Matthew Hollis – Ας βρέχει η βροχούλα

Matthew Hollis

Ἄς βρέχει ἡ βροχούλα

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΥΣΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ

 

Ο Μάθιου Χόλλις συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στούς σημαντικούς ἐκπροσώπους μιᾶς νέας γενιᾶς Βρετανῶν ποιητῶν. Γεννήθηκε τό 1971 στό Νόριτς καί φοίτησε στά Πανεπιστήμια τοῦ Ἐδιμβούργου καί τοῦ Γιόρκ. Ζεῖ στό Λονδίνο καί ἐργάζεται στόν ἐκδοτικό οἶκο Faber and Faber ὡς ἐπιμελητής στόν τομέα τῆς ποίησης.

Ἐμφανίστηκε στά βρετανικά γράμματα τό 1996, μέ μιά μικρή ποιητική ἔκδοση καί συνέχισε μέ συμμετοχές σέ συλλογικά ἔργα καί ἐπιμέλεια ἀνθολογιῶν. Τό Ground Water (Bloodaxe, 2004), γιά τό ὁποῖο ἐργάστηκε δώδεκα χρόνια, ὅπως ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος, εἶναι ἡ πρώτη ὁλοκληρωμένη ποιητική συλλογή του· συμπεριλήφθηκε στή συστατική λίστα τῆς Poetry Book Society καί στίς ὑποψηφιότητες γιά τά βραβεῖα Whitbread γιά τήν ποίηση Guardian First Book καί Forward γιά τήν Καλύτερη Πρώτη Ἔκδοση Ποιητικῆς Συλλογῆς. Ὁ ἴδιος ἔχει βραβευτεῖ μέ τό Βραβεῖο Eric Gregory.

Ἡ ποίηση τοῦ Χόλλις, μέ ὁμολογημένες ἐπιδράσεις ἀπό τήν ἀμερικανική ποίηση τοῦ 20οῦ αἰώνα (Φρόστ, Στῆβενς, Λόουελ, Γουίλλιαμς κ.ἄ.), διακρίνεται ἀπό ἕνα χαμηλόφωνο, ἐν πολλοῖς κρυμμένο λυρισμό καί μιά «ἥσυχη» μελαγχολία πού δέν ἀγνοεῖ ὡστόσο τή χαρά τῆς ζωῆς. Tό τοπίο –τό ὑγρό τοπίο τῆς ἀνατολικῆς Ἀγγλίας– παίζει ἰδιαίτερο ρόλο ὡς «σκηνικό» τῶν ποιημάτων του, μέσα στό ὁποῖο ἐξελίσσονται συχνά ἀπολύτως ρεαλιστικές ἱστορίες ἤ περιγραφές τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Τό νερό, μέ ὅλες του τίς μορφές, εἶναι πανταχοῦ παρόν καί ἡ σχέση του μέ τή γῆ ἀποτελεῖ στοιχεῖο συνεχοῦς «διαπραγμάτευσης», ἡ ὁποία καθορίζει τίς τύχες καί τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων· τά πράγματα ἀποκτοῦν ρευστότητα, καθώς βρίσκονται σέ διαρκή κίνηση, τό ἴδιο καί τά συναισθήματα. Ἔτσι, ἐκτός ἀπό σκηνικό, τό νερό χρησιμοποιεῖται καί ὡς μεταφορά γιά τά ὑπόγεια ρεύματα πού διατρέχουν τίς ζωές μας, γιά τήν ἄλλη, τήν «ἄδηλη» πλευρά τῶν πραγμάτων.

Τά ποιήματα τῆς συλλογῆς κινοῦνται σέ δύο βασικούς θεματικούς ἄξονες, τήν ἀγάπη καί τήν ἀπώλεια, μέσα ἀπό τή φθίνουσα πρόοδο τοῦ δεσμοῦ μέ μιά γυναίκα καί μέ τόν πατέρα τοῦ ποιητῆ, πού πέθανε ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια. Τά τελευταῖα πέντε ποιήματα, συγκεντρωμένα χωριστά ἀλλά σέ ἀπόλυτη σχέση μέ τήν ἀτμόσφαιρα καί τό πνεῦμα τῶν ὑπολοίπων, πραγματεύονται, ἀκριβῶς, τούς τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ πατέρα του, μέσα ἀπό μνῆμες κοινῆς ζωῆς καί ταξιδιῶν.

Ἡ φόρμα τῶν ποιημάτων ποικίλλει ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, στά ὅρια τῆς πρόζας, ἕως τό σχετικά αὐστηρό μέτρο καί τή χρήση ἡμιτελοῦς ρίμας, ἐνῶ ἡ γλώσσα, ἀκριβής καί διερευνητική ταυτόχρονα, ἀναδεικνύεται σέ ρυθμιστικό παράγοντα τῆς ἰσορροπίας ἀνάμεσα στήν ἐπιφανειακή καί τήν ὑπόγεια «ὑγρασία» τοῦ ποιήματος.

                Χ.Φ.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΝΕΡΟ

 

Καθώς γυρεύω ἕνα μέρος νά ρίξω τήν πετονιά

μέ τραβᾶ γιά λίγο πίσω στήν παραλία

ὁ θόρυβος ἀπ’ τίς κάργιες πού ξεπετιοῦνται ἀπ’ τό ἀκρωτήρι

ὁρμώντας νά συναντήσουν τόν Θεό.

Δέν εἶναι τέχνασμα τῆς ἀεροναυπηγικῆς

ἀλλά φυσικό φαινόμενο – πιλότους τοῦ Θεοῦ, τίς ἀποκαλοῦσες,

πού μελανώνουν τόν ἀέρα μέ κάθε τους προσπάθεια,

συγκεντρωμένες σάν νεροποντή, ἕνα βρόχινο μολύβι.

Κι ἀκόμη,

ὅ,τι θυμόμασταν ἀπό αὐτά τά νερά:

τό λιμανάκι ὅπου ἐξόκειλε ἡ φάλαινα

τά ἅλματα τοῦ ρινοδέλφινου,

τό ἀναποδογύρισμα, μιά-δυό καταιγίδες· καί

κάποτε, μιά σχεδία μέ μῆλα ἔφτασε

σκαμπανεβάζοντας γύρω γύρω στόν κόλπο –

δέν τό ξέραμε τότε ἀλλά τά εἶχαν

ἀδειάσει στή θάλασσα ἄντρες

μέ ἀναμνήσεις ἀπ’ τόν τόπο τους,

ἕνα μέρος πού παρασύρθηκε μιά χρονιά

πού χτίστηκε τό φράγμα καί σφραγίστηκε ἡ κοίτη τῆς κοιλάδας,

ἕνα περιβόλι πού ἔστελνε τά φροῦτα του

σάν σωσίβια ἤ σάν κάποιο σῆμα κινδύνου·
πού ἴσως καί νά ἦταν τό τελευταῖο του,

ἀλλά λίγο καιρό μετά, μές στήν ἀπόλυτη ξηρασία,

τό μονοπάτι ξεπρόβαλε ἀπ’ τή λίμνη

κι οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν ξανά ἀπ’ τά σπίτια τους

γιά νά βροῦν τόν ἑαυτό τους·

παλιά μαντριά, λεκάνες μέ μῆλα, ἡ σχολική τάξη

πνιγμένη στά ψάρια·

ὅμοια μέ χρόνο πού ἐπιστράφηκε, πού προσφέρθηκε ξανά·

σάν ὅλα τά λόγια πού δέν μπόρεσαν νά ποῦν

νά ξεχύθηκαν στήν ἀποβάθρα καί νά τά ζήτησαν

ὅμοια μέ ἀνεπίδοτα γράμματα πού βρίσκουν τόν προορισμό τους·

σάν νά

ἀνασύραμε τήν ἴδια τή χαμένη μας γλώσσα

καί νά τή σπρώξαμε νά πετάξει·

σάν ἡ θάλασσα

νά εἶχε τυλιχτεῖ ὅμοια μέ χαλί στή λοφοπλαγιά

καί ὁ ἥλιος νά εἶχε ψαλιδίσει τόν οὐρανό

καί νά τόν εἶχε ἀφήσει στό πλάι

κι ἐμεῖς εἴχαμε ὅλο τόν κόσμο γιά νά τόν ματίσουμε

μέ ὁποιαδήποτε σειρά,

κάτι λούτρινο ἤ μερικά ξυλοτουβλάκια

γιά νά ξεκινήσουμε ὅπως τό εἴχαμε ἐπιλέξει

σάν νά γινόταν νά συντονιστοῦν τά βήματά μου μέ τά δικά σου, σάν

νά γινόταν νά συγχωρέσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἔχουμε ἄλλη μιά εὐκαιρία

πρίν ξαναπνίξουν οἱ βροχές

τό μικρό νεκροταφεῖο

καί τό μόνο πού θά μπορῶ νά γευτῶ εἶναι ἕνα μισοφαγωμένο μῆλο

τό μόνο πού θά βλέπω, αὐτή ἡ σκληρή πτήση πρός τόν Θεό·

τό μόνο πού θ’ ἀκούω, τό ἀπόκοσμο κύμα

μιᾶς καμπάνας πού κινεῖται μές στή φουσκοθαλασσιά

καλώντας τά νερά σέ προσευχή.

 

 

Ας βρέχει η βροχούλα[1]

 

I

 

Χθές βράδυ τά θαλασσινά σύννεφα ἔφτασαν στή στεριά

μέ σκοτεινιασμένα πανιά, βρόχινοι σάκοι.

Πρωί, ξυπνήσαμε σέ μιά πόλη τοῦ Κάβαν

ἀπ’ τόν ἁλμυρό ἱδρώτα, καί τήν ἀναπόληση

ὅσων ἀφήσαμε ἔξω τή νύχτα: τή θαμπή μπογιά,

ἁλατισμένα ἁμάξια, ἕνα βρεγμένο ζευγάρι παπούτσια.

 

Κοιτώντας τη νά καταγίνεται στό παράθυρο

ξέραμε πώς ἡ βροχή δέν θά ἔμπαινε μέσα,

τόσο ἁπαλές ψιχάλες πού ἔμοιαζε νά μπορεῖς

ν’ ἀσχοληθεῖς μέ τή δουλειά σου μένοντας στεγνός.

Καί κάτω στόν κῆπο σου ἀσχοληθήκαμε μ’ ἐμᾶς:

ἀνοίγοντας δρόμο μές στίς σπασμένες σμεουριές,

στίς πεσμένες φτελιές, στό λαδερό ποταμάκι,

μέ τή φούστα σου μαζεμένη ψηλά

γιά νά μή βραχεῖ ὁ ποδόγυρος.

 

Ἀλλά τί κι ἄν βρέχει ἡ βροχούλα –

τόσο μικροσκοπική πού σχεδόν δέν παρατηροῦμε

τό πέρασμά της μέσ’ ἀπ’ τίς ἴνες καί τούς πόρους

μέχρι πού ξαφνικά γίνεται ἀβάσταχτη, στό δέρμα·

μιά ὑπόμνηση τοῦ πόσο τό λίγο ἐκεῖ ἔξω

μένει ἔτσι γιά πολύ καιρό.

 

 

II

 

Οὔτε τό τηλεφώνημα, οὔτε τά ἴδια τά νέα,

οὔτε οἱ ἀσήμαντοι δρόμοι τοῦ Καρναρός,

οὔτε ἡ ἀκολουθία, ἤ τά ζουμπούλια, ἀλλά αὐτό:

τά πόδια πού στήριζαν τό φέρετρο. Ἑφτά ὀρθοστάτες

στέκονταν ὁλόισιοι, ἀλλά ἕνας στραβοπατοῦσε

στό πέτρινο πάτωμα, μέ τό πίσω πόδι λοξό· σάν,

ἀκόμη καί τότε, νά τεντωνόσουν γιά νά βοηθήσεις,

ἤ νά σήκωνες τό μάνταλο γιά νά πᾶς δίπλα.

 

 

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΒΓΗΚΕ ΝΑ ΘΕΡΙΣΕΙ[2]

 

Ι

 

Σήμερα τό πρωί, ὁ ΜάκΓκράντλ σηκώθηκε πρίν την ἀνατολή

καί ντύθηκε σιωπηλά, χωρίς νά ρίξει οὔτε μιά ματιά

στό σκυλί του ἤ στή γυναίκα του. Καί παίρνοντας τό δρεπάνι του

ἀπό τό τραπέζι τῆς κουζίνας καί τήν κόσα πού κρεμόταν

ἀπό τό λάσο στόν τοῖχο, τράβηξε τό σύρτη

καί βγῆκε ἔξω, καί κατευθύνθηκε πρός τό λιβάδι.

 

Καί σήμερα τό πρωί, ὅπως καί τό χθεσινό καί τό προχθεσινό,

τσαλαβούτησε μέχρι ἐκεῖ πού τό χορτάρι ἔφτανε ἴσαμε τό μπόι του·

καί τινάζοντας τίς στάλες ἀπό τό δείκτη καί τόν ἀντίχειρά του,

ἔνευσε, σάν νά καλοῦσε τό σκύλο του. Τελικά, ἦρθε ἡ ὥρα.

 

*

 

Μή ἔχοντας βάρκα, ὁ πατέρας μου βρῆκε δουλειά

στή στεριά καί μιά ἀγροικία νοικιασμένη ἀλλά ἄδεια

ἀφότου ὁ Ντόνελ πέθανε ἀφήνοντας στή γυναίκα του

δυό ἀγόρια πολύ μικρά γιά νά κρατήσουν τό δρεπάνι του.

Ὁ κτηματίας δέν ἦρθε μέ κάρο, ἀλλά μέ τά σκυλιά του,

καί πρίν ἀπό τό χάραμα οἱ Ντόνελ ἦταν φευγάτοι.

 

Ὁ πατέρας μου, θαμπωμένος ἀπ’ τήν καλή του τύχη, μιλοῦσε μόνο

γιά τήν ἀμεροληψία τοῦ κτηματία· πού στό κάτω κάτω τοῦ εἶχε δώσει

μεροκάματο καί στέγη, ὄχι καί λίγα γιά ἕνα μέρος ὅπου τόν ἄντρα

τόν ἀναγνωρίζουν μόνο ἀπ’ τή δουλειά του κι ἀπό τίποτε ἄλλο.

 

II

 

Ὑπῆρχαν δυό ἄντρες στό χωράφι σήμερα.

Ὁ Γουίλσον, πού χθές εἶχε παρατηρήσει τόν ΜάκΓκράντλ,

ἦρθε ἀπό τό βάλτο καί προσπέρασε τήν αὐλή ὅπου ἐγώ

ἔσχιζα ξύλα. Κι ἄν ἔφερνε μαζί τό σκύλο του,

θά τοῦ θύμιζε πώς δέν ἦταν παρά

ὁ δεύτερος πού βγῆκε νά θερίσει. Κι ἔτσι

 

ἔδεσε τόν κοπρίτη σέ μιάν αὐλόπορτα καί ἦρθε μόνος.

Καί χωρίς ν’ ἀνταλλάξουν οὔτε λέξη

οἱ ἄντρες ὁδήγησαν τό κάρο ὥς τό λιβάδι.

Καί μέχρι τή δύση ἡ ἀπάνεμη πλευρά εἶχε ἀποψιλωθεῖ.

 

*

 

Καιρό μετά πού ὁ πατέρας μου σταμάτησε νά δουλεύει στό χωράφι

φύλαγε τό δρεπάνι πού τοῦ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας του

τροχισμένο, τυλιγμένο σ’ ἕνα πανί δίπλα στό νεροχύτη.

Τά πρωινά πλατάγιζε τή λεπίδα, ἀκονισμένη

τόσο κοφτερά πού ἔσχιζε τόν ἀέρα

καθώς μοῦ ἔδειχνε πῶς διέγραφε τό τόξο της.

 

Μιᾶς καί δέν ἤμουν ἀκόμη ἀρκετά μεγάλος γιά νά τό κουμαντάρω,

τριγύριζα στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, κοιτώντας ἄν ὑπῆρχαν

κομματιασμένοι λαγοί στά δόκανα· καί τόν πατέρα μου νά τυλίγει

τό δρεπάνι του μέ τό πανί, σάν πέταλα πού ἔπεφταν ἕνα ἕνα.

 

III

 

Τό ἀγόρι πέθανε ὅταν κατέρρευσε ὁ τοῖχος τοῦ περιβολιοῦ.

Ὁ Ρόμπερτς γύρεψε τό γιό του, τόν βρῆκε λασπωμένο,

πεσμένο καταγῆς σάν ὥριμο φροῦτο, τόν κουβάλησε σπίτι

καί τόν ἔθαψε, ἁπλά, δίπλα στό ρυάκι. Κι ἄν συγκλονίστηκε

ἀπό πόνο ἤ ὀργή, οὔτε πού τό ξέρουμε·

γιατί κανείς δέν πέρασε τό βραχότοπο γιά νά τόν δεῖ.

Καί πρίν καλά καλά ἀποδημήσει τό ἀπόγευμα,

ἦταν πίσω στά χωράφια, ὅπως σήμερα τό πρωί·

πράγμα πού φέρνει στό νοῦ τό ἑξῆς:

πώς μετά ἀπό κεῖνον ἀκολουθεῖ ὁ Τζέημσον καί μετά ἀπ’ αὐτόν ἐγώ.

 

*

 

Ἄρχισε μέ μιά σουβλιά τήν περίοδο τοῦ θερισμοῦ

κι ὥς τό χειμώνα ἦταν φανερό ὅτι ἡ σπονδυλική στήλη

τοῦ πατέρα μου σάπιζε. Ὁ κτηματίας τοῦ ἔκανε μιά πρόταση:

Θά μᾶς ἄφηνε νά μείνουμε στό σπίτι καί θά μᾶς κρατοῦσε στή δουλειά

ἄν δούλευα ἐγώ γιά νά ξεχρεώσουμε. Κι ὁ πατέρας μου, μή ξέροντας

ἄν θά μποροῦσε νά ξανασκύψει στό χωράφι, μέ ξεπούλησε σάν ὑποζύγιο.

 

Καί βέβαια στό σημεῖο αὐτό, λογαριάζοντας κέρδη καί ζημιές,

θά χρειάζονταν μιά-δυό ἀράδες γιά τό σκύψιμο. Ἀλλά φτάνει

νά ποῦμε πώς ἕνα ἀγοράκι αὐτό ἔβαλε γιά πάντα στό μυαλό του:

πώς ἄν ποτέ ἔπιανα δρεπάνι, θά ἦταν μονάχα ἀπό ὀργή.

 

IV

 

Χθές βράδυ ὀνειρεύτηκα πώς τράβηξα γιά τό Ντάρλεμ·

Καί πώς μέσ’ ἀπ’ τό ψιλόβροχο βγῆκε ὁ ΜάκΓκράντλ,

με τό φανάρι ψηλά νά τσιτσιρίζει. Κι εἶπε γιά ἕνα καράβι

πού στή διπλή του πλώρη ἔλεγαν πώς στοιβάζονται

ταξιδιῶτες, ἕνα ἀφανές φορτίο. Καί μίλησε

γιά τά δίχτυα πού ἔριχναν στή θάλασσα

 

γιά οἰκογένειες μέ μανάδες καί κόρες. Κι ὁ δρόμος φαινόταν

νά ἀνασηκώνεται σάν χαρταετός στό λόφο μπροστά μου.

Κι ὁ Γουίλσον μέ τόν Ρόμπερτς σταμάτησαν, ἀκούμπησαν κάτω

τή σβάρνα καί σημάδεψαν ἕνα λαγό σ’ ἕνα δέντρο.

 

Καί κάνοντας τή γύρα γιά τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ὁ κτηματίας

σταμάτησε γιά νά σημαδέψει τό λαγό στό δέντρο.

Κι ὁ Τζέημσον στρώθηκε νά γράψει ἕνα ποίημα

πού ἄρχιζε μ’ ἕνα λαγό σ’ ἕνα δέντρο.

Καί μόνο ὁ πατέρας μου, ἔχοντας αἰσθανθεῖ τόν ἐρχομό μου,

σήκωσε τό βλέμμα ἀπό τή δουλειά του, καί κραύγασε,

 

«Γιέ μου, τό θυμᾶσαι τοῦτο δῶ; –»

Καί τραγούδησε ἕνα σκοπό πού ἤξερα ἀπό μικρός,

ἕνα ἀπ’ τά δεκάδες τραγουδάκια πού εἴχαμε γιά τό μέτρημα,

πού μέχρι ἐκείνη τή στιγμή πίστευα πώς συνεχιζόταν ἐπ’ ἄπειρον.

 

 

ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΥΜΟΥΣ[3]

 

Πέρα ἀπ’ τά χαλίκια καί τό πλίνθινο ἀνάχωμα,

ἐκεῖ πού ἡ πολιτειούλα γίνεται μικροσκοπική,

 

μές στά κλήματα καί στό χθεσινοβραδινό ἀέρα

βαδίζω περιμένοντας τόν ἐρχομό τῆς αὐγῆς.

 

Στήν ἑτοιμόρροπη παράγκα, σέ φτηνά σεντόνια,

ἐσύ, ἥσυχη ὥς τό πρωί, δέν ξημερώθηκες ἀκόμη,

 

καί τίποτε δέ θά σέ βιάσει νά βγεῖς ἔξω·

οὔτε οἱ θόρυβοι ἀπό τό φορτηγό τοῦ γαλατᾶ ἤ ἀπ’ τό φοῦρνο

 

οὔτε τό κοκοράκι, οὔτε καί τό ἴδιο μου τό χέρι·

ἄν κι ὁ οὐρανός ἀρχίζει νά ξανοίγει,

 

κι οἱ λεμονιές φωτίζουν τά μακρινά κλήματα

καί, ταπεινά, ὅλα ἀρχίζουν νά παίρνουν χρῶμα:

 

ἡ ἐκκλησούλα, οἱ ψηλές καλαμιές,

ὁ φρέσκος ἀέρας πού πελεκᾶ τά χόρτα στό ποτάμι,

 

σπρώχνοντας τά πρῶτα ἔντομα στή σήτα.

Κοιτώντας τα ὅλα αὐτά

 

ἀντιλαμβάνεσαι πόσο λίγα δίνει ἡ βιασύνη

πόσο λίγο ἀξίζει, τελικά, ὅ,τι δέν μπορεῖ νά περιμένει:

 

οἱ ἀμπελῶνες διάστικτοι μέ μισοξεχασμένα σπιτικά,

ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπό τίς οἰκογένειες, τά χωράφια μέ τίς κληματαριές,

 

τόσο προσεχτικά σπαρμένα καί φυτεμένα, μέ τόση

ἀκρίβεια δουλεμένα· ὅπου ὁ μοῦστος, γλυκός,

 

εἶναι ἕτοιμος γιά ζύμωση· ἡ ἐπιδερμίδα εὐαίσθητη

κι ἡ ἐπαφή μετρημένη μέχρι δευτερόλεπτο –

 

ἐκείνη ἡ γαργαλιστική τριβή μέ τό σῶμα, πού ξεκλειδώνει

τίς τανίνες, πού ἀνοίγει τό παράθυρο τοῦ κρασιοῦ.

 

Σάν τό διάκενο στή φιάλη –πού ποτέ δέν μπορῶ νά σταθμίσω–

ἡ ἰσορροπία τοῦ ἀγγίγματος μᾶς διαλύει: ἡ ὑπομονή ἀνάμεσα

 

στήν παρουσία καί στό κενό, στή ζέστη καί στήν ἀναγκαία ἠρεμία.

Καμιά φιάλη ἄξια τοῦ γυαλιοῦ της δέν κλείνει λιγότερη ἀφοσίωση.

 

Κι ἐπειδή ἐσύ δέν περιμένεις ὅπως περιμένω ἐγώ,

συμβιβάζομαι λοιπόν μέ τίς ἠπιότερες ὑπομνήσεις:

 

τή σπίθα τῶν ματιῶν σου, τή χλομάδα, τόν ἐρεθισμό σου

ὅταν σ’ ἀγγίζουν, ἀλλά μένεις ἄθικτη, καί σχεδόν ἀπαθής.

 

 

ΝΥΜΦΗ

 

ἄν

σάν τό σῶμα σου

ἡ θάλασσα ἦταν σῶμα

τότε τί εἶναι αὐτό πού νιώθω

καθώς πόντο τόν πόντο

βυθίζεσαι μέσα στήν ἀγκαλιά της

ἕνα ποταμάκι

ἀνάμεσα στούς μηρούς σου

γύρω ἀπό τή μέση σου

τά χέρια τοῦ ὠκεανοῦ

πού σέ τραβᾶνε στ’ ἀνοιχτά

καί χάνεις τά βήματα

στό χορό

 

 

Ο ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΟΣ

 

A type, mind, is a little man:
A face, a beard, shoulders and arms
Lookeven the shank of a body.
A.R. SPALDING, «The mannerisms of type»

 

I

 

Σάν γνήσιος πλοηγός, μποροῦσε νά διατρέχει

τίς παλιές ἐκτυπώσεις ἀπό μνήμης –

ἀποκρυπτογραφώντας ἕναν κόσμο ἀπό τετράγωνα καί πενταμισάρια,

ψάχνοντας στήν κάσα γιά ὀκτάρια κι ἐννιάρια·

εὐθυγραμμίζοντας τά ἀνάποδα μεταλλικά στοιχεῖα, ἕνα πρός ἕνα,

ἤ διαστιχώνοντας τό δοκίμιο στή βέλτιστη ἀπόσταση·

πρίν πάει τήν πλάκα στό σελιδοποιό

πού τήν ἔντυνε μέ πλαίσια, μοχλούς, σφιγκτῆρες,

μετρώντας τά διάστηλα καί κλειδώνοντας τή φόρμα γιά τό πιεστήριο.

 

Ἕνας κόσμος ἄπειρων λεπτομερειῶν, ἔμαθε

νά ξεχωρίζει τίς γραμματοσειρές ἀπό τό παραμικρό ποίκιλμα:

τό δάκρυ ἑνός χ, τόν ἀκρεμόνα ἑνός Γ –

ἐκεῖνες τίς κοντόχοντρες κατιοῦσες κοντυλιές τοῦ Γκουντύ,

ἐκεῖνα τά συμπλέγματα Μπάσκερβιλ, τά Φουρνιέ,

καί τά περίτεχνα τῶν Κάσλον, Γκάραμοντ.

Χτένιζε τίς κάσες γιά θαυμαστικά, ἑνωτικά,

τήν Ὄλντ Φέης τῶν Μπλάντο-Πολύφυλλους·

ἐπιστρατεύοντας ἀποκόμματα γιά τήν προέλευση τοῦ ὅρου ἐξαντλημένο·

πῶς παίρνουμε πεζοκεφαλαῖα

ἀπό τό ὕψος στό ὁποῖο ἦταν τοποθετημένα τά στοιχεῖα.

 

Νά χειρίζεται τή γλώσσα μέ αὐτό τόν τρόπο –

νά ἀνυψώνει, νά σιγουρεύει κάθε γράμμα στή θέση του,

ἀναγνωρίζοντάς το εἴτε καθαρό εἴτε σβησμένο

(ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεσο)·

καί πετώντας τή διαλεχτή γραμματοσειρά στό χυτήριο

ὅταν ἡ παραφίνη δέν ἔκανε πιά τό θαῦμα της.

 

Κι ὡστόσο, ἔχοντας ἐπίγνωση πώς στοιχειοθετεῖ μιά ἀράδα

πού σύντομα θά ἀνυψωνόταν καί θά διαλυόταν

ἔτσι πού τίποτε ἀπ’ τή δουλειά του δέν θά ζοῦσε πιό πολύ ἀπ’ αὐτόν

μόνο τό κατάλοιπο: ἐπί τοῦ πιεστηρίου, στήν κυκλοφορία, ἐκτός κυκλοφορίας.

 

Ὅμοια, οἱ ἄντρες του ἔχουν σκορπίσει πιά, πέταξαν μακριά

ἤ ἔλιωσαν, ἀφήνοντας μόνο τήν κληρονομιά:

τό πῶς σάν νεαρό μαθητευόμενο κάποιο νεῦμα θά τόν ἔστελνε

γιά ἄγκιστρα, γιά μελανοταινία, γιά μιά πλάγια σπάσα,

ἤ τό παλιό μακρύ βάρος. Καί τί, τελικά,

εἶπε τό 0 στό 8, παρά Μοῦ ἀρέσει ἡ ζώνη σου.

 

II

 

«Τό, ἄχ, τό πράγμα, ξέρεις,

πού πάει μέ τό σκαντζόχοιρο,

ὄχι, τό ποντίκι, ὄχι. Ἄχ.»

Ξανά.

«Τό πράγμα, αὐτό –»

(τρίγωνο σχῆμα, μέ τά χέρια)

Κα τό πράγμα, αὐτό –»

(τετράγωνο σχῆμα, μέ τά χέρια)

«καί θέλω κάποιο. Ἐντάξει;»

 

Κάθε ἄλλο παρά ἐντάξει, εἶναι Νοέμβριος

καί μιλᾶς ἔτσι ἀπό τόν Μάρτιο –

τζογάροντας μέ τά οὐσιαστικά, ὅ,τι ὁ στοιχειοθέτης μου

θά ὀνόμαζε σαλάτα, ὅλα ἐξαντλημένα,

τό δικό σου ἀπό τά δοκίμια πού ἄλλαζαν χέρια.

 

 

ΔΟΞΑ                   :                               ΤΩ ΘΕΩ

 

πῶς σέ κάνει νά χαμογελᾶς ἀκούγοντας τόν ἑαυτό σου νά λέει

ὅτι ἔχεις γεμίσει τό χαρτοφύλακα ἤ τό ράφι τοῦ τζακιοῦ·

καί, μέ τόν τρόπο του, πόσο εὔγλωττο ὅτι

μέ τό ἄνοιγμα τοῦ λάπτοπ σου «κατασκευάζεται ὁ οὐρανός».

 

Ἀλλά ἔχεις γλωσσοδέτη, εἶσαι φιμωμένος,

ἐξορισμένος ἀπό τή γλώσσα, ἐκεῖ ὅπου

«δέν ὑπάρχουν σχεδόν καθόλου μεγεθύνσεις», ἤ «πορτοκαλιοί ντορβάδες»·

Πηγαίνοντας στόν τόπο «ἐκείνων τῶν τριῶν εὔκολων»,

τοῦ «μεθυστικοῦ τσαγιοῦ», ἤ κάτι παρόμοιου

 

καί σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπ’ τήν ἐγχείρηση, μέ τό κεφάλι σου ἀκόμα φρεσκοραμμένο –

«Πότε θά ‘ρθει ὁ λιθοξόος νά κόψει τήν πέτρα;»

 

III

 

Ἄσε μέ νά στήσω αὐτή τήν ἀράδα μέ τόν τρόπο πού θέλεις,

καί νά βάλω τά γράμματα πού θά διάλεγες –

οὔτε φθαρμένους χαρακτῆρες ἤ χτυπημένα στοιχεῖα

οὔτε μέταλλα πού νά χρειάζονται λείανση,

οὔτε χῆρες & ὀρφανές ἀράδες, ἀλλά τή σωστή γραμματοσειρά:

καθαρό μῆκος, εὐθυγραμμισμένη καί χωρίς παραλείψεις.

 

Τό μόνο πού θέλουμε εἶναι ἕνα μικρό δοκίμιο τοῦ κόσμου·

ποῦ καί ποῦ, νά κοιτᾶμε κλεφτά τόν ἑαυτό μας

στόν καθρέφτη τοῦ τυπογράφου καί νά λέμε ὅτι τόν στήσαμε σωστά,

πρίν προχωρήσουμε πρός τό σελιδοποιό

γιά ν’ ἀφήσει τό ἀνεξίτηλο σημάδι του·

 

ἔτσι πού καιρό μετά τό μελάνωμα

καί τή διάλυση τῶν στοιχείων

αὐτό πού μένει εἶναι τό δέσιμο, ἕνα ἀποτύπωμα, καί χαρτί.

 

 

ΙΣΟΣΤΑΣΙΑ

 

ΙΣΟΣΤΑΣΙΑ οὐσ. Ἰσορροπία ἤ εὐστάθεια
πού ὀφείλεται στήν ἐξισορρόπηση τῆς ὑδροστατικῆς πίεσης

 

Καί νά καί κάτι ἄλλο πού δέν εἶπα:

ἡ μάζα ἑνός κύματος πού ὀγκοῦται

θά ἰσοσταθμίζει πάντα στιγμιαῖα

τό βάρος τοῦ κορμιοῦ ἑνός ἀνθρώπου·

Ἔτσι πού ἄν συγχρονίσεις μέ ἀκρίβεια

ἀπόλυτη τό βῆμα, κι ἄν γνωρίζεις

λίγα γιά τήν πορεία τῶν κυμάτων

μπορεῖς ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη νά διασχίσεις

τή θάλασσα, σ’ ἕναν δρόμο φτιαγμένο

ἀπό νερό κι ἀπ’ τό ἐφήμερο τῶν πραγμάτων.

Τήν ἄλλη φορά μόνο νά προσέξεις

νά εἶσαι ἀρκετά κοντά ὅταν ἡ στάθμη

ἀνέβει καί σκεπάσει τούς πασσάλους·

τότε ἔλα κάτω ἀντίκρυ στήν ἀκτή σου

καί ἄκου νά ‘ρχεται ὁ ἦχος τῶν βημάτων.

Σέ γενικές γραμμές, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια.

 

 

Κι ας πουμε

 

(γιά τήν Ἔμα ΜάκΚίρναν, στή γέννησή της, 8.9.99)

 

Πώς ἄν μπουγάδα δυνατά ἀνεμίσει

Θά τή μαζέψουμε ἀπό τό σχοινί της

 

Κι ἄν καμπανάκι πόρτας κουδουνίσει

Θά δέσουμε μέ σπάγκο τό γλωσσίδι

 

Κι ἄν ὁ φελλός τοῦ μπουκαλιοῦ χορεύει

Ἄς βγεῖ κι ἄς τόν ἀφήσουμε στήν ἄκρη

 

Κι ἄν τύχει καί φουσκώσουν τά ποτάμια

θά φτιάξουμε παντοῦ ἀπό ἕνα φράγμα

 

Θά σβήσουμε ἁπαλά τίς μηχανές μας

Καί θά τυλίξουμε τά λάστιχα μέ τσόχες

 

Καί θά καθίσουμε ἥσυχα στό δρόμο

Ἤ ἀκροπατώντας θά ‘ρθουμε στό σπίτι

 

Καί θά κρατᾶμε τήν ἀναπνοή μας

Σέ κάθε τίναγμα τοῦ λεπτοδείχτη

 

 

ΝΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

 

Μές στό παραπλανητικό ἡμίφως

ἀφήνεις τό κρεβάτι μας καί βγαίνεις

ἔξω ἀπ’ τόν κύκλο πού ὅ,τι ξέρουμε χωρίζει

ἀπ’ ὅ,τι χώρια θά μετρήσει ὁ καθένας.

Στό δρόμο, ὁ καιρός, πού ἔχει ξυπνήσει,

τή χθεσινή βροχή ἁπαλά σαρώνει.

Μά τά ποτάμια τοῦ νεροῦ στό τζάμι

νικοῦν τό βλέμμα· κι οὔτε τρεμοπαίζω

τά βλέφαρα, μήπως τό κύμα σπάσει.

Γιατί ἐγώ δέν βγαίνω ἀπ’ τόν κύκλο·

ἐσύ ‘σαι ἡ ἁφή κι ἡ τέλεια ὅρασή μου,

τό σταροχώραφο μέσα στίς πέτρες.

Κάθε πού κλείνω τά μάτια

αὐτό βλέπω.

 

 

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος.



[1] Ὁ τίτλος βασίζεται στόν δεύτερο στίχο ἑνός λυρικοῦ τετράστιχου πού γράφτηκε ἀπό ἀνώνυμο δημιουργό στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. καί κατέχει, ἕως σήμερα, ἀξιομνημόνευτη θέση στήν ἀγγλοσαξονική ποίηση, ὡς ὑπόδειγμα λογοτεχνικῶν ἀρετῶν: τῆς σύνδεσης τοῦ φυσικοῦ τοπίου μέ τό ψυχικό, τῆς μυστικιστικῆς σχέσης τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος μέ τό ἐρωτικό, τῆς ἀμφισημίας κ.λπ. «Westronn wind, when wilt thou blow? / The small rain down can rain? / Christthat my love were in my arms, / And I in my bed again».

[2] Ὁ τίτλος εἶναι ἀπό ἕνα παιδικό τραγούδι ἀπό αὐτά πού μαθαίνουν στά παιδιά νά μετρᾶνε: «One man went to mow / Went to mow a meadow / One man and his dog, / Went to mow a meadow / Two men went to mow, / Went to mow a meadow, / Two men one man and his dog» κ.λπ. κ.λπ.

[3] Ὁ πρωτότυπος τίτλος, Skin Contact, χρησιμοποιεῖται καί μεταφορικά, καθώς ἔτσι ἀποκαλεῖται μιά σύγχρονη τεχνική οἰνοποίησης λευκῶν κρασιῶν πού βασίζεται στήν ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ἐπαφή τοῦ χυμοῦ μέ τήν ἐπιδερμίδα τῆς ρώγας, ὥστε τό κρασί νά γίνεται περισσότερο ἀρωματικό.