Μάρα Ψάλτη – Σχόλια στην τυπολογία της νεοελληνικής ρίμας. Η περίπτωση του Νάσου Βαγενά

Μάρα Ψάλτη

Σχόλια στήν τυπολογία τῆς νεοελληνικῆς ρίμας
Ἡ περίπτωση τοῦ Νάσου Βαγενᾶ

Ἡ τυπολογία Κοκόλη καί ἡ μερική ρίμα

Τό βιβλίο τοῦ Ξενοφῶντος Κοκόλη Ἡ ὁμοιοκαταληξία. Τύποι καί λειτουργικές διαστάσεις (1993) ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα βιβλίο ἀναφορᾶς γιά τήν ἑλληνόγλωσση ριμολογία. Δέν εἶναι μόνο τό γεγονός ὅτι συνιστᾶ τό μοναδικό στά ἑλληνικά ἐγχειρίδιο ἀφιερωμένο ἀποκλειστικά στό φαινόμενο τῆς ὁμοιοκαταληξίας, ἐκεῖνο πού κατέστησε τήν τυπολογία Κοκόλη καθολικά ἀποδεκτή ἅμα τῇ ἐμφανίσει της· στήν ἀποδοχή συνέβαλε ἐξίσου ὁ πλοῦτος καί τό εὖρος τῶν παραδειγμάτων, τό χαρίεν ὕφος, ἡ θερμή γραφή, ὁ συνομιλητικός τόνος τοῦ Κοκόλη. Ἡ κεφαλαιώδης σημασία τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου γιά τήν ἑλληνική μετρικολογία δέν θά πρέπει, ὡστόσο, νά μᾶς ἀποθαρρύνει νά διατυπώσουμε ὁρισμένες κριτικές ἐπιφυλάξεις. Μία ἐξ αὐτῶν ἔγκειται στό ὅτι οἱ «μερικές» (ἤ «περίπου», ὅπως εἶχαν προσδιοριστεῖ στήν πρώτη μορφή τοῦ κειμένου) ὁμοιοκαταληξίες στριμώχνονται σέ κάτι λιγότερο ἀπό τρεῖς σελίδες τῆς τυπολογίας, καί – μέ συνοπτικές διαδικασίες–  κάθε περαιτέρω ἐξέτασή τους ἀπορρίπτεται: ὡς μή κανονικές ὁμοιοκαταληξίες (ἀφοῦ δέν πληροῦν τό κριτήριο τῆς πλήρους ὁμοηχίας) δέν ἐνδιαφέρουν (Κοκόλης 1991: 43-44, καί 1993: 34-36). Ἡ παρούσα μελέτη ἐπιδιώκει ἀκριβῶς νά ρίξει μιά πιό προσεκτική ματιά σέ αὐτές τίς «μερικές» ρίμες, μέ σκοπό νά διευρύνει τήν τυπολογία Κοκόλη πρός τήν κατεύθυνση τῆς κατ’ ἀναλογίαν ἤ κατά προσέγγισιν ὁμοηχίας. Παραδειγματικός ἁρμός αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος εἶναι ἡ ποίηση τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, ἡ ὁποία σύν τῷ χρόνῳ φαίνεται νά συστηματοποιεῖ μιά ἰδιοσυγκρασιακή χρήση τῆς ὁμοιοκαταληξίας.

Δέν ἰσχυρίζομαι βέβαια ὅτι ὁ Βαγενάς εἶναι ὁ μόνος (πολλῷ δέ μᾶλλον ὁ πρῶτος) πού ἀξιοποιεῖ ἀποκλίνουσες μορφές ὁμοιοκαταληξίας. Θά μποροῦσε κανείς νά καταρτίσει ἕνα σχέδιο γενεαλογίας τῆς «μερικῆς» ρίμας, περιλαμβάνοντας ποιητές τόσο διαφορετικούς ὅσο ὁ Ρῶμος Φιλύρας[1], ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ Βύρων Λεοντάρης καί ὁ Μανοῦσος Φάσσης, γιά νά μνημονεύσω μόνο ὁρισμένους. Μέ τήν ἐξαίρεση τοῦ Φάσση, στή δεύτερη φάση τῆς ποίησης τοῦ ὁποίου ἡ ἀποκλίνουσα ρίμα ὑπηρετεῖ τούς στόχους μιᾶς χιουμοριστικῆς-σατιρικῆς ποιητικῆς (Γαραντούδης, 2007:113-124), οἱ ὑπόλοιποι ἀπό τούς ποιητές πού ἀναφέρθηκαν δέν τήν ἀξιοποιοῦν μέ τρόπο αὐστηρά μονοσήμαντο. Παίρνοντας (γιά εὐνόητους λόγους) ὡς παράδειγμα τόν Σεφέρη, θά δοῦμε ὅτι ρίμες αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀπαντοῦν καί στόν ποιητικό του κανόνα, σέ ποιήματα καθ’ ὅλα σοβαρά, ὅπως τά «Fog» καί «Ρίμα» ἀπό τή Στροφή, ἡ Στέρνα, ἤ τό «Στά περίχωρα τῆς Κερύνειας» ἀπό τό Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ ΄, γιά νά ἀναφέρω μόνο μερικά.[2] Ἀλλά καί ξένοι ποιητές, τῆς παράδοσης πού ἀκολουθεῖ ὁ Βαγενάς, ὅπως ὁ Yeats – ἡ Marjorie Perloff στό βιβλίο της Rhyme and Meaning in the Poetry of Yeats (1970) ἐξερευνᾶ ἐνδελεχῶς τίς κατά προσέγγισιν ομοιοκαταληξίες του (approximate rhymes)–  ἤ ὁ πολεμικός ποιητής Wilfred Owen (Welland, 1950) μεθοδεύουν ἐκτεταμένα καί γιά εἰδικούς νοηματικούς σκοπούς (ποιητικῶς νοηματικούς) τίς μερικές ὁμοιοκαταληξίες.

Σημειώνω ὅλα τά παραπάνω γιά νά ὑπογραμμίσω ὅτι οἱ ρίμες τοῦ Βαγενᾶ ἐντάσσονται σέ μία παράδοση προσπάθειας ἐπίτευξης ἁρμονικῶν παραφωνιῶν, ἡ ἀνάδειξη τῆς ὁποίας στά καθ’ ἡμᾶς, τουλάχιστον ὡς πρός τά ζητήματα τῆς ὁμοιοκαταληξίας, παραμένει ζητούμενο, κι αὐτό παρά τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει σχετική ξενόγλωσση βιβλιογραφία.[3]

 

Ἡ ρίμα στήν ποίηση τοῦ Νάσου Βαγενᾶ

Ἡ σκέψη γιά τήν ἀνάγκη μιᾶς συστηματικότερης μελέτης τῆς ρίμας ἐκείνης πού μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο ἀποκλίνει ἀπό τό πρότυπο τῆς «κανονικῆς» ὁμοιοκαταληξίας μοῦ γεννήθηκε ξαναδιαβάζοντας τίς ἕντεκα (ἕως τή στιγμή σύνταξης τῆς παρούσας μελέτης) ποιητικές συλλογές τοῦ Βαγενά, συγκεντρωμένες πλέον ἀπό κοινοῦ στόν ἐξαιρετικά καλαίσθητο τόμο τοῦ Κέδρου (2015). Ἡ σαραντάχρονη ποιητική του «βιογραφία» φαίνεται νά διαγράφει μιά πλήρη τροχιά: ξεκινώντας ἀπό ἕνα αἴσθημα ἐναγώνιας προσπάθειας δραπέτευσης ἀπό ἕνα παράλογο, καφκικό σύμπαν στενῶν ὁριζόντων, καταλήγει σέ μιά ψύχραιμη ἀποδοχή καί σέ μιά ἐνατένιση τῶν ἀνθρώπινων μέ μιά ἀποστασιοποιημένη, σκωπτικά σκεπτικιστική διάθεση. Ἄν ὑπάρχει μιά σταθερά, ὡστόσο, ἡ ὁποία ἐξαρχῆς συνέχει τό ποιητικό ὅραμα τοῦ Βαγενᾶ εἶναι τό αἴτημα γιά μιά πειθαρχημένη ἔκφραση. Ἡ ἐκφραστική αὐτή πειθαρχία, βέβαια, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου μεταφράζεται σέ διάφορες καί διαφορετικές μορφικές ἐπιλογές: ἀπό τόν ρυθμικό ἐλεύθερο στίχο στόν στίχο-παράγραφο, στό πεζό ποίημα, σέ ποιήματα ποικίλης στροφικῆς ὀργάνωσης, σέ «πειραγμένα» ποιήματα σαφοῦς εἰδολογικῆς ἤ προσωδιακῆς σήμανσης – ὠδή, χάικου, βιλλανέλλα, μπαλλάντες, ἐπιγράμματα, σονέτα κλπ. (βλέπε σχετικά Γαραντούδης, 2007:397-423). Ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἑξῆς, ὡστόσο (καί μποροῦμε μέ ἀσφάλεια αὐτό τό σημεῖο νά τό ὁρίσουμε στά 1997, ἔτος ἔκδοσης τῆς Πτώσης τοῦ ἱπτάμενου β΄), φαίνεται πώς τό αἴτημα γιά πειθαρχημένη ἔκφραση ἀγκιστρώνεται προσωδιακά σέ μιά ἀνανεωμένη ἀξιοποίηση τῆς ὁμοιοκαταληξίας ὡς τοῦ πλέον διαμορφωτικοῦ ρυθμοποιητικοῦ συντελεστῆ τοῦ ποιήματος. Ἡ ἀγαπητική σχέση τοῦ Βαγενᾶ μέ τή ρίμα ἔχει, βέβαια, ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ἤδη ἀπό τήν πρώτη του συλλογή, Πεδίον Ἄρεως, 1974 (σέ μιά ἐποχή, δηλαδή, πού ἡ ρίμα, ἰδίως γιά τούς νέους ποιητές, γινόταν ἀντιληπτή ὡς προσωδιακό ἀπολίθωμα), 4 ἀπό τά 20 ποιήματα τῆς ὁποίας εἶναι (μερικῶς ἤ ἐν ὅλῳ) ὁμοιοκατάληκτα, ἐνῶ ποιήματα μέ rime obbligate ἀπαντοῦν σχεδόν σέ ὅλες τίς ἑπόμενες ποιητικές του συλλογές. Ἀπό τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 καί ἑξῆς, ὡστόσο, αἰσθάνεται κανείς ὅτι ἡ ἐνδιάθετη, ὥς τότε, δυναμική τῆς ὁμοιοκαταληξίας τοῦ Βαγενᾶ ἐκδιπλώνεται πλήρως ὑπό τή μορφή μιᾶς, ἁπλῶς ἤ συνθέτως, ἀποκλίνουσας (ἐν σχέσει πρός τό παραδοσιακό πρότυπο) ρίμας.

Ἡ ἐξερεύνηση τῶν δυνατοτήτων νέων ἁρμονιῶν πού ἀνοίγονται μέσῳ τῶν κατά Κοκόλη «μερικῶν» ὁμοιοκαταληξιῶν δέν εἶναι ἄστοχο νά ἔχει ὡς σημεῖο ἐκκίνησης τίς «παράχορδες» ρίμες τοῦ Βαγενᾶ (αὐτός εἶναι ὁ προσφυής χαρακτηρισμός πού τούς ἔχει ἀποδώσει ὁ Δημήτρης Κοσμόπουλος [2007:74], ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Βαγενᾶ ὡς πρός τό χειρισμό τῆς ρίμας στήν πρωτότυπη ποιητική του δουλειά).[4] Στηρίζεται βάσιμα, πιστεύω, στή συχνότητα μέ τήν ὁποία ὁ Βαγενάς ἐνεργοποιεῖ στά ποιήματά του ἀποκλίνουσες ρίμες. Ὅσο ξέρω, πρίν ἀπό αὐτόν μόνον ὁ Λεοντάρης στό πέμπτο, δομημένο σέ δίστιχα, ποίημα τῆς σύνθεσης Ἐκ περάτων (1986) χρησιμοποιεῖ τίς ἀποκλίνουσες ρίμες μέ κάποιο σύστημα.[5] Κατά τά λοιπά, ἕως τούς προσωδιακούς πειραματισμούς τοῦ Βαγενᾶ μέ τήν ὁμοιοκαταληξία, οἱ μερικές ρίμες ἀξιοποιοῦνταν χωρίς ἰδιαίτερη ἐπίδοση ἐντός ποιημάτων κανονικῶν ὁμοιοκαταληξιῶν μέ σκοπό τήν ἠχητική ποικιλία. (Ἐξαιρῶ βεβαίως τόν Φάσση, γιά λόγους εἰδικούς.) Τρεῖς εἶναι οἱ συλλογές-σταθμοί στό ποιητικό corpus τοῦ Βαγενᾶ γιά τήν εἰσαγωγή, ἀνάπτυξη καί ἑδραίωση τῆς «παράχορδης» ρίμας: Ἡ πτώση τοῦ ἱπτάμενου β΄ (1997), Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα (2001) καί Στή νῆσο τῶν Μακάρων (2010). Ἡ συχνότητα καί ἡ ἔκταση, λοιπόν, τῆς ἐμφάνισης τῆς ἀποκλίνουσας ρίμας στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη πού ὁδηγεῖ στή συστηματοποίηση τῶν ὁμοιοκαταληξιῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἐνῶ ἡ συστηματοποίηση μέ τή σειρά της ἀπαιτεῖ τήν πολιτογράφηση τους στή νεοελληνική ριμολογία μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς (δηλαδή ἐκκινούμενης ἀπό/καί στοχεύοντας σέ αὐτές) ὁρολογίας. Ἄλλωστε, ὅπως σημειώνει ὁ Clive Scott (1980:233), «μπορεῖ νά δεῖ κανείς ὅτι ἡ ἡμι-ὁμοιοκαταληξία (half-rhyme) ἀποτελεῖ μιά ἀρκετά σύνθετη ἔννοια, ὥστε νά ἐπιτρέπει ρίμες διαφορετικῶν διαβαθμίσεων ἀκριβῶς ὅπως ἡ πλήρης ὁμοιοκαταληξία (full rhyme)».

Ἡ κριτική ἔχει βέβαια ἤδη ἐπισημάνει τή βαρύνουσα θέση πού ἔχει καταλήξει νά κατέχει ἡ ρίμα στήν προσωδία τοῦ Βαγενᾶ, συνδέοντας πάγια (καί σωστά) τήν ἐπιλογή γιά ἐπαναξιοποίηση τῆς ὁμοιοκαταληξίας μέ ἐκεῖνο πού ἔχει γίνει ἀντιληπτό ὡς θεωρητικό ὑπόβαθρό της.[6] Ὁ λόγος φυσικά γιά τό δοκίμιο «Ἡ κρίση τοῦ ἐλεύθερου στίχου» (τώρα στό βιβλίο του Μεταμοντερνισμός καί λογοτεχνία) καί τό αἴτημα γιά τήν «ἐπαναμάγευση τοῦ ποιητικοῦ λόγου» πού διατυπώθηκε ἐκεῖ (Βαγενάς, 2012:119-135). Θυμίζω ὅτι ἡ πρόταση τοῦ Βαγενᾶ, «προϊόν τῶν προβληματισμῶν μιᾶς ποιητικῆς πρακτικῆς», ἀφορᾶ ἕναν «ἀνανεωμένο ἐλεύθερο στίχο μέ τή βοήθεια μιᾶς νέας δημιουργικῆς συνομιλίας μέ τήν ἔμμετρη προσωδία», συνομιλίας ἡ ὁποία στηρίζεται, μεταξύ ἄλλων, καί σέ «ἀνεκμετάλλευτα ἀκόμη στοιχεῖα, ἀντλημένα ἀπό τόν ἔμμετρο στίχο» (Βαγενάς, 2012:132, 134, 135). Ἡ εἰκόνα, ὡστόσο, πού ἀποκομίζει κανείς γιά τή ρίμα στό ἔργο τοῦ Βαγενᾶ διαβάζοντας τά ἐν λόγῳ κριτικά κείμενα εἶναι, σέ ὁρισμένα σημεῖα, ἀνακριβής. Παρά τή σύναψη τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Βαγενᾶ γιά ἐπαναφορά σέ ὁμοιοκατάληκτα σχήματα μέ τήν πρόταση γιά ἀνακαίνιση τῶν ἔμμετρων στοιχείων ἤ/καί ἐνεργοποίηση προσωδιακῶν δυνατοτήτων τους πού ἀκόμη λανθάνουν, οἱ ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες του κατά κανόνα προσδιορίζονται μέ ὅρους παλαιᾶς κοπῆς: γίνεται λόγος γιά «λειψές», «χωλές», «ἀτελεῖς» ἤ «ψευδεῖς» ρίμες καί γιά «ἀτελεῖς συνηχήσεις».[7] Ἐπιπλέον, οἱ ἐν λόγῳ ὁμοιοκαταληξίες συχνά ταυτίζονται μονοσήμαντα μέ μιά διάθεση χιουμοριστική, σκωπτική καί εἰρωνική ἤ μέ ἕναν σατιρικό τόνο, θεωρούμενες ὡς ἀγωγός διοχέτευσης μιᾶς παρωδιακῆς πρόθεσης. Τέλος, οἱ ρίμες χαρακτηρίζονται ὡς κατασκευαστικά ἐπιτηδευμένες.

Πρός μιά διεύρυνση τῆς τυπολογίας Κοκόλη:
Νέες ἤ/καί ἀνανεωμένες ρίμες

Δεδομένου ὅτι ἡ ἐν χρήσει ὁρολογία, βασιζόμενη ἐν πολλοῖς σέ μιά παραδοσιακή ὀπτική πάνω στήν ὁμοιοκαταληξία καί ὁρίζοντας τίς ρίμες ἀρνητικά ἀπέναντι σέ ἕνα ἰδεῶδες πρότυπο, ἀδυνατεῖ νά ἀποτυπώσει πλήρως τίς δυνατότητές τους καί νά τίς δεῖ ἐντεταγμένες στή διαφορετικῆς τάξεως ἁρμονία πού ἔχει ἐπιφέρει στήν ποίηση ἡ ἐμπειρία τοῦ ἐλεύθερου στίχου, ἐπεχείρησα νά καταρτίσω – μέ βάση τό ποιητικό corpus τοῦ Βαγενᾶ–  μιά τυπολογία τῆς κατά προσέγγιση ὁμοιοκαταληξίας, ἡ ὁποία τήν ἴδια στιγμή ἀποσκοπεῖ νά προεκτείνει τήν τυπολογία Κοκόλη. Οἱ ὅροι πού προτείνω προσπάθησα ἀφενός νά ἀνταποκρίνονται, κατά τό δυνατόν, στίς τέσσερις ἰδιότητες πού ὁ William Rickert θεωρεῖ οὐσιώδεις γιά μιά ὁρολογία («ἀκρίβεια, ἁπλότητα, ἀντικειμενικότητα καί προσαρμοστικότητα»), καί ἀφετέρου νά ἀποφεύγουν τή χρήση ἀξιολογικῶν ἐπιθέτων πού «ὑποβάλλουν τήν ὀρθότητα ὁρισμένων φαινομένων καί τή σφαλερότητα ἄλλων» (Rickert, 1978:41). Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλω νά σημειώσω ὅτι στό ὑλικό πού μελέτησα δέν περιλαμβάνονται μόνο οἱ ποιητικές συλλογές τοῦ Βαγενᾶ, ἀλλά καί οἱ μεταφράσεις ἤ ψευδο-μεταφράσεις ποιημάτων του πού ἔχουν κατά καιρούς δημοσιευτεῖ σέ ἀνθολογίες ἤ περιοδικά. Μάλιστα, αὐτό πού σέ προηγούμενο σημεῖο τῆς μελέτης χαρακτήρισα ἰδιοσυγκρασιακή χρήση τῆς ρίμας καί πού ἀποτελεῖ πλέον ἕνα διακριτό στοιχεῖο ὕφους του, μπορεῖ νά βοηθήσει στή φιλολογική ταυτοποίηση ποιημάτων τά ὁποῖα ἀποτελοῦν μέρος ἐκείνου πού ἔχω μέ ἄλλη εὐκαιρία ὀνομάσει «μεταφραστική ποιητική τῆς μεταμφίεσης» στό ἔργο του (Ψάλτη, 2013).[8]

Κατά τήν αἴσθησή μου, οἱ κατά προσέγγιση ρίμες τοῦ Βαγενᾶ μποροῦν νά διακριθοῦν σέ δύο μεγάλες κατηγορίες: τίς ἁπλῶς ἀποκλίνουσες καί τίς σύνθετα ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες. Στίς ἁπλῶς ἀποκλίνουσες ρίμες συμπεριλαμβάνονται ὁμοιοκατάληκτα ζεύγη, τά μέλη τῶν ὁποίων διαφέρουν κάθε φορά ὡς πρός ἕνα στοιχεῖο τους, φθογγικό-φωνητικό ἤ τονικό-ἠχητικό. Οἱ σύνθετα ἀποκλίνουσες, ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ρίμες τῶν ὁποίων τά συναπτόμενα μέρη διαφέρουν ὡς πρός περισσότερα ἀπό ἕνα κάθε φορά στοιχεῖα, εἴτε αὐτά σχετίζονται μέ διαφορετικοῦ εἴδους φθογγικές μεταβολές ἤ/καί ἀλλοιώσεις, εἴτε μέ ταυτόχρονη παρουσία φθογγικῆς καί τονικῆς διαφοροποίησης.[9]

 

Ι. Ἁπλῶς ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες φθογγικῆς διαφοροποίησης

Ξεκινώντας ἀπό τίς ἁπλῶς ἀποκλίνουσες ρίμες καί τήν πρώτη κατηγορία τους (τῆς φθογγικῆς διαφοροποίησης), οἱ ὑποκατηγορίες μέ τή μεγαλύτερη συχνότητα εἶναι ἐκεῖνες τῶν προκατάληκτων καί τῶν ἐνδοαλλόφωνων ὁμοιοκαταληξιῶν. Συγκεκριμένα, στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ ἐντοπίζονται ἑκατόν εἴκοσι ἕνα προκατάληκτα ὁμοιοκαταληκτικά ζεύγη καί ἑκατό ἐνδοαλλόφωνα.

 

α. Προκατάληκτες ρίμες

Οἱ προκατάληκτες ρίμες ἀποτελοῦν ρίμες ἐμπροσθοβαρεῖς ἤ, ἀλλιῶς, φυγόληκτες. Πρόκειται γιά ρίμες τῶν ὁποίων ἡ ὁμοηχία περιορίζεται καί ἐξαντλεῖται στό πρῶτο μέρος τῶν λεκτικῶν τεμαχίων πού ἐμπλέκονται σέ σχέση ὁμοιοκαταληξίας, γι’ αὐτό καί οἱ ἀντίστοιχοι ἀγγλικοί ὅροι εἶναι inverse καί reverse rhyme (Rickert, 1978: 37), πού θά μποροῦσαν νά ἀποδοθοῦν στά ἑλληνικά ὡς «ἀντίστροφη» καί «ἀνεστραμμένη» ρίμα, ἀντίστοιχα. Ἡ προκατάληκτη ρίμα θυμίζει τήν ἰταλική ὑπέρμετρη ρίμα τῶν Pascoli καί Montale[10], ἀλλά δέν ταυτίζεται μέ αὐτή, δεδομένου ὅτι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ὁμοιοκαταληκτούντων μερῶν ἀφορᾶ μόνο σέ φωνήματα, δίχως νά ἐμπλέκει ζητήματα συλλαβικῆς τάξεως. Χρησιμοποιώντας κατ’ ἀναλογίαν τήν ὁρολογία τῆς φωνητικῆς γιά τή συλλαβική δομή προκειμένου νά περιγράψουμε ἐναργέστερα αὐτές τίς ὁμοιοκαταληξίες, θά λέγαμε ὅτι πρόκειται γιά ρίμες τῶν ὁποίων ἡ ὁμοηχία δέν ἐκτείνεται ὥς τήν ἔξοδό τους, παρά περιλαμβάνει ἀποκλειστικά τήν ἔμβαση καί τόν πυρήνα. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, δημιουργοῦνται ρίμες μεταξύ λέξεων, φράσεων ἤ λεκτικῶν τεμαχίων πού διαφέρουν ὡς πρός τό/τά ληκτικό/ά σύμφωνο/-α ἤ φωνῆεν/τα, ὥστε νά δημιουργοῦνται τρεῖς ἐπιμέρους κατηγορίες: αὐτή τῆς μεικτῆς προκατάληκτης (ὅπου τό ἕνα μέρος λήγει σέ φωνῆεν, ἐνῶ τό ἄλλο σέ σύμφωνο), τῆς κλειστῆς προκατάληκτης (καί τά δύο μέρη λήγουν σέ σύμφωνα, διαφορετικά μεταξύ τους) καί τῆς ἀνοιχτῆς προκατάληκτης (τά μέλη τῆς ρίμας λήγουν σέ διαφορετικά φωνήεντα). Ἄς δοῦμε, ὡς παράδειγμα τῶν δύο πρώτων κατηγοριῶν τῆς προκατάληκτης ρίμας, τίς δύο πρῶτες στροφές ἀπό τό ποίημα «Τό μῆλο ἔλαμπε» τῆς συλλογῆς Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα:

Τό μῆλο ἔλαμπε. Τό πρόσωπο τῆς Εὔας
κάθε ἄλλο ἦταν παρά σκεπτικό.
Βύθισε τούς κοπτῆρες δίχως σέβας
στόν καρπό, πού τήν ἔθελγε καί ὁπτικῶς,
φτύνοντας τά κουκούτσια πού περισσεῦαν.

Καρδιοχτυπώντας ἔσκυψε καί τά πῆρε
μέ μουδιασμένα δάχτυλα ὁ Ἀδάμ,
ἐνῶ ξαφνικά σταμάτησαν οἱ λύρες,
ὁ οὐράνιος κῆπος ἔπαψε νά εὐωδᾶ
καί μέ πάταγο ἄνοιξαν οἱ θύρες.[11]

Ἀπό τήν ἄλλη, παραδείγματα ἀνοιχτῶν προκατάληκτων ὁμοιοκαταληξιῶν μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε στίς δύο τρίστιχες στροφές τοῦ σονέτου «Δόν Κιχώτης» τῆς συλλογῆς Στή νῆσο τῶν Μακάρων:

Γι’ αὐτό ἀπό τό χεῖλος τῆς ἀβύσσου,
πλέκοντάς σου στεφάνι ἀπό δαφνόφυλλα,
θά ἤθελα εὐλαβικά νά σοῦ ἀποτίσω

τήν ἐλάχιστη τιμή πού σοῦ ὄφειλε
ἡ χαμερπής, ἀναίσθητη ἐποχή σου,
καί πού σοῦ τή στερῆσαν οἱ ἑρπετόφιλοι.[12]

Σημειώνω ὅτι στό σύνολο ποιητικό ἔργο τοῦ Βαγενᾶ μεγαλύτερη ἐπίδοση ἔχουν οἱ μεικτές προκατάληκτες ρίμες μέ ἐνενήντα ἐννιά ζεύγη, ἐνῶ ἀκολουθοῦν οἱ ἀνοιχτές καί οἱ κλειστές προκατάληκτες μέ δεκαπέντε καί ἑπτά ὁμοιοκαταληκτικά ζεύγη, ἀντίστοιχα. Ἀναφορικά μέ τή διασπορά τῶν προκατάληκτων ὁμοιοκαταληξιῶν στά ἕντεκα ποιητικά του βιβλία, ἐντοπίζονται τρεῖς προκατάληκτες μεικτές ρίμες στήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου [α΄] σέ σύνολο εἴκοσι τριῶν ἀποκλινόντων ὁμοιοκαταληκτικῶν ζευγῶν· μία προκατάληκτη μεικτή στίς Βάρβαρες ὠδές σέ σύνολο δύο ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν· δέκα προκατάληκτες ρίμες (ὀκτώ μεικτές καί δύο ἀνοιχτές) σέ σύνολο δεκαοκτώ ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν στήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου β΄· πενήντα τρεῖς σέ σύνολο ἑκατόν πενήντα ἑπτά ἀποκλινουσῶν στίς Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα (σαράντα πέντε μεικτές, τέσσερις ἀνοιχτές καί τέσσερις κλειστές)· σαράντα ἐννιά σέ σύνολο ὀγδόντα ὀκτώ ἀποκλινουσῶν στή Νῆσο τῶν Μακάρων (τριάντα ἑπτά μεικτές, ἐννιά ἀνοιχτές καί τρεῖς κλειστές).

 

β. Ἐνδοαλλόφωνες ρίμες

Οἱ ἐνδοαλλόφωνες ρίμες εἶναι, ὅπως δηλώνει καί ὁ ὅρος πού προτείνω, ὁμοιοκαταληξίες οἱ ὁποῖες προκύπτουν μεταξύ λέξεων, φράσεων ἤ λεκτικῶν τεμαχίων, πού διαφοροποιοῦνται ὡς πρός τούς ἐνδιάμεσους, συμφωνικούς ἤ φωνηεντικούς φθόγγους πού τά ἀπαρτίζουν. Μποροῦμε νά τίς φανταστοῦμε ὡς ρίμες-πλαίσιο –  ἄλλωστε, ὁ ὅρος frame rhyme ἀπαντᾶ στήν ἀγγλόφωνη βιβλιογραφία (Rickert, 1978:37). Οἱ ἐνδοαλλόφωνες ρίμες διακρίνονται σέ τέσσερις ὑποκατηγορίες, μέ ἐπιμέρους διαφορές. Οἱ ἐνδοαλλόφωνες μέ τή μεγαλύτερη συχνότητα εἶναι ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν στήν ἀντικατάσταση φθόγγων, συμφωνικῶν ἤ φωνηεντικῶν, ἐντός τῶν ὁμοιοκαταληκτούντων τμημάτων. Στήν περίπτωση τῆς ἀντικατάστασης συμφωνικῶν φθόγγων, οἱ φθόγγοι πού ἀξιοποιοῦνται εἶναι ἠχητικά ὁμόλογοι ὡς πρός τή θέση ἤ/καί τόν τρόπο ἄρθρωσης, ἐνῶ στήν περίπτωση τῶν φωνηεντικῶν κατά κανόνα δέν παρατηροῦνται μεταβάσεις ἀπό ὑψηλά σέ χαμηλά φωνήεντα ἤ τό ἀντίστροφο (στήν ἀγγλική ὁρολογία παρόμοιες ρίμες φωνηεντικῆς ἀντικατάστασης χαρακτηρίζονται ablaut [Rickert, 1978:37], δηλαδή «ρίμες ἑτεροίωσης»). Τό ποίημα «Γένεσις» τῆς συλλογῆς Σκοτεινές μπαλλάντες ἀποτελεῖ ἕνα καλό παράδειγμα γιά τήν ἀξιοποίηση ἐνδοαλλόφωνων ὁμοιοκαταληξιῶν συμφωνικῆς ἀντικατάστασης:

Ἐν ἀρχῇ ἦταν ἡ ἀρχή
βγαίνοντας διστακτικά μέσα ἀπ’ τό τίποτα:
ἀπό ἕνα στρῶμα σκοταδιοῦ παχύ
μέ κηλίδες κόκκινες ἐδῶ κι ἐκεῖ
ὅπως τά τοπία τοῦ Οἰδίποδα.

Κι ἔπειτα ἡ Σφίγγα, μέ φτερά
ἀδαμαντοκόλλητα
–  πρίν ἀκόμα τρέξουν τά νερά –
καταστρώνοντας νοερά
ὅλα τά ὑπόλοιπα.[13]

Ἐνδοαλλόφωνες ὁμοιοκαταληξίες φωνηεντικῆς ἀντικατάστασης ἀπαντοῦν στό ποίημα «Σημεῖα καί τέρατα» τῆς ἴδιας συλλογῆς:

Μικρό ἐπιμύθιο ἑνός τέλειου ἔρωτα
πού κράτησε ὅσο ἔπρεπε (οὔτε λεπτό
περισσότερο). Ἄν τελείωσε χωρίς τέρατα,
ἦταν γιατί τά σημεῖα του τά ἀξεπέραστα
δέν εἶχαν τίποτε τό ξεχωριστό.

Γιατί ἡ ἀγάπη τί εἶναι ἀγάπη δέν ρωτᾶ,
ὅταν ὑπάρχει, καί δέν παίζει κρυφτό.
Οὔτε χρειάζεται βράδια ἀξημέρωτα.
Τῆς ἀρκεῖ μονάχα νά μπορεῖ νά φέρει τά
σωστά στό σημεῖο τό σωστό.[14]

Ἡ δεύτερη ὑποκατηγορία ἐνδοαλλόφωνων εἶναι αὐτή τῶν φθογγικῶν προσθαφαιρέσεων καί προκύπτει, ὅπως γίνεται κατανοητό, ἀπό τήν προσθήκη ἤ τήν ἀφαίρεση συμφωνικῶν φθόγγων. Ρίμες συμφωνικῆς προσθήκης ἀπαντοῦν στίς δύο πρῶτες στροφές τοῦ σονέτου «Ἡ πτώση τοῦ ἱπτάμενου» τῆς δεύτερης ὁμώνυμης συλλογῆς:

Δοκίμαζες μεγάλα φτερά γιά νά πετάξεις.
Ὅμως σέ κράταγε στό χῶμα μιά χρυσή ἁλυσίδα.
Ὅλες σου οἱ προσπάθειες ἔμοιαζαν μέ πράξεις
ἡρωικές. Ὅμως δέν ἦταν (πῶς νά ἦταν;). Ἡ ἐλπίδα

πώς θά ξεφύγεις κάποτε, πώς θά σ’ ἁρπάξει
στά ὕψη του τό γαλάζιο ἦταν ἀσπίδα
στενή, ὀρειχάλκινη, ριγμένη στίς ἐπάλξεις
μιᾶς παλιᾶς ἐποχῆς. Πυξίδα[15]

Ἀπό τήν ἄλλη, ἕνα παράδειγμα ἐνδοαλλόφωνης ὁμοιοκαταληξίας συμφωνικῆς ἀφαίρεσης μπορεῖ νά βρεῖ κανείς στό τρίτο δίστιχο τοῦ ποιήματος «Ἡ τέταρτη μέρα» τῆς συλλογῆς Ἡ πτώση τοῦ ἱπτάμενου [α΄]:

Νά περιμένω πίσω ἀπό τήν πέτρα
χωρίς ν’ ἀκούω σάλπιγγα ἤ τρομπέτα.[16]

Ἡ τρίτη ὑποκατηγορία ἐνδοαλλόφωνων ὁμοιοκαταληξιῶν, τήν ὁποία ὀνομάζω «ρίμα διπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης» προκύπτει εἴτε ἀπό τήν ἀντικατάσταση ἑνός φωνηεντικοῦ καί ἑνός συμφωνικοῦ φθόγγου, εἴτε ἀπό τήν ἀντικατάσταση δύο φωνηεντικῶν φθόγγων. Γιά τίς ρίμες διπλῆς φωνηεντικῆς ἀντικατάστασης παραδειγματίζω ἀπό τό ποίημα «Mille fiori» τῆς συλλογῆς Ἡ πτώση τοῦ ἱπτάμενου [α΄]:

Τή λέν Κρακατόα. Καί κατακρατᾶ
κρυφά ὅλα τά κέρδη τοῦ ἔρωτα.

Τά χάδια. Καί τά φιλιά. Καί τά βογγητά.
Τά κέρδη τά ὁρατά καί τά ἀόρατα.[17]

Γιά τίς ἐνδοαλλόφωνες ρίμες πού προκύπτουν ἀπό τήν ἀντικατάσταση τόσο ἑνός συμφώνου ὅσο καί ἑνός φωνήεντος, μπορεῖ κανείς νά δεῖ τήν τρίτη στροφή τοῦ ποιήματος «Διήγημα» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες:

Ἔτσι σκέφτεσαι πώς θά ἦταν καλύτερο
νά μή σκοτίζεσαι γιά τίς πηγές
πώς ὄχι μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό κύτταρο
θά θεραπεύει βαθύτερα τό συμπαγές
χῶμα, πού θά δροσίζει τίς πληγές
πιό πολύ κι ἀπ’ τόν Δούναβη ἤ τόν Δνείπερο.[18]

Ἡ τελευταία κατηγορία ἐνδοαλλόφωνων ὁμοιοκαταληξιῶν εἶναι αὐτή τοῦ συνδυασμοῦ φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί φθογγικῆς μεταβολῆς, μέσα ἀπό τήν ἀντικατάσταση ἑνός συμφωνικοῦ ἤ φωνηεντικοῦ φθόγγου καί τήν ταυτόχρονη προσθήκη ἤ ἀφαίρεση ἑνός συμφωνικοῦ φθόγγου. Ἡ ἐν λόγῳ κατηγορία, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται, φτάνει τή ρίμα στά ὅριά της σχεδόν ἐξαρθρώνοντάς την, ἀπαντᾶ μόνο στή συλλογή Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: ἕνα δίστιχο ἀπό τό ποίημα «Οἱ τρεῖς ἄγγελοι» καί τήν τρίτη στροφή τοῦ «Ἐσωτερικοῦ μονόλογου Στέφανου Μαρτζώκη»:

Λευκοί, κίτρινοι, νέγροι
θά σκεπαστοῦν ἀπ’ τά ἐρέβη. 

*

Ἔρχεται ἡ νύχτα καί μέ βρίσκει
πνιγμένο σέ μιά θάλασσα λαθῶν.
Χρυσάνθεμα, γαζίες, ἰβίσκοι
ἔχουνε γίνει παρελθόν.
Ὁ κῆπος μου δέν ἔχει ἀρώματα,
μόνο ξερόχορτα, κι αὐτά γκριζόμαυρα.[19]

Γιά νά ἔχουμε μιά εἰκόνα τῆς συχνότητας ἐμφάνισης τῶν διαφορετικῶν ὑποκατηγοριῶν τῆς ἐνδοαλλόφωνης ρίμας, σημειώνω ὅτι στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ ἀπαντοῦν ἑξήντα ἐννιά ρίμες (ἁπλῆς) φθογγικῆς ἀντικατάστασης (σαράντα δύο συμφωνικῆς καί εἰκοσιεπτά φωνηεντικῆς ἀντικατάστασης), δεκαεπτά ὁμοιοκαταληξίες φθογγικῶν προσθαφαιρέσεων (δέκα προσθήκης καί ἑπτά ἀφαίρεσης συμφώνου), ἐννιά διπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί πέντε συνδυασμοῦ φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί φθογγικῆς μεταβολῆς. Ἡ διασπορά τῶν ἐν λόγῳ ὁμοιοκαταληξιῶν στά ποιητικά του βιβλία ἔχει ὡς ἑξῆς: μία ἐνδοαλλόφωνη ὁμοιοκαταληξία συμφωνικῆς ἀντικατάστασης στό Πεδίον Ἄρεως · μία ἐνδοαλλόφωνη ρίμα φωνηεντικῆς ἀντικατάστασης στά Γόνατα τῆς Ρωξάνης· δύο ἐνδοαλλόφωνες ρίμες (μία συμφωνικῆς προσθήκης καί μία διπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης) στήν Περιπλάνηση ἑνός μή ταξιδιώτη σέ σύνολο τεσσάρων ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν· δεκαέξι ἐνδοαλλόφωνες ὁμοιοκαταληξίες (ἕντεκα φθογγικῆς ἀντικατάστασης, μία ἀφαίρεσης φθόγγου, καί τέσσερις διπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης) στήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου [α΄]· τέσσερις ἐνδοαλλόφωνες ρίμες (δύο φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί δύο συμφωνικῆς προσθήκης) στήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου β΄· πενήντα ἕξι ἐνδοαλλόφωνες ὁμοιοκαταληξίες (τριάντα ὀκτώ ἁπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης, ἐννιά φθογγικῶν προσθαφαιρέσεων, τεσσάρων διπλῆς φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί πέντε συνδυασμοῦ φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί φθογγικῆς μεταβολῆς) στίς Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα· δεκαεννιά ἐνδοαλλόφωνες ρίμες (δεκαπέντε φθογγικῆς ἀντικατάστασης καί τέσσερις φθογγικῶν προσθαφαιρέσεων) στή συλλογή Στή νῆσο τῶν Μακάρων.

 

γ. Ἀντιμεταθετική ρίμα

Ἡ ἑπόμενη κατηγορία τῆς ἁπλῶς ἀποκλίνουσας ρίμας εἶναι ἡ ἀντιμεταθετική. Ὁ ἀντίστοιχος ὅρος στήν ἀγγλόφωνη βιβλιογραφία εἶναι amphisbaenic rhyme καί backward rhyme (Rickert, 1978:37), πού θά ἀποδιδόταν στά ἑλληνικά ὡς «ἀμφισβαινική» καί «βουστροφηδόν ρίμα», ἐνῶ στά γαλλικά γίνεται λόγος γιά accord renversΧ (Scott, 1980:233). Ἡ ἁπλούστερη μορφή τῆς ἀντιμεταθετικῆς ὁμοιοκαταληξίας προκύπτει ὅταν στό δεύτερο μέρος τῆς ρίμας ἀλλάζουν ἀμοιβαῖα θέση οἱ συμφωνικοί φθόγγοι πού περικλείουν τόν τονούμενο φωνηεντικό φθόγγο. Ἕνα τέτοιο ὁμοιοκατάληκτο ζεῦγος ἀπαντᾶ στή δεύτερη στροφή τῆς «Δεξίωσης» ἀπό τήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου, β΄:

Κι ὅπως ὁ Οἰδίπους
κρατοῦν τούς τύπους.
Οἱ καθώς πρέπει τρόποι
–  πού ἔρχονται πρῶτοι
ἀποτρέπουν τό λάθος
τοῦ ἀχαλίνωτου πάθους.[20]

Μιά περισσότερο προωθημένη μορφή ἀντιμεταθετικῆς ὁμοιοκαταληξίας εἶναι ἐκείνη πού ἐμφανίζεται στό ποίημα «Danse macabre», ψευδομετάφραση τοῦ Βαγενᾶ πού δημοσιεύθηκε μέ τό ψευδώνυμο Σωτήρης Σπανδάγος ὡς ἀπόδοση στά ἑλληνικά ποιήματος τοῦ Ἰταλοῦ Massimo Betteloni (2015). Στήν περίπτωση αὐτή, δέν εἶναι οἱ δύο φθόγγοι οἱ ὁποῖοι περικλείουν τό τονούμενο φωνῆεν ἐκεῖνοι πού μετατίθενται ἀμοιβαίως στό δεύτερο μέλος τῆς ρίμας· κατ’ ἐξαίρεσιν, μεταφέρεται μόνο ὁ συμφωνικός φθόγγος πού ἀμέσως ἕπεται τοῦ τονούμενου φωνήεντος καί μάλιστα τίθεται στό τέλος τοῦ ὁμοιοκαταληκτικοῦ τεμαχίου:

Τέλος δέν ἔχει ἐδῶ γιά ὅ,τι ὑπῆρξε.
Ἡ ὥρα, ἡ στιγμή, ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή
κλωθοστριφογυρίζουν σ’ ἕνα μίξερ
δαιμονισμένο πού κανοναρχεῖ[21]

Παρατηροῦμε ὅτι ἡ ρίμα μοιάζει νά μετέχει τόσο στήν προκατάληκτη ὅσο καί στήν ἐνδοαλλόφωνη κατηγορία. Ἐντάσσεται, ὡστόσο, στίς ἀντιμεταθετικές ὁμοιοκαταληξίες, γιατί ὁ εἰδοποιός φθόγγος εἶναι ὁ ἴδιος.

Στό ποιητικό corpus τοῦ Βαγενᾶ ἐντοπίζονται ἑπτά ἀντιμεταθετικές ρίμες.[22]

 

δ. Ρίμα ἐλάχιστου ζεύγους

Τελευταία στήν κατηγορία τῶν ἁπλῶς ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν φθογγικῆς διαφοροποίησης εἶναι ἡ ρίμα ἐλάχιστου ζεύγους. Πρόκειται γιά ὁμοιοκαταληξία πού προκύπτει ὅταν τά δύο μέρη τῆς ρίμας εἶναι ὁλόκληρες λέξεις, οἱ ὁποῖες διαφέρουν κατά ἕνα φώνημα, ἀρκεῖ τό φώνημα αὐτό νά μήν εἶναι ὁ πρῶτος συμφωνικός φθόγγος τους. Ἡ ὁμοιοκαταληξία αὐτή ἀπαντᾶ, γιά παράδειγμα, στό ποίημα «Λούθηρος» τῆς συλλογῆς Σκοτεινές μπαλλάντες:

 

Ἔτσι τρίβοντας πέτρες πάσχιζε σκυφτός
ν’ ἀνάψει τό ὑγρό φιτίλι τῆς Κρίσης,
προσμένοντας νά πέσει ὁ θεῖος σκηπτός
πάνω στίς κολασμένες συνειδήσεις.[23]

Στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ ἐντοπίζονται τέσσερις ρίμες ἐλάχιστου ζεύγους.[24]

 

ΙΙ. Συγκοπτόμενη ρίμα

Μιά ἐνδιάμεση, μεταξύ τῆς φθογγικῆς καί τῆς τονικῆς διαφοροποίησης, κατηγορία ὁμοιοκαταληξίας εἶναι αὐτή πού προτείνω νά ὀνομαστεῖ συγκοπτόμενη ρίμα. Πρόκειται γιά ὁμοιοκαταληξία τά μέρη τῆς ὁποίας ὁμοηχοῦν πλήρως ἐκτός ἀπό ἕναν φωνηεντικό φθόγγο ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἀπαντᾶ μεταξύ δύο συμφώνων ἐντός τοῦ πρώτου ὁμοιοκαταληκτικοῦ μέλους, ἔχει ἀποβληθεῖ στό δεύτερο (ἤ τό ἀντίστροφο). Στή δεύτερη στροφή τοῦ ποιήματος «Περί ὕψους» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες διαβάζουμε:

Λίγο πιό πάνω ἀρχίζουν τά σκότη
πού χύνει κρουνηδόν ἡ Χίμαιρα,
καθώς ὁ γύπας σκαλίζει το συκώτι
κι αἰσθάνεσαι ἐπιτέλους ὅτι
χωνεύονται τά αἰώνια μέ τά ἐφήμερα.

Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, ἡ ἀποβολή τοῦ φωνηεντικοῦ φθόγγου (στό πρῶτο ἤ στό δεύτερο ὁμοιοκαταληκτοῦν τεμάχιο) ὁδηγεῖ σέ συλλαβική μεταβολή καί, ὡς ἐκ τούτου, σέ ἀλλαγή τῆς θέσης τοῦ τόνου, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύπτουν παρατονούμενες, ὅπως τίς ὀνομάζω, ρίμες (βλέπε σχετικά παρακάτω). Τέτοια παραδείγματα ἐντοπίζονται στό πέμπτο δίστιχο τοῦ ποιήματος «La forza del destino» τῆς Πτώσης τοῦ ἱπτάμενου β΄:

Εἶναι κάτι πού εἶναι κι ὅταν δέν φαίνεται
ὅπως τό δέκα συχνά εἶναι πέντε,

καθώς καί στό τέταρτο δίστιχο ἀπό τό τέταρτο μέρος τῆς «Ὠδῆς στή Σελήνη» (Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα):

Στηρίζεις μόνη σου
τό γαλάζιο, τό μαῦρο,
τό χτές, τό αὔριο.[26]

Στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ ἀπαντοῦν ἐννιά συγκοπτόμενες ὁμοιοκαταληξίες.[27]

 

ΙΙΙ. Ἁπλῶς ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες τονικῆς διαφοροποίησης

α. Ἀντιτονούμενη ρίμα

Περνώντας στήν κατηγορία τῶν ἁπλῶς ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν τονικῆς διαφοροποίησης, παρατηροῦμε τήν ὕπαρξη δύο συμπληρωματικῶν κατηγοριῶν. Ἡ πρώτη, αὐτή πού ὀνομάζω ἀντιτονούμενη ρίμα, προκύπτει ὡς κορύφωση τοῦ (λαϊκοῦ καί ἔντεχνου) φαινομένου τῆς ὁμοιοκαταληξίας μεταξύ προπαροξύτονης καί ὀξύτονης λέξης, χάρη στήν ἀνάπτυξη (στή λήγουσα τῆς προπαροξύτονης) ἑνός δευτερεύοντος τόνου (Κοκόλης, 1993:27-28)· στόν Βαγενά τό ἐν λόγῳ σχῆμα ἀναπτύσσεται καί μεταξύ μερῶν πού παρουσιάζουν πλήρη ὁμοηχία μέ τήν ἐξαίρεση τοῦ τόνου. Πρόκειται δηλαδή γιά ρίμες πού τονίζονται ἀντικριστά, καί ὡς ἐκ τούτου μποροῦμε νά τίς θεωρήσουμε ἀντιφωνικές. Μοιάζουν μέ ρίμες καθρέφτες, δεδομένου ὅτι εἶναι φθογγολογικά ὁμόηχες, μέ τόν τόνο νά πέφτει στό ἕνα μέρος στή λήγουσα καί στό ἄλλο στήν προπαραλήγουσα. Ἀπό μιά τέτοια ρίμα ἐμφανίζεται στήν πρώτη στροφή τῶν ποιημάτων «Τά παθήματα τοῦ νεαροῦ Γκαῖτε» καί «Μελαγχολία γραμματικοῦ» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες:

Τρέχοντας νά φτάσω τόν κομήτη μου
σκόνταψα καί μάτωσα τή μύτη μου.
Προσπαθώντας ν’ ἀνεβῶ στόν Ὄλυμπο
ξέμαθα νά κολυμπῶ.

*

«Καθώς ὁλοένα βουλιάζουμε στό γήρασμα
τοῦ σώματος, τῆς μορφῆς κ.τ.λ.
ἤ στό βαθύ ἀναπότρεπτο τῆς μοίρας μας
(σέ ἐλπίδες καί σέ ἄλλα κατάλοιπα)[28]

 

Στό ποιητικό corpus τοῦ Βαγενᾶ ὑπάρχουν πέντε ἀντιτονούμενα ὁμοιοκαταληκτικά ζεύγη.[29]

β. Παρατονούμενες ρίμες

Οἱ παρατονούμενες – χρησιμοποιῶ τό «παρά» μέ τήν ἔννοια τῆς ἐγγύτητας–  εἶναι οἱ ὁμοιοκαταληξίες πού δημιουργοῦνται μεταξύ φθογγολογικά ὁμόηχων λεκτικῶν τεμαχίων πού τονίζονται σέ διαφορετικές (διπλανές) συλλαβές. Οἱ παρατονούμενες ρίμες σχηματίζουν δηλαδή ὁμοιοκατάληκτα ζεύγη ἀποτελούμενα ἀπό μιά παροξύτονη καί μιά προπαροξύτονη λέξη ἤ ἀπό μιά ὀξύτονη καί μιά παροξύτονη. Σέ κάποιες περιπτώσεις θυμίζουν τή ρίμα μέ ἠχώ, ἐνῶ συχνά, ὅταν ἐμπλέκεται καί ζήτημα συνίζησης, προσεγγίζουν τήν «ὀπτική ρίμα», μέ τή διαφορά ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ὄχι μόνο ὀπτική, ἀλλά καί φωνητική ὁμοιότητα.[30] Παραθέτω, χάριν παραδείγματος, τήν πρώτη στροφή τοῦ ποιήματος «Ἡ Δευτέρα Παρουσία» καί τίς δύο τελευταῖες στροφές τοῦ σονέτου «Ruit hora» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες:

Θά ‘ναι μιά κρύα νύχτα (ἀλλά καί ἡ νύχτα
πρίν ἀπό αὐτήν θά ‘ναι ἐξίσου κρύα).
Θά μᾶς σκεπάζουν λειχῆνες, βρύα,
χόρτα τῶν τοίχων. Τό σκοτάδι θ’ ἀλυχτᾶ

*

σ’ αὐτή τή σκοτεινή κοιλάδα ὅπου τό ἀγιάζι
γδέρνει τό δέρμα κι οἱ ψυχές ἀχνίζουν
προσμένοντας τή σάλπιγγα νά ἠχήσει
(τά Χερουβείμ ἀπό τά τείχη κάνουν χάζι)

χωρίς νά ξέρουν ἄν πέθαναν ἤ ἄν ζοῦν,
ἄν γίναν οἱ θνητοί κι οἱ ἀθάνατοι ἴσοι.[31]

Στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ καταμετρῶνται εἴκοσι τρεῖς παρατονούμενες ρίμες: δεκαπέντε στίς Σκοτεινές μπαλλάντες, ἑπτά στή Νῆσο τῶν Μακάρων καί μία στήν ψευδομετάφραση «Μελαγχολία ἀσπιδοφόρου» (Μπεττελόνι, 2015).[32]

 

IV. Σύνθετα ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες

Προχωρώντας στίς σύνθετα ἀποκλίνουσες ὁμοιοκαταληξίες, ὅπως ἐλπίζω ὅτι ἤδη ἔχει γίνει κατανοητό, παρατηροῦμε ὅτι αὐτές ἀποτελοῦν συνδυασμό δύο (ἤ καί περισσότερων) ἁπλῶν, τῆς ἴδιας (φθογγικῆς ἤ τονικῆς) ἤ διαφορετικῶν κατηγοριῶν. Στό ποιητικό corpus τοῦ Βαγενᾶ ἐμφανίζονται ρίμες ἐν ταυτῷ

α) προκατάληκτες καί ἐνδοαλλόφωνες, ὅπως μποροῦμε νά δοῦμε σέ δύο δίστιχα ἀπό τήν τρίτη καί πέμπτη ἑνότητα τῆς «Ὠδῆς στή Σελήνη (Μέ τόν τρόπο τοῦ Λαφόργκ)», ποιήματος πού μᾶς ἔχει ξανααπασχολήσει:

ΙΙΙ

τῶν ὀργίων μας
ἄμωμο ὁμοίωμα,

IV

Τῆς μοίρας ὕφαλε,
καί τί δέν ὕφανες [33]

β) προκατάληκτες καί συγκοπτόμενες (-παρατονούμενες), ὅπως μπορεῖ νά δεῖ κανείς διαβάζοντας τή δεύτερη στροφή τοῦ σονέτου «Ἠλίας Λάγιος» τῆς συλλογῆς Στή νῆσο τῶν Μακάρων:

Σκέψεις σκόρπιες, αἰσθήματα, καυτές κουβέντες
μέσα στή νύχτα, αἰνίγματα, σπασμένες ρίμες
πού ματώναν τά χείλη. Ἔλεγες: «Εἶμαι
καταργημένος Χριστός, κι ἄς μή μοῦ φαίνεται».[34]

γ) ἀντιτονούμενα ἐλάχιστα ζεύγη, ὅπως φαίνεται στήν τρίτη στροφή τῶν «Ποιητῶν» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες:

Γιατί, γιά νά τρομάξει τούς ἀστούς,
πρέπει νά γίνει ἀφόρητα ἀνιαρός,
μικρός μέ τούς μικρούς, μέ τούς σωστούς
σωστός, καί μέ τούς βέβηλους ἀνίερος.[35]

δ) ἀντιτονούμενες καί ἐνδοαλλόφωνες, ὅπως στήν τρίτη στροφή τῆς «Σκοτεινῆς μπαλλάντας» ἀπό τήν ὁμώνυμη συλλογή:

Ἀποστρέφομαι τά ὁλοστρόγγυλα
πράγματα πού λάμπουν καί τά βογγητά
τῶν βαμμένων καλλονῶν, πού λίγο πείθουν.
Ζηλεύω τούς ἥρωες τῶν μύθων.
Ξέρουν πώς θά πέσουν, ὅμως ἐπιμένουν:
ἐκλεκτή βορά τοῦ πεπρωμένου.[36]

ε) παρατονούμενες καί ἐνδοαλλόφωνες καί στ) συγκοπτόμενες (-παρατονούμενες) καί ἐνδοαλλόφωνες, ὅπως μποροῦμε νά δοῦμε στήν πρώτη στροφή ἀπό την «Ὠδή στήν τίγρη» τῆς ἴδιας ποιητικῆς συλλογῆς:

Τρομάζω στό χαμόγελο τῆς τίγρης.
Τῆς τίγρης πού τή νιώθω νά μέ γυροφέρνει,
καί πού ὅσο καί νά ψάξεις δέν θά τή βρεῖς.
Ἀόρατη γλιστράει στά δροσερά
φυλλώματα πού ἐκτρέφουν οἱ ἔρημοι.[37]

Νέες ἤ/καί ἀνανεωμένες λειτουργίες τῆς ὁμοιοκαταληξίας

Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τήν, κατ’ ἀνάγκην σύντομη, περιδιάβασή μας στίς ρίμες πού κανονικοποιεῖ ὁ Βαγενάς μέ τήν ποίησή του, ἀνακαλύπτουμε αἴφνης πώς τά ἀμιγῶς τεχνικά ζητήματα πού συζητήθηκαν ὥς τώρα μπορεῖ – τό ἐλπίζω–  νά κάλυψαν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τίς ἀναμονές πού δημιούργησε ὁ τίτλος τῆς μελέτης μου, ἄφησαν ὅμως ἀπ’ ἔξω ἐκεῖνο πού προϋποτίθεται τῆς / καί δημιουργεῖ τήν ἀνάγκη γιά τήν κατάρτιση ἤ τή συμπλήρωση ἤ τή διεύρυνση μιᾶς τυπολογίας: ἄφησαν ἀπ’ ἔξω ἐκεῖνο τό ψυχολογικό ὑπόλοιπο τῆς ἐπαφῆς μας μέ ἕνα ποίημα, τή συγκίνηση πού μᾶς δημιουργεῖ, καί τήν ἑρμηνεία μας πού μορφοποιεῖται (καί) μέσα ἀπό αὐτή τήν (αἰσθητική μας) συγκίνηση. Ἀπό τά παραδείγματα πού παρέθεσα, ὡστόσο, πιστεύω ὅτι ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι δέν εἶναι (τουλάχιστον δέν εἶναι μόνο) ἡ σατιρική ἤ χιουμοριστική διάθεση ἀπό μέρους τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου πού ἐνεργοποιεῖ τήν ἀξιοποίηση τῆς ἀποκλίνουσας ρίμας (τό ὅτι δημιουργεῖ μιά κάποια ἀπόσταση ἀνάμεσα στό ἀφηγούμενο καί στό ποιητικό ὑποκείμενο εἶναι ζήτημα ἄλλης τάξεως). Ἀκόμη: ὅτι οἱ νέοι ἤ ἀνανεωμένοι τύποι ὁμοιοκαταληξιῶν φαίνεται νά ἀνταποκρίνονται καί σέ ὁρισμένες νέες ἤ ἀνανεωμένες – γιά νά μιλήσουμε μέ τούς ὅρους τοῦ Κοκόλη, ἐπιστρέφοντας ἀπό ἐκεῖ πού ξεκινήσαμε–  λειτουργίες τους. Οἱ ρίμες εἶναι πλέον ἐλεύθερες (χρησιμοποιῶ τόν ὅρο κατ’ ἀναλογίαν πρός τόν ἐλεύθερο στίχο), ὥστε κάθε λέξη, σέ ὁποιονδήποτε γραμματικό της τύπο, νά μπορεῖ δυνάμει νά τεθεῖ σέ θέση ὁμοιοκαταληξίας.[38] Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό ποιητικό σῶμα ἀποδεσμεύεται ἀπό τόν χαλινό τῆς πλήρους ὁμοηχίας, πού ἐξ ἀνάγκης δέσμευε καί, ὡς ἐκ τούτου, χειραγωγοῦσε ἐν πολλοῖς τό ποιητικό νόημα, καί ὁ στίχος ἀναπνέει φυσιολογικότερα, χωρίς ὡστόσο νά χάνει τήν ἐκφραστική του πειθαρχία. Γιά τόν Βαγενά, πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ποιητής μετατρέπει σέ ποιητικό λόγο τήν κοινή γλώσσα μέσα ἀπό τό δίαυλο τῆς προφορικῆς του ἰδιολέκτου, ὁ χαρακτήρας τῆς ὁποίας εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι «κάνει τό ποίημα ποίημα» (Βαγενάς, 2012:50-51), καί πού ἤδη ἀπό τό 1982 ἐξέφραζε τήν ἐπιθυμία «νά μποροῦσε νά ἔγραφε σονέτα μέ ἕναν τόνο ὅσο γίνεται πιό καθημερινό καί οἰκεῖο», ἡ ἀποκλίνουσα ρίμα εἶναι ἀκριβῶς ἕνας τρόπος φυσικοποίησης τῆς ὁμοιοκαταληξίας· ἕνας τρόπος διεύρυνσης τῶν ἠχητικῶν δυνατοτήτων τῆς ρίμας στό πλαίσιο μιᾶς προσπάθειας νά προσεγγίσει ὁ ποιητικός του λόγος τήν προφορική ὁμιλία. Γι’ αὐτό θά ἔλεγα ὅτι ἡ ἐντρύφηση τῶν προσωδιακῶν ἀναζητήσεων τῆς ὥριμης ποίησης τοῦ Βαγενᾶ στήν ἀποκλίνουσα ρίμα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μόνιμης ἐπιδίωξής του «γιά μιά ποίηση ὅσο τό δυνατόν πιό “ἁρμονική” (μέ τή μουσική ἔννοια τοῦ ὅρου) καί, ταυτόχρονα, τῆς ἐπιθυμίας του νά μιλήσει μ’ ἕναν τρόπο ὅσο γίνεται πιό συγκεκριμένο», γιά νά χρησιμοποιήσω μιά δική του παρατήρηση γιά τήν ποίηση τοῦ Σεφέρη (Βαγενάς, 1979:114). Ἡ ὁμοιοκαταληξία χωνεύεται πλέον ὀργανικά μέσα στόν στίχο χωρίς νά «ἀκούγεται» καί παύει νά ἀποτελεῖ τόν καμπανιστό ἐκεῖνο δείκτη τοῦ τέλους του. Ἡ λειτουργία της, ἑπομένως, βρίσκεται στούς ἀντίποδες τῆς ἔμφασης στό λεκτικό σημεῖο καθαυτό, μέ τήν ὁποία σχετίζεται ἡ συνειδητή καί ἐμφανής κατασκευαστικότητα πού τῆς ἀποδίδουν ὁρισμένοι μελετητές, ἐντάσσοντας ἔτσι στό Μεταμοντέρνο τούς προσωδιακούς πειραματισμούς τοῦ Βαγενᾶ μέ τή ρίμα. Οὔτε, ὅμως, καί μέ τίς νεοφορμαλιστικές τάσεις πού ἀκολούθησε τά τελευταῖα χρόνια ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης σχετίζεται, κι αὐτό γιατί ἡ ἐπιστροφή στή ρίμα ἀπό μέρους τοῦ Βαγενᾶ δέν γίνεται μέ διάθεση ρετρό.[39] Κατά τή γνώμη μου, ἡ ἀνακαινισμένη ὁμοιοκαταληξία τοῦ Βαγενᾶ, ἀπότοκη τῆς ἐξαρχῆς διαφαινόμενης τάσης του γιά μιά ἔρρυθμη τάξη τῶν στίχων, εἶναι ἡ ἐπιτομή τῆς ὀργανικῆς μορφῆς. Καί μποροῦμε, πιστεύω, νά δοῦμε ἐν γένει τίς ὁμοιοκαταληξίες του ὡς ἕνα μεταποιητικό σχόλιο πάνω στή ρίμα.

Θά κλείσω τή μελέτη μου μέ ἕνα ποίημα τῆς συλλογῆς Ἡ πτώση τοῦ ἱπτάμενου β΄, στό ὁποῖο φαίνεται θαυμάσια ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐπαναφορτίζονται σημασιολογικά οἱ κανονικές ρίμες ἐντός μιᾶς σειρᾶς, κανονικοποιημένων πλέον, ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν, τίς ὁποῖες καί φαίνεται νά κυκλώνουν:

 

LA FORZA DEL DESTINO

Κάτω ἀπό δέντρα, κάτω ἀπό σκοτεινά κλαδιά
σέ γυμνώνουν τά δάχτυλα τοῦ βοριᾶ.

Μέσα στά φύλλα, στήν καρδιά τοῦ δάσους
οἱ ἄνεμοι λύνουν τά μαλλιά σου.

Τά μαλλιά σου μυρίζουν σφεντάμι
καί μάραθο. Ὅμως τό στῆθος σου ὅταν λάμπει

δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται. Ὅπως ἡ Σελήνη
εἶναι κάτι πού φαίνεται καί κάτι πού εἶναι.

Εἶναι κάτι πού εἶναι κι ὅταν δέν φαίνεται
ὅπως τό δέκα συχνά εἶναι πέντε.

Ὅπως τό χῶμα στόν πάτο τ’ οὐρανοῦ.
Ὅπως τό μαῦρο στό βάθος τοῦ πράσινου.

Γυμνή στό βάθος τοῦ πράσινου περιμένεις
μαδώντας τή μαργαρίτα τῆς εἱμαρμένης.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἀθανασόπουλος, 2002: Ἀθανασόπουλος Β. «Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα» [λογοτεχνικά βραβεῖα 2002], Διαβάζω 433, 42-43.

Ἀνανιάδης, 2002: Ἀνανιάδης Α. «“Γλῶσσες” σ’ ἕνα ποίημα τοῦ Βαγενᾶ», Γραφή Λάρισας 53-54 [ἀφιέρωμα στόν Νάσο Βαγενά], 6-14.

Βαγενάς, 1979: Βαγενάς Ν. Ὁ ποιητής καί ὁ χορευτής. Μιά ἐξέταση τῆς ποιητικῆς καί τῆς ποίησης τοῦ Σεφέρη, Κέδρος, Ἀθήνα.

——      1982: Βαγενάς Ν. «Δεκαοχτώ λογοτέχνες τῆς νεότερης γενιᾶς» (συνέντευξη), Διαβάζω 50, 43.

——      2012: Βαγενάς Ν. Μεταμοντερνισμός καί λογοτεχνία. Ἔκδοση ἐπηυξημένη. Πόλις, Ἀθήνα.

——      2015: Βαγενάς Ν. Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014, Κέδρος, Ἀθήνα.

Brogan, 2012: Brogan T.V.F. “Eye rhyme” & “Νear rhyme” in The Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics. Fourth Edition, editor in chief: R. Greene, general editor: Stephen Cushman, Princeton University Press, Princeton & Oxford.

Γαραντούδης, 2007: Γαραντούδης Ε. Ἀπό τόν μοντερνισμό στή σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Καστανιώτης, Ἀθήνα.

Herbert, 1937: Herbert T.W. “Near-Rhymes and Paraphones”, The Sewanee Review 45, 433-452.

——      1940: Herbert T.W. “The Grammar of Rimes”, The Sewanee Review 48, 362-377.

Καραλής, 2002: Καραλής Β. «Τά παράδοξα τῆς κληρονομιᾶς τοῦ μοντερνισμοῦ», Διαβάζω 426, 73-78.

Καψετάκης, 1997: Καψετάκης Λ. «Ἡ ποίηση ὡς εἰρωνική πτήση», Ὁ Πολίτης δεκαπενθήμερος 40, 45-47.

——      2001: Καψετάκης Λ. «Ἡ ἀνάκτηση τῆς χαμένης ἑνότητας τοῦ σημείου», Ἀντί 750, 66.

Κεφαλέα, 2011: Κεφαλέα Κ. «Ἐπίσκεψη στή Νῆσο τῶν Μακάρων», ἐφ. Ἡ Καθημερινή (18 Ἰανουαρίου), 14.

Κοκόλης, 1991: Κοκόλης Ξ.Α. «Ἡ ὁμοιοκαταληξία. Διαπιστώσεις καί προτάσεις», Νεοελληνικά μετρικά, ἐπιμ. Ν. Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο, 35-104.

——      1993: Κοκόλης Ξ.Α. Ἡ ὁμοιοκαταληξία. Τύποι καί λειτουργικές διαστάσεις, Στιγμή, Ἀθήνα.

Κοσμόπουλος 2007: Κοσμόπουλος Δ. Ἡ πτήση τοῦ ἱπτάμενου. Μιά εἰσαγωγή στήν ποίηση τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, Ἴνδικτος, Ἀθήνα.

——      2011: Κοσμόπουλος Δ. Κροῦσμα, Κέδρος, Ἀθήνα.

——      2013: Κοσμόπουλος Δ. Κρυπτόλεξο, Δόμος, Ἀθήνα.

——      2014: Κοσμόπουλος Δ. Κατόπιν ἑορτῆς, Ἐρατώ, Ἀθήνα.

Λάγιος, 2001: Λάγιος Ἠ. «Περί ταυτότητος: Πιστοποίηση καί αὐτοπροσδιορισμός», Νέα Ἑστία, 1736, 118-121.

Λεοντάρης, 1986: Λεοντάρης Β. Ἐκ περάτων, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα.

Memmo, 1983: Memmo F.P. Dizionario di metrica italiana, Edizioni dell’ Ateneo, Roma.

Morier, 1989: Morier H. Dictionnaire de poétique et de rhétorique, Presses Universitaires de France, Paris.

Μπεττελόνι, 2015: Μπεττελόνι Μ.. «Δύο ποιήματα», μτφρ. Σ. Σπανδάγος, Νέα Εὐθύνη 29, 345.

Παπαλεοντίου, 2002: Παπαλεοντίου Λ. «Σκοτεινές μπαλλάντες», Ἐντευκτήριον 56, 108-111.

——      2010: Παπαλεοντίου Λ. «Συνομιλίες μέ νεκρούς ποιητές», Ἀκτή Κύπρου 84, 479-481.

Πεντζίκης, 2002: Πεντζίκης Γ. «Σκοτεινές μπαλλάντες: ποίηση καί ρίμα», Γραφή Λάρισας 53-54 [ἀφιέρωμα στόν Νάσο Βαγενά], 128-132.

Pontani, 2006: Pontani F. «Γιά τίς Σκοτεινές μπαλλάντες», Μanifesto Χαλκίδας 7-8 [ἀφιέρωμα στόν Νάσο Βαγενά], 21-24.

Perloff, 1970: Perloff M. Rhyme and Meaning in the Poetry of Yeats,Paris: Mouton.

Rickert, 1978: Rickert W.E. “Rhyme Terms”, Style 12, 35-46.

Santoro, 2000: Santoro C. «Ὠδή σ’ ἕνα δωδεκακύλινδρο», μτφρ.: Ν[άσος] Β[αγενάς], Λέξη 158, 535.

Scott, 1980: Scott C. French Verse-Art. A Study. CambridgeUniversity Press.

Σεφέρης, 1977: Σεφέρης Γ. Ποιήματα. Ἑνδέκατη ἔκδοση, Ἴκαρος, Ἀθήνα.

Welland, 1950: Welland D.S.R. “Half-Rhyme in Wilfred Owen: Its Derivation and Use”, The Review of English Studies (New Series) 1, 226-241.

Φιλύρας, 2013: Φιλύρας Ρῶμος. Ἅπαντα τά εὑρεθέντα, τόμοι Α΄ & Β΄, φιλ. ἐπιμ. Χ.Λ. Καράογλου –  Α. Ξυνογαλᾶ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.

Χαρίτου, 2013: Χαρίτου Μ. Παρωδία καί διακειμενικότητα. Δύο τεχνικές τῆς εἰρωνικῆς ποιητικῆς γλώσσας τοῦ Νάσου Βαγενᾶ (ἀδημοσίευτη διπλωματική ἐργασία), Πανεπιστήμιο Πατρῶν, Πάτρα.

Ψάλτη, 2013: Ψάλτη Μ. «Ποίηση καί προσωπεῖο. Ἡ ποιητική τῆς μεταφραστικῆς μεταμφίεσης τοῦ Νάσου Βαγενᾶ» (ἀδημοσίευτη σεμιναριακή ἐργασία), Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Ἀθήνα.

 

 

Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.



[1] Παραθέτω δειγματοληπτικά: ἀνεβ/αίνεις: φ/έρνεις («Ἄρρωστο παλικάρι»)· καιν/ούριας: /ούγιας («Χωρίς σκοπό»)· γι/όρτασμα: ροδ/όσταμα («Ἅγιος»)· /ἔβγα: ἀν/έβα («Τό θεῖο τόπο»), θ/αῦμα: /ἄσμα («Φροϋλάιν)»· κ/άτω: χωμ/άτου («Ὀλυμπία»), τ/ύρβη: κ/ρύβει («Ἐπιστροφή στή φύση»)· /αἷμα: ν/εμα («Μαριόρα»)· π/ρώτης: κο/όρτης («Καιροί…»)· λουλ/ούδια: κεντ/ίδια («Ρούθ»)· ταρ/άνδους: πελεκ/άνους («Ὁ ἥλιος τοῦ μεσονυχτίου»)· ἐν/τός μας: βογκη/τό μας καί γενε/ά μας: Χανα/άν μας («Στήν Α.Ε. τόν κον Μουσταφᾶ Κεμάλ»). Ἀντλῶ ἀπό Φιλύρας, 2013.

[2] Στροφή: φωνογρ/άφος: μον/άχος, ν/ύχτα: ζ/ήτα, ν/ύχια: β/ήχα καί φ/ῶτα: δ/όντια («Fog»)· ταξιδ/εύεις: ἐρ/έβη καί ταξιδ/εύεις: λιγοστ/εύει («Ρίμα»). Στέρνα: δια/βαίνουν: /ἐβένου, π/ίκρα: λ/ύτρα, /ἀγάπη: /ἀγάλι, ψυχ/ή μας: μν/ῆμα, κα/θρέφτης: /θρέφει, ἀνθρ/ώπων: κ/όπο, θε/οί μας: θ/ύμα. Ἡμερολόγιο καταστρώματος, Γ΄: θ/έλει: φιλ/έλλην, /ὀνείρου: /Ὁμήρου, /βράκα: /βάρκα («Στά περίχωρα τῆς Κερύνειας»). (Ἀντλῶ ἀπό Σεφέρης, 1977). Πρβλ. καί Γαραντούδης, 2007:39 (ἐκεῖ οἱ ρίμες χαρακτηρίζονται «παράφωνες» ἤ «ψευδοομοιοκαταληξίες»).

[3] Βλέπε πρόχειρα, ἐκτός ἀπό Perloff, 1970, Herbert, 1937 καί 1940, Rickert, 1978, Scott, 1980:233-239. Ἡ σχετική συζήτηση ἀποτυπώνεται, ἄλλωστε, καί στό λῆμμα “near rhyme” τῆς Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics (Brogan, 2012:924-925).

[4] Σταχυολογῶ, χάριν παραδείγματος, ἀποκλίνουσες ρίμες ἀπό τά τρία τελευταῖα ποιητικά βιβλία τοῦ Κοσμόπουλου. Κροῦσμα (2011): νε/ρό: νεκ/ρῶν, δ/έντρου: κ/έντρο καί τού/τη: /τήν («XII»)· ψιθυρισ/τής: τυλιχ/τεῖ καί αὐτο/κινήτων: /κινητν («XXII»). Κρυπτόλεξο (2013): θαν/άτου: ν/ά ‘το καί παραγ/ώνι: πληρ/ώνεις («Προοίμιο, Ι»)· πουλι/ῶν: παλτ/ό καί ψυχ/ῆς του: Παραδ/είσου («Προοίμιο, ΙΙ»). Κατόπιν ἑορτῆς (2014): /θά/λασσα: Ἀ/θά/-, am/arezza: μπ/όρεσα, Dion/isio: λ/ύσω καί /ἔθνος: /αἶνο («Ὁ Διονύσιος Σολωμός…»)· πετοῦσες: πατοῦσες, γαλ/άζιο: καναβ/άτσο, /σκηνῆς: /σκοινί, π/έφτει: καθρ/έφτης καί Στάλινγκραντ: ἀλυχτᾶν («Γιάννης Ρίτσος»).

[5] Στά σαράντα πέντε ἀπό τά ἐνενήντα δύο δίστιχα τοῦ ποιήματος μεθοδεύονται ἀποκλίνουσες ρίμες. Παραθέτω χαρακτηριστικά παραδείγματα: μπλεγμ/ένος: πεθ/αίνω, μ/έρος: προφ/έρω, π/όρτες: προδ/ότες, ρ/ίγος: δ/ίχως, ἀφ/ῆσαν: λ/ύσσα, /ἦταν: ἐσθ/ήτα, βλ/έπεις: καθρ/έφτη, /δόξα: /διῶξαν, /θά ‘μαι: με/θᾶνε, γ/ίνω: καρκ/ίνος, ἐ/στάθης: ὑ/στάτη, οὐ/σία: ξηρα/σίας, διακρ/ίνουν: κινδ/ύνου, π/λέον: /λέω, ν/ύχτα: πλ/ῆκτρα, προφ/ῆτες: μ/ῆτε, /ἔμπα: /αἷμα-, ἐγ/έγρα-: /ἔργα.

[6] Σημειώνω ἐνδεικτικά: Καψετάκης, 1997 & 2001, Ἀνανιάδης, 2002, Καραλής, 2002, Παπαλεοντίου, 2002 & 2010, Ἀθανασόπουλος, 2002, Pontani, 2006, Γαραντούδης, 2007:403, 405-407 καί 416-419, Κοσμόπουλος, 2007:52-76, Κεφαλέα, 2011, Χαρίτου, 2013:67-74.

[7] Σημειώνω ἐδῶ πώς οἱ ἐν λόγῳ ὅροι χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς μελετητές ἀξιολογικά παρά περιγραφικά. Κι αὐτό γιατί λόγος γιά half-rhymes, pararhymes, suspended rhymes, semirhymes, partial rhymes, false rhymes καί approximate rhymes γίνεται καί στήν ἀγγλόφωνη βιβλιογραφία. Μέ τή διαφορά, ὡστόσο, ὅτι ἐκεῖ ἀποτελοῦν πλέον ὑποκατηγορίες (ἄν καί συχνά ἀλληλεπικαλυπτόμενες) τῆς “near rhyme”, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως πολιτογραφημένη στήν ἀγγλόφωνη ριμολογία, γεγονός, βέβαια, πού σχετίζεται καί μέ τή φωνητική τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας. Τό στοίχημα, πιστεύω, εἶναι νά δοῦμε ὅτι ἀνάλογες, μή πλήρεις ὁμοηχίες μποροῦν νά λειτουργήσουν ὡς ὁμοιοκαταληξίες καί στήν ἑλληνική ποίηση (ἀντιπαράβαλε Κοκόλη, 1993:35). Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, προτίμησα νά μεταγράφω καί φωνητικά τίς ρίμες τοῦ Βαγενᾶ τίς ὁποῖες ἐξετάζω.

[8] Τέτοια ποιήματα εἶναι, γιά παράδειγμα, τα «Ὠδή σ’ ἕνα δωδεκακύλινδρο» (Santoro, 2000), «Danse macabre» καί «Μελαγχολία ἀσπιδοφόρου» (Μπεττελόνι, 2015).

[9] Ἡ ἐν λόγῳ κατηγοριοποίηση χρωστᾶ πολλά στή μονογραφία τῆς Perloff, ἡ ὁποία διακρίνει τίς κατά προσέγγιση ρίμες τοῦ Yeats σέ τρεῖς μεγάλες κατηγορίες: α) φωνηματικῆς διαφοροποίησης (“approximate rhyme involving phonemic variation”), β) τονικῆς διαφοροποίησης (“the rhyming units have no phonetic variation but do have stress variation”) καί γ) συνδυασμῶν (“a third group of approximate rhymes involves both phonemic variation and stress variation; these may be called combinations”). Βλέπε Perloff, 1970:30, 31, 32.

[10] Βλέπε σχετικά Memmo, 1983:126-127. Πρβλ. καί Κοκόλης, 1993:54-55.

[11] Μεικτές προκατάληκτες: ske/ptikó: o/ptikós, p/íre: θ/íres, p/íre: /líres καί a/δám: evo/δá. Κλειστές προκατάληκτες: ti/sévas: perisévan καί /sévas: peri/sévan. Ἡ παράθεση τῶν ποιημάτων σέ ὅλη τή μελέτη γίνεται ἀπό τήν ἔκδοση Βαγενάς, 2015, ἐκτός ἄν δηλώνεται διαφορετικά.

[12] Σέ φωνητική μεταγραφή: av/ísu: apot/íso, apot/íso: epoç/ísu, δafn/ófila: /ófile, /ófile: erpet/ófili καί δafn/ófila: erpet/ófili.

[13] Σέ φωνητική μεταγραφή: ið/ípoδa: t/ípota καί aδamadok/ólita: ip/ólipa. Σύμφωνα μέ τήν ἀγγλική ὁρολογία, ἡ πρώτη ρίμα εἶναι μιά τυπική “contrast rhyme” –  ἡ ἀντίθεση ἔγκειται στήν ἠχηρή vs ἄηχη ποιότητα τῶν ἐμπλεκόμενων συμφώνων (Perloff, 1970:30, Rickert, 1978:37).

[14] Σέ φωνητική μεταγραφή: /érota: t/érata, t/érata: f/éri ta καί /érota: f/éri ta.

[15] Σέ φωνητική μεταγραφή: pet/áksis: ep/álksis καί pr/áksis: ep/álksis.

[16] Σέ φωνητική μεταγραφή: p/étra: tromb/éta.

[17] Σέ φωνητική μεταγραφή: /érota: a/órata.

[18] Σέ φωνητική μεταγραφή: c/ítaro: ðn/ípero.

[19] Σέ φωνητική μεταγραφή n/éγri: er/évi (ἀντικατάσταση καί ἀφαίρεση συμφώνων) καί ar/ómata: griz/ómavra (ἀντικατάσταση καί προσθήκη συμφώνων).

[20] Σέ φωνητική μεταγραφή: tpi: pti.

[21] Σέ φωνητική μεταγραφή: ip/írkse: m/íkser.

[22] Ἀντιμεταθετικές ρίμες ἐντοπίζονται ἀκόμη στά ποιήματα «Ἐσωτερικός μονόλογος Στέφανου Μαρτζώκη»: αὐγή: ναυαγεῖ (/avjí: na/vají)· «Ὁ θάνατος τῶν ποιητῶν»: τρόπο: πρῶτο (tpo: pto)· «Οἱ τρεῖς ἄγγελοι»: πρῶτος: τόπος (ptos: tópos)· καί «Ὠδή στήν τίγρη»: φριχτή: εἰρκτή (frixtí: irktí) ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες· «Σολωμός»: τάφοι: βάτοι (táfi: váti) ἀπό τή συλλογή Στή νῆσο τῶν Μακάρων.

[23] Σέ φωνητική μεταγραφή: sciftós: sciptós.

[24] Οἱ ὑπόλοιπες τρεῖς ρίμες ἐλάχιστου ζεύγους εἶναι οἱ ἑξῆς: ἀνεχτῶ: ἀνοιχτό (anextó: anixtó), διαβάζεις: διαβάσεις (ðjavázis: ðjavásis) καί λείψει: λήξει (lípsi:líksi) τῶν σονέτων «Κάλβος IV», «Νίκος Ἐγγονόπουλος» καί «Ἠλίας Λάγιος» ἀντίστοιχα, ἀπό τή συλλογή Στή νῆσο τῶν Μακάρων.

[25] Σέ φωνητική μεταγραφή: skóti: s-i-kóti.

[26] Σέ φωνητική μεταγραφή: f/én-e-te : p/énde καί m/ávro : /ávr-i-o, ἀντίστοιχα.

[27] Ἐκτός ἀπό τά παραδείγματα πού ἤδη παρέθεσα, πρόκειται γιά τίς ρίμες ὀσμή: γιασεμί (ozmí: jasemí) τῆς «Μπαλλάντας» ἀπό τήν Περιπλάνηση ἑνός μή ταξιδιώτη· λάβαρα: χάβρα (lávara: xávra), λάβαρα: μαῦρα (lávara: mávra), ἄβαρα: χάβρα (ávara: xávra) καί ἄβαρα: μαῦρα (ávara: mávra (ὅλες καί παρατονούμενες) τοῦ ποιήματος «Μπαλλάντα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς» ἀπό τήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου [α΄]· νερά: νοερά (nerá: noerá) τοῦ ποιήματος «Γένεσις»· Ρίλκε: εἵλκυε (rílçe: ílcie) καί παρατονούμενη) τοῦ ποιήματος «Ὁ θάνατος τῶν ποιητῶν» (Σκοτεινές μπαλλάντες καί ἄλλα ποιήματα).

[28] Σέ φωνητική μεταγραφή: /ólimbo : k/olimbó καί ce/talipá : ka/tálipa.

[29] Τά ὑπόλοιπα τρία ὁμοιοκαταληκτικά ζεύγη εἶναι τά ἀκόλουθα: ἔρωτα: ρωτᾶ (érota: rotá) καί ρωτᾶ: ἀξημέρωτα (rotá: aksimérota) τοῦ ποιήματος «Σημεῖα καί τέρατα»· μισεῖ: μίμηση (misí:mímisi) τῶν «Ποιητῶν». Καί τά δύο ποιήματα περιλαμβάνονται στίς Σκοτεινές μπαλλάντες.

[30] Γιά τήν «ὀπτική ρίμα» στήν ἀγγλική (eye rhyme, sight rhyme visual rhyme), γαλλική (rime pour l’œil) καί ἰταλική (rima alocchio rima grafica) ποίηση βλέπε: Brogan, 2012:475, Morier, 1989: 1017 καί Memmo, 1983:119-120, ἀντίστοιχα. Πρβλ. ἐπίσης Κοκόλης, 1993:145.

[31] Σέ φωνητική μεταγραφή: n/íxta: a/lixtá (ὁμοιοκαταληξία μεταξύ παροξύτονης καί ὀξύτονης λέξης) καί axn/ízun: /zún (ὁμοίως).

[32] Παραθέτω ὁρισμένες ἀκόμη πραγματώσεις τῆς παρατονούμενης ρίμας: ἀγαλματ/ίδια: /ἴδια (aγalmat/íðia: /íδjα) καί χρ/όνια: σαρδ/όνια (xr/óῃa: sarδ/ónia) τοῦ ποιήματος «Κυκλαδικόν»· ἐπίδεσμε: δές με (ep/íðezme: ð/éz me) τοῦ «Ἐνδυμίωνος» ἀπό τίς Σκοτεινές μπαλλάντες· χρ/όνια: αἰ/ώνια (xr/óῃa: e/ónia) καί χ/έρια: κ/αίρια (ç/érja: c/ériia) τοῦ σονέτου «Γιάννης Ρίτσος», μ/άτια: ἐπικρ/άτεια (m/átça: epikr/átia) καί ὑπ/όγεια: ρο/λόγια (ip/ója: rol/ója) τοῦ σονέτου «Μπόρχες» τῆς Νήσου τῶν Μακάρων· ἐκ/εῖνος: γ/ήινος (ec/ínos: j/íinos) τῆς ψευδομετάφρασης «Μελαγχολία ἀσπιδοφόρου».

[33] Σέ φωνητική μεταγραφή: orjíon mas: om/íoma (προκατάληκτη μεικτή καί ἐνδοαλλόφωνη συμφωνικῆς ἀφαίρεσης) καί /ífale: /ífanes (προκατάληκτη μεικτή καί ἐνδοαλλόφωνη συμφωνικῆς ἀντικατάστασης). Συνολικά ἐντοπίζονται δώδεκα ρίμες αὐτῆς τῆς κατηγορίας στήν ποίηση τοῦ Βαγενᾶ (μία στήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου β ΄, ἑπτά στίς Σκοτεινές μπαλλάντες καί τέσσερις στή Νῆσο τῶν Μακάρων).

[34] Σέ φωνητική μεταγραφή: kuv/éndes: f/én-e-te (μεικτή προκατάληκτη καί συγκοπτόμενη πού δημιουργεῖ «παρατονισμό», ἀφοῦ ἡ ρίμα ἀναπτύσσεται μεταξύ παροξύτονης καί προπαροξύτονης λέξης).

[35] Σέ φωνητική μεταγραφή: aῃarós: aníeros.

[36] Σέ φωνητική μεταγραφή: olostr/óngila: v/ongitá (ἐνδοαλλόφωνη φωνητικῆς ἀντικατάστασης).

[37] Σέ φωνητική μεταγραφή: /tíγris: /tivrís (παρατονούμενη, γιατί δημιουργεῖται ὁμοιοκαταληκτικό ζεῦγος μεταξύ παροξύτονης καί ὀξύτονης λέξης, καί ἐνδοαλλόφωνη συμφωνικῆς ἀντικατάστασης) καί jirof/érni : /érimi (συγκοπτόμενη-παρατονούμενη καί ἐνδολλόφωνη συμφωνικῆς ἀντικατάστασης). Στήν πέμπτη κατηγορία σύνθετα ἀποκλινουσῶν ὁμοιοκαταληξιῶν ἀνήκει ἐπίσης καί ἡ ρίμα /ἔρημοι: κουτσοφ/έρνει (/érimi: kutsof/érni) τοῦ σονέτου «La belle dame sans merçi (Μικρό ἐλεγεῖο γιά τόν Ρῶμο Φιλύρα)» ἀπό τήν Πτώση τοῦ ἱπτάμενου β΄.

[38] Πρβλ. Λάγιος, 2001:121 καί Κοσμόπουλος, 2007:55-56.

[39] Πιστεύω, πάντως, πώς πρέπει νά δοῦμε τήν ἐπιστροφή τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν στίς ἔμμετρες φόρμες διαμεσολαβημένη, ὥς ἕναν βαθμό, ἀπό τόν «θεωρητικό» Βαγενά.