Wendy Cope: «Ἀπώλεια»

wendy_cope

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η Γουέντυ Κόουπ (γένν. 1945) εἶναι μιά κορυφαία Ἀγγλίδα ποιήτρια, πού γεννήθηκε στό Κέντ τό 1945, σπούδασε Ἱστορία στό St Hilda’s College τῆς Ὀξφόρδης καί ἐμφανίστηκε στά γράμματα μέ τή ρηξικέλευθη συλλογή Making Cocoa for Kingsley Amis (Φτιάχνοντας Κακάο γιά τόν Κίνγκσλεϋ Ἔιμις), τό 1986, πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν οἶκο Faber & Faber. Ἀκολούθησαν, στίς ἑπόμενες τρεῖς δεκαετίες, ἄλλα τρία βιβλία, κατά τό βρετανικό ἔθος τῆς ὀλιγόγραφης ἐκδοτικῆς παρουσίας: Serious Concerns (1992), If I Dont Know (2001), Family Values (2011). Μικρό δεῖγμα τῆς δημοφιλίας της στήν πατρίδα της ἀποτελεῖ τό γεγονός πώς ἡ Κόουπ προτάθηκε ἀπό τό κοινό τοῦ BBC 4 (σέ γκάλοπ). Ζεῖ στή μικρή πόλη Ely, μαζί μέ τό σύντροφό της, ποιητή Λάκλαν ΜακΚίννον.

Γιά τήν παρούσα μεταφραστική προσπάθεια χρησιμοποιήθηκε καί ὁ συγκεντρωτικός της τόμος Δυό γιατρειές γιά τόν ἔρωτα (Two Cures for Love: Selected Poems 1979-2006). Ἡ μεταφραστική ἠθική ὁρίζει τή μεταφραστική πρακτική, κι ὁρίζεται ἀντανακλαστικά ἀπό αὐτή: εἶναι τούτη ἡ διαλεκτική σχέση πού συναρτᾶ, μέ ὅρους παράλληλους στή βασική συννομία μορφή/περιεχόμενο (τά ὁποῖα, κατά τή γνώμη μου, συνταυτίζονται, στό διακύβευμα τοῦ ποιητικοῦ κειμένου), τήν ἀγαπητική σχέση πού διατηρεῖ ὁ μεταφορέας τοῦ ξενόγλωσσου ποιητικοῦ κειμένου σέ ἕνα νέο γλωσσικό τοπίο. Στά μεταφορικά, γνωρίζουμε, τήν εὐθύνη (τόν «κίνδυνο», ὅπως τό ἀποκαλοῦν οἱ νομικοί –  κι εἶναι τόσα τά νομικά κωλύματα στήν περίπτωση τῶν συγγραφικῶν δικαιωμάτων ἑνός ζῶντος ποιητῆ) φέρει ὁ μεταφορέας: οὔτε ὁ ἀποστολέας οὔτε ὁ παραλήπτης. Ὡς διαπολιτισμική γέφυρα, ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ μεταφραστῆ φέρνει ἀπό ἕνα «ἀντικειμενικό» τοπίο, ἐδῶ τήν ἀγγλική γλώσσα, σέ ἕνα νέο «ἀντικειμενικό τοπίο», ἐδῶ τήν ἑλληνική γλώσσα, τό πρωτότυπο κείμενο. Αὐτό πού συχνά λησμονοῦμε, στεκάμενοι στίς δύο ἱστορικές ἀντικειμενικότητες, κάποτε ὡς συγγραφεῖς, πιό συχνά ὡς ἀναγνῶστες, εἶναι πώς ἡ μεταφραστική ὑποκειμενικότητα (ἐδῶ ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ κλισέ «κάθε μετάφραση εἶναι ὑποκειμενική») εἶναι κι αὐτή ὁρισμένη μέ χαρακτηριστικά ἀντικειμενικά, τά ὁποῖα ἕλκουν ἀπό τήν ἐμπειρία καί τήν κοινωνική ὑπόσταση τοῦ μεταφραστῆ. Σέ δύο ἀπό αὐτά θά ἤθελα νά καθυστερήσω, ὑπογραμμίζοντας τήν εὔλογη σημασία τους γιά τό ἐγχείρημα νά μεταφερθεῖ – γιά πρώτη φορά, στά ἑλληνικά–  ποίηση τῆς Γουέντυ Κόουπ, μιᾶς ἀπό τίς πιό ἀγαπημένες ποιητικές φωνές ἐν ζωῆ κι ἐργασία στή Βρετανία καί στόν ἀγγλόφωνο κόσμο.

Τό πρῶτο ζήτημα ἀφορᾶ τήν ἔμφυλη διάσταση τῆς βίωσης ἑνός ποιητικοῦ κειμένου καί τή διαφυλετική ἀπόδοσή του: ποιό εἶναι τό εἰδικό βάρος τοῦ περάσματος ἀπό τή μία ἔμφυλη ὑποκειμενικότητα (τοῦ ποιητῆ) στήν «ἄλλη», ἐκείνη τοῦ μεταφραστικοῦ ὑποκειμένου; Ὅταν τό ποιητικό ὁμιλοῦν ὑποκείμενο ἔχει τό ἴδιο τόσο ἔντονα ἀποτυπώσει τήν ἔμφυλη (γυναικεία) διάστασή του στήν ποιητική του γραφή, τό στοίχημα τῆς μετάφρασης, ἀπό ἕναν ἄνδρα ποιητή, καθίσταται συμβολικά συναρπαστικό: στή διαδικασία τῆς μεταφορᾶς, ἐδῶ, ἀπό τόν ἕναν γλωσσικό κόσμο στόν ἄλλον, ἐμφιλοχωρεῖ μιά διαφυλετική μεταμόρφωση πού στόχος της εἶναι νά ἀποδώσει, στό τελικό ἑλληνικό κείμενο, τήν πρωτότυπη ἔμφυλη εὐαισθησία. Ἡ συζήτηση περί «γυναικείας ποίησης» εἶναι δυστυχῶς συχνά στατική, καθώς ἀναλώνεται σέ θεωρητικές ἀναγνώσεις τοῦ φύλου πού ἐκκινοῦν ἀπό οὐσιοκρατικά σχήματα: σέ αὐτό τό φάσμα ἀνάγνωσης, ἀπόδοσης καί ἀπόλαυσης τοῦ ποιητικοῦ κειμένου, προτείνεται ἡ σχεδόν βιολογικοῦ τύπου διάσταση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ὡς «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τοῦ ποιήματος ἤ ἔστω ὡς «πρίσμα», μέσω τοῦ ὁποίου διαθλᾶται ὁ στενά ὁριστός – καί κλειστός σέ ἀλλόφυλες ἀναγνώσεις;–  κόσμος τῆς ἔμφυλης εὐαισθησίας τῆς ἑκάστοτε ποιήτριας.

Εἶναι ὅμως ἤδη προβληματικό τό γεγονός ὅτι δέν ἀκοῦμε ποτέ οὔτε γιά «ἀνδρική ποίηση» οὔτε γιά τό ἔμφυλο στοιχεῖο τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ μεταφραστῆ τῆς ὅποιας «γυναικείας ποίησης». Τό διακύβευμα τῆς διαφυλετικῆς μεταμόρφωσης ἐδῶ ἀποκτᾶ περαιτέρω βάρος καθώς, στό χιουμοριστικό σύμπαν τῆς Κόουπ, συντελεῖται συνεχῶς μιά συζήτηση μέ τόν ἀνδροκρατούμενο, καί συχνά φαλλοκρατικό κόσμο τῆς ποίησης. Αὐτή ἡ διαδικασία γίνεται μέ ὅρους ἄλλοτε μιᾶς σκωπτικῆς ὑποτέλειας (γιά παράδειγμα πρός τόν, γνωστό καί γιά τόν ἔκρυθμο σεξισμό του, σπουδαῖο ποιητή Κίνγκσλεϋ Ἔιμις, στό εὔγλωττου τίτλου «Φτιάχνοντας κακάο γιά τόν Κίνγκσλεϋ Ἔιμις»: «Ἦταν σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα πρίν ἀπό μιά βδομάδα. / Σκέφτηκα πώς κάτι ἔπρεπε νά γράψω, θά ἦταν σημαντικό. / Ἤμουν σίγουρη πώς δέν θά ἔβγαινε καμιά ποιηματάρα / Ἀλλά ὁ τίτλος εἶναι καλός»), κι ἄλλοτε μέ ὅρους παιγνιώδους ἐρωτικῆς ἀγάπης πρός τό ἀνδρικό ὑπο/ἀντικείμενο, ὅπως στό ποίημα «Ἀγαπημένος» («Ὅταν μέ ρωτοῦν, “ποιός εἶναι ὁ ἀγαπημένος σου ποιητής”; / Δέν μπορῶ νά πῶ τό ὄνομά σου, / Ἄν καί εἶσαι σίγουρα ὁ ἀγαπημένος μου ποιητής / Καί ἄσχημα δέν εἶναι καί τά ποιήματά σου»). Σέ κάθε περίπτωση, τό δυναμικό σχῆμα μετάφρασης «ἀπό-φύλο-σέ-φύλο», πού, σπερματικά, προτείνεται ἐδῶ, ἀξίζει νά ἀναπτυχθεῖ περαιτέρω σέ ἄλλη εὐκαιρία: ὁ τιμητικός χῶρος γιά τήν Κόουπ ἐδῶ θά ἀδικήσει τήν ὄμορφη λεπταισθησία τῆς γραφῆς της μέ ἴσως στρυφνούς θεωρητικούς μετεωρισμούς.

Ἡ γραφή τῆς Κόουπ ἐξάλλου, τήν ὁποία ἐπιδραστικό ἄρθρο τοῦ London Review of Books χαρακτηρίζει «Τέννυσον τῆς ἐποχῆς τῶν τζέτ», γιά τή μουσικότητα τοῦ στίχου της, ὁρίζεται ἀπό τήν καθοριστικά εὔπλαστη καί ἐναργή ρίμα. Μαστόρισσα τῆς ὁμοιοκαταληκτικῆς τεχνικῆς, ἡ ποιήτρια παραδίδεται στίς πιό ἀλλοπρόσαλλες – καί συνήθως σκωπτικές ἤ παρωδιακές–  ἀφηγηματικές ἐκπλήξεις, ἀνατρέποντας περιεχομενικά τήν πάντα αὐστηρή, ἕνεκα ἡ εὑρηματική καί κλασικότροπη ρίμα, συνοχή πού ἔχει ἡ ποίησή της. Ἐδῶ, ἡ ὁμοιοκαταληξία δέν συνοδεύει τήν – ἰδιαίτερα μουσική–  ροή τῶν στίχων· οὔτε ἀποτελεῖ μιά σκαλωσιά γιά νά χτιστεῖ ἡ εὐφάνταστη ἀφήγηση, τήν ὁποία ὁ βιαστικός μεταφραστής, στήν ἀνάγκη του νά ἀποδώσει ἕνα «τελειωμένο ἔργο» μέ τήν «ἐλάχιστη δυνατή παρεμβατικότητα στό πρωτότυπο», θά μποροῦσε νά ἀφαιρέσει, ὥστε νά ἀπολαύσουμε μιά ἕτοιμη façade, στή γλώσσα μας. Οὔτε, φυσικά, βρισκόμαστε σέ «ἄλλο ποιητικό παράδειγμα», ὁπόταν ἡ ἀλλαγή τῆς ἐποχῆς καί τῶν ἱστορικῶν διαστάσεων τῆς γλώσσας θά μποροῦσε νά ἐπιτρέψει τήν ἀφαίρεση τῆς ρίμας. Ἡ ὁμοιοκαταληξία στήν Κόουπ ἔχει καταστατική σημασία, εὑρισκόμενη στόν σκληρό πυρήνα τῆς ροῆς τοῦ ποιήματος.

Ὅμως, ἄς μήν καθυστερήσει ἄλλο τήν ἀπόλαυση τῶν ποιημάτων αὐτή ἡ στοχαστική εἰσαγωγή. Πρός τό παρόν, ἄς σημειωθεῖ, ἐν παρόδω, πώς ἡ διαλεκτική σχέση ποιητῆ καί μεταφραστῆ, ἀγγλικῆς κι ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅταν τό ταυτόχρονο χιαστί τῆς τετραπλῆς διάστασης γυναίκα/ἄνδρας καί ἀγγλική ρίμα/ἑλληνική ρίμα εἶναι ἕνα σχῆμα πού δέν προτείνεται μέ ὅρους κατηγορικούς ἤ γενικεύσιμους: ἀντίθετα, ἀποτελεῖ τήν ἀγαπητική πράξη θαυμασμοῦ καί συνταύτισης τοῦ μεταφραστῆ μέ μιά ἀπό τίς πιό χαριτωμένες, γλυκιές καί εὑρηματικές φωνές τῆς ζώσας βρετανικῆς λογοτεχνίας. Ἐλπίζουμε πώς τό τελικό ἀποτέλεσμα δικαιώνει τήν προσοχή πού ἐπέστησε ἡ ἀρχική συγκίνηση τῆς μέθεξης μέ τήν ποιητική δυναμική τῆς Κόουπ – καί πώς, ἴσως, ἡ μικρή αὐτή χειρονομία, στοιχειοθετεῖ ἕνα προηγούμενο, ὡς πρώτη πράξη γιά τήν ἔκδοση τῆς Κόουπ σέ βιβλίο, στά ἑλληνικά.

 

ΔΥΟ ΓΙΑΤΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

1. Μήν τόν βλέπεις. Μήν τοῦ τηλεφωνεῖς, μήν τοῦ γράψεις γράμμα.
2. Προσπάθησε νά τόν γνωρίσεις καλύτερα. Εὔκολο πράμα.

 

ΑΠΩΛΕΙΑ

Ἡ μέρα πού ἔφυγε ἦταν ἀπαίσια.
Τό βράδυ της ἤτανε δύσκολο, πέρασε φρικτά.
Ἡ ἀπουσία του δέν ἦταν θέμα
Ἀλλά ἔλα πού καί τό ἀνοιχτήρι ἔκανε φτερά.

  

ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ

Δέν ἔχω βρεῖ τοῦ Σαίξπηρ σονέτο
Οὔτε τοῦ Μπετόβεν κουαρτέτο
Πού νά μ’ ἀρέσει τόσο ὅσο ἐσύ
Ἤ πού νά εἶναι πιό φριχτό νά ξεχαστεῖ.

Μέ βρίσκεις ὑπερβολική;
Ἄκου κι αὐτό: Μ’ ἀρέσεις πιό πολύ
Κι ἀπό τό πόσο θά ‘θελα τώρα, νέτο
Νά καπνίσω ἕνα σιγαρέτο. 

 

ΒΡΟΜΟΑΝΔΡΕΣ

Οἱ βρομοάνδρες εἶναι σάν τά βρομολεωφορεῖα –
περιμένεις κάνα χρόνο
καί μόλις ἕνα πλησιάζει στή στάση σου
νά, πού τό ἀκολουθοῦνε ἄλλα δύο ἤ τρία.

Τά σήμαντρά τους νά ἀνάβουνε κοιτᾶς,
σοῦ προσφέρουν μιά θέση, μιά κάποια πορεία.
Προσπαθεῖς νά διαβάσεις τόν χάρτη, μετρᾶς
τήν κατάσταση, μά πέρασε τῆς ἀπόφασης ἡ ὥρα. Εὐθεία,

Ἀνεβαίνεις. Ἄν κάνεις λάθος, ἐπιστροφή δέν ἔχει.
Βγαίνεις: κοιτάζεις. Βρέθηκες πάλι ὅπου νά ‘ναι,
ἐνῶ περνᾶν τ’ αὐτοκίνητα, τά ταξί καί τά τρόλεϊ-
καί τά λεπτά, οἱ ὧρες, οἱ μέρες περνᾶνε.

  

ΠΑΡΑΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ 

Τό νά χαϊδεύω τόν τηλεφωνικό κατάλογο
Μέ τό πού βρῆκα τό ὄνομά σου ἐκεῖ
Δείχνει πώς τό παράκανα, τό πῆγα μακριά.

Κι εἶμαι σίγουρη πώς δέν ἀγκαλιάζεις κανέναν κατάλογο
Ὅπου καί νά ‘σαι τώρα πιά. 

 

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ

Τό ἑπόμενο καλοκαίρι; Τό μεθεπόμενο, πιά;
Μέ λίγη τύχη, μᾶς ἀπομένουν ἀκόμα λίγα χρόνια
Ἀπό ἥλιο φτιαγμένα, καί γέλια καί ποτά
Καί ἀντίο, καί δάκρυα, κι ἀεροδρόμια.

 

ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΑΚΑΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΓΚΣΛΕΫ ΕΪΜΙΣ 

Ἦταν σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα πρίν ἀπό μιά βδομάδα.
Σκέφτηκα πώς κάτι ἔπρεπε νά γράψω, θά ἦταν σημαντικό.
Ἤμουν σίγουρη πώς δέν θά ἔβγαινε καμιά ποιηματάρα
Ἀλλά ὁ τίτλος εἶναι καλός.

  

ΟΤΑΝ ΣΕ ΔΩ

Θά στενοχωρηθῶ ὅταν σέ δῶ.
Μά θέλω νά τό κάνω οὕτως ἤ ἄλλως.
Νά ξαναζήσουμε στιγμές δέ γίνεται, ἔχουνε φύγει πέρα –
Θά στενοχωρηθῶ ὅταν σέ δῶ.
Ἴσως καί νά ‘ναι ἀνόητο ἤ τρελό.
Ἀλλά – τό ξέρουμε–  θά πεθάνουμε κι οἱ δυό μιά μέρα.
Θά στενοχωρηθῶ ὅταν σέ δῶ.
Μά πρέπει νά τό κάνω οὕτως ἤ ἄλλως.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Κάποιοι ἄνδρες δέν τό σκέφτονται, λοιπόν.
Ἐσύ ὅμως ναί: ἐρχόσουν καί μοῦ ἔλεγες ὅτι σχεδόν
Μοῦ ἀγόρασες λουλούδια ἀλλά
Κάτι εἶχε πάει στραβά.

Τό ἀνθοπωλεῖο ἦταν κλειστό. Ἤ ἁπλῶς ἀμφέβαλες –
Μέ σκέψεις πού τό δικό σου, τό δικό μου τό μυαλό,
Ἀνακαλύπτουν συνεχῶς. Σκέφτηκες κι ἀνέβαλες,
Πώς δέν θά ἤθελα τά ἄνθη σου· φοβᾶμαι.

Τότε, εἶχα χαμογελάσει καί σέ ἀγκάλιασα, θυμᾶμαι.
Τώρα μονάχα νά χαμογελῶ μπορῶ.
Ἀλλά δές, τά λουλούδια πού σχεδόν ἔφερες ἐδῶ
Ἄντεξαν ὅλον τοῦτο τόν καιρό.

  

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Γιάλντινγκ, 1912. Ὁ πατέρας μου
Στόν μηλεώνα, ἡλιοφάνεια,
Συγυρίζει τίς παλιές του τσάντες.

Τρεῖς γυναῖκες, ντυμένες μέ μαλακές,
Λευκές μπλοῦζες, φουστάνια πού ἀγγίζουν τό χορτάρι.
Ἕνα παιδί μέ κατσαρά μαλλιά.

Θά μέ ἠρεμοῦσε ἄν ἤξερα πώς
ἦταν ἄγνωστοι – μισοτραβηγμένη ἀπ’ τήν ἀτμόσφαιρα
– ἀλλά ἔχει κι ἄλλα ἡ ἱστορία–
Διευκολύνει ἕνα βάρος
Φτιαγμένο ἀπό τή λύπη του
Γιά τά πράγματα πού δέν τοῦ ἔδωσα ποτέ.

Νά τος ἐδῶ, χαρούμενος, κι ἐγώ ἀκόμη ἀγέννητη.

  

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ

Die Farben der Bäume sind schön
Καί τά μπλέ, τά γκρίζα τῶν οὐρανῶν, τῶν ποταμῶν
Καί τό Burg, χαμένο σχεδόν στήν ὁμίχλη, κρυφό.

Ἔχεις ὑπομονή. Μέ βοηθᾶς νά μαθαίνω
Χαμογελᾶς ὅσο προσπαθῶ τή φράση νά πῶ:
Die Farben der Bäume sind schön.

Ὀκτώβρης. Ὁ χρόνος περνᾶ, καί πηγαίνω –
Σέ ἄλλον δρόμο ἐγώ, σέ ἄλλον ἐσύ, οἱ βέρες.
Ἀλλά λάμπει ὁ ἥλιος. Κι ἔχουμε δύο ἡμέρες.

Die Farben der Bäume sind schön.

 

ΧΑΪΚΟΥ

Τό λευκό κρασί
Καθαρό, γλυκό, ψυχρό:
Πουλί στό κρύο.

  

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ

Ὅταν μέ ρωτοῦν, «ποιός εἶναι ὁ ἀγαπημένος ποιητής γιά σένα»;
Δέν μπορῶ νά πῶ τό ὄνομά σου,
Ἄν καί εἶσαι σίγουρα ὁ ἀγαπημένος ποιητής γιά μένα
Καί ἄσχημα δέν εἶναι καί τά ποιήματά σου. 

 

ΟΝΟΜΑΤΑ

Ἦταν Ἐλίζα γιά λίγες βδομάδες
Ὅταν ἦταν παιδί –
Ἐλίζα Λίλυ. Γρήγορα τῆς τό ἔκαναν Λίλ.

Ἀργότερα, στοῦ φούρναρη, ἦταν ἡ Δεσποινίς Στούαρτ
Κι ἔπειτα «ἀγάπη μου», «καλή μου», Μάνα.

Χήρα στά τριάντα, ἐπέστρεψε στή δουλειά,
Τή λέγαν Κυρία Χέρι. Ἡ κόρη της μεγάλωσε,
Παντρεύτηκε, ἔκανε παιδί.

Τώρα ἦταν ἡ Γιαγιά. «Ὅλοι
μέ λέν Γιαγιά», ἔλεγε στούς μουσαφιραίους.
Κι ἔτσι τήν ἔλεγαν –  φίλοι, ἔμποροι, ὁ γιατρός.

Στόν γηριατρικό θάλαμο
Χρησιμοποιοῦσαν τά βαπτιστικά τῶν ἀσθενῶν.
«Λίλ», εἴπαμε, «ἤ Γιαγιά»,
Ἀλλά ὁ φάκελός της ἔλεγε ἄλλα
Καί γιά κεῖνες τίς παράξενες βδομάδες
Ἔγινε καί πάλι Ἐλίζα. 

 

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΟΥ
[ἀπόσπασμα]

Διότι θά ἀναλογιστῶ τόν ἐραστή μου, πού θά παραμείνει ἀνώνυμος.
Διότι στά 49 του χρόνια κάνει φασαρία σάν νά ‘ναι πέντε διαφορετικά εἴδη φορτηγῶν πού ἀλλάζουνε ταχύτητα σέ λόφο.
Διότι πότε πότε τό κάνει τοῦτο στά σκαλιά τοῦ μέρους πού δουλεύει.
Διότι ντρέπεται ὅταν ἄλλοι τόν κρυφακοῦν.
Διότι μπορεῖ ἀκόμα νά μιμεῖται τρία τουλάχιστον εἴδη τρένου.
Διότι αὐτά περιλαμβάνουν τόν ὑπόγειο τοῦ Λονδίνου, τήν ἀτμομηχανή, καί τόν νότιο ἠλεκτρικό.
Διότι ὑποστηρίζει Τότεναμ μέ χαρούμενη καί ξεμυαλισμένη πίστη.
Διότι ἀποστρέφεται τήν Ἄρσεναλ, πού οἱ ὀπαδοί της εἶναι ἀπολίτιστοι κι ἄγριοι.
Διότι ἐξηγεῖ πώς ἡ Τότεναμ εἶναι μαγική, ἐνῶ ἡ Ἄρσεναλ σκληρή καί βαρετή.
Διότι τίποτα ἀπό αὐτά δέν ἤξερα ἕξι μῆνες πρίν, κι οὔτε πού ἤθελα νά ξέρω.
Διότι τώρα ὅλο αὐτό μοῦ φαίνεται θαυμάσιο.
Διότι κατεργάζεται σέ δέκα ἐπίπεδα.
Διότι πρῶτον παρουσιάζεται σάν ἕνας καλός, σοβαρός, ἀπελευθερωμένος ἄνθρωπος.
Διότι δεύτερον κάθεται γιά πολλά γεύματα καί συζητᾶ γιά τή ζωή καί τήν ἀγάπη καί ποτέ δέν ἀναφέρει τό ποδόσφαιρο.
Διότι τρίτον προσέχει νά μήν ἀποκαλύψει πόσο δέν τοῦ ἀρέσει νά μήν κερδίζει μιά συζήτηση.