Γαλάτεια Δημητρίου
Melencolia I
«ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΖΥΓΙΖΟΥΝ ΔΙΠΛΑ»
ὅταν εὐρύχωρα ὁ ἐφιάλτης διαρκεῖ
δέν ἀποτρέπω τήν κραυγή
οὔτε τήν ἄφεση
κλεῖσε παντοῦ, συμβούλεψα,
καί πλήθυνα ἀγγίζοντας τό γράμμα:
τό μελάνι κυκλώνει ἀδέκαστα
χέρια σβήνουν κι ἄς τά συλλάβισα
κι ἐγώ πού περπατάω ἀέρα
θέλω νά σ’ ἐκδικηθῶ βαθύτατα
γιά ὁτιδήποτε ἔχει βάρος
ἐγώ – πού θυσιάστηκα τό βάρος
MELENCOLIA I
τά πνιγμένα φύκια τά φροντίζει τό νερό
κι ἐγώ
φοβᾶμαι τήν ἀκραία ἐγκατάλειψη:
μή χαθοῦν τά ὄστρακα γιά τίς χοές
σκύβει τήν πλάτη μου ὁ πιό γδαρμένος ἥλιος
καί τά φτερά μου ἀτροφοῦν ἀνεύθυνα (μονά)
ὅμως ἡ σκέψη τοῦ θανάτου ἵπταται:
μοναδική ὑποψία δύναμης
πού θά ἐξέπληττε τή μοναξιά
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΙΕΜΑΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΝΩ
φλέγομαι ἀπόμερα
μά καταιγιστικά
καί συνωστίζομαι στή δύση:
νιώθω τήν πράξη σάν ἄποψη φυγῆς
γιά ἐκεῖνον πού περίσσεψε νά ξέρει
(ἄν ξέρει) νά ἀρχίζει ἀπ’ τήν ἀρχή
καμιά φορά
ἀποσιωπᾶται ἡ εὔνοια τῆς ἀπέναντι πλευρᾶς:
οἱ ὑπόγειες διαβάσεις τῶν ρημάτων
τό σχέδιο γιά τό μέλλον τοῦ οὐρανοῦ
τολμῶ ἀκραία βήματα:
μέ σώζει, μέ συντρίβει τό ὄνειρο
καί πιό πολύ
παντοῦ
ἡ ἄπνοια τῆς στάχτης
πού διέφυγε τήν πυρκαγιά
ΚΙ ΟΜΩΣ ΣΠΟΥΔΑΣΑΜΕ ΜΑΖΙ ΜΙΑΝ ΟΝΤΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΑΛΓΕΒΡΑ
ἰσόπαλη τοῦ τέλους
μέ ὅρκο δένομαι σέ βάθη –
τό δάκρυ (μαντεύοντας) σέ βεβαιώνει
κι ἐγώ σέ πένθησα πολύ, ἔτσι ὑπῆρχες
γιά νά ἀπεκδυθῶ τήν παραλυτική
(πρός ἑαυτόν) εὐθύνη
σέ ἀπαριθμῶ ὡς νά ἐγκληματήσεις
καί σέ ἐπιβραβεύω ὅλο δέος
γιά τήν πεντάκτινη συμμετρία τῆς ἀριθμητικῆς σου:
τό νερό στεγνώνει δίχως ἴχνη
ἡ πληγή γιατρεύεται ἀπό τό δόρυ πού τήν ἀποσπᾶ
Το ποίημα δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.