ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΓΡΑΦΗ
Κική Δημουλᾶ, Τά εὕρετρα, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2010
«Κάποτε λήγει τό συμβόλαιο μέ τή γέννησή μας. / Ὅσο ζοῦσε καί ἡ μάνα μας ὅλο καί τό ἀνανέωνε / καθώς μᾶς ἔντυνε παιδιά στό βλέμμα της ἀκόμα / – ταμένα στό ἀμετάβλητο μᾶς εἶχε» (Χαῖρε ποτέ), «εἶδα κι ἐγώ ἕναν Κένταυρο… / Ἦταν ἀπό τή μέση καί πάνω χρόνος / κι ἀπό τή μέση καί κάτω χρόνος» (Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης). Κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς δημιουργικῆς γραφῆς τῆς Κικῆς Δημουλᾶ, ἀπό τά πρῶτα Ποιήματα (1952), κυρίως ὅμως ἀπό τό ἰδιαιτέρως προσδιοριστικό γιά τήν ἐξέλιξη τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς λογοτεχνίας βιβλίο της μέ τόν τίτλο Χαῖρε ποτέ (1981) καί ἑξῆς, παρακολουθοῦμε τήν ἀνάλυση ἑνός ἐντυπωσιακοῦ ἀλγόριθμου πού ἀφορᾶ καταρχήν τήν ὑποκειμενική, βιωματική διάσταση τῆς ροῆς τοῦ χρόνου σέ συνδυασμό μέ τήν ὑποκειμενική πρόσληψη τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Ἡ ροή τοῦ χρόνου ἀποδίδεται μέ τή διαδοχή τῶν γενεῶν ὡς μιά διαδικασία ὑπέρβασης τῶν συμβατικῶν ἀνθρώπινων ὁρίων, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας τό παρελθόν παραμένει διαρκῶς παρόν καί δεσμεύει τήν προοπτική τοῦ μέλλοντος. Ἡ σχέση ἀνάμεσα στή ροή τοῦ χρόνου καί τίς διαστάσεις τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας ὑπό τήν ὀπτική τοῦ ὑποκειμένου ἀποδίδει τό βιωματικό, συναισθηματικό καί μεταφυσικό περιεχόμενο τοῦ ἀτομικοῦ χωρόχρονου ὡς ἀποτύπωση τοῦ διαλόγου πού τό ὑποκείμενο ἀναπτύσσει μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο καί κυρίως μέ τή φύση.
Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσεται ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ ἀτόμου πρός ἑαυτόν καί πρός τό περιβάλλον ὡς διαδικασία πρός τήν αὐτογνωσία, ἡ μόνωση ἀλλά καί ἡ μοναδικότητα τοῦ ἀτόμου στήν αἰτιοκρατική σχέση του μέ τή ζωή καί μέ τό θάνατο ὡς μιά μορφή μεταζωῆς, τό περιεχόμενο τῆς μνήμης καί τῆς λήθης ὡς δύο ὄψεων τοῦ ἴδιου μεγέθους πού ἀποτελεῖ τό ὑποκειμενικό περιεχόμενο τοῦ χρόνου. Αὐτά τά δεδομένα ὡς σημασιολογικός πυρήνας τῆς δημιουργικῆς γραφῆς τῆς Δημουλᾶ, ἀποτελοῦν τή βάση γιά τή θεματική ἀνάπτυξη τοῦ κειμενικοῦ κόσμου στό παρόν βιβλίο, στό ὁποῖο πάντως τό ὑποκείμενο φαίνεται νά ἔχει ὁριστικοποιήσει τό χαρακτήρα τῆς σχέσης του τόσο μέ τό χρόνο ὅσο καί μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο, καί περαιτέρω συντάσσει τόν ἀπολογισμό γιά τά προϊόντα αὐτῆς τῆς σχέσης. Αὐτός ὁ ἀπολογισμός δέν ἀποτελεῖ διατύπωση ὁριστικῶν θέσεων, ἀλλά ἀντιστοιχεῖ στήν ἀναγνώριση καί τήν καταγραφή ἐρωτημάτων πού τίθενται κατά τή διάρκεια τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου μέσα στό χρόνο καί στό χῶρο καί πού παραμένουν ἀναπάντητα μέσα στά ὅρια τῆς γνώσης καί κυρίως τῆς ἄγνοιας τοῦ ἀνθρώπου. Τά ἐρωτήματα αὐτά ἑστιάζουν στό διάλογο, μᾶλλον στούς ὅρους ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα στή ζωή καί τή μεταζωή, ἀνάμεσα στήν ὕπαρξη καί τή μή ὕπαρξη, ὡς δύο πεδία παραπληρωματικά καί συγκοινωνοῦντα πού ἀποτελοῦν τό κέντρο βάρους στήν ὀργάνωση τοῦ κειμενικοῦ κόσμου τοῦ βιβλίου.
Μέσα σ’ αὐτό τό σημασιολογικό κλίμα ἰσχύει ἡ ἐπαναδιατύπωση τῶν δεδομένων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά συμβατικά ὅρια καί τή δυναμική τοῦ ἀνθρώπου, ἀμφισβήτηση τῆς λογικῆς πού διέπει (καί συχνά παραβιάζει) τή διαδοχή τῶν γενεῶν στό πλαίσιο τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας, σχεδόν αἱρετική προσέγγιση καί κατ’ ἐπέκταση ὑπονόμευση ἰδεολογικῶν συστημάτων πού δεσμεύουν τήν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, ἀπόπειρες (πού παραμένουν ἀπόπειρες) ἀνατροπῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Αὐτά τά δεδομένα ἀποτελοῦν παραμέτρους γιά τόν προσδιορισμό τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ὡς σειρά συνεχῶν ὅσο καί μάταιων δοκιμῶν γιά τήν παραβίαση τῶν συμβατικῶν ἀνθρώπινων ὁρίων, μέ μόνη διέξοδο τήν καταφυγή στά σύνθετα πεδία τῆς φαντασίας καί στήν ταραγμένη περιοχή τῶν ὀνείρων. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀποτελεῖ τήν ἄμυνα ἀλλά καί τήν ὑπεροχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν ἀντικειμενική πραγματικότητα καί ἐντέλει ἐξασφαλίζει τό αἴσθημα κέρδους ἀπό τή βιωματική σχέση του μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο. Τό αἴσθημα αὐτό φαίνεται νά ἀποτελεῖ τήν ἑστίαση τοῦ κειμενικοῦ κόσμου, καί περαιτέρω ὁδηγεῖ καί στήν ἀνάγνωση τοῦ τίτλου τοῦ βιβλίου.
Ὄχημα γιά τή διατύπωση καί τήν προβολή τῶν ἀρχῶν τοῦ κειμενικοῦ κόσμου μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀποτελεῖ ὁ γνωστός δημιουργικός λόγος τῆς Δημουλᾶ ὡς σύστημα σύνθετων καί ἀποκλινόντων ἀπό τήν κοινή χρήση τῆς γλώσσας συσχετισμῶν ἀνάμεσα στή σημασιολογική ὀργάνωση τῆς κειμενικῆς μορφῆς καί τή διαστρωμάτωση τοῦ σημασιολογικοῦ βάθους τοῦ κειμένου. Πρόκειται καταρχήν γιά λόγο προσωπικό, βιωματικό, πλήρη συναισθήματος, καθημερινό ἕως σχεδόν ἀγοραῖο, ἀφηγηματικό καί ἐνίοτε παραβολικό, ἀφοριστικό καί ἀπροσδόκητο κατά τή ροή τῶν σημαινομένων. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἐντοπίζονται ποικίλα ἐνδιαφέροντα φαινόμενα ὡς δεῖκτες τοῦ ἰδιαιτέρως ἐπεξεργασμένου ὕφους τῆς Δημουλᾶ, ὅπως τά ἀκόλουθα: ἡ ἀντιστροφή πού προσδιορίζει σχεδόν στό σύνολό της τή σημασιολογική οἰκονομία τοῦ κειμενικοῦ κόσμου καί ἀποτυπώνεται ὡς ἀναφορά τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο κατά παραβίαση ἤ ἀνατροπή τῶν ἰσχυόντων στήν ἀντικειμενική πραγματικότητα, βλ. ὡς πλέον ἐνδεικτική τήν ἐπιγραμματική διατύπωση στό ποίημα «Ἐπαναπατρισμός».
Ἡ μεταφορά ὡς ἐπίσης σχεδόν σταθερή διαδικασία ἀντιστοιχίας ἀνάμεσα σέ εὑρηματικά σημαίνοντα καί σέ πολλαπλά, ἀποκλίνοντα ἀπό τήν κοινή λογική σημαινόμενα, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας κυρίαρχη θέση κατέχει ὡς εἰδική ἔκφανση ἡ προσωποποίηση ἀφηρημένων ἐννοιῶν, βλ., π.χ., τά ἀποσπάσματα: «ἐπάνω στόν πράσινο ὅρκο / ἑνός φυλλορροήματος … / στή σκιά τοῦ νεροῦ πού / ἀπό τοῦ πράσινου τή μνήμη θ’ ἀναβλύζει» («Ἡ σκιά ἐπιζεῖ»), «ἄκρη, δυό τρία δέντρα στή σειρά / σκοῦρα σάν τελεῖες σέ πράσινη φράση» («Μικρό παράκτιο»), «Βρέχει. Σάν ἀμφισβήτηση» («Φταῖμε κι ἐμεῖς!»), «Νά βρέχει θέλω… / Ὄχι δυνατά. / Μίζερα νά βρέχει, ἀποτυχημένα / ὄχι παραπάνω ἀπό σταγόνες» («Ἀλλήλων τά βάρη»), καθώς καί στό σύνολό τους τά ποιήματα «Ἀντισώματα», «Ἡ ἐλπίδα, I», «Στήν ἐλπίδα, II», «Ἀπό τήν ἐλπίδα, III», καί κυρίως τό ἐμβληματικό ποίημα «Ἄσπρες πασχαλιές φιλοῦν ἔφηβο» ὡς ἐντυπωσιακή κωδικοποίηση ἀφενός τῆς ἀμφισβήτησης σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή λογική πού ἰσχύει στή διαδοχή τῶν γενεῶν καί ἀφετέρου τῆς μάταιης ἀπόπειρας γιά τήν ἀνατροπή τῶν ἰσχυόντων στήν ἀντικειμενική πραγματικότητα, στά ὁποῖα ἐντάσσεται καί ἡ ἀνθρώπινη μοίρα. Ἡ εὐρύτατη χρήση τῆς μεταφορᾶς προβάλλει τόν ὑπερρεαλιστικό, δηλαδή ἐξωλογικό χαρακτήρα τοῦ κειμενικοῦ κόσμου τῆς Δημουλᾶ, ὅπου ἀναγνωρίζεται καί ἡ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα σέ ταυτόσημες ἔννοιες καί σέ ἀντίθετα ἤ διευρυμένα σημαινόμενα, βλ., π.χ., τό κειμενικό ἀπόσπασμα: «αὐτό τό ἄσπρο ἐπάνω στό λευκό / τά μαύριζε ὅλα» («Ἄσπρες πασχαλιές φιλοῦν ἔφηβο») ἤ τά σημαινόμενα τοῦ ποιήματος «Μονοήμερη μέρα» στό σύνολό τους. Σέ αὐτό τό ὑφολογικό κλίμα ἐντάσσεται καί ἡ σύνταξη κατά τό νοούμενο πού συνεπικουρεῖ τή μεταφορά στή διαστρωμάτωση τῶν σημαινομένων τοῦ κειμενικοῦ κόσμου, βλ., π.χ., τό κειμενικό ἀπόσπασμα: «κυπαρίσσι δίπλα / στήν πράσινη ταφή» («Πίνακας»). Ἐπίσης, οὐσιαστικό σέ λειτουργία ἐπιθέτου, βλ., π.χ., τά συντάγματα: «ὁ κλητήρας χρόνος, ἡ λεπτολόγος σκόνη» («Ἐπουσιώδης διαφορά»), «τυμβωρύχος θυμηδία» («Ἀντισώματα»), «στόν ἔφηβο μίσχο» («Κολατσιό»), «τήν τροφό… ἰδέα» («Ἡ τροφός»), «ἐρείπιο ἑβδομάδα, τοῦ γερανοῦ ἥλιου» («Κεραμεικός – Κυριακή»), «καλλιτέχνιδες ἀπόψεις» («Πασιέντζες»).
Στό πλαίσιο τῆς ἴδιας σημασιοσυντακτικῆς διαδικασίας ἀναγνωρίζονται καί τά φαινόμενα: (α) ἐπιρρηματικός προσδιορισμός σέ λειτουργία ἐπιθέτου, βλ., π.χ., τά συντάγματα: «στή μόλις ἡλικία του» («Ἄσπρες πασχαλιές φιλοῦν ἔφηβο»), «τῆς ὕπερθεν θρησκείας» («Πίνακας»), ἐπίσης (β) οἱ πρωτότυπες λεξικές μονάδες: «καθρέφτης-οὐρανός» («Λάθος διάταξη»), «φτωχολησμονιές» («Φταῖμε κι ἐμεῖς!») ὡς ἕνα εἶδος νεολογισμοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἀναγνωρίζεται καί στόν ρηματικό τύπο: «νά ἐσωστραφῶ [σέ πιγκουίνο]» («Στήν ξενιτιά τοῦ σώματος»), καθώς καί (γ) μιά μορφή ἀνασημασιολόγησης στά συντάγματα: «χάρη δοτική» («Μικρό παράκτιο»), «ἀναγνωστικό φῶς» («Κεραμεικός – Κυριακή»). Ἐξάλλου, στούς σταθερούς ὑφολογικούς μηχανισμούς ὅπως ἰσχύουν στά κείμενα τῆς Δημουλᾶ, ἀνήκουν ὁ ρυθμός, οἱ γραμματικές εἰκόνες καί ἡ μεταγλωσσικότητα.
Ἡ θέση τοῦ τόνου καί τό μῆκος τῶν λέξεων κατά τήν ὀργάνωση τοῦ κειμένου μέ βάση τόν ἐλεύθερο στίχο ἐξασφαλίζουν ἰδιαίτερο ρυθμό πού ἀποτελεῖ σημαντικό παράγοντα τῆς ὑψηλῆς αἰσθητικῆς τῶν κειμένων τῆς Δημουλᾶ καί γίνεται αἰσθητός ἀκόμα καί ὅταν ἰσχύει ἀφηγηματικότητα ἀνεξαρτήτως τῆς διάταξης τῶν στίχων. Μᾶλλον ἀκριβῶς στήν περίπτωση τῆς (συχνῆς ἄλλωστε) ἀφηγηματικότητας ὁ ρυθμός προσδιορίζει τήν καταιγιστική, συνεχή, πυκνή ροή σημαινομένων ἀνεξαρτήτως τῶν ὁρίων στίχων ἤ/καί στροφῶν στό πλαίσιο σύντομων ἤ ἐκτενέστερων κειμενικῶν συνθέσεων, βλ. ὡς πλέον ἐνδεικτικό τό ποίημα «Ἄσπρες πασχαλιές φιλοῦν ἔφηβο». Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ αἴσθηση τοῦ ρυθμοῦ εἶναι ἀμεσότερη στήν περίπτωση σύντομων κειμένων, ὅπως ἰσχύει, π.χ., στό εἰσαγωγικό ἄτιτλο ποίημα [«Εὐλαβοῦμαι, Ἀνάγκη / …]» ἤ στά ποιήματα μέ τήν οἰκονομία σχεδόν ἐπιγράμματος «Ἐπαναπατρισμός», «Τηλεγράφημα ἐπεῖγον», «Μαγική εἰκών», ἀλλά καί στά ἐκτενέστερα «Ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀπογοητευτικοῦ» καί «Σατανική σύμπτωση». Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἐξίσου σημαντικός παράγοντας ὑψηλῆς αἰσθητικῆς εἶναι οἱ γραμματικές εἰκόνες πού καλύπτουν ὡς ἐκτενέστατη τοιχογραφία τόν κειμενικό κόσμο (καί) στό παρόν βιβλίο τῆς Δημουλᾶ καί πού ὡς στοιχεῖα μιᾶς ἀμιγῶς παραστατικῆς γλώσσας σχολιάζουν τά σημαινόμενα, βλ., π.χ., τά ποιήματα «Ἄσπρες πασχαλιές φιλοῦν ἔφηβο», «Πίνακας», «Μικρό παράκτιο», «Φταῖμε κι ἐμεῖς!», «Θερινές παραστάσεις», «Ἀλλήλων τά βάρη». Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἰδιαίτερη θέση κατέχει ἡ φωτογραφία ὡς παραστατική δείξη γιά τήν ἀποτύπωση, τή διάσωση καί τήν ἀνακατάταξη τοῦ περιεχομένου τῆς μνήμης, καί ἑπομένως περαιτέρω ὡς τόπο προβολῆς τοῦ προσωπικοῦ χωρόχρονου, βλ., π.χ., τά ποιήματα «Ὑπέρβαση», «Κολατσιό», «Ὁ στόχος», «Φταῖμε κι ἐμεῖς!». Τά κείμενα αὐτά χαρακτηρίζει ἡ διαδικασία αἰσθητικῆς καί σημασιολογικῆς σύνθεσης πού ἀναγνωρίζεται ὁριστικοποιημένη ἤδη στά ποιήματα «Ἐχθρική συμφιλίωση», «Passe-partout», «Φῶς ἀποστήθιση», «Ὑποκατάστατο» ἀπό τό βιβλίο Χαῖρε ποτέ.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή μεταγλωσσικότητα: ἡ Δημουλᾶ συνεχίζει τόν δημιουργικό διάλογο μέ τή γλώσσα κυρίως ὡς σημαινόμενο καί ὄχι μόνο ὡς κώδικα σημαινόντων. Ἡ Δημουλᾶ εἶχε ἤδη ὁριστικοποιήσει τούς ὅρους αὐτοῦ τοῦ διαλόγου στό πλαίσιο τῶν σημαινομένων τοῦ βιβλίου Χαῖρε ποτέ ἤ τοῦ βιβλίου Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης (1994). Στό παρόν βιβλίο ἀναγνωρίζονται ἐνδιαφέρουσες παραδειγματικές ἐφαρμογές μεταγλωσσικότητας, τόσο στή διάσταση τῆς ποιητικῆς μεταγλώσσας (αὐτοαναφορικότητα τῆς δημιουργικῆς γραφῆς) ὅπως ἰσχύει, π.χ., στά ποιήματα «Ἡ θρασεία λογοκλόπος», «Σύν Ἀθηνᾶ καί χείρα κίνει», ὅσο καί στή διάσταση τῆς μεταγλωσσικῆς ποίησης (ὁ λόγος ὡς σημαινόμενο) ὅπως ἰσχύει, π.χ., στά ποιήματα «Μικρό παράκτιο», «Ἡ χρησιμότητα τῆς δυσπιστίας», «Φταῖμε κι ἐμεῖς!», «Τηλεγράφημα ἐπεῖγον».
Ὅλο αὐτό τό ὑλικό ἀποκαλύπτει τή σταθερή, δημιουργική, ἔντονη, πρωτίστως συνειδητή σχέση τῆς Δημουλᾶ μέ τή γλώσσα ὡς ὄχημα πού ὁδηγεῖ στήν παραγωγή κειμένου, δηλαδή στήν ὀργάνωση πεδίου ἀνάπτυξης τοῦ μηνύματος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἡ γλώσσα καί τό κείμενο «προσωποποιοῦνται» καί φαίνονται νά ἀποδέχονται τούς ὅρους πού ἡ θέτει Δημουλᾶ γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς σχέσης τους. Προϊόν αὐτῆς τῆς σχέσης ἀποτελεῖ ἐν προκειμένω ἡ ἰδιαιτέρως σύνθετη δομική οἰκονομία τοῦ κειμενικοῦ κόσμου στό παρόν βιβλίο κατά τήν ἐξέλιξη τῶν σημαινομένων ὅπως ἀποτυπώνεται στή σειρά τῶν σαράντα ἑνός ποιημάτων. Αὐτή τή σειρά εἰσάγει ἄτιτλο ποίημα, μέ τό ὁποῖο ἡ Δημουλᾶ φαίνεται νά θέτει τίς γενικές ἀρχές τοῦ κειμενικοῦ κόσμου. Οἱ τίτλοι στά ἑπόμενα σαράντα ποιήματα ἀποτελοῦν δεῖκτες γιά τά φαινόμενα ἤ τά γεγονότα πού ὀργανώνουν τήν πολυδιάστατη δομή αὐτοῦ τοῦ κειμενικοῦ κόσμου. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, τό ποίημα τοῦ ὁποίου ὁ τίτλος («Τά εὕρετρα») ἀναβαθμίζεται σέ τίτλο τοῦ βιβλίου ὡς σημασιολογικοῦ συνόλου, ἐντοπίζεται πολύ κοντά στήν εἴσοδο τοῦ κειμενικοῦ κόσμου (τέταρτο στή σειρά τῶν ποιημάτων τοῦ βιβλίου), πράγμα πού ἀποτελεῖ τεκμήριο προθετικότητας τοῦ συγγραφέα: μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Δημουλᾶ φαίνεται νά δηλώνει τήν ἑστίαση ἐνδιαφέροντος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀργάνωση τοῦ κειμενικοῦ κόσμου, ἤδη ἀπό τίς πρῶτες σχεδόν στιγμές τῆς γέννησης αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Καθίσταται ἑπομένως σαφές ὅτι ἡ Δημουλᾶ συνεχίζει νά προσφέρει στοιχεῖα ὡς λεπτομέρειες παράπλευρων προσθηκῶν σέ ἕναν κανόνα δημιουργικῆς γραφῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη συνταχθεῖ σύμφωνα μέ τήν εὑρηματικότητα, τή συνδυαστική ἱκανότητα, τήν εὐαισθησία καί τήν ὑψηλή αἰσθητική πού χαρακτηρίζουν τήν παραγωγή καί τήν ἐν γένει δημιουργική συμπεριφορά της. Μέ αὐτή τήν προϋπόθεση τό παρόν βιβλίο τῆς Δημουλᾶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμα σημαντικό ἐπικοινωνιακό γεγονός ὑψηλῆς πληροφορητικότητας πού ἐξασφαλίζει τήν πολυτέλεια μιᾶς πολυεπίπεδης δημιουργικῆς ἀνάγνωσης.
ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ
Η κριτική δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.