Μίμης Σουλιώτης – Μέ τήν 1η σταγόνα τῆς βροχῆς

Μέ τήν 1η σταγόνα τῆς βροχῆς

Από τήν ανέκδοτη συλλογή: Τά ερωτύλα
(ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

 

Ἄς μή βρέξη ποτέ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

 

1.

Προσηλώσου στά οὐράνια,

πλακῶσαν οἱ μελανίες

μέ σκοῦρες πύκνες, μέ ἀνίες

καί ἡ ράβδος ἐν γωνία,

θά βρέξει.

 

2.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀναλήφθηκε τό καλοκαίρι. Στερνή φορά

τό εἴδανε στή Λέσβο ἤ στή Σίκινο

ὅπου τίς ἰδέες του ὅλες ἐνησιώτιζε,

τό εἶχαν ρίξει πιά στήν Ἀγορά–

καί ὥσπου νά πεῖς «Πρά, ὠρέ, πρά!»

«ἀσβός», «τζεζβές», ἤ ὅ,τι σέ φώτιζε

θά βαλάντωνες μέ κύμινο.

 

3.

Σταγόνα εἶναι ἡ σταγμένη στάλα

ἐνῶ στάλα εἶναι ἡ σταγόνα

πάνω στό πέσιμο–  στό σβέρκο, ὅπως σκύβω.

Σταλιά εἶναι τό χαϊδευτικό τῆς στάλας,

σταλίτσα τό ντιμινουτίβο.

 

4.

Μέ τήν πρώτη τιριτόμπα τῆς βροχῆς

ἀπανωτές σταγόνες σάν Μακριά γαϊδούρα

καβάλαγαν τίς κορυφογραμμές, πού ἀχνίζανε

ἐξάχνωση ἀλαργινή, μέ θυμιατίζανε

σάν ἀπόμακρα ποῦρα.

 

5.

Πέφταν πλήθια οἱ σταγόνες

πάνω στό κοπάδι πού μηρύκαζε ἀνεπηρέαστο:

στίς ράχες, στά βουνά.

 

6.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

«Πέσατε θύματ’, ἀδέλφια, ἐσεῖς»

τοῦ περιβάλλοντος, τῆς ἐποχῆς.

 

7.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα

γιατί τό σκότωσαν γιατί.

 

8.

Σταγόνα σιναχόχρωμη, νερουλή, νεγρουλή,

στή νεκρολίμνη τοῦ Καϊάφα τή λυγρή.

 

9.

Μιά ἄλλη σταγόνα

πού εἶχε ξεμείνει ἀπό παλιά ἰσχιαλγία

ἔπεσε τώρα ἀνάκουστη

σάν ξεχασμένο σκουφάκι ἀπ’ τήν κρεμάστρα

τοῦ πεθαμένου: plusquamperfectum–

ἔχω τό ντοσιέ μέ τά ἔνσημα καί μέ τό ΦΕΚ του–

δουλεύουμε τούς στίχους μας προσηλωμένοι,

μή γινόμαστε μαλαγάνες τῆς νοσταλγίας,

 

σκοπεύουμε νά ξανοιχτοῦμε καί πρός τ’ ἄστρα,

ἀλλιῶς δέ μᾶς βγαίνει.

 

10.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σκοτώθηκε τό καλοκαίρι–

Ἄς πρόσεχε.

 

11.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σκοτώθηκε, πῦρ!, τό καλοκαίρι, πῦρ!·

ληγμένες λέξεις,

‘τί δέν τ’ς ἀποτελειώσατε.

 

12.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀλαφιάστηκε τό καλοκαίρι,

ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο

ἀπό κλοτσιά κεραυνοῦ στόν καβάλο.

 

13.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

διψάσαμε τό μεσημέρι

μά, ὁ ἀχός κουφός.

 

14.

Φυσᾶ καί βρέχει πλαγιαστά ἐπί τῶν ἀνθέων

σάν νά ἔβρεχε ἐξ ὑπαρχῆς,

ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἐκ βαθέων.

 

15.

Πού, ὅπως ἐξαχνώθηκε τό καλοκαίρι

μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἔτσι μιά ἀέρινη ψιχάλα νά σέ κάμει

νά μοῦ στείλεις ἕνα βλέμμα ψυχῆς.

 

16.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα,

πάρ’ το κάτω τό καλοκαιράκι.

 

17.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

θρονιάστηκε ὡς γενική κτητική στό βάθρο

σάν «στιγμή, σπειρί τῆς ἄμμου»

ἀντί γιά γενική τοῦ εἴδους χωρίς ἄρθρο,

ὅπως «ἔθνος θνητῶν», «σωρείτης ἄμμου»,

ἡ γενική τοῦ δημιουργοῦ: «πλύστρα οὐρανοῦ καί γῆς».

Τί λέω, χάιτ’ ἀπό κεῖ χάμου–

αὐτήκοος πρῶτα καί μετά αὐτόπτης,

πρῶτα ἡ ἀκοή καί μετά τό λάπ-τόπ της.

 

18.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

«Βροχούλα εἶναι κι ἄς βρέχεται,

βροχούλα ‘ναι κι ἄς πέφτει»

θολή γιά ὧρες σάν φυματική

τήν ἔκανε τή βουνοπλαγιά σάν σαλιαρίστρα

ἐνῶ πάνω στή θάλασσα τήν ἀτμοσείστρα

ἔβρεχε ἀργά καί σκόρπια σάν ἀπό ὑποχρέωση:

δέν ἔβρεχε–  ψιχάλιζε γρήγορα.

 

19.

«Καί μέ τή νιοστή σταγόνα

τά πάντα γίνηκαν λαμπίκος»

εἶπ’ ἕνας φιρφιρίκος.

 

20.

Πολλές σταγόνες ἡ βροχή,

μέ χίλιες βρύσες χύνεται

ἀπό μύριες κρῆνες ἀνεμοπαίρνεται

καί μέ νεκροσυρμή μᾶς σβολοδέρνει.

 

21.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

τό ποτήρι ξεχείλισε, πού λέει κι ὁ ποιητής:

«Ἡ βάρκα τῆς ζωῆς μας ἔσπασε»

μά καί τί μποροῦσε νά κάμει,

ξανοίχτηκε στό κόκκινο πέλαγος–

ὄχι σάν τούς δωματιάρηδες πού ὑποχονδριάζουν

στήν Κηφισιά, στά θερινά νησιά, καί στό Μπραχάμι.

 

22.

Μέ τήν πρώτη ἐπίσχεση τῆς βροχῆς

«τό ψυχρόν της ἀργύριον»,

τήν ἐπίνευση, τήν ἀργυρή σαγήνη,

τήν ἀγέραστη ἀργυρόχροη ψύχρα της

διηθεῖ ἡ σελήνη.

 

23.

Hommage à Κωστής Παλαμᾶς

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ἀλάφιασμα κυκλογυρίστρας ἐποχῆς,

γοργό καιροῦ ἀκροβόλισμα στά φύλλα,

αἰχμή, ἀκίδα, στρίφωμα στήν ξεραΐλα,

τῆς στύψας κλωθογύρισμα, θεριεύ’ ἡ ἅψα, ἡ κάψα,

καί χαμηλώνουν, γιά τοῦ χινοπώρου τό ριπλέι, μαῦροι χλιδανοί

ἰδεῶν ἰδέες οἱ συνόκαιροι οὐρανοί·

καί δές, ἀστράψαν.

 

24.

Hommage à Τέλλος Ἄγρας

Τήν ἑπόμενη στιγμή τό χόρεψε, καντρίλιαζε χιονόνερο,

ὕστατο ἀλλαξογνώμισμα ὁλόπεφτης βροχῆς·

φεγγρίζει ὁ ἥλιος πίσω ἀπό τό σελοφάν,

παλιόκαιρος, ψύχρανε, βάλε μπουφάν

κι ἔβγα σεριάνι στήν πολεοδομική μελαγχολία·

Σεπτέμβριος, στυγερή κατατονία…

ἄβαφα ξανανοίγουν τά σχολεῖα.

 

25.

Ἦλθες, ἦλθες, καλοκαίρι

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

πάνω στό ξεροπάγι μιᾶς παλιᾶς σιωπῆς

ἄνθισε ἡ ἄνοιξη κι ἦρθε τό καλοκαίρι.

 

26.

Μέ τήν πρώτη ἠλεκτρόλυση τῆς βροχῆς

τά ἀνιόντα καί τά κατιόντα στό μεϊντάνι.

 

27.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

μάσε τά ἀπομπούγαδα τῆς πίσω αὐλῆς,

τῆς βεράντας, τῆς ἁπλώστρας

τῆς πτυσσόμενης καί τῆς σταθερῆς.

 

28.

Μέ τό πρῶτο σαλιγκάρι τῆς μεταβροχῆς

ξεαποχαυνώθηκε τό καλοκαίρι.

 

29.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

σοῦ ‘κατσε στή ρώγα διάνα

καί μετεωριζόταν

ὅπως ἡ μπίλια τῆς ρουλέτας

πάνω στήν ξύλινη φετούλα,

ἀνάμεσα σέ δύο νούμερα.

 

30.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

στήν ἀξέσπαστην ἔνταση τοῦ ἀέρα.

 

31.

Μέ τόν πρῶτο μελανία τῆς ἐποχῆς

κι ὅταν τό σφίξει σέ κροκάλα σάν-φιστίκ

πού σπάει στ’ ἀπονευρωμένα δόντια,

μπαίνουμε σέ φθινόπωρο ρουστίκ,

σέ ἥλιο μέ σύθαμπα τά φόντια–

πάνω ἀπό τά περιπτέρια σάν καταδρομεῖς

χαμοπετοῦν τά πυκνοφτέρια χελιαηδόνια.

 

32.

Ἡ πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς, καί σ’ τό ‘λεγα μέ δυσλεξίες

«Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, δέν ὑπάρχουν ἀξίες»:

πλατάγισε μές στό ἐσπρεσάκι μου πού ἄχνιζε,

βρῆκε ἀεροδιάδρομο καί μοῦ τό μπλιάχνισε

ἡ μπούφα σταγόνα, πού νά μήν ἔσωνε–

Ἄς ὄψεται ὁ νόμος τοῦ Νεύτωνε

πού Ὅλα, λέει, πέφτουνε.

 

33.

Στά καλά τοῦ καθουμένου, ἐκεῖ πού σερβίριζαν

νά σ’ την καί σκάει ἡ πρώτη σταγόνα

ὅπου διπλῶναν τά τραπεζομάντιλα στό μπράτσο:

«Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, στραπάτσο!»

εἶπαν οἱ ἀνασφάλιστοι ἐποχικοί καί ἀισιχτίριζαν.

 

34.

Τοῦτο τό καλοκαίρι μᾶς ὑπερθέρμανε,

ραγιάδες, ραγιάδες

 

35.

Μία σταγόνα σύν μία σταγόνα

μᾶς κάνουν μία σταγόνα,

ἀλλά ὁ περιεχομενιστής Ντοστογιέφσκι

ὑποστήριξε ὅτι Μερικές φορές ἕνα σύν ἕνα

μᾶς κάνουν ἑνάμισι, ἀκόμη καί δυόμισι,

καί «αυτό εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο πραματάκι».

 

36.

Μέ τίς ἐφήμερες λιμνοῦλες τῆς βροχῆς

καί μέ τά χιόνια στή λευκόχρυση ἐφεδρεία

σαλτάρουμε πρός τήν ἀλληγορία.

Ὅτι σκοτώθηκε τό καλοκαίρι, πάντως,

εἶναι ἀπόδειξη μιᾶς ἐνοχῆς

χωρίς πτῶμα, πού δέν εὐνοεῖ τήν ἀλεγρία.

 

37.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς,

Πέ-Χά!,

ὁ μελανίας ἐσήμανε ἠλεκτρόλυση.

 

38.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ξεκουμπίστηκε ἡ κουφόβραση

καί λιμπίστηκα φθινόπωρο.

 

39.

Ὦ βάναυσες σταγόνες

στ’ ἀπερπάτητα παπούτσια τοῦ κουτιοῦ,

σταξιές, πιτσιλιές, λάσπες καί δάκρυα!

 

40.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

ὁ οὐρανός ἔβγαλε τή σάπια ἀπόχρωση

ἀπό ζουληγμένα πύα

πού κανονικά τήν παίρνει τό χειμώνα

στήν πουπουλόχιονη σιγή

τότε πού ἀχνίζουν τά βρύα στά κεραμίδια

καί ξαποσταίνω γιά μεσημέρι ἀξέντυτος

μέ τό τσιγάρο καί τίς σταχτίλες πεφτάμενες,

μέ τά ἀρθριτικά μου, τά ρευματικά μου,

ἀπό τά βάθη μου ἀτενίζοντας τή λίμνη.

 

41.

Μέ τόν πρῶτο ὀρυμαγδό τῆς βροχῆς

πάει ὁ ὕπνος: «Σκοτώθηκε τό καλοκαίρι,

Καιρός γιά κα’νά φθινόπωρο!»,

σηκώθηκα, νίφτηκα, σκουπίστηκα, φταρνίστηκα

στριφώνοντας τό λιανό μου μές στ’ αὐτί, ντύθηκα,

χτενίστηκα, ἀνασηκώθηκα στίς μύτες, φτερνίστηκα,

καί ὕστερα νικοτίνιαζα

γουλιάζοντας τόν ὀρθρινό καφέ πού τονώνει

τήν πρώιμη γενική αἴσθηση τοῦ κόσμου,

ρουφοῦσα καί μπόλικη νικοτίνη

μέ ὑλιστική κατάνυξη

ὅπως βοσκαρίζουν τά πρόβατα στό χορταράκι,

νικοτίνη μέ καφεΐνη, τό ντάμπλ.

 

42.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς,

στό ἀνοιχτό σου φέρετρο ἄν πιτσιλιστεῖς

μάιδε σοῦ στάξει στό παπούτσι ἤ στό πέτο

τοῦ μαύρου κοστουμιοῦ, πού τό φορεῖς

(Δέν ἠμπορεῖς καί νά προβάλεις βέτο

ὅταν σοῦ καταθέτουν σκονισμένα στεφάνια οἱ φορεῖς),

τοῦ κοστουμιοῦ πού σ’ τό ἀλλάξαν νεκροθάφτες,

τοῦ ὄχι ἄσπρου κοστουμιοῦ, πού σοῦ ἀρέσει

καί στήν ντουλάπα μέ τίς ναφθαλίνες καί τίς βάτες

δέν θά ξανακρεμαστεῖ – τελεσίδικα σ’ τό ‘χουν φορέσει–

τά βλέφαρα σοῦ τά ‘κλεισαν τελετουργικά αὐτοί

ἤ ἔχουν, σάν χαλασμένα κεπέγκια, καταπέσει.

 

43.

Non, non  –  L’état c’est toi

Μέ τήν πρώτη ἐξόρμηση τῆς βροχῆς,

χασμήθηκες καί πᾶς νά κοιμηθεῖς·

ρολάρουν ὥς τά πέρατα οἱ βροντές,

τό κάμαν μέρα οἱ ἀστραπές

κι οἱ κεραυνοί σκᾶν ὁλοσούμπιτοι

ἀλλά ὅπως πλάγιασες μισθωτή καί μπαϊλντισμένη

στριφογύριζες γιά ἕνα ζάπινγκ στά ὄνειρα

μισή νοικοκυρά, μισή βιβλιοδέτις καί γιαγιά,

ὑγρίλα μουσκεμένη ἀέναα.

 

44.

Μέ τήν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς

τό πρόσωπό σου μεγαλώνει,

ἡ ψυχή σου γίνεται φανερωμένη

καί ὁ καιρός ζουπιέται, συγχέεται,

ξανανιώνεις μέ ἀντίχρονο πεῖσμα.

 

45.

Τεράστια πλατεία, μυοχαλάρωση

στήν ἄφεση μιᾶς καφετέριας, ὅλα ἐξαιρετικά

κι ἀνηφορικά ἀπάνεμο τ’ ἀγέρι,

μέχρι πού σχηματίζοντας τόν μαγικό σου ἀριθμό

μοῦ ξελιγώθηκε ἡ κινητή τηλεφωνία

καί ξέμεινα

μέ τήν 1η στγ. τς. βρχ’ς στό χέρι.

 

 

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν σ’ αυτό το τεύχος.