Τρεις γυναικείες αραβικές φωνές, Γκουλάλα Νούρι – Ναζίκ αλ Μαλάικα – Σαμπάχ Ζουέιν

Τρεῖς γυναικεῖες ἀραβικές φωνές

Γκουλάλα Νούρι
Ναζίκ ἀλ Μαλάικα
Σαμπάχ Ζουέιν

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΓΟΥΡΟΥ

 

Γκουλάλα Νούρι

[Ἰράκ]

 

Ποιήτρια, πεζογράφος καί μεταφράστρια. Γεννήθηκε στό Κιρκούκ τό 1969. Εἶναι μέλος τῆς Ἰρακινῆς Ἕνωσης Συγγραφέων καί Μεταφραστῶν, τῆς Ἕνωσης Ἰρακινῶν Δημοσιογράφων καί τοῦ Ἰρακινοῦ Ὀργανισμοῦ Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Μέ πτυχίο ἠλεκτρολόγου μηχανικοῦ, συνέχισε τίς σπουδές της στήν ἀγγλική λογοτεχνία, τή μετάφραση καί τή δημοσιογραφία. Κατόπιν, ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στήν ἀμερικανική καί τήν ἰρακινή ποίηση μέ θέμα τόν πόλεμο τοῦ Ἰράκ. Ἐργάστηκε στήν τηλεόραση καί τόν ἔντυπο τύπο ἀναλαμβάνοντας κυρίως θέματα σχετικά μέ τά γυναικεῖα δικαιώματα καί τή θέση τῆς γυναίκας στό Ἰράκ.

Ἔζησε ἀρκετά χρόνια στήν Οὐκρανία ὅπου σπούδασε ρωσικά, ἐνῶ μετέφρασε ποίηση τοῦ Βλαντίμιρ Βισότσκι ἀπό τά ρωσικά στά ἀραβικά καί τά κουρδικά, καί βραβεύτηκε μέ τό πρῶτο βραβεῖο στό 10ο Φεστιβάλ Βισότσκι στήν Πολωνία τό 2012.

Ἔχει ἐκδώσει ὥς τώρα τρία βιβλία ποίησης καί μία συλλογή διηγημάτων. Ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα της ἔχουν μεταφραστεῖ στά ἀγγλικά, τά γαλλικά, τά γερμανικά, τά ἱσπανικά, τά ἰαπωνικά, τά κουρδικά, τά τουρκικά καί τά κουρδικά, καί ἔχουν δημοσιευτεῖ σέ ἀνθολογίες καί περιοδικά.

 

ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΙ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΜΑΖΙ

Ἡ περίοδος πού ἔζησε ἔξω ἀπό τό Ἰράκ ἄλλαξε σημαντικά τό ὕφος τῆς γραφῆς της καθώς ἀπέκτησε μιά πιό ἀνοιχτή καί πιό ἐλεύθερη ματιά στούς δύο κόσμους, τόν γυναικεῖο καί τόν ἀντρικό. Συγχρόνως προέκυψε ἡ ἀνάγκη καί ἡ ἐπιθυμία νά γράψει κι ἀπό τίς δύο πλευρές, νά μήν περιοριστεῖ δηλαδή πλέον μόνο σέ γυναικεῖα ζητήματα, σκέψεις ἤ συναισθήματα πού ἐγείρουν τή δημιουργικότητα καί τή φαντασία μιᾶς πεζογράφου ἤ ποιήτριας, ἀλλά νά «πιάσει τό μολύβι» ὡς ἄντρας, νά «δανειστεῖ» μιά ἀντρική προσωπικότητα καί νά μιλήσει γιά θέματα ὅπως τό πολεμικό μέτωπο, μέσα ἀπό τίς λέξεις μιᾶς γυναίκας.

Γράφω γιά τό μέτωπο, ἐνῶ δέν ὑπῆρξα στρατιώτης στόν πόλεμο. Χρησιμοποιῶ τίς ἱστορίες τῶν ἀντρῶν φίλων μου συγγραφέων, ὁ χρόνος, τά ταξίδια μαζί τους, μέ ἔκαναν νά ἐξοικειωθῶ μέ ἀντρικά συναισθήματα ὥστε νά γράψω γι’ αὐτά μέσα σέ κάποια ποιήματά μου.

Γιά τήν Γκουλάλα Νούρι ἐξάλλου ἡ ποίηση λειτουργεῖ συχνά χωρίς φύλο, κυρίως ὅταν παρατηρεῖ κανείς τήν τεχνική δομή τῶν ποιητικῶν εἰκόνων, καί ἄρα ἡ φωνή, ἀρσενική ἤ θηλυκή, εἶναι σημαντικό ἐνίοτε νά μπορεῖ νά σωπαίνει ἀφήνοντας τό ποίημα νά φτάσει στόν ἀναγνώστη «ἀπό τό πουθενά». Ἄλλωστε αὐτό τό ζήτημα ἐπιστρέφει ποικιλοτρόπως μέσα στόν συγγραφικό κόσμο. Ἄς θυμηθοῦμε, γιά παράδειγμα, ἐκείνη τήν ἀπαγκίστρωση καί τήν ἀπώλεια προέλευσης τῆς φωνῆς, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Ρολάν Μπάρτ καταλήγοντας πώς «ἡ γέννηση τοῦ ἀναγνώστη πρέπει νά ἐξαγοραστεῖ μέ τόν θάνατο τοῦ Συγγραφέα».

Γιά νά ἀπαλλαχτεῖ ὡστόσο ἕνα ποίημα ἀπό τά φύλα χρειάζεται ἐλευθερία, καί αὐτός εἶναι ὁ βασικός προβληματισμός τῆς Νούρι, πού φυσικά πηγάζει ἀπό τή δική της προσωπική ἐμπειρία ὡς Ἰρακινής, πῶς δηλαδή ἡ λογοτεχνία στή χώρα της θά καταφέρει κάποτε νά ἀπελευθερώσει τίς γυναικεῖες της φωνές ὥστε νά μποροῦν νά μιλοῦν ἄφοβα γιά ὁποιοδήποτε ζήτημα καί μέ ὅποιον τρόπο ἐπιθυμοῦν.

Κι ἡ ἴδια ὅμως ἔρχεται ἀκόμα ἀντιμέτωπη μέ τέτοιου εἴδους ἐξωγενεῖς ἀλλά καί ἐνδογενεῖς συνθῆκες πού ἀναστέλλουν μιά ἀκραιφνῶς πηγαία δημιουργία.

Οἱ τοῖχοι εἶναι ἀκόμα στό μυαλό μου, θά χρειαστεῖ πολύς καιρός ὥστε νά γράφω ἀκριβῶς ὅ,τι ἐπιθυμῶ…

Ἀπό τή μία λοιπόν μιά γυναικεία ποιητική φωνή εἶναι ἀπολύτως εὔλογο νά ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τή γραφή της, ἀφοῦ τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου μιᾶς γυναίκας παραμένει πάντοτε κρυμμένο ἀπό τόν ἄντρα σέ μιά χώρα ὅπως τό Ἰράκ. Κι ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἐξίσου δίκαιο μά καί εὐκταῖο γιά μιά λογοτέχνιδα νά μπορεῖ νά γράψει γιά θέματα πού δέν ἀπασχολοῦν ἀποκλειστικά τό γυναικεῖο φύλο.

 

Μ’ ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Ἡ γραφή τῆς Γκουλάλα Νούρι μοιάζει χαμογελαστή. Εἴτε μιλᾶ γιά πόνο, γιά ἔρωτα, γιά θάνατο, εἴτε μιλᾶ γιά ἐξορία, γιά πόλεμο, εἴτε μιλᾶ γιά τίς πληγές τῆς χώρας της καί τίς δικές της πληγές ἀπό τή χώρα της, ὅλα λέγονται πίσω καί μέσα ἀπό ἕνα ἰδιόμορφο χαμόγελο. Ἄλλοτε σαρκαστικό καί σκληρό, ἄλλοτε τρυφερό καί συμπονετικό, μά πάντα τολμηρό καί ἐντέλει, αἰσιόδοξο.

Ἐπιλέγει τήν πέτρα ὡς ὑλικό τοῦ πιό ἀνθεκτικοῦ ἔρωτα ἀλλά καί ὡς σύμβολο σθένους ὅταν ἔρχεται τό τέλος. Φαντάζεται τήν ἰδανική ἀντρική καρδιά ὡς θερμοκήπιο πού μένει ἀνεπηρέαστο ἀπό τίς ἀλλαγές τοῦ καιροῦ καί στό παντοτινό του χῶμα ἀνέμελα μεγαλώνουν οἱ καρποί. Διαιρεῖ τήν ψυχή της γιά νά μπορέσει νά συνεχίσει τή ζωή της μετά ἀπό κάθε θάνατο ἀγαπημένου. Καί ἀπευθύνεται στή χώρα της μέ ἀμείλικτη εἰλικρίνεια, χωρίς ἴχνος μοιρολατρίας ἤ παθητικότητας, πού ὅμως διόλου δέν λιγοστεύει τήν κατάθεση, συγχρόνως, τῆς βαθιᾶς ἀγάπης της καί τῆς ἀφοσίωσής της σ’ αὐτήν.

Α.Σ.

 

 

ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ

Αὐτά τά σπίτια τά γυάλινα
ἄλλοτε ἔχουν συντροφιά τό σύννεφο
ἄλλοτε ἔχουνε τόν ἥλιο θόλο
ἀλλά τό χῶμα τους παντοτινό
σάν ἐραστής ἀγέραστος.
Ἐκεῖ δέν δέρνει τά φυτά κανένας ἄνεμος,
ἐκεῖ οἱ φύλακες ποτέ δέν νοιάζονται γιά ἀκρίδες.
Ἐκεῖ ὁ μαρασμός ἔρχεται ξαφνικά, χωρίς τό κίτρινο,
ἐκεῖ οἱ ἐποχές ἀπουσιάζουν
καί τό φθινόπωρο ἑνός φυτοῦ μοιάζει μέ κομψή αὐτοχειρία Γιαπωνέζου πολεμιστή.
Οὔτε πεσμένα φύλλα
καί φιλάρεσκα συλλέγονται οἱ καρποί.
Αὐτά τά σπίτια τά γυάλινα…
ἄς ἦταν ἡ καρδιά ἑνός ἄντρα!

 

ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΠΕΤΡΕΣ

Ἀπό τότε πού ἤμασταν δυό πέτρες
στόν ποταμό τῆς ματαίωσης
συμφωνήσαμε νά μήν ἀντισταθοῦμε στό νερό
ἐσύ πῆγες ἀριστερά
ἐγώ δεξιά
πῆρες μαζί τή λάσπη σου
πῆρα κι ἐγώ τό κύμα.

Ἀπό τότε πού γίναμε δυό πέτρες πάνω στήν ὄχθη
ἐσύ ἀγάπησες τό σκοτάδι
κι ἐγώ πῆρα τό χρῶμα τοῦ ἥλιου γιά νά σέ ἀγαπῶ ὁλοφάνερα.
Γίναμε δύο πέτρες πού ἡ μιά τήν ἄλλη συμπληρώνει,
ἐσύ πληγώνεις τήν καρδιά μου
κι ἐγώ τή δική σου ἀποσαθρώνω.

 

ΘΑ ΜΕΙΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ;

Σέ ὅλους τούς δικτάτορες πού ἔφυγαν καί σέ ὅσους ἀπ’ αὐτούς παρέμειναν

 

Μετρᾶς τόν ἄδειο χῶρο
φταῖνε λές οἱ καρέκλες γιά τήν τόση κενότητα.
Περιμένεις μπροστά στήν κλειστή αὐλαία,
ξεχνᾶς πώς ἡ παράσταση ἔχει τίς ἐποχές καί τίς περιόδους της.
Μόνος ἀλλά μέ δρόμους διακριτούς πρός τήν πόρτα
χειροκροτεῖς ἐκτός κειμένου
ἴσως ν’ ἀκούσουν τήν ἠχώ
ὅμως γυρνᾶ μόνο σέ σένα.

Πόσες βουβές ἐπιδρομές θές γιά νά καταλάβεις πώς
ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΟΣ;
Μετακινεῖς τά καθίσματα ψάχνοντας τά κουμπιά τῆς καρδιᾶς σου
πού ἔπεσαν μές στήν ἀναταραχή αὐτῶν πού σέ ἐγκατέλειψαν,
ἁρπάζεις τό τελευταῖο μπουκάλι τῆς μέθης
τό σηκώνεις καί τό πρόσωπο τοῦ πόνου σου
συναντᾶ μιά μακρινή ὀροφή
κι ἐκτάσεις ἀπέραντες πού δέν χωρᾶνε πλέον στίς βουλές τῆς φαντασίας σου.
 

ΤΑ ΔΕΚΑΔΙΚΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Σέ φίλους πού ἀναχώρησαν γιά τή μακρύτερη ἐξορία

 

Δέν πεθαίνεις γιά μένα!…

Ἄν πέθαινα γιά σένα
θά σέ ἀποχωριζόμουν ἁπαλά ὅπως τό χιόνι πέφτει κι ἀγκαλιάζει τή βροχή
Θά ἐμφανιζόσουν μέ διάφορα ὀνόματα…
Μά ὅ,τι κι ἄν σκότωνες ἀπό τήν ψυχή μου
θά σέ ἀναγνώριζε ἀπ’ τόν ἦχο τῶν δαχτύλων σου πάνω στό τζάμι
Τό νά πεθάνεις ἀπό ἀγάπη εἶναι πράγματι δελεαστική ἰδέα!
μπροστά στό νά πεθάνεις ἀπό σφαίρα μίσους
(ἤ – σκόπιμα–  ἀπό φιλικά πυρά)
Δέν μπορῶ νά πεθάνω γιά σένα
ἡ ἱστορία ἀνεπίγνωστα μᾶς μαθαίνει: ὁ θάνατος εἶναι ἕνα μόνο ποτήρι
Τά δεκαδικά κλάσματα διαίρεσαν τήν ψυχή μου
κι ὁ θάνατος δέν ἔρχεται μονάχα μιά φορά!
ἀφοῦ ἡ λίστα εἶναι μεγάλη:
Τῶν ποταμῶν οἱ ὄχθες μετατράπηκαν σέ τάφους ἀγνώστων
Ἕνα δεκαδικό γιά τήν αὐτοχειρία μου στήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ
μήπως μέσ’ ἀπ’ τήν ἄβυσσο δεῖ ὁ Θεός τό Ἰράκ καί φυσήξει λίγο κρύο
ἤ λίγο χρόνο γιά ν’ ἀλλάξουμε τά πένθιμα ροῦχα
ροῦχα τῆς μέρας καί τῆς νύχτας
τοῦ καλοκαιριοῦ καί τοῦ χειμώνα γιά τριάντα αἰῶνες! Κι ἕνα δεκαδικό
γιά κάποιον πού ἐνεδρεύει στή Βαγδάτη
Σέ ἀποχαιρετῶ τώρα πρίν μέ φιλήσει ὁ θάνατος
Δέν θά πεθάνω γιά σένα
θά θυσιάσω ἕνα δεκαδικό σου ζωντανό
ἀπό φόβο μήν ἀφανιστεῖ τό ἰρακινό μας εἶδος!
Τά φάσματα πού μισοῦν τά χρώματα
βιάζουν τούς δρόμους
κι ἀφήνουν πίσω τους διαδόχους πεθαμένους
Καί ἐπειδή ἐγκυμονῶ τάφους
δέν θά βρῶ κανέναν γιά μένα!
Καί ποῦ θ’ ἀφήσεις ἕνα ρόδο;
Ἄσε λοιπόν τό δεκαδικό σου ζωντανό
μήπως τήν ὥρα πού διαβάζεις τήν ταφόπετρα
διακόψει τή ζωή σου μιά ὀβίδα!

 

ΕΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἐρωτευτήκαμε
πώς ἡ πλατεία ὅλη μᾶς ἀνήκει
πώς ἡ μνήμη ἔχει ἀδειάσει ἀπό σκουπίδια
καί πώς τά φράγματα δέν φτάνουν ὥς τά πόδια μας.

Κι ἄς ὑποθέσουμε ἐπίσης
ὅτι δέν εἴμαστε στή Βαγδάτη
πώς ὅλη τούτη ἡ σκόνη σηκώθηκε ἀπ’ τά πόδια τῶν πανηγυριστῶν
καί τά προειδοποιητικά καλέσματα εἶναι ἁπλῶς γιά μιά ἔκθεση ὡραίων ἀλόγων.
Δέν ξέραμε ὅμως,
πώς ὁ σκηνοθέτης ἀδημονεῖ γιά ἐκείνη τή ρομαντική σκηνή,
νά σταματήσει τό πλάνο
καθώς τά χείλη πλησιάζουν.

ΜΟΥΜΙΑ ΠΕΤΡΙΝΗ

 

Σέ μιά μάγισσα

 

Αὐτή
ἀπομεινάρια
ἱστίων
ἀπό μοιρασιά γατιῶν
τῶν τελευταίων ἐπιζώντων τῶν φυλῶν
Τό ἔρημο κατάρτι της
ὀνειρεύεται πειρατές
νά ξεριζώσουν τά ἀνομήματά της
μέ τούς χρυσούς γομφίους τους.

Δέν μπορεῖς πλέον
νά καταπλήσσεις τή μοναξιά σου μέ τήν ἀστοχασιά ἑνός ἱππότη
ἤ…
μέ ὅποιον κατευνάζει τήν κατάρρευση τῆς γῆς ἤ τοῦ οὐρανοῦ
κάτω ἀπ’ τά πόδια σου.

Γιά χρόνια
σκάβεις μιά κοιλάδα γιά νά θάψεις
φεγγάρια καί συκώτια
Γιατί εἶσαι ἀμιγῶς κατάμαυρη
ἤ μούμια πέτρινη.

Γιά χρόνια
τρέμεις στή σκέψη
τῆς ἀναχώρησής τους πού ἐκτείνεται πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς μαγείας
Ξέρουμε ὅτι
ἔχεις ἕνα δρεπάνι
γιά νά φουρκίζεις
τούς οὐρανούς
καί ἐμπειρία
στό νά γυαλίζεις φλόγες
ἤ στό νά κλέβεις
τόν ἐξοπλισμό τῆς ἀθωότητας

Δέν ξέρεις ὅμως πώς ὁ σατανάς
πέφτει μαζί μέ τό πρῶτο πεφταστέρι
καί πώς οἱ ψυχές τριγύρω
εἶναι μπάλες ἀπό πάγο.

 

Ναζίκ ἀλ Μαλάικα

[Ἰράκ ]

 

Ἡ Ναζίκ τῶν Ἀγγέλων, ποιήτρια καί κριτικός, μία ἀπό τίς σημαντικότερες μορφές στή λογοτεχνία τοῦ ἀραβικοῦ κόσμου καί ἡ πρώτη πού ἔγραψε σέ ἐλεύθερο στίχο, γεννιέται στή Βαγδάτη τό 1923.

Ἡ μητέρα της ἦταν ποιήτρια καί ἔγραφε μέ τό ψευδώνυμο Οὔμ Νιζάρ ἀλ Μαλάικα – συνηθισμένη τακτική τῶν λογοτέχνιδων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί μιά παράδοση πού ἀργότερα θά ἄλλαζε ἡ Ναζίκ–  ἐναντίον τῆς βρετανικῆς ἐξουσίας.

Ὁ πατέρας της ἔγραφε ἐπίσης καί ἦταν καθηγητής γλώσσας σέ σχολεῖα. Ἄφησε πίσω του τό τεράστιο ἔργο μιᾶς ἐγκυκλοπαίδειας εἴκοσι τόμων γιά τήν ἀραβική γραμματική καί λογοτεχνία.

Καί οἱ δυό τήν ἐνθάρρυναν πάρα πολύ νά διαβάζει καί νά γράφει, τήν εἶχαν ἀπαλλάξει ἀπό τά οἰκιακά καθήκοντα καί ὑποστήριζαν κάθε της ἐπιθυμία γιά γνώση καί καλλιέργεια.

Ἡ Ναζίκ ἀρχίζει νά γράφει στά ἑπτά της, ἐνῶ δέκα χρονῶν γράφει τό πρῶτο της ποίημα σέ κλασικά ἀραβικά. Ἐκφράζει ζωηρό ἐνδιαφέρον γιά τή φιλοσοφία, τήν ἀραβική γλώσσα, ποίηση, ἱστορία καί μουσική. Τά βράδια παίζει οὔτι στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ της γιά ὧρες. Ἀποστηθίζει τραγούδια τῶν ἀγαπημένων της Οὔμ Καλθούμ καί Μοχάμαντ Ἄμπντ ἀλ Οὐαχάμπ πού ἀκούει ἀπό τό γραμμόφωνο τῶν γειτόνων της καί τραγουδάει.

Τό 1944 ἀποφοιτᾶ ἀπό τό τμῆμα Ἀραβικῆς Λογοτεχνίας τῆς Βαγδάτης.

Τό 1947 ἐκδίδεται ἡ πρώτη ποιητική της συλλογή μέ τίτλο Ἡ ἐρωμένη τῆς νύχτας. Γιά τή νεαρή ποιήτρια, ἡ νύχτα εἶναι τό σύμβολο τῆς ποίησης, τῆς φαντασίας καί τῶν ὀνείρων, εἶναι ἡ ὀμορφιά τῶν ἄστρων καί τά νερά τοῦ Τίγρη πού τρεμοφέγγουν κάτω ἀπ’ τό σεληνόφως.

Τό πρωί τῆς Παρασκευῆς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1947 ἀκούει στό ραδιόφωνο τίς ἀνακοινώσεις γιά τήν ἐπιδημία χολέρας πού ἔπληττε τότε τήν Αἴγυπτο καί, συγκλονισμένη ἀπό τόν ἀριθμό τῶν νεκρῶν πού πλέον εἶχε φτάσει τούς χίλιους τήν ἡμέρα, γράφει τό ποίημα «Χολέρα», σπάζοντας γιά πρώτη φορά τή φόρμα τῆς παραδοσιακῆς, κλασικῆς ἀραβικῆς ποίησης καί χρησιμοποιώντας ἐλεύθερο στίχο. Ἡ Ναζίκ λέει πώς ἀρχικά ξεκίνησε νά γράφει τό ποίημα σέ κλασική μορφή, μά δέν τήν ἱκανοποιοῦσε καθόλου τό ἀποτέλεσμα ἀφοῦ δέν κατάφερνε νά μεταφέρει τά συναισθήματά της. Ἀποφασίζει λοιπόν πώς χρειάζεται μιά νέα μορφή λόγου. Ἀκούγοντας στό ραδιόφωνο πώς μετέφεραν τούς νεκρούς στοιβαγμένους πάνω σέ ἅμαξες πού ὁδηγοῦσαν ἄλογα, προσπαθεῖ νά ξαναγράψει τό ποίημα ἀκολουθώντας τό ρυθμό τοῦ βηματισμοῦ τῶν ἀλόγων.

Τό ἅλμα ἀπό τό παραδοσιακό σύστημα τῶν δύο ἡμιστιχίων στή γραμμή, στόν ἐλεύθερο στίχο, προκαλεῖ τήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἔντονη κριτική τῶν συντηρητικῶν ὀπαδῶν τῆς ποίησης ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς οἰκογένειάς της. Ἡ «Χολέρα», παρόλο πού ἀρχικά ἀπορρίπτεται ἀπό τόν λογοτεχνικό κόσμο, εἶναι τό ποίημα πού κάνει τή Ναζίκ νά πρωτοστατήσει σέ μιά νέα ἐποχή πού ἔρχεται μετά ἀπό αἰῶνες κυριαρχίας τῆς κλασικῆς ρίμας.

Ἀπό ἐκείνη τή μέρα ἡ Ναζίκ ἀρχίζει νά γράφει σέ ἀνομοιοκατάληκτους στίχους, χωρίς ὅμως νά ἀγνοεῖ ὁλοκληρωτικά τίς παραδοσιακές φόρμες.

Τό 1949 ὁλοκληρώνει τίς σπουδές της στό οὔτι, στό Ἰνστιτοῦτο Καλῶν Τεχνῶν. Παράλληλα σπουδάζει λατινικά καί ὑποκριτική. Οἱ σπουδές στήν ὑποκριτική τήν προσελκύουν γιά δύο λόγους: θέλει νά ἐκπαιδευτεῖ στήν ἀπαγγελία ποιημάτων, καί γοητεύεται ὅταν μαθαίνει ὅτι τό πρόγραμμα σπουδῶν περιλαμβάνει τή μελέτη ἀρχαίων Ἑλλήνων ποιητῶν. Τά λατινικά τήν ἐνδιαφέρουν κυρίως γιά νά μπορεῖ νά διαβάζει τούς Λατίνους ποιητές στό πρωτότυπο. Γιά τόν ἴδιο λόγο ἀργότερα σπουδάζει καί γαλλικά σέ ἰνστιτοῦτο τῆς Βαγδάτης.

Τήν ἴδια χρονιά ἐκδίδεται ἡ δεύτερη ποιητική της συλλογή Θραύσματα στάχτης, πού προλογίζεται ἀπό τήν ἴδια, παρουσιάζοντας τή θεωρία μιᾶς νέας ποιητικῆς φόρμας. Τό βιβλίο προκαλεῖ θυελλώδεις ἀντιδράσεις, ἡ φόρμα πού προτείνει ἀπορρίπτεται, μά πολύ σύντομα ἀρχίζουν νά δημοσιεύονται ποιήματα στήν Αἴγυπτο, στόν Λίβανο καί τή Συρία, πού ἀκολουθοῦν τό μοντέλο τῆς Ναζίκ καί μερικά ἀπό αὐτά μάλιστα ἀφιερώνονται σ’ ἐκείνη.

Τό 1951, μετά ἀπό ἕναν κύκλο μαθημάτων ἀγγλικῆς λογοτεχνίας στό Βρετανικό Συμβούλιο, ἡ ποιήτρια φεύγει μέ ὑποτροφία ἀπό τό Ἵδρυμα Ροκφέλλερ γιά τήν Ἀμερική καί σπουδάζει Θεωρία καί Κριτική Λογοτεχνίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον στό Νιού Τζέρσεϋ –  ἕνα πανεπιστήμιο πού ὥς τότε εἶχε μόνο ἄντρες φοιτητές.

Τό 1952 γράφει τό ποίημα «Θρῆνος μιᾶς ἀνάξιας γυναίκας», ἀποκαλύπτοντας τίς θέσεις της σχετικά μέ τήν κατάπνιξη τῆς θηλυκότητας μέσα στίς πατριαρχικές κοινωνίες.

Ἡ Ναζίκ δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τά γυναικεῖα ζητήματα. Γράφει δοκίμια καί δίνει διαλέξεις παρακινώντας τίς γυναῖκες νά ἀφυπνιστοῦν καί νά ἀπελευθερωθοῦν ἀπό τήν παθητικότητα καί τήν ἀποτελμάτωση ὅπου τίς βυθίζουν οἱ ἀραβικές κοινωνίες. Ἐκφράζει παράλληλα τόν προβληματισμό της ὡς πρός τήν τεράστια δυσκολία αὐτῆς τῆς κινητοποίησης, καθώς γιά νά πάρει ἐνεργή θέση μιά γυναίκα ἀπέναντι σέ τέτοια ζητήματα χρειάζεται πρῶτα νά λάβει ἐκπαίδευση, νά μπορεῖ νά ἀποφασίζει γιά τόν ἑαυτό της, νά μπορεῖ νά εἶναι οἰκονομικά ἀνεξάρτητη, νά μπορεῖ νά ἐπιλέγει τόν τρόπο ζωῆς της καί τό σύντροφό της, ἄρα χρειάζεται ἐλευθερία. Ἡ Ναζίκ ἀντιλαμβάνεται καί δηλώνει πώς ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν γυναικῶν πού ζοῦν σέ ἀραβικά κράτη, ἀδυνατεῖ νά ἀναγνωρίσει τή μειονεκτική της κατάσταση γιατί ἁπλῶς δέν ἔχει ἀποκτήσει τό πνευματικό ἐπίπεδο πού εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο γιά μιά τέτοια συνειδητοποίηση. Κανείς δέν μπορεῖ νά νιώσει ἀδικία ἄν δέν ἔχει πρῶτα νιώσει ἐλευθερία. Καί ἡ ἐλευθερία δέν δέχεται συμβιβασμούς, εἴτε κάποιος εἶναι ἐλεύθερος εἴτε ὄχι. Ἐκεῖ εἶναι τό ζήτημα. Ἡ Ναζίκ μιλάει ἐπίσης τολμηρά καί καταδικάζει ἀνοιχτά τά ἐγκλήματα τιμῆς. Τό ποίημά της «Ξεπλένοντας τήν ντροπή» καταπιάνεται μέ αὐτό ἀκριβῶς τό θέμα καί τήν ἐποχή πού γράφεται ἀπασχολεῖ ἔντονα τά διεθνῆ μέσα ἐνημέρωσης.

Στό πλαίσιο τοῦ ἀγώνα της γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν γυναικείων δικαιωμάτων, ἡ Ναζίκ ἱδρύει ἐπίσης ἕναν σύλλογο γιά τίς γυναῖκες πού ἀρνοῦνται τόν γάμο καί τόν παραδοσιακό ρόλο τῆς γυναίκας συζύγου καί μητέρας. Ὁ σύλλογος τελικά διαλύεται, μά καί ἡ ἴδια ἀργότερα ψηφίζει ὑπέρ τοῦ γάμου ἀφοῦ δέχεται νά παντρευτεῖ τόν συνάδελφό της δόκτορα Ἄμπντ ἀλ Χάντι Μαχμπούμπα. Ὡστόσο θά συνεχίσει νά ὑποστηρίζει ἔνθερμα τίς ἀπόψεις της καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς της.

Τό 1953 συνοδεύει τή μητέρα της στό Λονδίνο γιά μιά ἐπέμβαση πού ἀποβαίνει μοιραία γιά τή ζωή της. Ἡ Ναζίκ ἐπιστρέφει στό Ἰράκ δύο ἑβδομάδες ἀργότερα συντετριμμένη. Κλαίει ἀσταμάτητα μέρες καί νύχτες. Κι ὅταν μιά μέρα σταματᾶ νά κλαίει, νιώθει πώς ἡ θλίψη ἔχει γίνει πλέον μιά ἀρρώστια πού δέν θά ξαναφύγει ποτέ ἀπό μέσα της. Προτείνοντας ἕνα νέο εἶδος ἐλεγείας γράφει τό ποίημα «Τρεῖς θρῆνοι γιά τή μητέρα μου».

Τό 1954 γίνεται δεκτή ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Γουισκόνσιν-Μάντισον ὅπου συνεχίζει τίς σπουδές της στή Συγκριτική Λογοτεχνία.

Κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν της στήν Ἀμερική, ἡ ἴδια ὁμολογεῖ πώς χάνει τή θρησκευτική της πίστη, περιγράφει δέ τήν πνευματική καί διανοητική της ὡρίμανση καί τίς τότε ἐμπειρίες της μέσα στό δοκίμιό της Γιά τή ζωή καί τήν ἐκπαίδευσή μου.

Τό 1957 ἐκδίδεται ἡ τρίτη της ποιητική συλλογή Ὁ βυθός τοῦ κύματος, ἐνῶ τό ποίημά της «Πέντε ὠδές στόν πόνο» δημοσιεύεται στό λογοτεχνικό περιοδικό τῆς Βηρυτοῦ ἀλ Ἄνταμπ. Τήν ἴδια χρονιά ἀρχίζει νά διδάσκει σέ κολέγιο τῆς Βαγδάτης.

Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1958 γίνεται μιά σημαντική πηγή ἔμπνευσης καί αἰσιοδοξίας πού ὅμως πολύ σύντομα τή γεμίζει ἀπογοήτευση. Ἕναν χρόνο μετά, τό 1959, ἡ βιαιότητα τοῦ καθεστῶτος τήν ἀναγκάζει νά ἀφήσει ξανά τό Ἰράκ γιά τή Βηρυτό, ὅπου μένει ἕναν χρόνο καί δημοσιεύει πολιτικά κείμενα στήν ἀλ Ἄνταμπ.

                Τό 1961, στήν ἐπιστροφή της ἀπό τή Βηρυτό, παντρεύεται τόν συνάδελφό της δόκτορα Ἄμπντ ἀλ Χάντι Μαχμπούμπα.

Τό 1962 δημοσιεύει ἕνα δοκίμιο μέ τίτλο Ζητήματα τῆς σύγχρονης ποίησης.

Τό 1964 φεύγει μέ τόν σύζυγό της γιά τή Βασόρα, ὅπου συμβάλλουν σημαντικά στήν ἵδρυση τοῦ πανεπιστημίου τῆς πόλης. Ἐπιστρέφουν τέσσερα χρόνια ἀργότερα, τό 1968, καί διδάσκουν στό Πανεπιστήμιο τῆς Βαγδάτης. Τό ἴδιο ἔτος ἐκδίδεται ἡ τέταρτη ποιητική της συλλογή Δέντρο τῆς σελήνης.

Τό 1970 καί ἐνῶ τό κόμμα Μπάαθ βρίσκεται ἤδη στήν ἐξουσία, ἡ Ναζίκ καί ὁ σύζυγός της ἀποφασίζουν νά φύγουν ξανά γιά τό Κουβέιτ, ὅπου θά παραμείνουν μέχρι τήν εἰσβολή τοῦ Ἰράκ, τό 1990.

Τήν ἴδια χρονιά, ἡ Ναζίκ γράφει ἕνα μακρόσυρτο ποίημα μέ τίτλο «Ἡ τραγωδία τῆς ζωῆς κι ἕνα τραγούδι γιά τόν ἄνθρωπο».

Τά ποιήματα πού γράφει τό 1973 ἐκδίδονται ὑπό τόν τίτλο Γιά τήν προσευχή καί τήν ἐπανάσταση, ἐνῶ τά ποιήματα πού γράφει τό 1974 ἐκδίδονται ὑπό τόν τίτλο Καί ἡ θάλασσα ἀλλάζει τά χρώματά της.

Τό 1990 ἡ Ναζίκ θά ἀποχωρήσει γιά τό Κάιρο, ὅπου θά παραμείνει ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς της ἀποτραβηγμένη ἀπό τόν κόσμο, μέ μόνη συντροφιά τόν σύζυγο καί τόν γιό της. Θά συνεχίσει νά γράφει ποίηση, διηγήματα καί δοκίμια λογοτεχνικῆς κριτικῆς, ὅπως τό δοκίμιο Ψυχολογία τῆς ποίησης, τά διηγήματα «Γιασμίν» καί «Ὁ ἥλιος πέρα ἀπό τή βουνοκορφή» καί τό τελευταῖο της ποίημα «Εἶμαι μόνη», πού τό ἀφιερώνει στόν σύζυγό της μετά τόν θάνατό του.

Ἀφοῦ ἀντιμετωπίσει πολλά προβλήματα μέ τήν ὑγεία της καί ὑποφέροντας ἀπό τή νόσο τοῦ Πάρκινσον, θά πεθάνει στό Κάιρο τό 2007, σέ ἡλικία 83 ἐτῶν.

 

Ἡ Ναζίκ ἀλ Μαλάικα ἦταν γιά τήν κοινωνία της ἕνα στοιχεῖο ἀντισυμβατικότητας καί ἀντικανονικότητας καί ἡ κληρονομιά πού ἄφησε ὡς ποιήτρια ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ρήξης στήν ὁποία ἦρθε μέ πολλές παραδόσεις. Ἔλαβε ὑψηλή μόρφωση, μίλησε μέ πάθος καί τόλμη γιά τόν γυναικεῖο ρόλο στήν ἀραβική κοινωνία, καί κατάφερε νά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ οἰκονομικά, πράγμα διόλου συνηθισμένο γιά μιά γυναίκα τῆς ἐποχῆς της. Στά γραπτά καί τίς ὁμιλίες της μοιράστηκε ἔντονες προσωπικές της ἐμπειρίες, ὡστόσο προτίμησε νά παραμείνει ἀποκλεισμένη ἀπό τόν κόσμο γιά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς της.

Μετέφρασε ποιητές ὅπως ὁ Μπάυρον, ὁ Τόμας Γκρέυ καί ὁ Ροῦπερτ Μπρούκ, ὡστόσο ἡ ἴδια μεταφράστηκε κυρίως ἀποσπασματικά, στά ἀγγλικά, τά γαλλικά, τά γερμανικά καί τά ἱσπανικά, ἐνῶ τό μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ ἔργου της παραμένει ἀμετάφραστο.

 

 

ΕΠΙΡΡΟΕΣ

Ἡ ἀραβοαμερικανική λογοτεχνία, οἱ σύγχρονοί της Ἄραβες ποιητές, ἀλλά καί Δυτικοί λογοτέχνες ὅπως ὁ Τζόν Κήτς, ὁ Π. Σέλλευ καί ὁ Ντ.Χ. Λῶρενς, ἦταν οἱ βασικότερες ἐπιρροές στό ἔργο της.

Ἡ θεματολογία τῶν ὠδῶν τοῦ Κήτς ἐπηρέασε σημαντικά τήν ποίηση τῆς Ναζίκ ἀλ Μαλάικα. Οἱ ὠδές τῶν δύο ποιητῶν συναντιοῦνται κυρίως στή σύνδεση τῶν ἀνθρώπινων συναισθημάτων μέ τή φύση, ἀλλά καί στήν κοινή χρήση τῆς προσωποποίησης, τῆς συναισθησίας καί τῶν σύνθετων ἐπιθέτων. Ἥρωες τοῦ Κήτς ἐπανέρχονται στήν ποίηση τῆς Ναζίκ, κι ἡ ἴδια μάλιστα θά τοῦ ἀφιερώσει τό «Στόν ποιητή Κήτς», μιά διασκευή τοῦ ποιήματός του «Ὠδή σ’ ἕνα ἀηδόνι».

Τά μυθολογικά θέματα καί οἱ εἰκόνες τοῦ Σέλλεϋ ἐπίσης διασταυρώνονται μέ τίς αἰσθητικές ἐπιλογές τῆς ποιήτριας.

 

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Ἡ Ναζίκ ἀλ Μαλάικα μαζί μέ τόν Ἰρακινό ποιητή Μπάντρ Σάκιρ ἀλ Σαγιάμπ ἦταν οἱ πρῶτοι πού χρησιμοποίησαν ἐλεύθερο στίχο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1940. Πολλές διχογνωμίες ἐκφράστηκαν τότε γιά τό ποιός ἀπό τούς δύο ἦταν ὁ πρωτοπόρος, ἀλλά καί γιά τό τί σήμαινε οὐσιαστικά μιά τέτοια ἀλλαγή.

Ὁ σημαντικότερος λόγος γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ στίχος ἦταν γιά τή Ναζίκ ἡ ἀναγκαιότητα νά ἐπικεντρωθεῖ πλέον ὁ ποιητής στήν ἔκφραση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, στόν κόσμο τῆς μνήμης καί τῶν ὀνείρων του, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν προσκόλληση στήν ἐξωτερική δομή πού γιά αἰῶνες ἀποτελοῦσε ἀπαράβατο κανόνα στήν ποίηση.

Ἡ Ναζίκ συγκαταλέγεται ὡστόσο περισσότερο στούς Ἄραβες ρομαντικούς ποιητές παρά στούς νεωτεριστές. Κι αὐτό, γιατί ἡ ποίησή της ἦταν ἕνα σπάνιο ἀμάλγαμα παρόντος καί παρελθόντος, ἐλεύθερου στίχου καί κλασικῆς μορφῆς μαζί.

Ἐξάλλου ἡ ἴδια παλινδρομοῦσε ἀνάμεσα στήν παράδοση καί τόν νεωτερισμό. Εἴκοσι χρόνια μετά τήν ἐπανάσταση πού φέρνει ἡ «Χολέρα», τό 1967, ἡ Ναζίκ ἐξαπολύει ἐπίθεση ἐνάντια στόν ἐλεύθερο στίχο, καί ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική σέ νέους λογοτέχνες πού ἀσπάστηκαν ἀσύνετα καί ἄκριτα τά δυτικά πρότυπα. Εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητη στό πῶς χειρίζεται ἕνας λογοτέχνης τίς δυτικές ἐπιρροές του καί ἀπόλυτη στό ὅτι ἐπιβάλλεται νά προστατεύει τή γλώσσα του ἀπό τήν ἱστορία καί τό παρελθόν μιᾶς ἄλλης γλώσσας.

Γιά τή Ναζίκ, ἡ ποίηση δέν μποροῦσε νά μή διέπεται ἀπό μουσικότητα καί ἡ θέση της στή σύγχρονη ποίηση, παρόλο πού συχνά θεωρήθηκε ἀντιφατική, ἦταν γιά κείνη τό σημεῖο ἰσορροπίας ἀνάμεσα σ’ ἕναν νοῦ πού γνώριζε σέ βάθος τή γλώσσα καί τήν παράδοσή της καί σέ μιά ψυχή πού ἔτρεφε ἀπέραντο σεβασμό ἀλλά καί πάθος γιά τήν ἐλευθερία.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὁ θάνατος ἦταν ὁ βασικός πυρήνας τῆς γραφῆς τῆς Ναζίκ ἀλ Μαλάικα, εἰδικά στά πρῶτα της ποιήματα. Γοητεύτηκε ἀπό τόν ρομαντικό μύθο τοῦ νεαροῦ ποιητῆ πού πεθαίνει πρόωρα, προτίμησε τόν κόσμο τῆς φαντασίας καί τῶν ὀνείρων ἀπό τήν πικρή πραγματικότητα. Ὡς ἐνήλικη γυναίκα, ἀγάπησε ἐξίσου τόν θάνατο καί τή ζωή, ἐνῶ στά χρόνια τῆς ὡριμότητας φάνηκε νά ἀποδέχεται τόν θάνατο καί τή ζωή ὡς τή φυσική πορεία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΗΣ

Ἀποτέλεσε κυρίαρχο θέμα στίς συζητήσεις τοῦ λογοτεχνικοῦ κόσμου. Ἡ ἴδια εἶχε ἀπόλυτη ἐπίγνωση τῶν ψυχικῶν της μεταπτώσεων καί δέν ἔκρυβε τίς συνεχεῖς ἀπόπειρές της νά ἐξερευνήσει σέ βάθος κάθε σκοτεινή της πλευρά. Ἐκείνη τήν ἐποχή, οἱ γυναῖκες στά ἀραβικά κράτη σπανιότατα ἀποτολμοῦσαν μιᾶς τέτοιας μορφῆς ἀνάλυση.

Στά ἀπομνημονεύματά της ἀναφέρεται ἐκτενῶς στή μάχη πού ἔδινε μέ τήν κατάθλιψη, στίς προσπάθειές της νά κοινωνικοποιηθεῖ, στήν ἀπογοήτευση πού ἔνιωθε κάθε φορά πού ἕνα βῆμα μπροστά τῆς στοίχιζε δέκα βήματα ὀπισθοχώρησης, στήν τεράστια δυσκολία νά φέρει στόν ἑαυτό της μιά ἀλλαγή πού τόσο ἐπιθυμοῦσε.

Μέ τά χρόνια ὡστόσο, ἡ Ναζίκ κλεινόταν ὅλο καί πιό πολύ στόν ἑαυτό της, σταδιακά ἀποσύρθηκε ἀπό κάθε εἴδους κοινωνικές ἐπαφές καί ἐπέστρεψε ὁλοκληρωτικά στή μοναχική της φύση ἀπ’ τήν ὁποία ἐντέλει δέν κατάφερε ποτέ νά ξεφύγει. Ἡ ἴδια ἰσχυρίστηκε πώς ἡ μελαγχολία τήν κατέλαβε σάν ἀρρώστια μετά τήν ἀπώλεια τῆς μητέρας της, ὅμως στενοί της φίλοι εἶπαν ὅτι ἡ θλίψη συντρόφευε τή Ναζίκ ἀπ’ ὅταν ἦταν παιδί.

Α.Σ.

 

 

Η ΟΧΙΑ

Ποῦ νά πάω; Βαρέθηκα τούς δρόμους
καί τά λιβάδια μέ κουράσανε
καί ὁ κρυφός ὁ ἐχθρός ὁ ἐπίμονος
δέν σταματᾶ ν’ ἀκολουθεῖ τά βήματά μου, γιά ποῦ λοιπόν νά δραπετεύσω;
Τά μονοπάτια καί τούς δρόμους πού ἀναχωροῦν
τραγουδώντας πρός κάθε παράξενο ὁρίζοντα
τίς τροχιές τῆς ζωῆς
τίς δαιδαλώδεις σκοτεινές της διαδρομές
καί τίς γωνιές τῆς στείρας μέρας
ὅλες τίς διέτρεξα, καί ὁ ἐχθρός μου ὁ κρυφός ὁ ἐπίμονος
ἀκλόνητος σάν τά παγόβουνα
στό μακρινό βορρά
ἀκίνητος σάν τήν ἀκινησία τῶν ἄστρων
μέσα σέ μάτια πού ὁ ὕπνος στέγνωσε
κι ἡ ἀνησυχία λάβωσε
μέ τό μαρτύριο τῆς ἀγρύπνιας
ἀκίνητος μέ τήν ἀκινησία τοῦ χρόνου
τήν ὥρα τῆς ἀναμονῆς
Κάθε φορά πού θέλησα νά δραπετεύσω
τά βήματά μου παραβῆκαν τούς κανόνες
καί γύρισαν σέ μένα μαζί μέ τά συντρίμμια τοῦ μόχθου τῆς ἡμέρας νά ξεφύγει ἀπό τά δεσμά τῆς μνήμης… Δέν θά γυρέψω διέξοδο ἀπό τά δεσμά μου, ποιά διέξοδο
κι ὁ τρομερός ἐχθρός μου
τά δυό του μάτια φτύνουν φθινόπωρο
πάνω σέ μιά ψυχή πού ἐπιθυμεῖ τήν ἄνοιξη
Καί πίσω ἀπό τή διάφανη ὁμίχλη
ἐκείνη ἡ φριχτή ὀχιά
ἐκείνη ἡ λάμια… πῶς νά γλιτώσω
ἀπ’ τίς σκιές τῶν χεριῶν της πάνω στό παγωμένο μέτωπό μου
πῶς νά σωθῶ
ὅταν οἱ μοχθηρές της βλεφαρίδες σπέρνουν στό δρόμο μου
ἕνα αὔριο θανατερό ἀβάσταχτο;

Ποῦ νά πάω; Ποιά στροφή
θά ‘κλεινε τήν πόρτα στόν ἀβέβαιο ἐχθρό μου
ἐμπαίζει τήν ἐλπίδα
καγχάζει εἰρωνικά γιά τή φριχτή μου βουβαμάρα
περιφρονεῖ τά κλάματα
Ποῦ… ποῦ… νά χαθῶ;
Ἡ συνεχής μονότονη φυγή μου
δέν βρίσκει πιά ἀπόκριση
γιά τίς κραυγές τοῦ τρόμου μου καί γιά ποιό λόγο νά κραυγάσω;
Ὑπάρχει μήπως πουθενά ἕνα καταφύγιο κοντινό ἤ μακρινό…
θά πάω ἔστω κι ἄν εἶναι πίσω ἀπό τόν οὐρανό
ἤ πίσω ἀπό τά σύνορα τῆς ἐλπίδας
Ἔπειτα ἕνα ἀπόγευμα
ἀκούω τή φωνή:
«Προχώρησε σ’ ἐκεῖνον τό μακρύ δρόμο πού πάει πέρα ἀπό τά σύνορα τοῦ τόπου
δέν θά διακρίνεις πιά ἐκεῖ τό συριγμό τῆς ὀχιᾶς
εἶναι λαβύρινθος πανάρχαιος
ἴσως τόν ἔχτισαν χέρια ἀλλοτινά
γιά κάποιον παράξενο ἐμίρη…
ἔπειτα ὁ ἐμίρης πέθανε… κι ἀπέμεινε ὁ δρόμος τῆς παντοτινῆς ἀπώλειας»
Ἀκούω τή φωνή νά ἀντηχεῖ παντοῦ
καί προχωρῶ μήπως ξυπνήσω
ἀπό τά ζοφερά σκοτάδια τοῦ αἰώνιου πηχτοῦ ἐφιάλτη μου
Ἴσως ὁ ἐχθρός μου χάσει τό δρόμο
Τί ἀνακούφιση νά περπατῶ δίχως ξοπίσω μου νά σέρνονται τά ἐπιθανάτια βήματά του
πού ἁπλώνονται μέ τή σβησμένη ἠχώ τους
στό δρόμο τῶν παθῶν μου τόν ἀτέλειωτο
Ὄχι δέν θά ἔρθει
δέν θά ἔρθει, ἀκόμα κι ἄν διασχίσει τό ἀδύνατο
ποτέ δέν θά ἔρθει
δέν θά τόν δεῖ ἡ ἀθώα καρδιά μου
Σηκώνεται ξανά ὁ ἄνεμος
γιά νά μοῦ φράξει τό δρόμο
μέσα στήν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ
Ποτέ δέν θά ἔρθει
δέν θά ἔρθει…!
Κι ἀκούω τό μοχθηρό του καγχασμό
Πράγματι ἦρθε… πῶς χάνεται ἡ σπασμένη μου ἐλπίδα
στό σκοτάδι τοῦ τυφλοῦ λαβυρίνθου
καί νιώθω τό γιγαντιαῖο χέρι του
νά μπήγει κρύο καί τρόμο μές στήν ἀπατηλή ἡσυχία μου
μέ τά τραχιά του δάχτυλα
Ἦρθε λοιπόν… Καί ποῦ νά πάω;
Θά ἀποχαιρετήσω τό σύντομο ὄνειρό μου
καί θά ἐπιστρέψω πάλι στό παγωμένο σῶμα του

Καί ἡ ζωή περνᾶ, περνᾶ
καί ὁ κρυφός μου ἐχθρός ὁ ἐπίμονος
πίσω ἀπό κάθε καινούριο δρόμο
στίς θλιβερές μου νύχτες τίς κατάμαυρες
πίσω ἀπό κάθε χάραμα
τόν βλέπω ἐμφανίζεται μπροστά μου μαζί μέ τά μελλούμενα
μαζί μέ τό μακρινό μου χθές
μαζί μέ τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
στό ἀπέραντο κενό
Πῶς νά ξεφύγω
ἀπ’ τόν ἐπίμονο ἐχθρό μου
ἀφοῦ εἶναι σάν τό πεπρωμένο καί αὐτός
Αἰώνιος, κρυμμένος, ἀφανιστικός
αἰώνιος ἀφανιστικός…

 

Η ΧΟΛΕΡΑ

Νύχτωσε
ἄκου τήν ἠχώ τῶν στεναγμῶν
μές στό βαθύ σκοτάδι, κάτω ἀπό τή σιωπή,
πάνω ἀπό τούς νεκρούς, φωνές πού ἀναδύονται ἀκατάληπτες
διάπυρη θλίψη, ξέχειλη
πνίγεται μέσα της ἡ ἠχώ τῶν στεναγμῶν
μέσα σέ κάθε καρδιά ἀγωνία
καί μές στήν ἥσυχη καλύβα λύπες
παντοῦ μιά ψυχή στά σκοτεινά κραυγάζει
παντοῦ μιά φωνή πού θρηνεῖ
ὅλα ὅσα κομμάτιασε ὁ θάνατος
ὁ θάνατος ὁ θάνατος ὁ θάνατος
Ὦ Νεῖλε πῶς σπαράζεις ἀπ’ τά ἔργα τοῦ θανάτου
Ξημερώνει
ἄκου τά βήματα τῶν περαστικῶν
στή σιωπηλή αὐγή, ἀφουγκράσου, κοίτα τήν πένθιμη ἀκολουθία
δέκα νεκροί, εἴκοσι
μή μετρᾶς πιά, ἄκου τούς θρήνους
ἄκουσε τ’ ἀναφιλητά τοῦ δύστυχου παιδιοῦ
νεκροί, νεκροί ἀναρίθμητοι
νεκροί, νεκροί, αὔριο δέν θά ὑπάρξει
παντοῦ ἕνα κουφάρι κι ἀπό πάνω ἕνας λυγμός
μά οὔτε μιά στιγμή ἐνθύμησης ἤ σιωπῆς,
ἰδού ὅσα τεχνάστηκε τό χέρι τοῦ θανάτου
τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου,
ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη στενάζει ἀπ’ ὅσα διέπραξε ὁ θάνατος
Ἡ χολέρα
στή σπηλιά τοῦ τρόμου μέ τά ἀνθρώπινα ἀπομεινάρια
στήν αἰώνια μαρτυρική σιωπή ὅπου φάρμακο μονάχα ὁ θάνατος
ξύπνησε ἡ ἀρρώστια τῆς χολέρας
σάν μηχανή ξεχύνεται μέ λύσσα
κυλάει στήν ξένοιαστη, τή λαμπερή κοιλάδα
οὐρλιάζει ἀσυνάρτητα καί μανιασμένα
δέν ἀκούει φωνές καί κλάματα
Παντοῦ, πίσω ἀπό τίς ἁρπάγες τῆς ἠχοῦς
στήν καλύβα τῆς ἀγρότισσας στό σπίτι
τίποτα πέρα ἀπό κραυγές θανάτου
θανάτου θανάτου θανάτου
Στό σκληρό πρόσωπο τῆς χολέρας ἐκδικεῖται ὁ θάνατος
ἡ σιωπή πικρή
τίποτα μόνο ἡ ἠχώ πού ἁπλώνεται
μέχρι κι ὁ νεκροθάφτης θάφτηκε δέν ἀπομένουν χέρια γιά νά θάψουν
κι ὁ μουεζίνης πέθανε
τό νεκρό ποιός θά θάψει
δέν ἀπομένουν παρά θρῆνοι ρόγχοι
τό ὀρφανό παιδί
πού κλαίει μέ καρδιά φλογισμένη
κι αὔριο ἀναμφίβολα θά τό ἁρπάξει ἡ καταραμένη ἀρρώστια
Φάντασμα τῆς χολέρας τίποτα δέν ἀπέμεινε
μόνο οἱ θλίψεις τοῦ θανάτου
τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου
Ὦ Αἴγυπτο, πόση νιώθω συντριβή ἀπό τίς πράξεις τοῦ θανάτου

 

ΠΕΝΤΕ ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

1.

Στίς νύχτες μας χαρίζει θλίψη κι ἀγωνία
Τά μάτια μας ποτίζει μέ κοῦπες τῆς ἀγρύπνιας
Τόν βρήκαμε στό δρόμο μας
ἕνα βροχερό πρωινό
κι ἀπό ἀγάπη τοῦ προσφέραμε
ἕνα χάδι συμπόνιας καί μιά μικρή γωνιά
νά πάλλεται μές στήν καρδιά μας

Καί δέν μᾶς ἄφησε ποτέ, ποτέ δέν ἀπουσίασε
οὔτε μιά φορά ἀπό τό δρόμο μας
καί μᾶς ἀκολουθεῖ γεμίζοντας τίς ἁπλόχωρες ὑπάρξεις μας
Μακάρι νά μήν τόν εἴχαμε ποτίσει οὔτε στάλα
ἐκεῖνο τό θλιβερό πρωινό
Στίς νύχτες μας χαρίζει θλίψη κι ἀγωνία
Τά μάτια μας ποτίζει μέ κοῦπες τῆς ἀγρύπνιας

 

2.

Ἀπό ποῦ ἔρχεται σέ μᾶς ὁ πόνος;
Ἀπό ποῦ;
Ἀπό παλιά τρέφει τίς ρίμες μας
καί τά ὁράματά μας συντροφεύει

Κάποτε τόν πήραμε μαζί μας στή δίνη τῶν νερῶν
κι ἐκεῖ τόν κομματιάσαμε καί τόν σκορπίσαμε στά κύματα τῆς λίμνης
δέν ἔμεινε ἀπ’ αὐτόν οὔτε ἀναστεναγμός οὔτε δάκρυ
Νομίζαμε πώς θά γυρίζαμε σωσμένοι ἀπ’ τά δεινά του
πώς δέν θά ἐπέστρεφε ποτέ ξανά νά πλήξει τά χαμόγελά μας
ἤ νά κρύψει πικρούς καημούς πίσω ἀπό τά τραγούδια μας

Ὕστερα λάβαμε ἕνα ρόδο κατακόκκινο εὐωδιαστό
τό ἔστειλαν οἱ ἀγαπημένοι μας ἀπό τίς πέρα θάλασσες
τί περιμέναμε ἀπ’ αὐτό;
Τέρψη καί ἀγαλλίαση
Ὅμως ἐκεῖνο ἔτρεμε καί δάκρυα ἀνάβλυζαν ἀπό μέσα του καυτά καί διψασμένα
ποτίζοντας τά δάχτυλά μας πού σχημάτισαν ἕνα λυπητερό σκοπό
Ὦ πόνε σέ ἀγαπᾶμε

Ἀπό ποῦ ἔρχεται σ’ ἐμᾶς ὁ πόνος;
Ἀπό ποῦ;
Ἀπό παλιά τρέφει τίς ρίμες μας
καί τά ὁράματά μας συντροφεύει
στόμα καί δίψα εἴμαστε γι’ αὐτόν
μᾶς ζεῖ καί μᾶς ποτίζει

 

3.

Μά θά μπορούσαμε ἄραγε ποτέ τόν πόνο νά νικήσουμε;
Νά τόν ἀναβάλουμε γιά μιά ἄλλη μέρα;
Νά τόν παραπλανήσουμε γιά ἕνα βράδυ;
Νά τόν διασκεδάσουμε μ’ ἕνα παιχνίδι; Ἕνα τραγούδι;
Μιά ἱστορία παλιά ἀποξεχασμένη;

Πῶς μοιάζει ἄραγε ὁ πόνος;
Σ’ ἕνα μικρό τρυφερό παιδί μέ μάτια ἐξεταστικά
πού τό ἡσυχάζει ἕνα νανούρισμα ἕνα χάδι στοργικό
κι ἀποκοιμιέται μ’ ἕνα χαμόγελο κι ἕνα τραγούδι μας

Δάχτυλα ἐσεῖς πού μᾶς χαρίζετε δάκρυα καί πόνο
Ποιός ἄλλος ἀπό σένα ἔκλεισε στή θέα τῆς θλίψης μας τήν καρδιά του
κι ὕστερα ἦρθε κλαίγοντας σ’ ἐμᾶς ζητώντας νά τόν ἀγαπήσουμε;
Ποιός ἄλλος ἀπ’ αὐτόν μοίρασε πληγές καί χαμόγελα;

Ἐκεῖνο τό μικρό ἀγόρι… πού ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ τήν ἀδικία
Ὁ ἀγαπημένος μας ἐχθρός ἤ ὁ ἄσπονδος φίλος μας
Ἐσύ μαχαιριά, πού μᾶς ζητᾶς νά στρέψουμε τίς παρειές
χωρίς σύσπαση δυσφορίας χωρίς κανέναν πόνο

Μικρό ἀγόρι ἐμεῖς χέρι καί στόμα συγχωρέσαμε
Σκάβεις μέσα στά μάτια μας αὐλάκια γιά τά δάκρυα
Ἀνοίγεις πάλι τήν πληγή μας σπιθαμή πρός σπιθαμή
Τήν ἁμαρτία καί τά παλιά δεινά ἐμεῖς τά συγχωρέσαμε

4.

Πῶς νά ξεχάσουμε τόν πόνο
Πῶς νά τόν λησμονήσουμε;
Ποιός γιά μᾶς θά φωτίσει
τή νύχτα τῆς μνήμης του;
Θά τόν πιοῦμε, θά τόν φᾶμε
Θ’ ἀκολουθήσουμε τά σκόρπια βήματά του
Κι ἄν ἀποκοιμηθοῦμε
τό σῶμα του θά εἶναι τό τελευταῖο πράγμα πού θά δοῦμε

Καί τό πρωί τό πρόσωπό του
θά εἶναι τό πρῶτο πράγμα πού θά δοῦμε
Καί θά τόν πάρουμε παντοῦ μαζί μας
ὅπου τό πεπρωμένο κι οἱ πληγές μᾶς πᾶνε

Θά τόν ἀφήσουμε νά ὑψώσει φράγματα
ἀνάμεσα στούς πόθους μας καί τό φεγγάρι
ἀνάμεσα στή φλογισμένη μας καρδιά καί τό παγωμένο ρυάκι
ἀνάμεσα στά μάτια μας καί τό φῶς

Καί θά ἐπιτρέψουμε νά ξεχυθοῦνε τά δεινά
κι ἡ θλίψη μές στά μάτια μας
καί θά τόν φιλοξενήσουμε μέσα στή μέθη
τῶν τραγουδιῶν μας

Στό τέλος θά τόν παρασύρουν οἱ κοιλάδες
Θά γίνουν προσκεφάλι του οἱ κάκτοι
Καί θά κατρακυλήσει στήν κοιλάδα μας ἡ λήθη
Ὦ ἐσύ θλίψη μας, καλήν ἑσπέρα!

Θά λησμονήσουμε τόν πόνο
Θά τόν ξεχάσουμε
Στ’ ἀλήθεια εἴμαστε περήφανοι
πού τόν ποτίσαμε

5.

Ἐμεῖς σέ στέψαμε θεό στῆς αὐγῆς τή νάρκη
στόν ἀσημένιο σου βωμό κυλήσαμε τά μέτωπά μας
Ὦ ντροπή Ὦ πόνε
Κι ἀπ’ τό λινάρι καί τό σουσάμι
κάψαμε θυμίαμα
προσφέραμε θυσίες καί ψάλαμε
ὕμνους Βαβυλωνιακούς

Ἐμεῖς σοῦ χτίσαμε ναό μέ τείχη πού εὐωδιάζουν
Τό χῶμα του ραντίσαμε μέ λάδι, ἁγνό κρασί
καί δάκρυα καυτά
Σοῦ ἀνάψαμε φωτιά ἀπό τό φύλλωμα τοῦ φοίνικα
ἀπό τή θλίψη μας καί τό ἄλεσμα τοῦ σιταριοῦ στή νύχτα τή μεγάλη
μέ χείλη σφραγισμένα

Ὑμνήσαμε ἐπικαλεστήκαμε προσφέραμε τάματα:
χουρμάδες ἀπ’ τή ζαχαρένια Βαβυλώνα, ψωμί, κρασί
καί ρόδα τῆς χαρᾶς
Ἔπειτα προσευχηθήκαμε γιά τά μάτια σου
καί πλησιάσαμε τά θύματά σου
μαζέψαμε τίς στάλες τῶν ἄφθονων καυτῶν δακρύων
καί φτιάξαμε ἕνα κομποσκοίνι

Ἐσύ χέρι πού ἔδωσες μελωδίες καί τραγούδια
Ἐσύ δάκρυ πού δώρισες σοφία, ἐσύ πηγή τῶν στεναγμῶν
Ἐσύ πλοῦτε καί εὐφορία
Ἐσύ σκληρή συμπόνια ἐσύ ὀργή πού στάζεις ἔλεος
Σέ κρύψαμε στά ὄνειρά μας σέ κάθε μελωδία
τῶν μελαγχολικῶν μας τραγουδιῶν

Σαμπάχ Ζουέιν

 

[Λίβανος]

 

Ἡ Σαμπάχ Ζουέιν γεννήθηκε τό 1955 στή Βηρυτό, μέ πατέρα ἀπό τόν Λίβανο καί μητέρα ἀπό τήν Ἀργεντινή. Σπούδασε Κοινωνιολογία καί ἐργάστηκε γιά πολλά χρόνια ὡς δημοσιογράφος, ὡς κριτικός λογοτεχνίας καί κινηματογράφου καί ὡς μεταφράστρια σέ διάφορες ἐφημερίδες καί περιοδικά τῆς Βηρυτοῦ καί τοῦ Λονδίνου. Βρέθηκε ἀπό νωρίς ἀνάμεσα σέ τρεῖς γλῶσσες, καθώς ἡ πρώτη της γλώσσα ἦταν τά ἱσπανικά, ἡ μητρική της γλώσσα, καί ἀκολούθησαν τά ἀραβικά, ἡ γλώσσα τοῦ πατέρα της, καί τά γαλλικά.

Ξεκίνησε νά γράφει ποίηση στά γαλλικά, ἀπό τό 1983 ὥς τό 1987, ἐνῶ ἀπό τό 1988 ξεκίνησε – καί συνεχίζει μέχρι σήμερα–  νά γράφει μόνο στά ἀραβικά. Ἔχει ἐκδώσει ὥς τώρα ἕντεκα ποιητικές συλλογές, συμμετεῖχε σέ ἀρκετές ἀνθολογίες, ἐνῶ ἔχουν δημοσιευτεῖ δοκίμιά της στά ἀραβικά καί τά γαλλικά. Ἀποσπάσματα ἀπό τίς ποιητικές της συλλογές ἔχουν μεταφραστεῖ στά καταλανικά, τά ὁλλανδικά καί τά γαλλικά, ἐνῶ ἔχει μεταφραστεῖ στά ἱσπανικά-καστιλιάνικα τό τελευταῖο της βιβλίο Κάθε φορά πού ἐσύ, καί κάθε φορά πού σκύβεις πάνω στά γράμματά σου.

Ἔχει μεταφράσει λογοτεχνία καί ποίηση ἀπό τά ἀγγλικά, τά γαλλικά καί τά ἱσπανικά στά ἀραβικά, καθώς καί ἀπό τά ἀραβικά στά ἱσπανικά καί τά γαλλικά.

 

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΣΥ, ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΣΚΥΒΕΙΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

Στήν τελευταία της ποιητική συλλογή, πού ἐκδόθηκε στή Βηρυτό τό 2011, ἡ Σαμπάχ Ζουέιν ἐπανέρχεται στά ἴδια ζητήματα πού διατρέχουν ὅλα τά βιβλία της καί πού περιστρέφονται γύρω ἀπό τήν προβληματική τῆς συγγραφῆς, τῆς γλώσσας, τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, καθώς καί στό ἐπίμονο ἐρώτημά της γιά τό πῶς συνδέονται ὅλα τοῦτα μέ τό σῶμα.

Στό βιβλίο συναντᾶμε κυρίως τόν φόβο πού τήν κατακλύζει καθώς ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ τόν θρυμματισμό τῆς γλώσσας, μιᾶς γλώσσας πού παρακολουθεῖ νά ἀποσυντίθεται. Ὁ φόβος συνυπάρχει μέ μιά νοσταλγία γιά τούς τόπους, ἐπώδυνη, κλονίζοντας γιά ἄλλη μιά φορά τή σχέση της μέ τή γλώσσα, πού συνθέτει καί ἀποσυνθέτει χωρίς ποτέ νά τήν ἱκανοποιεῖ. Οἱ τόποι πού πάντοτε καί χωρίς σταματημό τῆς ξεφεύγουν. Ὁ χρόνος πού συγχέεται μέ τόν χῶρο, ὁ ἄνθρωπος, παρών καί ἀπών τήν ἴδια στιγμή. Καί μέσα ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί μέσα ἀπό τίς λέξεις καί τίς φράσεις πού ἀποδομεῖ, σπάζοντας τή σύνταξη, μιλᾶ γιά τό λιγόστεμα καί τή ρωγμή τῆς ὕπαρξης.

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ἡ Σαμπάχ Ζουέιν ἔχει μιά ἰδιόμορφη σχέση μέ τή γραφή, μιά σχέση ἀγάπης καί μίσους ὅπου ἡ γλώσσα, ἀπό τή μιά ἀποδεικνύεται ζωτικῆς σημασίας κι ἀπό τήν ἄλλη ἀνήμπορο μέσο ἔκφρασης ἀλλά καί αἰτία πολέμου.

Οἱ λέξεις ποτέ δέν καταφέρνουν νά ἑρμηνεύσουν ὁλοκληρωτικά τήν κατάσταση τοῦ νοῦ μου, τίς ἐντυπώσεις μου, τίς συναισθηματικές μου μεταπτώσεις […] μέ ἄλλα λόγια, ἡ λέξη πού ὅλος ὁ κόσμος χρησιμοποιεῖ καί πού βρίσκει κανείς σέ ἕνα λεξικό, εἶναι πάντοτε περιορισμένη καί ὁριοθετημένη ἀπό μιά κοινή ἔννοια, ἐνῶ ἡ δική μου κατάσταση, αὐτή πού ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω, νά ἐπικοινωνήσω, δέν μοιάζει μέ τήν κατάσταση κανενός ἄλλου.

Ἡ ἀδυναμία τοῦ νά πεῖς, ἡ ἀνημπόρια τοῦ λόγου, γιά τήν ὁποία τόσοι ποιητές καί συγγραφεῖς ἔχουν μιλήσει, εἶναι τό ἴδιο, ἀνθεκτικό στήν αἰωνιότητα καί ἀδιαπέραστο ἐμπόδιο, πού στέκεται ἀνάμεσα στή Σαμπάχ Ζουέιν καί τή γραφή της.

Τήν ἀνημπόρια τῆς γλώσσας, τή συνάντησα σέ ὅλα μου τά βιβλία… Γράφω μέ στόχο νά προσπαθήσω νά γράψω μά στήν πραγματικότητα δέν γράφω ποτέ.

 

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Πάθος γιά τή συγγραφή, γιά μιά πράξη πού μπορεῖ συγχρόνως νά χωρέσει μέσα της ἀγάπη καί μίσος, ἀπόλαυση καί ὀδύνη, δίψα γιά δημιουργία καί ἐπιθυμία γιά καταστροφή.

Πόσες φορές δέν προσπάθησα, μέσα ἀπό τά κείμενά μου, νά τελειώνω μέ τή γραφή, νά τήν
ξεφορτωθῶ, νά τήν ἁρπάξω καί νά τή σκοτώσω…

Ἡ Ζουέιν, μιλώντας καί γράφοντας γιά τή σχέση της μέ τή γλώσσα, συχνά ἀνατρέχει στά λόγια τοῦ Ζόρζ Μπατάιγ. Ἡ προσωπική διαπίστωση τοῦ Ζόρζ Μπατάιγ ὅτι ἡ αὐθεντική μεταφυσική διαδρομή εἶναι ἐκείνη πού ἀκολουθεῖται ἀπό μία ἀπότομη πτώση, μιά διαδρομή πού γίνεται ὁριζόντια ἀφοῦ ἔχει ὑπάρξει βαθύτατα κάθετη, ὁδηγεῖ τήν ποιήτρια στή δική της διαπίστωση:

Μέσα στήν ὁριζόντια πορεία μου, δέν ἔπαψα νά ἀναζητῶ τήν προέλευση, τήν ἀρχή τῆς οὐσίας, τήν πηγή καί τό νόημα. Καί στήν κάθετη ὅπως καί στήν ὁριζόντια πορεία μου, ἡ ἀναζήτηση μέ ἐξάντλησε, ἡ λέξη γινόταν ἀντι-λέξη καί ἡ γλώσσα μου φανερωνόταν ἀφασική.

Πράγματι, μέσα στά κείμενά της συναντᾶμε συνεχῶς ἕνα εἶδος ἀμηχανίας, σύγχυσης πού δηλώνεται ἀνενδοίαστα καί ἀφήνει μετέωρη τή γλώσσα ἀνάμεσα στήν ἐπιθυμία νά μιλήσει καί σ’ ἐκεῖνο πού θέλει νά πεῖ καί πού ὡστόσο, ἀκαταπαύστως ξεμακραίνει… Ὁ δισταγμός, τό δίλημμα καί ἡ ἀναποφασιστικότητα, ἐκφράζονται συχνά μέσα ἀπό τή χρήση τῆς ἐπανάληψης, τοῦ διαζευκτικοῦ «ἤ», ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν παρήχηση, τήν ὁμωνυμία, τήν ἀλλαγή χρόνου στά ρήματα καί τήν ἀλλαγή προσώπου κυρίως ἀπό τό πρῶτο στό δεύτερο καί στό τρίτο ἑνικό πρόσωπο.

Τό πάθος λοιπόν γιά τή γλώσσα συνυπάρχει σχεδόν σέ κάθε στίχο της μαζί μέ τήν ἀνυπέρβλητη δυσκολία τῆς προσέγγισης ἑνός ὁλοκληρωμένου νοήματος. Ἡ σύνθεση καί ἡ ἀποσύνθεση τῶν στίχων, ἡ σπασμένη σύνταξη τοῦ κειμένου, ἡ ἀγωνία τῆς ὁλοκλήρωσης μέ τή βεβαιότητα τῆς ἀποτυχίας, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀφετηρία καί τό πρῶτο ἐρέθισμα τῆς ποιήτριας γιά νά γράψει. Ἤ νά σβήσει, γράφοντας.

 

Ἡ λέξη εἶναι ἡ διαγραφή τῆς λέξης.

 

 

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Ἀπό ποῦ ἔρχεται ἡ λέξη; Τό ἐρώτημα συντηρεῖται ἀδιάκοπα μέσα της καί πηγάζει ἀπό διπλή πηγή: τό πάθος της γιά τήν ἐτυμολογία ἀπό τή μιά καί μιά ἐπίμονη ἀναζήτηση γιά τήν ἀφετηρία, τήν ἀπόλυτη ἀφετηρία τῶν πραγμάτων, ὅπως τήν ὀνομάζει ἡ ἴδια, ἀπό τήν ἄλλη.

Ἀπό ποῦ ἔρχεται ἡ λέξη; Εἶμαι ἐγώ πού τήν ἐπινοῶ ἤ ἐκείνη ἐπινοεῖ ἐμένα;
Ἐρωτήσεις μόνο δίχως ἀπαντήσεις, νά τό ἀληθινό ὑλικό τῆς γλώσσας μου.

Ἐντέλει ἡ γραφή της γίνεται μέσο καί ταξίδι, ἀλλά ποτέ σκοπός, οὔτε καί ἄφιξη.

Γράφω γιά νά καλύψω τήν ἀπόσταση μεταξύ ἐμένα καί τοῦ τελικοῦ, ἀληθινοῦ τόπου, ἀκριβῶς ὅπως καλύπτω τήν ἀπόσταση μεταξύ τῆς λέξης καί τοῦ συμβόλου της.

 

ΕΝΑΓΩΝΙΑ, ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΗ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ἡ γραφή τῆς Ζουέιν μοιάζει μέ λαβύρινθο καί ἐναγώνια, ἀνεξάντλητη μάχη μέ τή γλώσσα, ὅπου κανείς δέν βγαίνει νικητής παρά κι οἱ δυό ἡττημένοι.

Ἡ γραφή γιά μένα εἶναι ἕνας ἀγώνας γιά τήν ἀναζήτηση τοῦ χαμένου γράμματος. Ἀγώνας σαγηνευτικός ἀλλά ποτέ ἐπιτυχημένος ἐξαιτίας τοῦ ἴδιου τοῦ παιχνιδιοῦ πού κάνει κύκλους καί δέν ὁδηγεῖ πουθενά.

Μέσα στά ποιήματά της συναντᾶμε κυρίως τήν ἴδια, ἡ ἴδια βρίσκεται μέσα κι ἔξω ἀπό τό ποίημα, στό πρῶτο, τό δεύτερο ἀλλά καί τό τρίτο πρόσωπο, σάν νά πρόκειται ὡστόσο γιά μία ἄλλη. Ἡ ποιήτρια ἀπευθύνεται στόν ἑαυτό της σάν νά ἀπευθύνεται σέ ἕνα χέρι πού μάταια πασχίζει νά γράψει τήν ποθητή λέξη, τήν ἀπόλυτη, μία καί μοναδική λέξη πού γιά νά τήν ἀνακαλύψει χρειάζεται νά σπαταλήσει χιλιάδες ἄλλες καί πάλι, χωρίς καμιά ὑπόσχεση καί μᾶλλον μέ τήν ὑποψία μιᾶς ἀκόμα ἀποτυχημένης ἀναζήτησης. Ἡ Ζουέιν παρατηρεῖ ἐκείνη τή γυναίκα πού γράφει καί ἄλλοτε συμπάσχει μαζί της, ἄλλοτε στέκεται ἀπό ἀπόσταση καί τή «ζωγραφίζει» μέ λέξεις σάν νά φτιάχνει ἕναν πίνακα, ἄλλοτε τή σαρκάζει, μά μέ τόν ἴδιο πόνο πού θά ἐπιστρέψει στή συνέχεια μέσα της, τήν ἀφήνει κάποιες φορές νά ὀνειροπολεῖ καί νά ἐλπίζει, κι ἄλλες φορές τῆς καταλογίζει εὐθέως τήν ἀναπηρία της, αὐτή τήν ἀναπηρία πού κάνει κάθε νέα της συγγραφική ἀπόπειρα νά καταλήγει σέ ἀκρωτηριασμένο λόγο, σέ σπασμένη σύνταξη, σέ ἄλλη μιά ἀόρατη παρουσία. Παροῦσα ναί, κι ὅμως, ἀπογοητευτικά ἀόρατη.

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ, ΤΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

 

Ἀνάμεσα στό γνωστό καί τό ἄγνωστο, τό ἀπόλυτο καί τό ἀπατηλό. Μά ὅσο ἡ γραφή ἁπλώνεται πάνω στή λευκή σελίδα, τόσο τό ἀπώτερο ἀπόλυτο ἀπομακρύνεται… Κι ὅσο ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἡ γραφή ὁλοκληρώνεται, ἄλλο τόσο μοῦ μοιάζει ἡμιτελής. Πρόκειται γιά μιά τραγική περιπλάνηση. Ἕνα παιχνίδι ὀφθαλμαπάτης πού μέ ὁδηγεῖ ξανά καί ξανά στό σημεῖο ἀφετηρίας, ἐκεῖνο τό σημεῖο ἀπέναντι ἀπό τόν ἐπιδιωκόμενο στόχο.

Καί ἄρα ἡ πράξη τῆς συγγραφῆς εἶναι μαζί παρουσία καί ἀπουσία καί σύγχυση μεταξύ παρουσίας καί ἀπουσίας.

 

 

ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗ

Μέσα στό βιβλίο της Τό γερμένο σπίτι, ὁ χρόνος καί οἱ τοῖχοι, ἡ Σαμπάχ Ζουέιν μιλᾶ γιά τήν ἁμαρτία τοῦ σώματος μέ δύο τρόπους: πρῶτα ἡ ἐρωτική πράξη, μετά ἡ συγγραφική πράξη.

Τό σῶμα πού εἰσέρχεται στήν ἐρωτική πράξη χάνει τήν ἀρχική του ἀθωότητα καί τήν πρωταρχική του ἀφέλεια. Ἀντίστοιχα, τό σῶμα πού εἰσέρχεται στή συγγραφική πράξη, χάνει τήν ἐλευθερία τῆς ζωῆς καί βυθίζεται ὅλο καί περισσότερο στό τέλμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς συγγραφῆς. Πρόκειται γιά τό ἁμάρτημα τοῦ διαχωρισμοῦ μας ἀπό τό ἀπόλυτο, τό ὁποῖο στή συνέχεια εἴμαστε καταδικασμένοι νά ἀναζητᾶμε αἰωνίως, εἰς μάτην. Κι ἐδῶ βέβαια μπαίνουμε ἀναπόφευκτα στόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας ἀλλά καί τῆς ψυχανάλυσης, καθώς ὁ δυϊσμός καί τό συλλογικό ἀσυνείδητο καθιστοῦν ἕνα ἀκόμα, ἰσχυρότατο σημεῖο ἀφετηρίας καί περιπλάνησης.

Καί φυσικά, σύμφωνα μέ τή Σαμπάχ Ζουέιν, ἐκεῖ πού ξεκινᾶ ἡ περιπλάνηση, ξεκινοῦν καί τά λάθη.

 

 

ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΧΑΡΤΗΣ ΜΑΖΙ

Τό σῶμα τροφοδοτεῖ γιά τήν ποιήτρια ἕναν διαρκῆ προβληματισμό, καθώς ἀσταμάτητα ἀναζητᾶ τή θέση του μέσα στή γραφή της.

Ἡ γραφή εἶναι κατ’ ἀρχάς κίνηση. Ὄχι μονάχα ἡ κίνηση τῆς σκέψης μές στίς φράσεις καί τίς λέξεις, μά ἐπίσης ἡ κίνηση τοῦ χεριοῦ πάνω στό χαρτί, πάνω στό ἄδειο φύλλο. Ὁ τόπος τῆς γραφῆς εἶναι αὐτή ἡ χειρονομία τοῦ χεριοῦ πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις καί τά γεωγραφικά πλάτη τοῦ λευκοῦ χαρτιοῦ, ἐκεῖνος ὁ τόπος ὁ πρωταρχικός καί μαζί περιθωριακός, μέσα στή ζωή τοῦ συγγραφέα.

Ἡ λέξη πού διατρέχει τή σελίδα εἶναι συγχρόνως ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος πού διατρέχει τό χῶρο καί τό γεωγραφικό του πλαίσιο. Ἡ γραπτή σελίδα εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ σώματος καί οἱ χειρονομίες του, πού φτιάχνονται ἀπό τήν καθημερινή χωρική του διαδρομή.

Ἡ ποιήτρια, διχασμένη ἀνάμεσα σέ δύο τόπους, αὐτόν τοῦ πατέρα καί ἐκεῖνον τῆς μητέρας της, ἀνάμεσα σέ δύο ἀλφαβήτους καί σέ δύο γλῶσσες, εἶναι τελικά κι ἡ ἴδια ἕνας χάρτης κι ἕνα χαρτί πού σκίζεται στή μέση, ἀπομεινάρια γραμμάτων καί λέξεων, μπερδεμένες ἀναμνήσεις, ὄνειρα παιδικά, σκιές καί ψευδαισθήσεις.

 

 

ΔΥΟ ΖΩΕΣ

 

Τό παράδοξο πού ζεῖ ἕνας συγγραφέας εἶναι πώς ζεῖ δύο παράλληλες ὑπάρξεις κι ἡ μιά εἶναι στό πεδίο τοῦ ἐφήμερου, ἡ ἄλλη στό πεδίο τοῦ διηνεκοῦς, γιά νά μήν ποῦμε «αἰώνιου» ἀφοῦ τίποτα δέν μπορεῖ στ’ ἀλήθεια νά εἶναι αἰώνιο.

Τό νά ζεῖς ἀνάμεσα στό γραμμένο καί τό βιωμένο, εἶναι σά νά ζεῖς συγχρόνως καί τά δύο μέ τόν κίνδυνο ὅμως νά μήν ζεῖς πουθενά.

Ἀναζητᾶ τή γραφή μέσα στή ζωή καί τή ζωή μέσα στή γραφή, τό σῶμα μέσα στίς λέξεις καί τίς λέξεις μέσα στό σῶμα, ἐπιθυμώντας νά γυμνώσει καί τά δύο ὥστε νά τά δεῖ καθαρά, ὥστε νά μήν τά χάσει.

Ἐπέμενα ὅτι ἡ ποίηση θά ἔπρεπε νά γράφεται μέσα σέ ἀπόλυτη ἔνδεια, σέ στεῖρο, ἄνυδρο, κενό περιβάλλον, μέσα στήν ἀπουσία τεχνητῶν βοηθημάτων, μέ στόχο τήν ἀπόλυτη γύμνια τῆς γραφῆς.

Ἡ Ζουέιν δέν σταματᾶ ποτέ ν’ ἀναρωτιέται γιατί γράφει, ἄν γράφει καί ἄν ζεῖ γράφοντας. Δέν σταματᾶ καμιά στιγμή ν’ ἀναρωτιέται ἀπό ποῦ ξεκινᾶ ἡ γλώσσα κι ἄν, ζώντας στό τώρα καί στό μετά, ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀνακαλύψει κάποτε κανείς τό πρίν.

Δέν ἔπαψα νά ἀναρωτιέμαι ἄν εἶμαι ἕνα φωνῆεν ἤ ἕνα σύμφωνο, κι ἄν λοιπόν εἶμαι μιά γλώσσα, γράφω γιά νά ξεφορτωθῶ αὐτή τή γλώσσα, γιά νά ξαναβρῶ τήν πρωταρχική κατάσταση τοῦ πρίν τή γλώσσα.

Α.Σ.

 

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ΟΤΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ…

1.

Ἔκλεισα τήν πόρτα
πού βλέπει στόν κῆπο μας
καί σφάλισα τό παράθυρο
πού βλέπει τίς σκιές μας,
ὕστερα μαζεύτηκαν τά ἄστρα
πάνω στό γυμνό μου στῆθος,
ἤ ἄστραψε ὁ ἥλιος
πάνω στή γλώσσα μου.

2.

Ἐσύ ἡ χαμένη
μές στούς λαβυρίνθους σου
καί μαζί ἡ ἡττημένη,
ἡ πεθαμένη ἐσύ.
Πέθανες γιατί δυνάμωσε τόσο πολύ τό φῶς,
δυνάμωσε τόσο πολύ ἐπάνω στά γυμνά σου ἄκρα.
3.

Εἶναι ἡ ἀδυναμία γιά τήν ἔσχατη μορφή τοῦ σχεδίου
καί ἡ ἀδυναμία γιά ὁλοκλήρωση
ἔπειτα ἐγώ στό ἀπώτατο λευκό,
ὅπου οἱ γωνίες τοῦ σώματος
κερδίζουν σέ αἰχμηρότητα
καί οἱ γωνίες τῆς λέξης μέ πονᾶνε,
ὅπως ὁ καιρός στό δωμάτιό μου πονάει ἀπό τήν ἀπουσία.

4.

Ἤ εἶναι τά δέντρα στή γύμνια τοῦ καιροῦ
πού μπαίνουν μές στό σῶμα μου
καί σχεδιάζω τίς μορφές μου πάνω στόν τοῖχο,
τίς μορφές πού κομματιάζει ἡ ἀπορία.

5.

Ἐνῶ τό φῶς
λάμπει μέσα ἀπό τ’ ἄκρα μου,
κάθε φορά πού ἀνοίγω τά δάχτυλά μου
γιά νά γραπώσω τή φωτιά.

6.

Χθές κατάπια
ἀστέρια,
καί γράμματα χθές
κατάπια,
ἀπό χρυσάφι, τέτοια γράμματα
κι ἄλλα ἀπό φωτιά,
μά ἅπλωσα τό χέρι ὥς τόν ὁρίζοντα
μήπως καί δῶ,
κι ἔπεσα στήν καρδιά τοῦ ἄσπρου.

7.

Ὅμως φοβήθηκα μήν ἀφανιστοῦν οἱ τόποι,
ἀφοῦ τό γράμμα ἤδη ἄρχισε ν’ ἀποσυντίθεται.
8.

Ποιά εἶναι ἐκείνη πού
μ’ ἔφερε στό λόγο καί μές στό στόμα μου
ἔβαλε ἕνα σωρό γράμματα
κι ἕνα σωρό ἱστορίες.
Ποιά εἶμαι ἐγώ, καί κρέμασα
ἕναν ἥλιο στόν τοῖχο τοῦ δωματίου
ἤ ἕναν ἥλιο στόν καθρέφτη
ἐκεῖ ὅπου τό πρόσωπό μου ἐξομοιώθηκε
μέ τίς ἀναλαμπές τῆς λήθης.

 

9.

Ἔπειτα σχίστηκε στά δυό τό σῶμα μου
ἀνάμεσα στή μήτρα της καί τή μήτρα τῶν βουνῶν,
ἤ σκορπίστηκε τό θρυμματισμένο σῶμα
ἀνάμεσα σέ μορφές λόγου καί στά ὀνόματά του,
ὅμως τό νόημα δέν ἦρθε,
κόλλησα τό πρόσωπό μου στό τζάμι τοῦ παραθύρου
κι εἶδα τόν καιρό νά κατεβαίνει βιαστικά
ἀπό τόν οὐρανό.

10.

Αὐτό τό σῶμα
τό ἀνολοκλήρωτο
αὐτό τό σῶμα τό γεμάτο κατευθύνσεις,
ἐγώ εἶμαι αὐτή πού ἀποπειράθηκε νά ὑπολογίσει
τούς τόπους καί τά γράμματα,
νά ὑπολογίσω τόν καιρό τῆς γλώσσας στά δάχτυλά μου ἀποπειράθηκα,
κι ἔπεσε τό χέρι μου στό κενό.

 

ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ…

1.

Ἦταν ὁ ἥλιος μές στό χέρι μου
ἤ, ἦταν ὁ ἥλιος τῶν ἀγρῶν τοῦ Μάη
στό κατώφλι τῆς πόρτας.
Ἤ πάλι, τό κατώφλι τοῦ Μάη στίς πύλες τοῦ Φόρστ
καί βλέπω τήν πόλη σήμερα
ἀπ’ τό παράθυρο πού βλέπει στίς ὀχτώ ἡμέρες,
στόν ἥλιο καί στό σῶμα,
τά βλέπω καί τά δυό νά σκύβουν πάνω ἀπό τά σπίτια τῶν ἥσυχων ἐκείνων δρόμων.

2.

Μέ βλέπω στή μνήμη τοῦ μπαλκονιοῦ καί τοῦ φυτοῦ,
στή μνήμη τοῦ σώματος
καθώς σαλεύει ἡ σκιά του ἀνεβοκατεβαίνοντας
μέσα ἀπ’ τούς δρόμους καί τόν ἥλιο·
οἱ δρόμοι τοῦ Φόρστ
κόλλησαν πάνω στά πόδια μου,
ἤ ὁ ἥλιος τῶν στεγῶν
ἀναπαύτηκε στήν παλάμη μου.

3.

Μιά γυναίκα ἐμφανίζεται,
ἔπειτα δεύτερη,
κι οἱ δυό στό κατώφλι τῶν σπιτιῶν τους,
κι ἐμεῖς στή συντροφιά μας
διηγούμαστε μιά ἱστορία
γιά τή μοντέρνα τέχνη
καί τά παλιά παπούτσια,
γιά τή βιογραφία τῶν μπαλκονιῶν
καί τήν πολιτική τους.
4.

Σέ εἶδα σάν ἀριθμημένο δέντρο,
τό δέντρο στή λεωφόρο Γκιγιόμ βάν Ἄλεν.
Δέντρα πού ἔπεσαν στήν κατάρα τῶν ἀριθμῶν,
ἤ ἔγειραν πάνω στήν κατάρα μου·
σκύψαμε μαζί πάνω ἀπό μέρες πού πέρασαν,
ἤ ἀτενίσαμε ἄλλες μέρες μέσα στόν ἄσπρο οὐρανό.

5.

Ἡ μαγεία τῆς γλώσσας καί τό μυστικό της
Εἶσαι ἡ γλώσσα ἡ πολύπλευρη, διάβασα τούς δρόμους τοῦ Φόρστ
στό δυϊσμό σου,
στό μυστικό τοῦ λαβυρίνθου σου,
στήν ἔκπληξη ἀπό τά γράμματα καί τά χρώματά τους·
διάβασα τή λίστα τῶν ὀνομάτων τους μές στό λαβύρινθο τῶν λέξεων.

6.

Ἤ ἐπειδή τό Οὐίλς
τρέχει μέσα στίς φλέβες τῶν δρόμων σου,
οἱ ἀριθμοί τῶν δέντρων εἶναι μάρτυρες τῆς ζωῆς τους·
κάθε ψυχή ἔχει τόν ἀριθμό της στόν οὐρανό,
κι εἶδα πολλά ποτήρια
στό σκοτεινό προθάλαμο,
ἐκεῖνα τά ποτήρια-μάρτυρες τοῦ χρόνου,
τούτη εἶναι ἡ αἴθουσα τοῦ συσσωρευμένου χρόνου.

[Ἐκείνη πού, ἤ γαλάζια στήν καρδιά τῆς πόλης,
Βηρυτός 2009, ἀποσπάσματα]

 

 

Εἶσαι ἀκόμα ἐκεῖ, στήν ἄκρη τοῦ τόπου, κοιτάζεις τά πόμολα στίς πόρτες, κι ἀκόμα τόν καθρέφτη πού ἔσπασε σέ φευγαλέες στιγμές ἤ σέ λεπτά συσσωρευμένα, ἤ ἴσως εἶναι σκιές χρόνων μές στά μάτια σου, ἀπομεινάρια μνήμης πάνω στά δυό μάγουλα, ὅταν εἶδα στά μάτια σου λέξεις πού δέν ἔγραψες ἀκόμα, ἤ θραύσματα λέξεων πού ἀναδύθηκαν στά βλέφαρά σου ἀπό τήν τρέλα τοῦ καιροῦ κι ἀπό τόν πόνο τοῦ τόπου, τοῦ τόπου πού ἀκόμα ἀναζητᾶς, αὐτοῦ τοῦ κρυμμένου πίσω ἀπό τ’ ὄνομά σου, τοῦ κομματιασμένου αὐτοῦ μέσα στά χέρια σου γιατί μέ τά χέρια σου πλάθεις τό νόημά σου, καί ἀπέμειναν κομμάτια του, σπαράγματα μέσα στ’ ἀνήσυχα μάτια, ὦ ἐσύ πού χυμᾶς μιά στούς λόφους τῶν γραμμάτων καί μιά στίς κοιλάδες τῶν λέξεων, ὦ ἐσύ ἡ Ἐσύ, γιατί ἐσύ εἶσαι αὐτή πού δρασκελίζεις μιά τίς γραμμές της μιά τίς γραμμές του, ἐσύ ἡ διχοτομημένη ἀνάμεσα στή λατινική ἀλφάβητο ἐκείνης τῆς μητέρας καί τήν ἀραβική ἀλφάβητο ἐκείνου τοῦ πατέρα, καί πόσος πόνος τρυπάει τό σῶμα τό μικρό, τό βιαστικό, τό διάφανο ἐκεῖνο σῶμα πού κοιμᾶται πάνω στό παράλογο τῆς γλώσσας, ἤ ἐκεῖνο πού δέν κοιμᾶται αὐτό, ἔπειτα κοιτάζεις τό παλιό πόμολο τῆς πόρτας, καθώς καί τόν ἀσβέστη τοῦ τοίχου κοίταξες, ἤ ἀνοίγεις τό γαλάζιο παράθυρο ὅπου κι ἐκεῖ ἀπομεινάρια φωνῶν φτάνουν σέ σένα ἀπό τό χθές, φωνές ἀπό τίς περασμένες ὧρες φτάνουν, ἤ πέρασαν ἐκεῖνες οἱ ὧρες ὅταν ἐσύ κοιτοῦσες τόν ἥλιο πάνω στό μέτωπό σου, καί τούς κωπηλάτες τῶν καϊκιῶν στίς παλάμες σου τίς ἀνοιγμένες στά χρώματα πού στολίζουν τόν ὁρίζοντα κοιτάζεις, ἔπειτα συνέχιζες νά ἐλπίζεις σέ μέρες πού κυλοῦσαν μέ ἄφθονα γέλια καί ἄφθονα σχήματα, μά ἄρχισες νά βλέπεις μέσα ἀπ’ αὐτό τό τζάμι λέξεις φανταστικές, ἤ εἶναι ἡ ψευδαίσθηση τῶν λέξεων πού ἀναστράφηκαν οἱ ἦχοι τους μέσα σέ μία μόνο μέρα σου, πῶς στό ξύπνημά σου καί στόν ὕπνο σου ταλαντευόσουν κι ἀκόμα ταλαντεύεσαι ἀνάμεσα στίς ἀναρίθμητες πλευρές τῆς γλώσσας, πῶς καί νά μήν καταλαβαίνεις.

 

Σκορπίζεσαι στό γαλάζιο τοῦ παραθύρου, καί τό σῶμα, εἶναι τό σῶμα σου πού ἀκουμπᾶ στήν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ, ἤ ἐκεῖνο πού ἀκουμπᾶ στό ἁπλωμένο σύθαμπο κι ἐσύ αὐτή πού ἀπό τήν ἄπειρη προέκτασή σου, φτάνεις μέ τό λεπτοκαμωμένο σου χέρι τίς πυκνές εἰκόνες, ἐκείνους τούς καθρέφτες τῶν ἄκρων σου καί τούς καθρέφτες τοῦ λευκοῦ πού ἀπέμεινε ἀπό τό πρόσωπό σου, τοῦ λευκοῦ πού ἀπέμεινε ἀπό τό ὄνομά σου στή σελίδα τοῦ πρωινοῦ καί στή σελίδα τῆς λήθης, ἤ μέ τό τόσο σου λευκό κοιτάζεις τό χέρι σου, καί μές στά μάτια σου μιά ἀπορία παλιά, ἐκείνη ἡ ἀπορία πού τρυπώνει στά φύλλα τῆς καρδιᾶς σου καί δέν στεριώνεις πουθενά, πῶς πιάστηκε στά χέρια σου ὅλος αὐτός ὁ ἥλιος, ἤ πῶς ἀστράφτει στό μέτωπό σου ὅλο τοῦτο τό χρυσάφι, κι εἶδα χρυσάφι νά πέφτει ἀπό ἕνα ποτήρι κρυστάλλινο πάνω στό γυμνό κι ἁγνό σου σῶμα, ἐσύ τό σῶμα τό πυκνό, σάν καταρράκτης ἀπό χρυσάφι ἔπεφτε ἀπ’ τό ποτήρι τό ὅραμα πάνω στά μακριά μαλλιά σου, ἐσύ ἡ ἐξαίσια μές στήν ἐξαίσια γύμνια σου, ἤ σέ εἶδα νά κοιμᾶσαι ἁγνή καί ἄσπρη στήν καρδιά τῆς μνήμης, ἐσύ πού καμάρωνες γιά τίς μακριές σκιές σου καθώς στεκόσουν ὄρθια, ἐκεῖνα τά χρώματα πού τρεμόπαιζαν στόν ὁρίζοντα, κι ἔπειτα ἔσμιγαν στόν ὁρίζοντα μέ τίς διασκορπισμένες λέξεις σου, αὐτές τίς λέξεις τῆς ἀγωνίας, ἤ ἐσύ στό γυμνό σου ξύπνημα πού κόντεψες νά πεθάνεις ἀπό τή θλίψη ἤ ἀπό τή ματαίωση πάντοτε πεθαίνεις, καί τό παράθυρο δίπλα στά πόδια σου, ἐκεῖνο τό χαμηλό παράθυρο στό παλιό σου σπίτι, καί δέν ἄλλαξε τό γαλάζιο τῶν ἡμερῶν πού κάποτε ἦταν δικό σου, δέν, καί παρέμεινες λαμπερή τό ἴδιο πρωινό, ἤ λάμπουν μέσα ἀπό τά χέρια σου οἱ τοῖχοι ἐκείνου τοῦ λευκοῦ, λάμπουν μέσα ἀπό τά κρεμασμένα τσαμπιά καί τή βροχή τοῦ ἀπογεύματος, ἤ, σάν ἐσένα πού λυγίζεις πάντα, καί δίχως τέλος, ἀπ’ τή σφοδρότητα καί τό κέντρισμα τῆς μνήμης κι ἀπό τή λάμψη αὐτῆς τῆς μνήμης λυγίζεις, κι ἐσύ ἀπό τήν τόσο πολλή λάμψη στά λευκά σου ἄκρα πόσο λύγισες.

[Κάθε φορά πού ἐσύ καί κάθε φορά πού σκύβεις πάνω στά γράμματά σου,
Βηρυτός 2011, ἀπόσπασμα]

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.