ET CETERA
Ἡ ποιητική τῆς «μετάβασης»: Διαβάζοντας τή σύνθεση The Mara Crossing τῆς Ruth Padel
Πολυβραβευμένη καί ἀναγνωρίσιμη ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ἑλληνίστρια, μουσικός, γνωστή καί ὡς «ποιητική ἀπόγονος τοῦ Δαρβίνου», πολυταξιδεμένη καί ἀνήσυχη, ἡ Ρούθ Παντέλ ἐνσαρκώνει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τό ὅραμα τοῦ Goethe γιά Weltliteratur, γιά λογοτεχνία πού ὑπερβαίνει τά ἐθνικά σύνορα καί, συνάμα, μιά συνείδηση σέ ἐγρήγορση, ὅσον ἀφορᾶ τά διαχρονικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς σέ ἕναν ἰλιγγιωδῶς μεταβαλλόμενο κόσμο. Δέν θά σταθῶ στά δύο βιβλία της γιά τήν ἀρχαία τραγωδία, στά μυθιστορήματά της, στίς μελέτες της γιά τή ρόκ μουσική καί τήν ὄπερα, στά δοκίμιά της γιά τήν ποίηση, στίς ὀκτώ ποιητικές της συλλογές, γιά τά περισσότερα ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν γραφτεῖ πλῆθος κριτικές, καί τά ὁποῖα τῆς ἔχουν χαρίσει γύρω στά εἴκοσι βραβεῖα καί διακρίσεις, ἀλλά στό βιβλίο της Διασχίζοντας τόν Μάρα (2012). Ἕνα εἰδολογικό ὑβρίδιο τό ὁποῖο ἐπαναδραστηριοποιεῖ τή ρομαντική θέση τῆς εἰδολογικῆς πολυπρισματικότητας στή σύγχρονη λογοτεχνία, πράγμα εὔλογο, καθώς τό μεταμοντέρνο κείμενο εἶναι μιά γενεαλογία τῆς γραφῆς.
«Ἡ κάθε μέρα εἶναι ἕνα ταξίδι καί τό ταξίδι τό ἴδιο γίνεται ἡ Ἑστία». Ὁ παραπάνω στίχος τοῦ Matsuo Baso μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι δίνει τό κατεξοχήν στίγμα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου πού ἀποτυπώνει ποιητικά τήν ἐμπειρία τοῦ Ὄντος ὡς ἕνα ἀέναο ταξίδι, διερευνώντας συνάμα ἕνα καίριο καί διαχρονικό, κοινωνικό, ἱστορικό, πολιτικό θέμα πού ξεπερνᾶ τά γεωγραφικά σύνορα, τή Μετανάστευση. Θεωρώντας ὅτι ἡ κίνηση, ἡ μετακίνηση, ἡ μετεγκατάσταση, ἡ μετανάστευση, ἡ ἐξορία, ἡ αὐτοεξορία, ἡ ἀποδημία, ἡ μετενσάρκωση εἶναι καταστατικές διαδικασίες τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς, ἡ συγγραφέας ἀνατέμνει ὅλη τή ζωική κλίμακα μέ ἄξονα τήν κινητικότητά της. Ἐκκινώντας ἀπό τό πρῶτο κύτταρο, τή δημιουργία τῆς ζωῆς, καί περνώντας στήν πανίδα καί στή χλωρίδα, ἡ Παντέλ καταγράφει τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς ὡς «μετάβαση», ἕνα ἐνδιάμεσο στάδιο ἀνάμεσα σέ δύο κόσμους, ὅπου ὁ ἄνθρωπος περιπλανιέται σπρωγμένος εἴτε ἀπό τήν ἐλπίδα εἴτε ἀπό τή φαντασία.
Τά ἐνενήντα ποιήματα τοῦ βιβλίου κατανέμονται σέ ἕντεκα κεφάλαια, τῶν ὁποίων κοινή συνισταμένη εἶναι ἡ μετακίνηση, ὅπως γίνεται φανερό ἤδη ἀπό τούς τίτλους τῶν πεζῶν: «Ἡ μετανάστευση δημιούργησε τόν Κόσμο», «Πηγαίνω καί Μένω», «Πηγαίνω καί Ἐπιστρέφω», «Βρίσκοντας τό δρόμο», «Ὁ ἐχθρικός πλανήτης: Οὐρανός, Θάλασσα, Στεριά», «Ὑπάρχει πάντα ἕνας Ποταμός», «Ὠθήσεις καί Ἕλξεις τῆς Ἱστορίας», «Ξένοι», «Ὁ σπασμένος Καθρέφτης», «Παιδιά τῆς Καταιγίδας», «Οἱ περιπλανήσεις τῆς Ψυχῆς». Κάθε πεζό κείμενο συνοδεύεται ἀπό τέσσερα ἕως δώδεκα ποιήματα τά ὁποῖα συνδέονται ὀργανικά μέ τά κείμενα πού κάθε φορά προηγοῦνται, ἀφοῦ ἐκφράζουν ποιητικά θέματα πού ξετυλίγονται στά πεζά κείμενα.
Γεννημένοι σέ μιά σήραγγα τοῦ βυθοῦ, συνθεμένοι
ἀπό ἀστραπές σέ ἀναγωγική ἀτμόσφαιρα
ἤ φερμένοι ἐδῶ ἀπό μετεωρίτες, εἴμαστε ὅλοι
ἀπό κάπου ἀλλοῦ. Φύκια, τό πρῶτο
μόριο στή Γῆ, πού αὐτοαναπαράγεται,
τραβᾶ ἄνθρακα ἀπό ὀργανικό ὑπόστρωμα,
ἐκτελεῖ τοῦ κόσμου τήν πρώτη μαγική
φωτοσύνθεση ἀπό ἀέρα σέ ὀξυγόνο
καί δημιουργεῖ ἀντίγραφα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀμέτρητα
σάν ψαρόνια πού συρρέουν, ἤ ὁλόχρυσες ράβδοι
πού ἔστειλε ἡ βασίλισσα τοῦ Σαμπά στόν Σολομώντα μέ τή μούλα.
Κύτταρο στόν ἀέρα, στούς βράχους. Τραγούδι
πού ἐλπίζει νά ἀκουστεῖ. Καρδιά ἀνοιγμένη.
Ἐλάχιστο Μπλέ-Πράσινο, πού ὀνειρεύεται σχῆμα
καί μορφή. Μικροσκοπικός ἱππέας τῆς Ἀποκάλυψης.
Τό παραπάνω ποίημα, τό πρῶτο τοῦ πρώτου κεφαλαίου, μέ τίτλο «Πρῶτο Κύτταρο», ἀποτυπώνει ποιητικά τήν ἀρχική σύνθεση τῆς ὀργανικῆς ὕλης. Ἀκόμη, στό «κανονιστικό» πρῶτο κεφάλαιο, ὅπου στεγάζεται τό ποίημα, συνοψίζονται οἱ ποικίλες ἐκδοχές τῆς μετανάστευσης, ξεκινώντας ἀπό τή θεωρία τῶν ἀνθρωπολόγων ὅτι ἡ ἀφετηρία τῆς ζωῆς ἐντοπίζεται στήν Ἀφρική. Μέ μιά σύντομη ἐπίσκεψη στόν Homo Viator, στόν ἄνθρωπο προσκυνητή τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί στή χριστιανική ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρίδας, ἀπό ὅπου ἔκπτωτοι καί ἐξόριστοι ζοῦμε σέ ἕναν ἐνδιάμεσο χῶρο, ἡ συγγραφέας διερευνᾶ τήν ἔννοια τῆς μετανάστευσης, τά αἴτια καί τήν τυπολογία της, ὄχι μόνο ἀναφορικά μέ τόν ἄνθρωπο ἀλλά μέ ὅλα τά ὄντα τοῦ πλανήτη. «Τό πουλί καί ἡ σκιά του. Τό κύτταρο καί ἡ ψυχή. Αὐτά εἶναι τά σύνορα τῆς μετανάστευσης» γιά τήν Παντέλ. Ἐδῶ περιγράφεται καί ἡ ἐμπειρία πού ἔδωσε τόν τίτλο στό βιβλίο: ἡ παρακολούθηση τῆς μετανάστευσης τῶν ἄγριων ζώων ἀπό τήν Κένυα στήν Τανζανία, πρός ἀναζήτηση τροφῆς καί ἑνός τόπου κατάλληλου γιά ἀναπαραγωγή, ὅπου ἡ τελευταία σκληρή δοκιμασία εἶναι ὁ διάπλους τοῦ ποταμοῦ Μάρα, γεμάτου ἀπό θηριώδεις κροκόδειλους. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀπό αὐτόν τόν ἀγώνα ἐπιβιώνουν οἱ πιό δυνατοί, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν πρόγονό της Κάρολο Δαρβίνο.
Πρίν ἀπό ἑπτά χρόνια παρακολούθησα τή μετανάστευση τῶν ἄγριων ζώων ἀπό τήν Κένυα στήν Τανζανία, ὅπου τό τελευταῖο ἀποτρόπαιο στάδιο εἶναι νά διασχίσουν τόν ποταμό Μάρα. Ἤθελα νά δῶ τή μετανάστευση ὑπό τό φῶς διαφορετικῶν ὀπτικῶν γωνιῶν καί νά ἀντιμετωπίσω τόν ἀγώνα τῆς μετανάστευσης, τήν προσπάθεια τῆς ἄφιξης σέ κάποιο μέρος, μέσα στά συμφραζόμενα τῆς Βιολογίας καί τῆς Ἱστορίας. Ἀλλά ἀφοῦ ἔγραψα τά ποιήματα, τό πραγματολογικό τους ὑλικό φαινόταν τόσο σύνθετο καί ἰδιαίτερο ὥστε θέλησα νά τό πλαισιώσω πιό εὐκρινῶς μέ πρόζα. Ἡ μετακίνηση ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο εἶναι δομικό στοιχεῖο τῆς μετανάστευσης, ἔτσι μοῦ φάνηκε εὔλογο νά πηγαινοέρχομαι ἀπό τήν ποίηση στήν πρόζα, γιά τήν ὁποία ὑπῆρχε ἕνα ἔξοχο μοντέλο τοῦ ὁποίου ὁ τίτλος ἦταν ἐπίσης κατάλληλος γιά τή μετανάστευση: Ἡ Νέα Ζωή,
γράφει ἡ Παντέλ ἀναφερόμενη στό ἔργο La Vita Nuova (1295) τοῦ Δάντη, ἕνα ἔργο σταθμό τῆς εὐρωπαϊκῆς ποίησης, ὅπου ἡ ποίηση πλαισιώνεται ἀπό πεζά κείμενα στά ὁποῖα συνυφαίνονται ἡ ἀφήγηση καί ὁ κριτικός λόγος καί τό ἀποτέλεσμα τῆς λογοτεχνικῆς γραφῆς διαπλέκεται μέ τή λογοτεχνική διαδικασία καί τήν ἱστορία της. Τά πεζά κείμενα πού πλαισιώνουν τά ποιήματα τῆς Παντέλ δέν εἶναι, ὅπως ἡ ἴδια ἐξηγεῖ, δοκίμια, ἀλλά εἰσαγωγές στίς συστάδες ποίησης πού ἀκολουθοῦν.
Poeta doctus, ἡ Παντέλ δημιουργεῖ ἕνα βιβλίο κειμενικῆς πολλαπλότητας τοῦ ὁποίου τό ὑλικό ὑπονομεύει τίς εἰδολογικές βεβαιότητές μας: ὑπέρβαση τῆς χωροχρονικῆς ἑνότητας, ἐμπειρική παρατήρηση, ἱστορικά δεδομένα, διακειμενικές καί αὐτοαναφορικές παρεμβολές, μείξη ἀσύμμετρων στοιχείων πού στοιχειοθετοῦν τήν εἰδολογική κινητικότητα τοῦ βιβλίου καί ἀκυρώνουν τήν ἐνδιάθετη ταξινομική μας ἑτοιμότητα διασφαλίζοντας αὐτό πού ὁ Μ. Blanchot ὀνομάζει «σέ βάθος δουλειά τῆς λογοτεχνίας νά ἀναδείξει τήν οὐσία της διαλύοντας διακρίσεις καί ὅρια». Δημιουργεῖ ἔτσι ἡ συγγραφέας ἕνα μωσαϊκό τῆς περιπέτειας τῆς ζωῆς μέ ἄξονα τή μετάβαση, ὅπου οἱ ψηφίδες τῆς ποίησης ἐνσωματώνονται σέ ἕναν χάρτη ἀπό πεζά κείμενα τά ὁποῖα συντίθενται ἀπό ἡμερολογιακές ἐγγραφές, ἱστορικό ὑλικό, ἐμπειρική παρατήρηση, λογοτεχνικά σπαράγματα, ἀναφορές σέ ἄλλες τέχνες –στή ζωγραφική, στή μουσική, στόν κινηματογράφο–, δοκιμιακά θραύσματα, ἐπιστημονικές πληροφορίες ἀπό τούς χώρους τῆς Βιολογίας, τῆς Γεωγραφίας, τῆς Γεωλογίας, τῆς Ζωολογίας, τῆς Ἰατρικῆς, τῆς Φυτολογίας, τῆς Χημείας. Ἡ ὑψηλή διακειμενικότητα τοῦ βιβλίου μαρτυρεῖ μεγάλη κλίμακα ἐπιστημονικῶν γνώσεων, καί κυρίως ἀφομοιωμένη γνώση τῆς λογοτεχνίας ἔξω ἀπό γεωγραφικά σύνορα καί χρονικά ὅρια. Ἐπανεισάγει ἔτσι ἡ συγγραφέας μιά ἔννοια ὁλότητας πού δέν προσδιορίζεται χρονικά, ἀλλά πού, δραπετεύοντας ἀπό τίς κατηγοριοποιήσεις καί τίς στεγανές χωροθετήσεις, τείνει πρός μιά διάνοιξη χρονική καί χωρική γιά νά περιλάβει τά εἴδη τῆς λογοτεχνίας καί τή διαχρονία ὡς ὁρίζοντα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Συναιρετικό ἀλλά διαυγές, τό ἐγχείρημά της ὑποδεικνύει τά ὅρια τῆς γραφῆς ἀλλά καί τῆς μή γραφῆς καί, συγχρόνως, τά πιό ἑτερογενῆ στοιχεῖα, χωρίς τό ἄγχος τῆς ὀργανικῆς τους σύνθεσης ἡ ὁποία προκύπτει ἀβίαστα ἀπό μιά ὁλιστική θέαση τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς, μιά ματιά πού ἀπουσιάζει ἀπό τήν παγκοσμιοποιημένη καί συνάμα μονιστική σύγχρονη κοινωνία. Οἱ ἀποστάσεις πού διανύει ἡ συγγραφέας εἶναι τεράστιες: ἀπό τόν φιλόσοφο Βοήθιο στή Βίβλο, ἀπό τούς ἀλχημιστές τοῦ Μεσαίωνα στόν Δαρβίνο, ἀπό τόν Ὅμηρο στό ἰνδικό ἔπος Σακουντάλα, ἀπό τόν Ἄγγλο Ted Hudges στόν Ἰάπωνα Ματσοῦο Μπασό, ἀπό τόν Hermann Hesse στόν Gabríel García Márquez, ἀπό τόν μεικτῆς ταυτότητας Edward Said στόν Λιβανέζο Amin Maalouf, ἀπό τήν Ἀμερικανοεβραία Emma Lazarus στόν Γιῶργο Σεφέρη, ἀπό τόν Παλαιστίνιο Mahmoud Darwish στόν Ρῶσο Osip Mandelstam κ.ο.κ. Παράλληλα, ἔννοιες ὅπως «ἑτερότητα», «ταυτότητα», «φιλοξενία», «ἑστία» ἀναδύονται κάθε τόσο γιά νά διερευνηθοῦν ἤ νά σχολιαστοῦν μέ εὐαισθησία καί γνώση: Ἡ λέξη «μετανάστευση» πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στήν Ἀγγλία τό 1611 γιά τούς ἀνθρώπους καί τό 1646 γιά τά ζῶα καί μόλις τό 1697 γιά τή μετανάστευση τῶν πουλιῶν, πού σέ μακρινές ἐποχές θεωροῦνταν μυστηριακή καί μέρος ἑνός θαύματος.
Ἡ σκέψη τῆς Παντέλ ἀκουμπᾶ στούς Προσωκρατικούς φιλοσόφους πού προσέγγιζαν τή φύση μέ ἀπορία καί θαυμασμό καί γιά τούς ὁποίους ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία ἦταν ἐνταγμένη σέ ἕνα ἁρμονικό σύνολο, τόν Κόσμο. Ἡ φύση γιά τούς Προσωκρατικούς ὑποδηλώνει τή δυναμική διεργασία τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης καί ταυτόχρονα παραπέμπει στήν καταγωγή, στήν πρώτη ἀρχή, στήν ἔλευση, στό Εἶναι. Ἡ προσωκρατική φιλοσοφία περί φύσεως, ἐκτός ἀπό τό φυσικό, ἀνόργανο σύμπαν καί τά φυσικά φαινόμενα, περιλαμβάνει ὅλα τά ἔμβια ὄντα καί τόν ἄνθρωπο σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, τίς κοινωνικές, τίς βιολογικές, τίς ἠθικές καί τίς ὀντολογικές. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀμοιβαία ἀλληλεξάρτηση μέ τή φύση. Τό βλέμμα τῆς συγγραφέως, ἐκκινώντας ἀπό τή ζωή τῶν ἄλλων ὄντων, περνώντας ἀπό τή φθαρτή ἀνθρώπινη ὕλη, καταλήγει στήν ἐσωτερική, πνευματική διάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ψυχή. Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς μετανάστευσης τῶν πουλιῶν κινεῖται σταδιακά πρός τήν ἔννοια τοῦ «inner émigre» («ἐσωτερικοῦ μετανάστη») κατά τήν εὔστοχη φράση τοῦ Seamus Heaney, τή «μετάθεση» τῆς ἀρνητικῆς ἐμπειρίας, στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι καί ἰδίως οἱ καλλιτέχνες καταφεύγουν προκειμένου νά ἐλευθερώσουν τή συνείδησή τους ἤ νά προκαλέσουν τίς δημιουργικές τους δυνάμεις.
Ἡ σύνθεση μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι κυκλική. Τό πρῶτο πεζό κείμενο, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, μέ τίτλο «Ἡ μετανάστευση δημιούργησε τόν κόσμο», συνθέτει μιά τυπολογία τῆς μετανάστευσης βασισμένη στούς λόγους πού τήν προκαλοῦν. Τό τελευταῖο κείμενο εἶναι ἕνα ποίημα, τό ἐκτενέστερο τῆς συλλογῆς, μέ τίτλο ‛‛Time to fly’’ ὅπου ἀποτυπώνονται ποιητικά οἱ λόγοι τῆς μετακίνησης:
Ὥρα γιά φυγή
[…]
Πηγαίνεις γιατί ὁ κόσμος γυρίζει,
γιατί ὁ κόσμος ἀλλάζει καί ἔχεις χάσει τό κλειδί.
Πηγαίνεις γιατί ἔχεις τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν στήν καρδιά σου
Καί γιατί ἡ βασιλεία τῆς κόλασης ἔχει κυριεύσει τήν καρδιά κάποιου ἄλλου.
Πηγαίνεις γιατί ἡ μητέρα σου πεθαίνει
καί μόνο ἐσύ μπορεῖς νά τῆς φέρεις τά μῆλα τῶν Ἑσπερίδων.
Πηγαίνεις γιατί χρειάζεσαι δουλειά.
[…]
Πηγαίνεις γιατί ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀνάγκη καί ἡ ἀπόδραση
εἶναι ὀνόματα γιά τόν ἴδιο θεό. Πηγαίνεις
γιατί ἡ ζωή εἶναι γλυκιά, ἡ ζωή εἶναι φτηνή, ἡ ζωή εἶναι ρευστή
καί δέν μπορεῖς νά τήν πάρεις μαζί σου. Πηγαίνεις γιατί εἶσαι ζωντανός,
γιατί πεθαίνεις, ἴσως εἶσαι ἤδη νεκρός. Πηγαίνεις γιατί πρέπει.
(251-254)
Παράλληλα, ἡ γραφή παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στήν ἀποστασιοποίηση τῆς ἐπιστήμης καί στή θέρμη τῆς προσωπικῆς μαρτυρίας δημιουργώντας μιά διπλή ὕφανση πού δείχνει τίς ραφές της καί συγχρόνως τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τίς διαχειρίζεται ἡ συγγραφέας. Ἀρκεῖ ἕνα ἀπόσπασμα γιά νά διαπιστώσει κανείς αὐτή τή διπλή σύσταση τῆς γραφῆς καί πῶς ἡ ποιητική προδιάθεση συνυφαίνεται μέ τόν σύγχρονο οἰκολογικό προβληματισμό:
Μοιάζουμε ἀλλά καί διαφέρουμε ἀπό τή φύση πού μᾶς περιβάλλει. Τά ζῶα χρησιμοποιοῦν μαγνητίτη γιά νά ἀνταποκριθοῦν στό μαγνητικό πεδίο τῆς Γῆς· ἐμεῖς ὄχι. Οἱ ἐπιστήμονες πρόσφατα βρῆκαν μαγνητίτη στόν ἱστό τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου, ἀλλά δέν γνωρίζουν ποιά εἶναι ἡ λειτουργία του ἐκεῖ. Μπορεῖ νά μήν ἔχει λειτουργία καί νά εἶναι ἕνα ὑποπροϊόν τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο οἱ ἱστοί μας διαχειρίζονται τά μόρια τοῦ σιδήρου.
Ἐμεῖς ἔχουμε, ἀντίστοιχα, λέξεις. Δίνουμε «κατευθύνσεις»· λέμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον ποῦ νά πάει.
Οἱ ἰθαγενεῖς στήν Αὐστραλία μετανάστευσαν ἀπό τήν Ἀσία πρίν ἀπό 30.000 χρόνια. Κατά τή διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ ἀκολούθησαν τά σημάδια τραγουδιῶν, πού πίστευαν ὅτι ὀνειρεύτηκε ἕνα πνεῦμα-δημιουργός. Αὐτός, τραγουδώντας τά φυτά, τούς βράχους, τίς νεροπηγές καί τά ὁδόσημα, τά ἔφερε στό φῶς τῆς ὕπαρξης. Ἀκόμη, ὑπῆρχαν ὠδικά μονοπάτια στόν οὐρανό. Οἱ ὠδικές ὁδηγίες ἦταν χάρτες φτιαγμένοι ἀπό λέξεις, ἀνοίγοντας δρόμο στήν ἔρημο καί στούς οὐρανούς μέσα ἀπό λέξεις.
Ἡ φαντασία καί οἱ λέξεις δέν ὑποκαθιστοῦν τό μαγνητίτη. Οἱ ἱστορίες εἶναι ἕνα εἶδος χαρτογράφησης ἀλλά δέν εἶναι πλοηγοί. Ἀκόμη τά ποιήματα, τά τραγούδια, οἱ ἱστορίες καί οἱ γεωγραφίες μᾶς βοηθοῦν νά μοιραζόμαστε τό δρόμο πού ἔχουμε νά διανύσουμε. Βρίσκουμε πέτρες πού δείχνουν βόρεια· ἐπινοοῦμε τεχνολογίες· εἴμαστε δημιουργικοί καί ἔχουμε αἴσθηση τοῦ παρελθόντος.
Ἀλλά, σέ σύγκριση μέ τό θαλασσοπούλι τῆς καταιγίδας, πού ἐπιστρέφει στήν ἴδια σχισμή τοῦ λόφου στήν Ἰρλανδία ἀπό τήν Ἀφρική κάθε χρόνο, εἶναι εὔκολο νά νιώσει κανείς τήν ἀνεπάρκειά μας. Ἡ σχέση μας μέ τή φύση εἶναι ἀμφίσημη, καί ἀλλάζει. Νιώθουμε ὅτι ἔχουμε δικαίωμα νά τήν ἐλέγχουμε, ἀλλά μᾶς ἀρέσει ἐπίσης νά τή χρησιμοποιοῦμε σάν καθρέφτη, μέσα ἀπό τόν ὁποῖο σκεφτόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας. Δυνατός σάν βελανιδιά, ἐλεύθερος σάν πουλί. Ἀλλά καθώς ὁ πλανήτης ἀλλάζει, ὁ καθρέφτης ραγίζει. Δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό νερό καί τό χιόνι ὡς εἰκόνες τῆς ἁγνότητας, τώρα οἱ θάλασσες εἶναι γεμάτες ἀπό σωματίδια τῶν πλαστικῶν μας καί στρώματα ἄνθρακα πού μᾶς διαφεύγουν στόν ἀέρα ἐνσωματώνονται σάν δαχτυλίδια στά δέντρα, στόν Βόρειο Πόλο.
Τό ἴδιο θέμα ἐπανέρχεται στό ποίημα ‛‛The Mirror of Nature’’, πού στεγάζεται στήν ἑνότητα, μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς συλλογιστική, ἀκόμη καί τήν ἴδια ρητορική. Παρόμοια δομεῖται ἡ σχέση ποιημάτων καί πεζῶν σέ ὅλες τίς ἑνότητες, καθώς ὁ ποιητικός λόγος προεξαγγέλλεται στά πεζά τά ὁποῖα ρίχνουν φῶς στήν ποιητική ὕλη.
Ἡ μουσική παιδεία τῆς Παντέλ ἀποτυπώνεται ἔκτυπα στά ποιήματα, στό ρυθμό τῆς ἀφήγησης, στίς παύσεις πού δημιουργοῦν ἡ στίξη καί οἱ ἰδιότυποι διασκελισμοί. Μέ βασικό ἐργαλεῖο τή μεταφορά στά πεζά της καί τήν εἰκόνα στά ποιήματά της, ἡ συγγραφέας διερευνᾶ ἕνα θέμα πρωτογενές πού ἀφορᾶ τή δημιουργία τῆς ζωῆς, θέμα διαχρονικό, ἀφοῦ ἐπί αἰῶνες ἀποτελεῖ τρόπο ἐπιβίωσης, θέμα βασανιστικά ἐπίκαιρο, σέ ἕναν κόσμο ἄνισο, ὅπου ἀλλοῦ περισσεύει ἡ ὕβρις τοῦ περιττοῦ καί ἀλλοῦ βασιλεύει ἡ στέρηση τῶν πιό ζωτικῶν προϋποθέσεων τῆς ζωῆς: τῆς τροφῆς ἤ τῆς εἰρήνης. Πάντα στήν αἰχμή τῆς πολιτικῆς ἡ μετανάστευση, ἰδωμένη ἀπό τή Ρούθ Παντέλ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς μετανεωτερικότητας καί τῆς μετααποικιοκρατίας, καθιστᾶ τό βιβλίο της ὄχι μόνον ἕνα παλίμψηστο τῆς ζωικῆς ἁλυσίδας, ἀλλά καί τῆς πολυπολιτισμικότητας. Παράλληλα, καθώς κινεῖται στό μεταίχμιο τῶν εἰδῶν, ἰσοζυγιάζοντας ποίηση καί ρεαλισμό, συνιστᾶ ἕνα εὐφρόσυνο ἀνάγνωσμα, ἕναν νόστο τῆς λογοτεχνίας στήν ἀρχική της λειτουργία, τήν παραμυθία καί τήν ἀπόλαυση, ἀπαιτώντας συνάμα «μιά εὔκαμπτη, εὐπαθή ἀναγνωστική ἐγρήγορση».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ
Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε σε αυτό το τεύχος.