Μετάφραση: Νίνα Μπούρη
Μιά ἐποχή ἤθελα διακαῶς νά γίνω φιλόσοφος καί γι’ αὐτό ἀφιέρωνα πολύ χρόνο στή μελέτη φιλοσοφικῶν ἔργων, κυρίως τῆς γερμανικῆς παράδοσης, ἀπό τόν Κάντ ὥς τόν Ἀντόρνο καί ἄλλους. Ἀκόμα ἀφιερώνω πολύ χρόνο σέ τέτοια ἀναγνώσματα, ὅμως πλέον δέν θέλω νά γίνω φιλόσοφος, ὑπό τή στενή ἔννοια ὅτι δέν τρέφω πιά τήν ἐπιθυμία ἤ τήν αὐταπάτη πώς κάποτε θά μέ προσλάβει κάποια πανεπιστημιακή φιλοσοφική σχολή. Ὁπότε, ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, ὅσα θά πῶ ἐδῶ δέν γίνεται νά ἀποτελέσουν συμβολή στή φιλοσοφία. Στήν καλύτερη περίπτωση ἀποτελοῦν μιά συμβολή στή μετα-φιλοσοφία, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιλαμβανόμαστε τή μετα-φιλοσοφία ὡς κάτι πού βρίσκεται πάνω ἀπό τή φιλοσοφία καί καθορίζει τή φύση της, τή θέση της, τούς στόχους της κ.λπ., ἀλλά ὡς κάτι πού ἕπεται τῆς φιλοσοφίας καί ἔχει περιφερειακή σχέση μέ αὐτήν. Εἶμαι καθηγητής λογοτεχνίας, ὄχι φιλόσοφος· πάνω ἀπ’ ὅλα μέ ἐνδιαφέρει τό μέτρο, ὁ ρυθμός καί ἡ ὁμοιοκαταληξία στόν ἔμμετρο λόγο· τό περίπλοκο, ἀλλά ἀφάνταστα συναρπαστικό γιά μένα, ἐρώτημα τοῦ γιατί οἱ μικρούτσικες λεπτομέρειες τῶν ἠχητικῶν μοτίβων πού ἀκούει τό αὐτί ἤ ὁ νοῦς ὅταν παρακολουθεῖ τήν ποίηση, γιατί οἱ μικρές ἀλλαγές στό μέτρο, τόν ρυθμό, τήν ὁμοιοκαταληξία καί ἄλλες μορφές ἐπανάληψης τῶν ἤχων, ἐπηρεάζουν αὐτά πού νιώθουμε –καί, θά ἔλεγα, αὐτά πού σκεφτόμαστε– ὅταν διαβάζουμε ποίηση.
Σήμερα, λοιπόν, τό ἐνδιαφέρον μου γιά τή φιλοσοφία δέν πηγάζει ἀπό κάποια παράλογη πίστη ὅτι ἡ μελέτη τῆς ποίησης θά μποροῦσε νά διδάξει κάτι στούς φιλοσόφους, ἀλλά ἀπό δύο ἄλλα πράγματα: πρῶτον, ἀπό μιά ἀνησυχία ὅτι, παρόλο πού δέν εἶμαι καί οὔτε πρόκειται ποτέ νά γίνω ἐπαγγελματίας φιλόσοφος, δέν θά μπορέσω νά ἀποφύγω νά διατυπώσω ἰσχυρισμούς πού στή φύση τους θά εἶναι τελικά φιλοσοφικοί, καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐγκυρότητά τους θά ἐλεγχθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού μποροῦν νά τήν κρίνουν καλύτερα ἀπό μένα· καί, δεύτερον, ἀπό τήν παρατήρηση ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ φιλόσοφοι ἐξακολουθοῦν νά ἀποφαίνονται, ἄλλοτε ἐποικοδομητικά καί ἄλλοτε ὄχι, γιά ζητήματα λογοτεχνικά καί ποιητικά, καί νά θεωροῦν ὅτι ἔννοιες σάν τήν «ποίηση» συγκαταλέγονται σέ ἐκεῖνες τίς εὐρεῖες καί ἀσαφεῖς ἔννοιες πού ἡ πρακτική ἐφαρμογή τους κατά πάσα πιθανότητα θά χρειαστεῖ τή συνδρομή τῶν ἐπαγγελματιῶν, τουτέστιν τῶν ἐπαγγελματιῶν φιλοσόφων.
Αὐτή ἡ δυσκολία στόν ὁρισμό τῆς ποίησης ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τοῦ ἐπιχειρήματός μου. Ἡ ἔννοια ποίηση εἶναι περιβόητη γιά τήν ἀσάφειά της. Ἕνα παράδειγμα βρίσκουμε στό πρόσφατο δοκίμιο τοῦ φιλοσόφου Πῆτερ Λαμάρκ μέ τίτλο «Poetry and abstract thought» (Ποίηση καί ἀφηρημένη σκέψη) (2009). Ἀφοῦ παραιτεῖται ἀπό τήν ἀπόπειρα νά ὁρίσει τήν ποίηση στήν πρώτη σελίδα τοῦ δοκιμίου του, σέ ὅλο τό ὑπόλοιπο βασίζεται σέ μιά σειρά ἀπό ὑποθέσεις σχετικά μέ τό πῶς ὁρίζεται ἡ ποίηση. Πρῶτα πρῶτα ὑποθέτει ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ σφαίρα τῆς «φαντασίας», τῆς «μεταφορᾶς» καί τῆς «ἱστόρησης», ἀλλά φυσικά ὅλα αὐτά τά γνωρίσματα μποροῦν ἄνετα νά χαρακτηρίσουν καί τόν πεζό λόγο, καί ἔτσι ἡ λέξη ποίηση καταλήγει περίπου συνώνυμη τῆς «μυθοπλαστικῆς λογοτεχνίας». Πράγματι, τελειώνοντας τό δοκίμιο, μπαίνει κανείς στόν πειρασμό νά πεῖ ὅτι παραμένει ἀνοιχτός μόνο ἕνας ὁρισμός τῆς ποίησης: ποίηση εἶναι ἡ τέχνη ἐκείνη γιά τήν ὁποία ἕνας φιλόσοφος μπορεῖ ἐπί τῆς ἀρχῆς νά γνωρίζει τά πάντα χωρίς στήν πραγματικότητα νά χρειάζεται νά γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο γι’ αὐτήν. Γι’ αὐτό φαίνονται ἑλκυστικές κινήσεις σάν αὐτή τοῦ Ρέυμοντ Γκώυς, μέσα στό πύρινο δοκίμιό του «Poetry and knowledge» (Ποίηση καί γνώση). Πρέπει νά πάψουμε νά προσπαθοῦμε νά ὁρίσουμε τήν «ποίηση», λέει ὁ Γκώυς, ἀκολουθώντας τά χνάρια τοῦ Νίτσε. Ὅμως καί αὐτό ἔχει τίς ἐπιπτώσεις του. Ὁ Γκόυς παρατηρεῖ εὔλογα ὅτι «αὐτό πού ἀποκαλοῦμε ‛‛ποίηση’’ εἶναι ἕνα περίπλοκο ἱστορικά μεταβαλλόμενο σῶμα ἐπιτελέσεων, θεσμῶν καί πρακτικῶν» (Geuss, 2003: 24). Μᾶς ἔρχεται ἡ ἐπιθυμία νά χειροκροτήσουμε, ἀλλά ἀρχίζουμε ἐπίσης νά σκεφτόμαστε ὅτι ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα –ἡ φιλοσοφία, γιά παράδειγμα– εἶναι ἐπίσης περίπλοκα, ἱστορικά μεταβαλλόμενα σώματα ἐπιτελέσεων, θεσμῶν καί πρακτικῶν· καί ἀρχίζουμε νά ἀναρωτιόμαστε γιατί ὅταν κάποιος ὁμολογεῖ ὅτι ἀδυνατεῖ νά ὁρίσει τήν ποίηση, ἀντί νά σωπάσει, συνεχίζει λέγοντας πολλά πράγματα γι’ αὐτή.
Γιά τόν λόγο αὐτό μοῦ ἔχει κινήσει τό ἐνδιαφέρον μιά ταπεινότερη καί λιγότερο ἠχηρή λέξη ἀπό τήν ποίηση: ἡ λέξη verse [ἔμμετρος λόγος]. Ἡ «ποίηση» δύσκολα διακρίνεται ἀπό τόν «πεζό λόγο» γιατί ὑπάρχουν «πεζά ποιήματα». Ὅμως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει «πεζός ἔμμετρος λόγος». Ἐπιπλέον, μερικές φορές θεωρεῖται ὅτι ἡ λέξη ποίηση ἐνέχει ἀξιολογικές συνδηλώσεις. Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πεῖ γιά μιά συγκεκριμένη σύνθεση ὅτι εἶναι «ἀληθινή ποίηση», ἐνῶ εἶναι πολύ λιγότερο πιθανό νά διανοηθεῖ νά τήν περιγράψει ὡς «ἀληθινό ἔμμετρο λόγο», ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ ὅρος ἔμμετρος λόγος εἶναι σαφῶς περιγραφικός: μιά δεδομένη σύνθεση ἤ θά εἶναι ἔμμετρος λόγος ἤ δέν θά εἶναι. Ἔμμετρος λόγος εἶναι ἡ γλώσσα τεμαχισμένη, ὅπου τά τεμάχια δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τίς συντακτικές κατατμήσεις. Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὁρισμένα πράγματα σχετικά μέ αὐτόν τόν ὁρισμό. Πολλά ἀπό αὐτά πού συχνά θεωροῦνται οὐσιώδη γνωρίσματα τῆς «ποίησης», δέν εἶναι ἐπ’ οὐδενί οὐσιώδη στόν «ἔμμετρο λόγο». Ὁ ἔμμετρος λόγος δέν συντίθεται ἀπαραιτήτως μέ «ποιητική γλώσσα». Ὁ Γουόρντσγουορθ τό ἀνακάλυψε αὐτό ἀπό μόνος του, ἀπολαυστικότατα, τό 1797. Ὁ ἔμμετρος λόγος πού μετράει ὡς τέτοιος μπορεῖ νά συντεθεῖ μέ ἕνα λεξιλόγιο πού δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό αὐτό τῆς πρόζας. Ὁ ἔμμετρος λόγος δέν περιέχει ἀπαραιτήτως εἰκόνες, μεταφορές ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού κάποιοι, κάποιες φορές, θεώρησαν ἀπαραίτητα γιά τήν «ποίηση». Οὔτε, τέλος, ὁ ἔμμετρος λόγος εἶναι ἀπαραιτήτως φανταστικός ἤ μυθοπλαστικός. Ἡ ἁπλή κατάτμηση τῆς γλώσσας δέν συνεπάγεται ἀναγκαστικά τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ γλώσσα πού ἔχει κατατμηθεῖ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πρέπει ἀμέσως νά ἀπαρνηθεῖ κάθε βλέψη νά πεῖ τήν ἀλήθεια.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ὑπενθυμίσουμε στόν ἑαυτό μας ὅτι προτοῦ ἡ φιλοσοφία ὀνομαστεῖ φιλοσοφία ἦταν, στό μεγαλύτερο μέρος της, γραμμένη ἔμμετρα. Δέν εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό πού ὁ Γκώυς ἀποκαλεῖ «διδακτική ποίηση», ὅπου ὁ ἔμμετρος λόγος ζαχαρώνει τό χεῖλος τοῦ ποτηριοῦ τῆς πρόζας. Δέν ἔχουμε οὔτε ἀποδείξεις οὔτε κανένα λόγο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἐμπεδοκλῆς συνέθεσε πρῶτα τούς Καθαρμούς σέ πεζό λόγο καί τούς ἔκανε ἀργότερα ἔμμετρους· ἀντιθέτως, ἔχουμε κάθε λόγο νά ὑποθέσουμε ὅτι πρῶτα τούς συνέθεσε ἔμμετρα· καί μάλιστα ὅτι τούς σκέφτηκε ἔμμετρα, ὄχι ὅτι τούς σκέφτηκε πρῶτα σέ πεζό καί μετά τούς ἔντυσε μέ ἔμμετρο λόγο. Ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ κλασικιστής Σάιμον Γκόλντχιλ, στήν ἀρχαϊκή Ἑλλάδα ὁ πεζός λόγος δέν ἦταν ἐπ’ οὐδενί ὁ πιό κοινός τρόπος ἐπικοινωνίας, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀποτέλεσε ἱστορικό ἐπίτευγμα: ἐξοῦ καί ὁ τίτλος τῆς μελέτης του The Invention of Prose (Ἡ ἐπινόηση τοῦ πεζοῦ λόγου) (2002). Ἐδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε ἐπίσης τό ἔργο τοῦ Μαρσέλ Ντετιέν γιά τούς λυρικούς ποιητές τῆς ἀρχαϊκῆς Ἑλλάδας, πού θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους, ὅπως λέει ὁ Ντετιέν, «les maîtres de la vérité». Γι’ αὐτούς τούς ποιητές καί τούς πάτρονές τους, ὅπως ἔχει δείξει ὁ Ντετιέν, ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν, ὅπως γιά τόν Πλάτωνα ἤ γιά ἐμᾶς, τό ἀντίθετο τοῦ ψεύδους ἤ τοῦ σφάλματος, ἀλλά τό ἀντίθετο τῆς Λήθης· ἔτσι ὁ ποιητής ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού μέ τά ποιήματά του μποροῦσε νά σώσει τόν πάτρονά του ἀπό τή λησμονιά· μέσα σέ ἕνα τέτοιο τελετουργικό πλαίσιο ἡ ἀλήθεια δέν ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἀντιστοιχία ἤ τήν ἔλλειψη ἀντιστοιχίας μεταξύ μιᾶς πρότασης καί μιᾶς κατάστασης στόν κόσμο, ἀλλά ἦταν κάτι πού ἔκανε ὁ ποιητής στόν πάτρονά του γιά νά τόν σώσει ἀπό τή Λήθη (Detienne, 1996).
Συνθέτες ἔμμετρου λόγου ὅπως ὁ Πίνδαρος ἤ ὁ Ἐμπεδοκλῆς σίγουρα δέν θεωροῦσαν αὐτό πού ἔκαναν ὑποεῖδος τῆς μυθοπλασίας (ἔννοιας πού δέν εἶχε ἐπινοηθεῖ ἀκόμα). Ἀπό τήν ἄλλη, δέν θά τό θεωροῦσαν οὔτε «διδακτική ποίηση», δηλαδή διακοσμητικό γαρνίρισμα τοῦ προσχεδιασμένου πεζοῦ περιεχομένου μέ ἔμμετρο λόγο. Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, μορφές ὅπως ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἤ ὁ Παρμενίδης μᾶλλον θά σκέφτονταν σέ ἔμμετρο λόγο. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μετρικοί περιορισμοί ἀποτελοῦσαν παράγοντα τῆς σύνθεσης, μία ἐπιπλέον ἀπαίτηση πού κατά τή στιγμή τῆς παραγωγῆς τῆς κάθε πρότασης ἐρχόταν νά προστεθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐπιχειρήματος καί τίς συνακόλουθες ἀπαιτήσεις του, ὅπως ἡ σύνταξη, ἡ σημασιολογική ἀκρίβεια καί οὕτω καθεξῆς.
Για να διαβάσετε τη συνέχεια του κειμένου, αγοράστε το τεύχος.
Εικόνα: The Seeds and Fruit of English Poetry, Ford Madox Brown, 1845