολογία τόν θύτη σέ θήραμα καί νά δείξει πώς «ἡ ἐνοχή δέν ὑφίσταται ὡς μιά ἀλληγορική – κατ’ οὐσίαν ἄνομη καί ἀνήθικη– πράξη τούτης τῆς φύσης ἀπέναντι στούς ἄλλους ἤ καί στόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, ἀλλά ὡς μιά πράξη βιολογικά καταγωγική, φωτισμένη ἀπό ὅλους τούς προβολεῖς τοῦ ἀνθρώπινου δράματος καί ὑποταγμένης στούς εἰκότες νόμους τῆς ἀνάγκης». Γίνεται ἔτσι ἡ καφκική τακτική μιά ἰδιοφυής πρακτική πού φωτίζει «τή στρεβλή καί ἀτελή ἠθική σχέση τῆς ἐνοχῆς μέ τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἴδια του τή φυσική ἀνθρώπινη ἐμπειρία». Καί ἡ ποιητική γραφή μετατρέπεται στή μοναδική ἐφικτή, λυτρωτική καί συνάμα σαρκοβόρα ποινή τῆς καταγωγικῆς ἐνοχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στό ἀπέραντο θέατρο τοῦ κόσμου, ὁ μονόλογος τοῦ δράστη ἠχεῖ σάν μιά ἀπεγνωσμένη προσπάθεια ἀνασύστασης τῆς πρωτογενοῦς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, πρίν χάσει τό νῆμα στό λαβύρινθο τῶν μύθων: «Εἶμαι ὁ λύκος. / Αὐτός πού ἡ ὄψη του μουδιάζει τίς καρδιές σας, / αὐτός πού πνίγει τά νεογέννητα τοῦ ὕπνου σας. […] Τό δέρμα μου ἀνοίγει καταπάνω σας σάν φῶς! / Ὅταν μοῦ λείπει τούς χειμῶνες ἡ τροφή, / ἀναζητῶ τά μονοπάτια μου πού χάθηκαν στίς πόλεις. / Ὄχι ἀσφαλῶς τίς ἐργάσιμες ὧρες σας / οὔτε μέ τήν πασίγνωστη στολή τοῦ ἑαυτοῦ μου. / Φορῶ κουρέλια καί σκουφί σάν πολυμήχανος / ὁμοιώνομαι τόν ναυαγό / πού ἀντίκρισε τή γῆ τῶν λωτοφάγων».

Τό ἀνέφικτο τῆς συνάντησης μέ τόν Ἄλλο, ἡ ἱστορία ὡς ἀτομικό ἀδιέξοδο βίωμα καί ὡς καταστροφική συλλογική συνθήκη, ὡς ἐξαθλιωτική διαδρομή «στόν ἐπηρμένο ὠκεανό τῆς οὐτοπίας», ὑποστασιώνουν μιά ἀφήγηση ὅπου ἐναλλάσσεται ὁ δοκιμιακός στοχασμός πάνω σέ θέματα ὀντολογικά, ἡ αὐτοαναφορική διερεύνηση τῆς συγγραφικῆς πράξης τοῦ συγκεκριμένου κειμένου καί σπαράγματα ποιητικοῦ λόγου μέ ὑπονομευμένες τίς προϋποθέσεις τοῦ λυρισμοῦ. Ὁριακή ὑπονόμευση αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων συνιστᾶ τό ἑνδέκατο κεφάλαιο μέ τίτλο «dehemur morti nostraque» (χρωστούμεθα στό θάνατο κι ἐμεῖς καί τά δικά μας), φράση ἀπό τήν Ποιητική Τέχνη τοῦ Ὁρατίου, ὅπου τό γεγονός καί ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου περιγράφονται μέ ὅρους ρεαλιστικούς δίχως ἴχνος ἐλεγειακῆς ἀποδρομῆς. Ἡ κορύφωση τοῦ δράματος καί συνάμα τό ἀπόγειο τῆς εἰρωνείας ἔγκειται στόν αὐτοαναφορικό προβληματισμό τοῦ δέκατου τρίτου κεφαλαίου μέ τίτλο «me adsum qui feci» («ὁ δράστης εἶμαι ἐγώ»), ὅπου τό ποιητικό ἐγώ ἀνατέμνει τή βάσανο τῆς γραφῆς καταρρίπτοντας τίς θεωρητικές της προϋποθέσεις καί συμβάσεις: «σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο κολλάω θέλοντας ν’ ἀποφύγω λέξεις κακές ὅπως: πρόσληψη, κατανόηση, προσδοκία, πρόθεση, ἑρμηνεία, ἀνταπόκριση, καί, ὡστόσο, μήν ἔχοντας ἄλλες· σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο σπαταλάω τόν χρόνο μου, μέχρι πού παίρνω ἐπιτέλους τήν ἀπόφαση νά ἐγκαταλείψω ἡττημένος τόν ἀγώνα, ν’ ἀφήσω τά πάντα ἔτσι ὅπως εἶναι, στή θέση τους, κι ἄς μοιραστῶ τό κρίμα μου μέ ὅλους ἐκείνους πού ἔχουνε στοιχειώσει μ’ ἐνοχές ὅ,τι ὑπάρχει τάχα ἤ δέν ὑπάρχει ἐντός κειμένου ἤ μέ ὅλα ἐκεῖνα πού μέ ἔχουν ταλανίσει ἀπό τά πρῶτα μου κιόλας κεφάλαια, ἀπό τίς πρῶτες μου κιόλας γραμμές, ἐκεῖνα πού ὁλοένα καί προστίθενται στή γενικότερη ἀνασφάλειά μου ὡς ἀτόμου, ἀλλά καί στήν, ἐν μέρει ἐσκεμμένη, ἐν μέρει ἐκ τῶν ἐνόντων ἐπιβεβλημένη, ἀπουσία κεντρικοῦ μύθου καί πλοκῆς, ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπινων χαρακτήρων καί τῶν διαλογικῶν συγκρούσεών τους». Παγιδευμένος στούς δαιδάλους τῆς σκέψης καί τοῦ λόγου, στίς «παραγράφους τοῦ θανάτου», ὁ «δράστης» ψάχνει νά συλλάβει μιά ἔνοχη ἰδέα καί κατόπιν νά ἐπινοήσει μιά ἔνοχη πράξη γιά νά καταστεῖ δυνατή ἡ λυτρωτική τιμωρία, δηλαδή ἡ πράξη τῆς γραφῆς. Ἔχοντας ἀποκηρύξει «τήν ἔμπνευση καί τά ἐπακόλουθά της», βρίσκεται ὑποχρεωμένος «νά περιορίσει τήν ἔρευνα γιά τήν ἔνοχη πράξη του σ’ αὐτά τά συγκεκριμένα τῆς ἐμπειρίας καί τῆς ἀντίληψής του». Ἡ ἑπόμενη, συντομότερη ὅλων, αἰφνιδιαστική δέκατη τέταρτη ἑνότητα μέ τίτλο «res, non verba», ἀποτυπώνει τήν παραπάνω διαδικασία: ἡ ἐμπειρία μεγεθύνεται καί ἐπιβάλλει εἰρωνικά μιά διπλή ἐκδοχή ἐνοχῆς, μέ τήν εἰσβολή τοῦ ἀποστασιοποιημένου, δημοσιογραφικοῦ, ἀδιάφορου παρά τό ἐπαχθές σημαινόμενο λόγου: «Φρίκη στούς δρόμους. Ἄγνωστοι ἐξόντωσαν τά ἀδέσποτα τῆς πόλης». Τό τελευταῖο κεφάλαιο πού ἐπιστέφεται μέ τή φράση «finis coronat opus» («τό τέλος κρίνει τό ἔργο») ἀπό τόν Ἐκκλησιαστή, ἀποτελεῖ τό εἰρωνικό κρεσέντο τῆς ποιητικῆς διαδρομῆς ὅπου τό συγγραφικό ἐγώ ἐπανέρχεται στήν ποινή τῆς γραφῆς, στό χαμένο χειρόγραφο, στό σπάραγμα γραφῆς πού τελικά δέν χάθηκε, ἀφοῦ ἐνδεχομένως ἐνσωματώθηκε στά συμφραζόμενά του, στό μεγάλο βιβλίο τοῦ Κόσμου.

Πιστός στή μεταμοντέρνα συνθήκη, ἀλλά ἀνένταχτος, ἀταξινόμητος, καθηλωτικός καί παράδοξος, ὁ ποιητικός λόγος τοῦ Ζαφειρίου ἀποτίνει φόρο τιμῆς στόν γερμανικό ρομαντισμό καί σέ ὅλη τήν ὑποκείμενη φιλοσοφία πού προηγήθηκε, ἡ ὁποία ἀνήγαγε τό «παιχνίδι», δηλαδή τή δημιουργία, σέ μοναδικό ὅπλο ἐνάντια στήν καταγωγικά ἀντίδικη μοίρα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνσωματώνοντας δυναμικά, πού σημαίνει ὄχι ὡς βοηθητικό ὑλικό ἀλλά ὡς δομικούς ἁρμούς τοῦ προβληματισμοῦ του, ἀρχαία φιλοσοφία, βιβλικά κείμενα, εὐρωπαϊκή λογοτεχνία στό λόγο του, ὁ Ζαφειρίου ἀποθεώνει τή διαλεκτική ὡς διαδικασία ὕπαρξης καί τό μή νόημα ὡς συνθήκη συμβατή πρός τήν ἀνθρώπινη φύση. Μέ αὐστηρή ὀργάνωση καί ἀρχιτεκτονική, μέσα ἀπό ἕναν δῆθεν «τῆς γλώσσας ἀγώνα ἄγονο», ἡ ποιητική σύνθεση Ἐνοχικόν καθιστᾶ τόν ἀναγνώστη συνένοχο τῆς κατανόησης. Μιᾶς κατανόησης πού κατακτᾶται ἀλλά καί διαφεύγει ἤ, ἀκόμη, ὑπεκφεύγει ὡς τό ἀνοιχτό τέλος μέ τήν εὑρηματική τριπλή ἐκβολή του, ὅπου διαθλᾶται ἡ πολλαπλότητα ὄχι μόνο τῆς διαθεσιμότητας τοῦ κειμένου ἀλλά καί τῆς πρόσληψής του μέσα ἀπό αὐτοαναφορικά σχόλια τοῦ ποιητικοῦ ἐγώ, ὅπως τό παρακάτω: «Ὅ,τι καί νά ἀσπαστῶ θά εἶναι ἀλήθεια. Σάν ἀντιθέσεις πού ἡ φιλάρεσκη ἐνοχή τους τίς μετέτρεψε σέ παραπληρωματικές της συζυγίες. Ἤ σάν τόν χρόνο πού ἀχαλίνωτος εἰσβάλλει ἀπό παντοῦ, παραβιάζοντας τό πρίν, τό τώρα καί τό θά του».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ

Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.